ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΕΒΡΕΝΗ, Καθημερινή, 13.03.2023
Και οι νεκροί υπήρξαν ζωντανοί κάποτε
Ένα δοκίμιο για το νόημα της ζωής και του θανάτου
NORBERT ELIAS, μτφρ. Μ. Κόντος και Γ. Μέρτικας, εκδ. Κουκκίδα, σελ. 108
Μια μέρα όλοι θα πεθάνουμε. Κι όμως, αυτή η κοινότοπη πρόταση, αυτή η αναπόφευκτη αλήθεια αποφεύγεται, αποκρύπτεται, θεωρείται βίαιη, άσπλαχνη, προκαλεί φρίκη. Φαίνεται πως δεν είναι εύκολο να συζητάμε, ακόμη και με τους φίλους μας ή με τους δικούς μας ανθρώπους, τον πιο ανθρώπινο από όλους τους φόβους, τον φόβο του θανάτου, τα συναισθήματα που προκαλεί η σωματική παρακμή, τις αλλαγές που φέρνει το γήρας, η ασθένεια.
Ο Νόρμπερτ Ελίας, διάσημος κοινωνιολόγος του 20ού αιώνα, δημοσίευσε αυτό το μικρό δοκίμιο, «Η μοναξιά των ετοιμοθάνατων», τη δεκαετία του 1970, αποφασισμένος να θίξει από κοινωνιολογικής οπτικής ένα από τα σημαντικότερα και πιο γενικευμένα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο επιτείνεται: πρόκειται για την κοινωνική και συναισθηματική απομόνωση των ετοιμοθάνατων, των ανθρώπων που η επαφή μας μαζί τους απειλεί την ονειρική επιθυμία της αθανασίας μας και επαναφέρει στο προσκήνιο το αποπνικτικό αίσθημα του οριστικού τέλους.
«Η κατάσταση των ετοιμοθάνατων σήμερα είναι γενικά αδιαμόρφωτη, μια κενή περιοχή στον κοινωνικό χάρτη» και φαίνεται πως θα παραμείνει ένα κοινωνικό ζήτημα χωρίς δημοσιότητα, αφού η σύγχρονη κοινωνία κάνει τα πάντα για να απαλλαχθεί από τη θέα ή τα συναισθήματα της περατότητας.
Η σύγχρονη κοινωνία κάνει τα πάντα για να απαλλαχθεί από τη θέα ή τα συναισθήματα της περατότητας.
Αυτό το μικρό δοκίμιο, που συνοδεύεται στην παρούσα έκδοση από μία αναθεωρημένη διάλεξη του Ελίας με τίτλο «Το γήρας και ο θάνατος», δεν αποτελεί μια συστηματική μελέτη ή μια αναλυτική, επιστημονική ανάπτυξη του θέματος, αλλά μάλλον ένα κοινωνιολογικό περίγραμμα που θίγει πολλά από τα γειτονικά ζητήματα, όσα συνοδεύουν την απομόνωση των γερόντων, των αρρώστων, των εξασθενημένων, το μεγάλο αλλά σιωπηρό θέμα της κοινωνικής τους απομάκρυνσης.
Συναντάμε, έτσι, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το θέμα σε διάφορα στάδια πολιτισμικής ανάπτυξης, τις αλλαγές που επήλθαν σε επίπεδο θρησκευτικό ή επιστημονικό, στο πεδίο της κοινωνικής οργάνωσης, τις ιδιαιτερότητες ανόμοιων, ομόχρονων κοινωνικών πλαισίων, τις διαφορετικές ατομικές, συλλογικές και κοινωνικές νοοτροπίες, το πέρασμα από το δημόσιο στο ιδιωτικό. Και όσο διαβάζουμε τις παρατηρήσεις και τις σκέψεις του συγγραφέα, δεν γίνεται παρά να τις επεκτείνουμε και να σημειώνουμε νοητικά όσα από αυτά ισχύουν ακόμη, όσα έχουν αλλάξει και κυρίως όσα έχουν ενισχυθεί στη σύγχρονη εποχή, με τις ακόμη μεγαλύτερες τεχνικές και τεχνολογικές εξελίξεις, με την ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην εξατομίκευση, όσα ζούμε στο παρόν, με την πανδημία, τους πολέμους, τις φυσικές καταστροφές.
Για παράδειγμα, ένα από τα θέματα ενδιαφέροντος αποτελεί η ανάδειξη του σύγχρονου ταμπού που αφορά την έκφραση έντονων, αυθόρμητων συναισθημάτων, το οποίο, σε συνδυασμό με την εξάλειψη των συμβατικών φράσεων ή τελετουργικών, χωρίς να έχουν αντικατασταθεί από νέα, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη διαχείριση της επαφής μας με τους ετοιμοθάνατους.
«Κρυφτό» με τα παιδιά
Εις επίρρωσιν, ο συγγραφέας σημειώνει τη δυσκολία των ενηλίκων να μιλήσουν στα παιδιά για το απλό γεγονός του θανάτου, την περατότητα της ζωής τους, όμοια με όλων των άλλων. Και, σήμερα, αν επεκτείνουμε αυτή τη συλλογιστική, μπορούμε να προσθέσουμε την αδυναμία μας να μιλήσουμε στον ετοιμοθάνατο για αυτό που έχει μπροστά του, όπως αποκρύπτουμε, πολλές φορές, και την ασθένεια από τον άρρωστο. Η κοινωνία μας κάνει ό,τι μπορεί για να απαλλαχθεί από το αναπόφευκτο, υποθάλποντας και αναπτύσσοντας ισχυρούς μηχανισμούς ατομικής και κοινωνικής απώθησης.
Ο Ελίας, σε αυτό το πυκνογραμμένο δοκίμιο, εξετάζει πώς μετατρέπεται η κατανόηση και το περιεχόμενο του νοήματος της ζωής και του θανάτου σε κοινωνίες που δίνουν όλο και μεγαλύτερη έμφαση στο άτομο, στην ατομικότητα και την εξατομίκευση, στον εξορθολογισμό, στην ατομική ανεξαρτησία. Με την αύξηση του προσδόκιμου της ζωής, με τη γενική επικράτηση της ειρήνευσης, με την έμφαση στην υγιεινή και την εξασφάλιση ιατρικά καλών συνθηκών, καλύπτεται το αίσθημα της ενοχής, δικαιολογείται η άρνηση να αντιμετωπιστεί ευθέως το ζητούμενο, προωθούνται συλλογικά επιθυμητές ιδέες και διασφαλίζεται η απόκρυψη και η λογοκρισία.
Από την άλλη, όμως, εκτός από την κοινωνική πλευρά και την οπτική των ζώντων και κοινωνικά ενεργών, το ζήτημα εξετάζεται και από την οπτική των ίδιων των προσώπων που αντιμετωπίζουν τον θάνατο. Το νόημα της μοναξιάς και της μοναχικότητας των ετοιμοθάνατων, αλλά και το φως με το οποίο ο επερχόμενος θάνατος φωτίζει τη ζωή τους, η φροντίδα για τις σωματικές τους ανέσεις, αλλά και η δυσκολία συναισθηματικής ή κοινωνικής επικοινωνίας με τους οικείους, ακόμη και ο ίδιος ο φόβος του θανάτου μπορεί να προξενούν την ίδια οδύνη με τον φυσικό πόνο και τη σωματική ασθένεια.
Ο Ελίας προτείνει, σε όλα τα στάδια της επιχειρηματολογίας του, άμεσα ή έμμεσα, να αρχίσουμε να μιλάμε για το γεγονός, να αρχίσουμε να το μελετάμε, να το εξετάζουμε, να το συζητάμε δημόσια και ιδιωτικά. Οσο κι αν ακούγεται σκληρό, όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα και αν το απωθούμε ή δεν το φέρνουμε στο προσκήνιο, το πιθανότερο είναι ότι θα έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε την κοινωνική απομάκρυνση, την απομόνωση, τη συναισθηματική καταπίεση. Μπροστά στους νεκρούς δεν χρειάζεται να στεκόμαστε σοβαροί και αμίλητοι, να λογοκρίνουμε τα συναισθήματά μας, να μη γελάμε ή να μην κλαίμε με τις αναμνήσεις μας. Υπήρξαν κι αυτοί ζωντανοί άνθρωποι, κάποτε, εντός του κοινωνικού χώρου, και ως τέτοιους τους ενθυμούμαστε, όπως θα ενθυμούνται κι εμάς, ενδεχομένως, όταν θα φθάσουμε στη θέση τους.