Δύο γυναίκες, η Agnes Olmans (47 ετών) και η Helena Curtens (16 ετών), καταδικάστηκαν σε θάνατο στην πυρά το έτος 1738, πριν από 273 χρόνια, επειδή έκαναν «συμβόλαια συνεργασίας» με τον σατανά, πέταγαν πάνω από την πόλη καβάλα σε μια σκούπα και είχαν σαββατιάτικα σεξουαλικές σχέσεις με σατανιστές, την ώρα θα έπρεπε να προετοιμάζονται για τη θεία λειτουργία της Κυριακής...
Στο Gerresheim, σήμερα δημοτικό διαμέρισμα του Ντύσελντορφ, συνεδρίασε το δικαστήριο που καταδίκασε τις δύο γυναίκες και στην ίδια πόλη έπρεπε να συζητηθεί και αποφασιστεί η ηθική αποκατάσταση των δύο θυμάτων. Ο δικηγόρος Andreas Vogt θεώρησε ότι, εκτός από την καταδίκη της διαδικασίας εξόντωσης αβοήθητων ανθρώπων με γελοία θεολογικά επιχειρήματα, θα έπρεπε να δοθεί σε 2 δρόμους του Gerresheim τιμής ένεκεν το όνομα αυτών των γυναικών και ταυτόχρονα να διαδοθεί το μήνυμα ενάντια στο μισογυνισμό και στην εχθρότητα που δείχνουν οι μικροαστοί κατά ανθρώπων διαφορετικής φυλής, και διαφορετικών πολιτικών και θρησκευτικών αντιλήψεων.
Αριστερά: προετοιμασία θύματος για βασανιστήρια υπό την καθοδήγηση χριστιανών ιερέων,
Δεξιά: Εκτέλεση καταδικασμένων στην «λυτρωτική πυρά», όπως επιτάσσει η Βίβλος και
αναφέρουν ο Παύλος και ο ιερός Αυγουστίνος. Επιχρωματισμένα σχέδια της εποχής.
Νομικά υπήρχε, βέβαια, ένα πρόβλημα, γιατί ο δικηγόρος δεν έχει «έννομο συμφέρον», π.χ. δεν υπάρχει απόγονος των δύο θυμάτων, δεν είναι διαθέσιμη εντολή για εκπροσώπηση και το ειρηνοδικείο του Gerresheim δεν αποτελεί συνέχεια του κληρικο-λαϊκού δικαστηρίου που είχε καταδικάσει πριν σχεδόν 3 αιώνες τις γυναίκες.
Ο Vogt απευθύνθηκε λοιπόν με το αίτημά του στο δημοτικό συμβούλιο του Ντύσελντορφ, ώστε να πετύχει μια συμβολική ηθικο-κοινωνική αποκατάσταση. Ανάλογη διαδικασία είχε εξελιχθεί στην κωμόπολη Rüthen, όπου το δημοτικό συμβούλιο αποκατέστησε 169 θύματα που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και εκτελεστεί, ως μάγοι και μάγισσες.
Οι δημοτικοί σύμβουλοι του Ντύσελντορφ φοβήθηκαν όμως, μήπως προκύψει θέμα χρηματικής αποζημιώσεως τυχόν απογόνων των θυμάτων και έψαχναν να θάψουν το αίτημα. Εκεί ήρθε σε κάποιον η ιδέα, ότι οι δύο γυναίκες ίσως ήταν πράγματι ένοχες, οπότε καλώς καταδικάστηκαν... Δηλαδή, μήπως πέταγαν πράγματι πάνω από την πόλη πάνω σε μια σκούπα και μήπως είχαν σεξουαλικές σχέσεις με τον σατανά...
Αποφάσισε λοιπόν το δημοτικό συμβούλιο να αναθέσει σε έναν καθολικό θεολόγο, του οποίου το όνομα δεν έγινε γνωστό, να εξετάσει το θέμα. Να σημειωθεί ότι σε πάρα πολλές πόλεις της Γερμανίας φυλάγονται ακόμα τα αρχεία δικαστηρίων, ληξιαρχείων κ.ά. από το Μεσαίωνα, αφότου διάφοροι οικισμοί απέκτησαν πολιτική υπόσταση με εξουσία και αρχές.
Ο θεολόγος ανέλαβε λοιπόν να εξετάσει το φάκελο της δίκης των δύο γυναικών, στον οποίο υπήρχαν με γερμανική ακρίβεια όλες οι καταθέσεις μαρτύρων κατά τις ανακρίσεις, όλα τα βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκαν οι δύο γυναίκες ενώπιον επιτροπής κληρικών, καθώς επίσης οι επακόλουθες «ομολογίες» τους, με τις οποίες είχαν επιβεβαιωθεί πλέον όλες οι κατηγορίες...
Να υπενθυμίσουμε ότι η πρακτική ανακρίσεων της αγίας χριστιανικής εκκλησίας (καθολικό παράρτημα) προέβλεπε μερικές φορές και πειραματική επιβεβαίωση της «ομολογίας»: τα θύματα συκοφαντιών και ιδιωτικών αντιδικιών (συνηθέστατα γυναίκες) ρίχνονταν δεμένα χειροπόδαρα σε μια λίμνη ή σε ποταμό. Αν για κάποιο λόγο επέπλεαν, είχαν αυταπόδεικτα μέσα τους το σατανά και οδηγούνταν στην πυρά για εκτέλεση... Αν πνιγόντουσαν που ήταν και το συνηθέστερο, ήταν μεν αθώα, αλλά είχαν πνιγεί... Όλοι πήγαιναν έτσι με καθαρή χριστιανική συνείδηση σπίτια τους.
Ο θεολόγος του Ντύσελντορφ, σίγουρος ότι συνέχιζε το έργο των λαμπρών δολοφόνων πνευματικών προγόνων του και βέβαιος ότι δεν θα μαθευτεί το όνομά του, έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρά στοιχεία για την ενοχή των δύο γυναικών: Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να πέταγαν με σκούπες πάνω από την πόλη (τους έκοψε τις ιδεοληψίες η επιστήμη!), ούτε αναφέρθηκε ο μελετητής στη σημαντικότερη κατηγορία περί συνεργασίας με τον ιουδαιο-χριστιανικό σατανά... Αυτό που θεώρησε όμως ενοχοποιητικό ήταν ότι οι δύο γυναίκες φαίνεται να καλλιεργούσαν, λέει, πρακτικές «μαντείας» και να «διέδιδαν δεισιδαιμονίες». Αυτά δεν αναφέρονταν, βέβαια, στο φάκελο ως κατηγορίες, κάτι έπρεπε να γράψει όμως ο λαμπρός αυτός (και όλοι οι όμοιοί του) αργόσχολος και βρήκε αυτό που ακόμα και σήμερα αποτελεί πρακτική πολλών αμόρφωτων ανθρώπων με τα άστρα, την τράπουλα, τον καφέ και άλλα τέτοια.
Ο Vogt απευθύνθηκε λοιπόν με το αίτημά του στο δημοτικό συμβούλιο του Ντύσελντορφ, ώστε να πετύχει μια συμβολική ηθικο-κοινωνική αποκατάσταση. Ανάλογη διαδικασία είχε εξελιχθεί στην κωμόπολη Rüthen, όπου το δημοτικό συμβούλιο αποκατέστησε 169 θύματα που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και εκτελεστεί, ως μάγοι και μάγισσες.
Οι δημοτικοί σύμβουλοι του Ντύσελντορφ φοβήθηκαν όμως, μήπως προκύψει θέμα χρηματικής αποζημιώσεως τυχόν απογόνων των θυμάτων και έψαχναν να θάψουν το αίτημα. Εκεί ήρθε σε κάποιον η ιδέα, ότι οι δύο γυναίκες ίσως ήταν πράγματι ένοχες, οπότε καλώς καταδικάστηκαν... Δηλαδή, μήπως πέταγαν πράγματι πάνω από την πόλη πάνω σε μια σκούπα και μήπως είχαν σεξουαλικές σχέσεις με τον σατανά...
Αποφάσισε λοιπόν το δημοτικό συμβούλιο να αναθέσει σε έναν καθολικό θεολόγο, του οποίου το όνομα δεν έγινε γνωστό, να εξετάσει το θέμα. Να σημειωθεί ότι σε πάρα πολλές πόλεις της Γερμανίας φυλάγονται ακόμα τα αρχεία δικαστηρίων, ληξιαρχείων κ.ά. από το Μεσαίωνα, αφότου διάφοροι οικισμοί απέκτησαν πολιτική υπόσταση με εξουσία και αρχές.
Ο θεολόγος ανέλαβε λοιπόν να εξετάσει το φάκελο της δίκης των δύο γυναικών, στον οποίο υπήρχαν με γερμανική ακρίβεια όλες οι καταθέσεις μαρτύρων κατά τις ανακρίσεις, όλα τα βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκαν οι δύο γυναίκες ενώπιον επιτροπής κληρικών, καθώς επίσης οι επακόλουθες «ομολογίες» τους, με τις οποίες είχαν επιβεβαιωθεί πλέον όλες οι κατηγορίες...
Να υπενθυμίσουμε ότι η πρακτική ανακρίσεων της αγίας χριστιανικής εκκλησίας (καθολικό παράρτημα) προέβλεπε μερικές φορές και πειραματική επιβεβαίωση της «ομολογίας»: τα θύματα συκοφαντιών και ιδιωτικών αντιδικιών (συνηθέστατα γυναίκες) ρίχνονταν δεμένα χειροπόδαρα σε μια λίμνη ή σε ποταμό. Αν για κάποιο λόγο επέπλεαν, είχαν αυταπόδεικτα μέσα τους το σατανά και οδηγούνταν στην πυρά για εκτέλεση... Αν πνιγόντουσαν που ήταν και το συνηθέστερο, ήταν μεν αθώα, αλλά είχαν πνιγεί... Όλοι πήγαιναν έτσι με καθαρή χριστιανική συνείδηση σπίτια τους.
Ο θεολόγος του Ντύσελντορφ, σίγουρος ότι συνέχιζε το έργο των λαμπρών δολοφόνων πνευματικών προγόνων του και βέβαιος ότι δεν θα μαθευτεί το όνομά του, έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρά στοιχεία για την ενοχή των δύο γυναικών: Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να πέταγαν με σκούπες πάνω από την πόλη (τους έκοψε τις ιδεοληψίες η επιστήμη!), ούτε αναφέρθηκε ο μελετητής στη σημαντικότερη κατηγορία περί συνεργασίας με τον ιουδαιο-χριστιανικό σατανά... Αυτό που θεώρησε όμως ενοχοποιητικό ήταν ότι οι δύο γυναίκες φαίνεται να καλλιεργούσαν, λέει, πρακτικές «μαντείας» και να «διέδιδαν δεισιδαιμονίες». Αυτά δεν αναφέρονταν, βέβαια, στο φάκελο ως κατηγορίες, κάτι έπρεπε να γράψει όμως ο λαμπρός αυτός (και όλοι οι όμοιοί του) αργόσχολος και βρήκε αυτό που ακόμα και σήμερα αποτελεί πρακτική πολλών αμόρφωτων ανθρώπων με τα άστρα, την τράπουλα, τον καφέ και άλλα τέτοια.
Ο δικηγόρος Vogt συμπέρανε από τις εξηγήσεις του θεολόγου ότι η εκκλησία πριν 3 αιώνες θιγόταν που οι δύο γυναίκες τής αφαιρούσαν ύλη προφητείας και διάδοσης δεισιδαιμονιών -διαρκής πρακτική των εκκλησιών- και έτσι μειώνονταν τα έσοδα των ναών, όπου τελούνται επίσημα τα μαγικά...
Αριστερά: Αφίσα της εποχής που καλεί τους πιστούς να παρακολουθήσουν την
εκτέλεση καταδικασμένων από το ιερό μαγισσο-δικείο, Δεξιά: Διαδικασία εκτέλεσης
με βασανισμό, το κοντάρι με το θύμα στην άκρη κατεβαίνει και ανεβαίνει,
ώστε να καίγεται αργά και επώδυνα το θύμα, να ψυχαγωγείται το ποίμνιο.
Τελικά, το θέμα άρχισε να παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις στο Ντύσελντορφ, κυρίως επειδή διαφάνηκε ότι οι παπάδες θα ήταν έτοιμοι να επαναλάβουν τα μεσαιωνικά εγκλήματά τους, αν τους δινόταν και πάλι κάποια ευκαιρία... Ίσως δεν ήταν άσχετη με αυτές τις υποθέσεις η συγγνώμη που ζήτησε ο (Γερμανός) πάπας Ράτσινγκερ-Βενέδικτος για τα εγκλήματα της εκκλησίας σε βάρος των «μαγισσών», για τις σταυροφορίες και όλα τα θεάρεστα που έγιναν στους αιώνες του θεοκρατικού Μεσαίωνα.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα το δημοτικό συμβούλιο του Ντύσελντορφ θα αποφασίσει, λένε, σύντομα για την ηθικο-κοινωνική αποκατάσταση των δύο (και όποιων άλλων) θυμάτων εκκλησιαστικής βίας, δεδομένου ότι στην πόλη του Ντύσελντορφ είναι εγκαταστημένοι πάρα πολλοί ξένοι, όχι μόνο κακομοίρηδες Άραβες, Πακιστανοί και Αφρικανοί, αλλά Γιαπωνέζοι, Κινέζοι και Κορεάτες, Σκανδιναβοί και Αμερικάνοι, οι οποίοι εργάζονται στις αντιπροσωπείες μεγάλων βιομηχανικών κολοσσών που έχουν εκεί την ευρωπαϊκή έδρα τους. Να μην πάρουν είδηση οι εκλεκτοί ξένοι ότι αναδεύονται παλιές ρατσιστικές και αμιγώς εγκληματικές πρακτικές της χριστιανικής εκκλησίας, οπότε θα υπάρχει κίνδυνος να τα μαζέψουν και να πάνε δίπλα στο Βέλγιο, την Ολλανδία ή κάπου αλλού εκεί κοντά!