Οι αλλαγές και οι ανατροπές στην Ευρώπη είχαν πάρει κατά το 15ο αιώνα απρόβλεπτη μορφή. Δεν επρόκειτο πια για μεμονωμένες βελτιώσεις, αλλά για συνολική μεταλλαγή της βασικής δομής της δυτικής κοινωνίας, η οποία από αμιγώς γεωργική στον πρώιμο Μεσαίωνα και εμπορική αστική μετά την αλλαγή της χιλιετίας, αποδέχεται τώρα νέα πρότυπα και νέους προσανατολισμούς: Ο μηχανικός και ο τεχνικός-καλλιτέχνης έχουν εισβάλει στο προσκήνιο και διαμορφώνουν την καθημερινότητα. Η περιέργεια και η φιλομάθεια τούς μετατρέπει σε οραματιστές νέων μηχανών, συστημάτων και διατάξεων που θα ελαφρύνουν τη σωματική καταπόνηση, θα αυξήσουν και θα βελτιώσουν την παραγωγή, θα οδηγήσουν τον εαυτό τους, την οικογένεια τους και τους συμπολίτες τους σε θέσεις εργασίας, σε ευημερία και σε νέες γνώσεις. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο όραμα και την πραγματικότητα γίνεται η μελέτη, ο υπολογισμός, η επιστήμη. Αυτή την εποχή περνάει η Ευρώπη σταδιακά από την Τεχνική στην Τεχνολογία, δηλαδή από την απλή αξιοποίηση κάποιων συσκευών και διατάξεων για τις ανάγκες του ανθρώπου στη συστηματική εφαρμογή μεθόδων για παραγωγή προϊόντων ή άλλων συσκευών και διατάξεων. Τα χρονικά όρια αυτής της μεταλλαγής είναι προφανώς ασαφή, αλλά η ποιοτική διαφορά είναι εμφανής!
Φωτεινό παράδειγμα μηχανικού, επιστήμονα και καλλιτέχνη αυτής της εποχής και ολόκληρης της χιλιετίας είναι ένας μεγαλοφυής άνθρωπος, ο Φλωρεντίνος Leonardo da Vinci (ντα Βίντσι, 1452-1519), ζωγράφoς, αρχιτέκτονας, γλύπτης, μουσικός, μαθηματικός, αστρονόμος, συγγραφέας, φιλόσοφος, μελετητής της ανατομίας, της ιατρικής, της βοτανικής, της ορυκτολογίας, των φαινομένων και των στοιχείων της φύσης. O Λεονάρντο εργάζεται στα τέλη του 15ου αιώνα στην Αυλή των Σφόρτσα στο Μιλάνο και πραγματοποιεί έρευνες, οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα: από την αναζήτηση της τελειότητας στη ζωγραφική έκφραση, μέχρι τη μελέτη της πτήσης και των οπτικών φαινομένων, από τα μαθηματικά μέχρι την υδραυλική και τη μηχανική, από τους πειραματισμούς πάνω στα υλικά μέχρι τις μεθόδους κατασκευής, από το μικρόκοσμο του ανθρώπινου σώματος μέχρι το μακρόκοσμο του σύμπαντος.
Ειδικότερα στον τεχνικό τομέα ο μεγάλος αυτός διανοητής, ο οποίος ενσαρκώνει το θρύλο του αναγεννησιακού homo universalis, αυτό που στα ελληνικά αποδίδεται με το χαρακτηρισμό μεγαλοφυής άνθρωπος, μελετάει και σχεδιάζει κάθε μορφής και προορισμού έργα και κατασκευές, όπως υδραυλικούς τροχούς, πύργους, ναούς, μαγγανοπήγαδα, τροχαλίες, αλεξίπτωτα, ελικόπτερα και άλλα πολλά. μερικά από αυτά τα σχέδιά του έχουν κατασκευαστεί σε ομοιότυπα για να αντιληφθούν οι σύγχρονοι μελετητές, ποιες ιδέες είχε στο μυαλό του ο μεγάλος αυτός τεχνικός, καλλιτέχνης και εφευρέτης. Ξεκινώντας ο ντα Βίντσι από την ίδια του την εμπειρία, από την προσωπική του επαφή με τη φύση, από τη μελέτη του κόσμου που τον περιβάλλει και έχοντας, παράλληλα, τα εφόδια μιας ευρείας και εκλεκτικής μόρφωσης, συνδυάζει άμεσα τέχνη, επιστήμη και τεχνική, γεμάτος αυτοπεποίθηση για τη δύναμη, τις ικανότητες και την ευφυΐα του, όντας ωστόσο πάντα ανικανοποίητος, αντιφατικός, περίπλοκος, απόμακρος και ακατανόητος για τους συμπολίτες του (Γιάννης Μπόλης: «Οι θαυμαστές "μηχανές" του Λεονάρντο», Ένθετο εφημερίδας Καθημερινή «Επτά Ημέρες», Τέχνη και Τεχνολογία, Φεβρ. 2005)
Ο Λεονάρντο γράφει ότι «Η μηχανική είναι ο παράδεισος των μαθηματικών, γιατί αποτελεί πεδίο εφαρμογής τους» και περιγράφει τη νέα εποχή, η οποία θα απαρτίζεται από ένα κόσμο, όπου ο μαθηματικός, ο αρχιτέκτονας, ο μηχανικός, ο τυπογράφος, ο καλλιτέχνης και ο έμπορος θα υπολογίζουν, θα κατασκευάζουν, θα εμπορεύονται το προϊόν της σκέψης και των χεριών τους. Φυσικά, σε ένα τέτοιο κόσμο δεν είναι δυνατόν να σταθεί πια το φεουδαρχικό σύστημα διακυβέρνησης, ενώ ο εκκλησιαστικός μηχανισμός καταλήγει να αγωνίζεται, συχνά με εγκληματικά μέσα, για να διατηρήσει για ιδιοτελείς σκοπούς τον έλεγχο και τη χειραγώγηση της κοινωνίας.
Αυτή η αλλαγή προς μία νέα εποχή δεν άγγιξε καθόλου την Ανατολή, πέρα από σημερινά ιδεολογήματα περί «Βυζαντινής Αναγέννησης», της οποίας Ανατολής οι ηγετικοί κύκλοι διαχειρίζονταν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση με το χειρότερο δυνατό τρόπο, αντιμετώπιζαν δε ταυτόχρονα τη Δύση και τους διανοούμενους της εποχής με, από σημερινή σκοπιά, ακατανόητη αλαζονεία και έπαρση (Παν. Κανελλόπουλος: «Γεννήθηκα στο 1402»). Ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332), λόγιος, συγγραφέας και αυλικός από τη Βιθυνία, έγραφε ότι ο ελληνικός πολιτισμός δεν είχε πια ανάγκη να δανείζεται από άλλους πολιτισμούς (Runciman), σε μια ιστορική εποχή που η νομοθεσία της χώρας ήταν ρωμαϊκή, η θρησκεία ιουδαϊκή και το αυλικό τελετουργικό περσικό έως και κινέζικο. Σήμερα μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η έλλειψη συστηματικής επικοινωνίας, η απουσία επαρκούς αριθμού μορφωμένων ανθρώπων στην Ανατολή, η οικονομική και κατά το 13ο αιώνα για περίπου 60 έτη στρατιωτική υποταγή στις δυνάμεις της Δ' Σταυροφορίας, αλλά και η πολύχρονη πολιτική και θρησκευτική λυσσώδης αντιπαλότητα μεταξύ των οπαδών των δύο χριστιανικών δογμάτων, οδηγούσε τις ηγετικές δυνάμεις του Βυζαντίου σε παραπλανητικά συμπεράσματα.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσέγγιζαν σταδιακά την πρωτεύουσα, ενώ στο εσωτερικό του κράτους αντικείμενα προβληματισμού και αντιπαραθέσεων ήταν τα «πρωτεία» του πάπα στον εκκλησιαστικό μηχανισμό και διάφορα ψευδοδιλήμματα, όπως το άζυμο ψωμί, το filioque κ.ά., Κύριος στόχος ήταν βέβαια η χειραγώγηση του όχλου που προερχόταν από τον «κόσμο της καλύβας». το πλήθος των αμόρφωτων και θρησκόληπτων ανθρώπων που καθοδηγείτο συστηματικά στην αποδοχή της ηγεμονίας των Τούρκων ως το μη χείρον κακό! Οι τεχνικές εξελίξεις που βελτίωναν το εμπόριο και την οικονομία στη Δύση, έμεναν άγνωστες και αναξιοποίητες στην Ανατολή, η οποία είχε απολέσει προ πολλού το κληροδοτημένο από την ελληνική και ελληνιστική εποχή πολιτισμικό προβάδισμα.
Σήμερα επιχειρείται και πάλι μια συσκότηση από καθοδηγούμενους συγγραφείς: επειδή ο καταστροφικός ρόλος του εκκλησιαστικού μηχανισμού στην οριστική διάλυση του Βυζαντίου και ο δωσιλογισμός του στη μετέπειτα μακραίωνη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι αυταπόδεικτος, επινοήθηκε η επανεκτίμηση των γεγονότων με προσπάθεια ανάδειξης ως κεντρικού εξ αυτών την κατάληψη της Κω/πολης το έτος 1204 από τους Λατίνους της Δ' Σταυροφορίας. Όλα τα επόμενα ιστορικά γεγονότα καταγράφονται σ' αυτή την εκδοχή της Ιστορίας ως αναπόδραστες, μη αναστρέψιμες εξελίξεις, με ανομολόγητους στόχους, αφενός να παρουσιαστούν οι υπεύθυνοι και ωφελημένοι από την τουρκοκρατία ως θύματα, αφετέρου να υπάρξουν επιχειρήματα για κάποιες σημερινές αντιδυτικές θέσεις.
Μία από τις σημαντικές μορφές της βυζαντινής ηγετικής τάξης κατά τον ύστερο Μεσαίωνα αλλά και της ιταλικής Αναγέννησης, ο μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων (1403-1472), ο οποίος αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ιταλία και έγινε καρδινάλιος της καθολικής εκκλησίας, πίστευε ότι δεν έπρεπε να απουσιάζουν οι Έλληνες από τον πολιτισμικό οργασμό που εξελισσόταν στην Ιταλία και ονομάστηκε αργότερα Αναγέννηση (Runciman). Ο ίδιος έγραφε το έτος 1444 στον Κων/νο Παλαιολόγο, τότε ακόμα δεσπότη του Μυστρά ότι, οι νέες μηχανικές επινοήσεις στην Ιταλία, όπως τα υδροκίνητα πριονιστήρια, μείωναν στο ελάχιστο τη χειρωνακτική εργασία. Οι ξυλουργικές κατασκευές γίνονταν τόσο γρήγορα και καθαρά, όσο μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος! Στα χυτήρια σιδήρου χρησιμοποιούσαν δερμάτινα φυσερά, τα οποία φούσκωναν και ξεφούσκωναν «χωρίς να τα αγγίζει ανθρώπινο χέρι» (Σπ. Βρυώνης: «Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού...»).
Ο Παν. Κανελλόπουλος αναφέρει στο βιβλίο του ότι, κατά το μακρύ χρόνο των συσκέψεων στη Φεράρα και στη Φλωρεντία για μια πιθανή ένωση των εκκλησιών, οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι άκουγαν στις καθολικές εκκλησίες τους (πολυφωνικούς) ψαλμούς και το εκκλησιαστικό όργανο και περιέγραφαν με υπερβάλλοντα θαυμασμό τα υπέροχα συναισθήματα που προκαλούσαν αυτές οι δημιουργίες. Τα μουσικά (Leonin, Perotin, de Machaut , Dufay, Ockeghem, Josquin κ.ά.) και τα εικαστικά έργα τέχνης (Giotto, Pisano, Masaccio, Cimabue, Angelico, Donatello, van Eyck κ.ά.), καθώς και τα συγγράμματα (Dante Alighieri, Francesco Petrarcha, Giovanni Boccaccio κ.ά.), αλλά και οι σημαντικές πρόοδοι στην αντιπροσωπευτική Δημοκρατία (ιταλικές και γερμανικές πόλεις)
δεν φαίνεται να έγιναν μέχρι την οριστική κατάληξη του βυζαντινού κράτους ευρύτερα γνωστά στην Ανατολή. Ο τύπος στις τέχνες (μουσική, ζωγραφική, γλυπτική κ.ά.) που ανανεωνόταν στη Δύση για να εκφράσει καλύτερα το (κατά κανόνα θρησκευτικό) περιεχόμενο, παρέμεινε στην Ανατολή στατικός για να εξασφαλιστεί η «συνέχεια του μηνύματος» και να αυτοπροστατευθεί ο καλλιτέχνης από τυχόν παρερμηνείες και συκοφαντίες.
Ο Lemerle συμπεραίνει ότι η βυζαντινή κοινωνία ήταν «κλεισμένη σ' ένα κόσμο δίχως δυνατότητα επικοινωνίας, στον κλειστό κόσμο του ακούραστου και μονότονα επαναλαμβανόμενου θεολογικού λόγου». Γι' αυτό οι περισσότεροι από τους, έτσι κι αλλιώς λίγους διανοούμενους του ύστερου Βυζαντίου, έκριναν τους Δυτικούς από τις ιδεοληψίες της προηγούμενης χιλιετίας, με αποτέλεσμα να τους θεωρούν συλλήβδην «βάρβαρους και αγροίκους», αλλά πρωτίστως «αιρετικούς» (Norwich).
Από αυτές τις περιγραφές και εκτιμήσεις είναι προφανές ότι, όσοι Βυζαντινοί έρχονταν σε επαφή με τη Δύση, αντιμετώπιζαν ένα νέο πολιτισμό που έμενε ακόμα άγνωστος στην ανατολική κοινωνία. Η οξυδέρκεια που χαρακτήριζε ορισμένους διανοούμενους του καταρρέοντος Βυζαντίου, τους οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο δυτικός κόσμος θα κυριαρχήσει οικονομικά και πολιτισμικά. Γι' αυτό ο Βησσαρίων έκλεινε την επιστολή του προς τον Παλαιολόγο με την παρότρυνση να υιοθετήσει το Βυζάντιο αυτές τις καινοτομίες και τους νεωτερισμούς, να στείλει ο ηγεμόνας νέους στην Ιταλία για να μάθουν τα νέα επαγγέλματα και τις νέες τέχνες, ώστε να ωφεληθούν η κοινωνία και το κράτος. Τα πράγματα μεθοδεύτηκαν και εξελίχθηκαν τελικά έτσι, ώστε η ηγεσία του ελληνόφωνου χώρου να καταφέρει μεν να «στείλει» στη Δύση νέους για εκπαίδευση, αλλά μόνο μετά από 4-5 αιώνες.
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)(Από την Ιστορία της Τεχνολογίας)