21 May 2014

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (54)

Μια επιλογή ενάντια στον παραλογισμό.
Ματ. Μ., 46 ετών, νοικοκυρά
Υπόδειγμα θρησκευόμενης δεν υπήρξα ποτέ στη ζωή μου. Όταν ήμουν παιδί έκανα ό,τι μου έλεγαν οι συμβατικά θρήσκοι γονείς  μου. Ήταν καλοί άνθρωποι, γενικά λογικοί και σέβονταν τις παραδόσεις. Εγώ πάλι όχι, αλλά οι διαφωνίες  προκαλούσαν ταραχή στο σπίτι και  εγώ προτιμούσα την ησυχία (είμαι εσωστρεφής).
Πήγα κατηχητικό, την εποχή του δημοτικού σχολείου σε μια επαρχιακή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας. Το βρήκα πολύ πληκτικό και το σταμάτησα. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι αυτοδύναμα. Θυμάμαι μόνο ότι μια δασκάλα του κατηχητικού απορρίφθηκε συνοπτικά από τις όμοιές της, όταν παντρεύτηκε, μάλλον επειδή απέκτησε ερωτική ζωή.


Ταπεινότητα
Στην εφηβεία μου άρχισα να έχω δική μου άποψη, στηριγμένη κυρίως στην καθημερινότητα. Βαριόμουν τις τυποποιημένες τελετές, δεν έβρισκα νόημα στις νηστείες. Κάποια στιγμή είπα ότι δε θα νήστευα άλλη φορά, γιατί αυτό μου προκαλούσε άγχος και εκνευρισμό και αυτό δεν το θεωρούσα δείγμα καλής χριστιανής.  Το δέχτηκαν, με αυτό το επιχείρημα.
Το επόμενο ήταν να μην πηγαίνω στην Ανάσταση. Πολύ δύσκολο, δε μπορούσαν να το δεχτούν.  Μεγάλες φασαρίες και όσο επαναλαμβάνονταν για το ίδιο θέμα, τόσο λιγότερο περιεχόμενο έβρισκα στη γιορτή. Υπ’ όψιν ότι απεχθάνομαι όλες τις γιορτές και το πιο ευγενικό που μπορώ να κάνω με αυτές είναι να τις αγνοώ.
Επίσης, λόγω καθολικού ονόματος, αντιμετώπισα τη βλακεία των ανθρώπων. Όταν αρραβωνιάστηκα, έγιναν διάφορες συζητήσεις με συγγενείς και φίλους και δύο (2) παπάδες είχαν ειλικρινή (!) απορία, «πώς θα σε παντρέψουμε;» Τους ενοχλούσε το «καθολικό» όνομά μου! Ήταν δύσκολο να μείνω ψύχραιμη. «Όπως βαφτίστηκα!» τους είπα. Η πικρή αλήθεια είναι ότι, όπως μου είχαν διηγηθεί οι γονείς μου, και στη βάφτιση μου έγινε ταραχή λόγω ονόματος. Οι παπάδες ήθελαν κάτι ορθόδοξο. Τέτοια «πνευματικά» προβλήματα έχουν!
Οι γονείς μου πέθαναν πολύ νέοι (44 και 47 χρονών). Δεν ήμουν ανήλικη, αλλά όσο έβλεπα τη γιαγιά μου να ζει, έχοντας θάψει δύο κόρες, το μυαλό μου επαναστατούσε. Το κυρίως επιχείρημα της οικογένειας για αυτή την κατάσταση ήταν, «τους αγάπησε ο Θεός!» Άρα είναι καλό πράγμα ο θάνατος και δεν επιτρέπεται να δυσανασχετούν οι πιστοί, όταν πεθαίνει κάποιος στον περίγυρό τους ή απειλούνται οι ίδιοι με θάνατο.
Σε μένα, αυτή η ατυχία της γιαγιάς μου, προκάλεσε μια έκρηξη μέσα μου. Ποιος θεός, που αγαπάει τους ανθρώπους, θα ανάγκαζε μια μητέρα να θάψει τα παιδιά της και να συνεχίσει να ζει μετά από τέτοιο δράμα; ΚΑΝΕΝΑΣ! Άρα, δεν υπάρχει. Και οι αηδίες τύπου «ο θεός ξέρει καλύτερα από μας» με εξόργιζε. Σκέψου και να μην ήξερε!
Από τότε έγιναν διάφορα και η απέχθεια μου για τα ρασοφόρα παραμύθια με οδήγησε στην αθεΐα.  Αντιμετωπίζω τη ζωή και τα στραβά της με λογική (στα όρια του κυνισμού) και αρνούμαι να πιστέψω ότι υπάρχει κάτι υπερφυσικό που αφήνει τους ανθρώπους να ζουν με κάθε είδους δυστυχία, χωρίς ορατή  λύση και εξήγηση.
Τουλάχιστον, τα τελευταία χρόνια, έχω καταφέρει να αποφεύγω τις ανούσιες θρησκευτικές τελετές, όποτε είναι δυνατό. Πηγαίνω σε ελάχιστες, μόνο καλεσμένη, γιατί είναι πιο απλό από το να συγκρούομαι με τους ανθρώπους  που με καλούν.
Απλοποίησα όσο μπόρεσα τη ζωή μου και δεν ψάχνω μεταφυσικές εξηγήσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μου. Ό,τι δεν έχει λογική βάση, το θεωρώ ανύπαρκτο.