19 October 2022

«Διαφωτισμός» του Τζον Ρόμπερτσον

Μύθοι και αλήθειες για τα Φώτα (κριτική)

Για τη μελέτη του Τζον Ρόμπερτσον [John Robertson] «Διαφωτισμός – Μια συνοπτική εισαγωγή» (μτφρ. Θεοχάρης Αναγνωστόπουλος, πρόλογος Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, εκδ. Επίκεντρο). Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Jean-Louis-Ernest Meissonier, Η διάλεξη στο σπίτι του Ντιντερό (La lecture chez Diderot), 1859.

του Μύρωνα Ζαχαράκη, bookpress.gr, 17 Οκτωβρίου 2022

Το ρεύμα του Διαφωτισμού υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στη Δύση και είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την πορεία της ανθρωπότητας συνολικά. Παρόλα αυτά, δεν παύει να είναι συνδεδεμένο με ορισμένες παρανοήσεις που συχνά παρεμποδίζουν την ορθή κατανόησή του. Ο Τζον Ρόμπερτσον, καθηγητής ιστορίας του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, εμπλουτίζει τη γνωστή αξιόλογη σειρά σύντομων «εισαγωγών», με τη μονογραφία του για τον Διαφωτισμό. Το παρόν βιβλίο είναι αρχικά μια παρουσίαση του πώς ο Διαφωτισμός προσελήφθη και αντιμετωπίστηκε από την εποχή του μέχρι και τις μέρες μας.

Η αρχική πρόσληψη

Αρχικά, μας εξηγεί πως είναι παραπλανητική η εντύπωση πολλών ότι οι Διαφωτιστές πολέμησαν γενικά τη «θρησκεία». Πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι αυτό έπραξε μια συγκεκριμένη μερίδα τους, γνωστή ευρύτερα ως «ριζοσπαστικός Διαφωτισμός». Σε γενικές γραμμές, η προσέγγιση των περισσοτέρων Διαφωτιστών του 18ου αιώνα στο ζήτημα της θρησκείας συνδέεται με την αναζήτηση της «φυσικής θρησκείας», κατά τον 17ο αιώνα, με τη θεμελιακή διάκριση ανάμεσα σε φύση και αποκάλυψη να αποτελεί τον βασικό κοινό τους πυρήνα. Σε αυτό το πλαίσιο, η φυσική θρησκεία θεωρήθηκε ως η πρωταρχική και οικουμενική μορφή θρησκευτικότητας των ανθρώπινων όντων, προγενέστερη και σημαντικότερη από τις επιμέρους «αποκεκαλυμμένες» θρησκείες, οι οποίες συνήθως αξιολογούνταν από τους Διαφωτιστές υπό το κριτήριο της συμβατότητας ή της ασυμβατότητας με εκείνη.

Παράλληλα (και ίσως σε άμεση σχέση με αυτό), οι Διαφωτιστές διατύπωσαν τους συλλογισμούς τους περί θρησκευτικής ανεκτικότητας, ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας μετά την έκρηξη βίας που είχε προκληθεί ύστερα από την προτεσταντική Μεταρρύθμιση και την άρση του Διατάγματος της Νάντης. Είναι βέβαια γεγονός πως οι Διαφωτιστές επιτέθηκαν στον δογματισμό, τη μισαλλοδοξία και την έλλειψη ανεκτικότητας του συγκαιρινού τους κλήρου, ωστόσο το ενδιαφέρον τους δεν ήταν αποκλειστικά για πολεμικούς σκοπούς. Αντίθετα, συνεισέφεραν καίρια στην κατανόηση των θρησκευτικών δογμάτων καθώς και στην αναζήτηση τρόπων που να επιτρέπουν τη διατήρησή τους δίχως την απειλή των ατομικών ελευθεριών και της κοινωνικής ειρήνης.

Ο τρίτος πυλώνας της πραγμάτευσης της θρησκείας από τους Διαφωτιστές, μαζί με τη φυσική θρησκεία και την ανεκτικότητα, ήταν το κάλεσμα για καλυτέρευση της επίγειας ζωής μας. Κύρια ιδιότητα του Διαφωτισμού ήταν η επιδίωξή του να επικεντρωθεί όχι στον άλλο κόσμο αλλά σε αυτόν εδώ, αφοσιωμένος στην έμπρακτη βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης, ανεξάρτητα από το όποιο επέκεινα:

«Αυτή, θεωρώ, ήταν η ουσία της συνεισφοράς του Διαφωτισμού στη δυτική σκέψη: η πολιτική οικονομία ως η προοπτική για την ανθρώπινη βελτίωση, σε αυτόν τον κόσμο και όχι στον επόμενο, στο παρόν και όχι στο παρελθόν. Η βελτίωση αυτή γινόταν αντιληπτή μέσα σε μια ιστορική προοπτική, την προοπτική “της προόδου της κοινωνίας”. Ήταν μια προοπτική που είχε επίγνωση των ορίων της: καμία εκδοχή της πολιτικής οικονομίας του Διαφωτισμού δεν υποσχόταν ατελείωτη ανάπτυξη, ούτε εγγυόταν την ισότητα στην πρόσβαση στον πλούτο και το κύρος. Το ουτοπικό τεχνολογικό όραμα του Μαρξ (Karl Marx) με όλους τους ανθρώπους να απολαμβάνουν ακριβώς τις ίδιες ανέσεις, ουδεμία σχέση είχε με τις θεωρίες των ιστορικών ή πολιτικών οικονομολόγων του Διαφωτισμού». (σελ. 126-127).

Το κίνημα, σημειώνει, επωφελήθηκε εν τη γενέσει του από ορισμένες νέες μορφές κοινωνικότητας: τέτοια παραδείγματα αποτελούν το καφενείο, η μασονική στοά και το κοσμικό σαλόνι. Η σημασία τους όμως συχνά παρατονίζεται, διαπιστώνει ο Ρόμπερτσον. Καθοριστικότερος υπήρξε ο εκδοτικός οργασμός της τυπογραφίας κατά τον 18ο αιώνα, με πλήθος βιβλίων, όλο και συχνότερα μη θρησκευτικής θεματολογίας, να τυπώνονται και να φέρουν στους συγγραφείς τους αναγνώριση. Η αύξηση του εγγράμματου κοινού υπήρξε επίσης καθοριστικής σημασίας παράγοντας για τη διάδοση των νέων ιδεών. Κύριο μέλημα των Διαφωτιστών, παρατηρεί ο Ρόμπερτσον, ήταν η συγκρότηση μιας καλλιεργημένης κοινής γνώμης με διάθεση κριτικής αξιολόγησης της εκάστοτε κρατικής εξουσίας.

Παρουσιάζοντας τις σύγχρονες έρευνες που θέλουν έναν Διαφωτισμό που να φθάνει ως την Ινδία και την Κίνα, διασταυρωνόμενος με τους εκεί παραδοσιακούς πολιτισμούς, ο Ρόμπερτσον επιμένει πως ο Διαφωτισμός ήταν ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Μέσα στο βιβλίο εξετάζεται και το σημαντικότερο ερώτημα των ιστορικών: πώς τελικά σχετίζεται ο Διαφωτισμός με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789; Όπως εξηγεί ο Ρόμπερτσον, δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσά τους. Αυτό συμβαίνει τόσο σε επίπεδο προσώπων, αφού διάσημοι φιλόσοφοι όπως ο Κοντορσέ, ο Παγκάνο, η Γουόλστονκραφτ, η Πιμέντελ, συμμετείχαν προσωπικά στην επανάσταση, αλλά και σε επίπεδο ιδεών, μιας και το σημαντικότερο έργο υπέρ του εν λόγω κινήματος, το Τι είναι η Τρίτη τάξη του αβά Σιεγές, ήταν γραμμένο ως διάλογος ανάμεσα στους φιλοσόφους Ρουσώ και Μοντεσκιέ, απηχώντας δικές τους ιδέες. Ωστόσο, και εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ο Ρόμπερτσον αρνείται την ευρέως διαδεδομενη άποψη σύμφωνα με την οποία η επανάσταση υπήρξε καρπός των ιδεών του Διαφωτισμού. Όπως εξηγεί ο ίδιος:

«Ενώ οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού στρέφονταν προς μια ενημερωμένη κοινή γνώμη για να ασκήσουν έμμεση, περιοριστική πίεση στην κυβέρνηση, οι επαναστάτες προσανατολίζονταν στην ανατροπή του παλιού καθεστώτος μέσα από την άμεση δράση. Η επανάσταση, με άλλα λόγια, ήταν η εκδίκηση των πολιτικών διεργασιών επί της απρόσωπης, βαθμιαίας διαδικασίας της αλλαγής που οραματιζόταν η θεωρία του Διαφωτισμού περί “προόδου της κοινωνίας”» (σελ. 175-176).

Άλλωστε, ελάχιστοι από τους (συνήθως νεαρούς) ηγέτες της επανάστασης είχαν προλάβει να διακριθούν πολιτικά και πνευματικά πριν το έτος 1789. Ναι, είναι αλήθεια ότι οι πραγματείες των φιλοσόφων συνέβαλαν κάπως στον επαναστατικό ξεσηκωμό των μαζών, είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι επίσης καίρια υπήρξε και η συμβολή διαφόρων ημιπορνογραφικών νουβελών και των εξαγριωμένων δημοσιογραφικών άρθρων που εξέθεταν τα παρακμιακά ήθη της γαλλικής αριστοκρατίας. Πάντως, οι σύγχρονοι εκείνων των γεγονότων συχνά ταύτιζαν τον Διαφωτισμό με την επανάσταση, ιδιαίτερα όταν ήθελαν να τα καταδικάσουν, θεωρώντας τη δεύτερη ως αποτέλεσμα συνωμοσίας των εκπροσώπων του πρώτου. Τέτοιες απόψεις συνέχισαν να διαδίδονται και ενισχύθηκαν μετά το 1814.

Στον 19ο αιώνα, ακριβώς εξαιτίας της επανάστασης, το πολιτικό πλαίσιο είχε αλλάξει σημαντικά, με τους κύριους προβληματισμούς να αφορούν πλέον τη δημοκρατία (τα θεμέλια, την έκταση και τις δυνατότητες εκπροσώπησης της λαϊκής κυριαρχίας κ.λπ.). Όσο για τη βασική πεποίθηση των Διαφωτιστών ότι η κακή διακυβέρνηση θα μπορούσε να διαπαιδαγωγηθεί ή τιθασευτεί μέσω μιας επαρκώς ενημερωμένης κοινής γνώμης, είχε πια εξανεμιστεί. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η αμφισβήτηση της κληρονομιάς του Διαφωτισμού, μέχρι και σήμερα, λαμβάνει χώρα ως σύγκρουση ανάμεσα σε δύο μεγάλες ομάδες: από τη μια μεριά βρίσκονται οι (συνήθως ιστορικοί) «νεωτερικοί», οι οποίοι υπερασπίζονται τις αξίες του και τον ταυτίζουν με τη Νεωτερικότητα, ενώ από την άλλη οι (συνήθως φιλοσοφούντες) «μετανεωτερικοί», που επίσης τον ταυτίζουν με τη Νεωτερικότητα, αλλά θεωρούν τις αξίες του παρωχημένες και κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνες για μερικά μεγάλα δεινά της ανθρωπότητας.

Από τους σημαντικότερους φιλοσοφικούς επικριτές του Διαφωτισμού, μεταπολεμικά, ήταν οι νεομαρξιστές Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο, που τον κατηγόρησαν για «εργαλειακή ορθολογικότητα» και μετατροπή της φύσης σε αντικείμενο, και ο ιστορικός των ιδεών Αϊζάια Μπερλίν, που του αντιπαρέταξε τον ρομαντισμό με τον βολονταρισμό του. Σε αυτούς θα μπορούσε να προστεθεί και ο Γερμανός ιστορικός Ράινχαρτ Κοζέλεκ, ο οποίος επικεντρώθηκε στην «ανεπαρκή» απάντηση του Διαφωτισμού έναντι της απόλυτης μοναρχίας, αλλά και στην αποδυνάμωση του θεσμού του κράτους, εκ μέρους του.

Στις δεκαετίες 1970 και 1980, η κριτική οξύνθηκε: ο Γάλλος μεταμοντέρνος Μισέλ Φουκώ, που επιχείρησε να ανιχνεύσει μέσα στον Διαφωτισμό κρυμμένες «απολυταρχικές» τάσεις, ο Σκώτος στοχαστής Άλασνταιρ Μακιντάιρ, που εντόπισε σε αυτόν το κεντρικό «σφάλμα» της θεμελίωσης αξιών χωρίς ερείσματα, το οποίο θεωρεί ότι τελικά οδήγησε την ηθική φιλοσοφία της Δύσης στο αδιέξοδό της, ενώ ο φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρόρτι επιχείρησε τη θεμελίωση μιας φιλοσοφίας απορρίπτοντας την (κυρίως καντιανή) βεβαιότητα για την ύπαρξη μιας οικουμενικής και ορθολογικής «φόρμουλας» για την αλήθεια και την ηθική.

Το γενικά γνωστότερο έργο υπεράσπισης του Διαφωτισμού, υπήρξε η περίφημη Φιλοσοφία του Διαφωτισμού, από τον Γερμανοεβραίο φιλόσοφο Ερσντ Κασσίρερ, ο οποίος λίγο αργότερα έφυγε από τη Γερμανία, λόγω της εδραίωσης του Χίτλερ και του ναζισμού, εναντίον των οποίων προσπάθησε βασικά να προειδοποιήσει με το έργο του εκείνο. Η απουσία μιας συστηματικά φιλοσοφικής υπεράσπισης του Διαφωτισμού, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ώθησε τους ιστορικούς να λάβουν οι ίδιοι τη σκυτάλη, βλέποντας ενδεχομένως εκεί ένα καλύτερο ιστορικό παρελθόν της Ευρώπης, οπωσδήποτε προτιμότερο από τα γεγονότα που οι ίδιοι είχαν βιώσει.

Συγκεκριμένα, στις δεκαετίες 1950 και 1960, πολλοί από αυτούς ασπάζονταν κάποια θεωρία εκσυγχρονισμού (στη μαρξιστική ή στη βεμπεριανή εκδοχή), με τον Διαφωτισμό να αντιπροσωπεύει για αυτούς προ παντός τη θρησκευτική εκκοσμίκευση και την οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Διαφωτισμός ταυτιζόταν με τις νεωτερικές αξίες, πράγμα που ενισχύθηκε περαιτέρω μετά το 1989, λόγω της αμφισβήτησης της μαρξιστικής μεθοδολογίας, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, καθώς και λόγω της εμφάνισης πολιτικοποιημένων μορφών της θρησκείας και μεταμοντέρνων ιδεών σχετικισμού. Η διαπάλη ανάμεσα σε φιλοσόφους και ιστορικούς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αν και αμφότερες οι πλευρές κατά κανόνα ταυτίζουν τον Διαφωτισμό με τις νεωτερικές αξίες.