Λόγος [3. Η οθωμανική Εκκλησία
κατά του Διαφωτισμού]
του Αναγνώστη Λασκαράτου (roidis)
Δεν θέλω να αδικήσω την οθωμανική τυραννία, αποκαλώντας την Εκκλησία της Πόλης
οθωμανική, για να χρεώσω όλες τις ανομίες της στην Υψηλή Πύλη. Οι Σουλτάνοι
κατά κανόνα ποσώς ενδιαφέρονταν να εμποδίσουν τη μόρφωση των Ορθοδόξων ή τις
σπουδές τους στη Δύση. Ίσα ίσα χρησιμοποιούσαν τη λογιοσύνη των Χριστιανών σε
θέσεις κλειδιά της εξουσίας τους, όπως αυτή του Μεγάλου Δραγουμάνου ή του
Οσποδάρου της Μπογδανοβλαχίας. Ήταν οι Αρχιερείς που έβλεπαν πολύ βαθύτερα από
τον Πατισάχ, οσμίζονταν και καταλάβαιναν τις έγγραφες «αιρετικές», ορθολογικές
ή επαναστατικές ιδέες, που απειλούσαν το δικό τους αλλά και το σουλτανικό
δοβλέτι.
Ο διωγμός κατά της θύραθεν Εκπαίδευσης,
εξαπολύθηκε από το ανώτατο παπαδαριό, το αγράμματο αλλά ακόμη και το
εγγράμματο. Μιλάγαμε ήδη στα προηγούμενα, για τους διωγμούς που υπέστησαν οι
λόγιοι και ειδικά οι φορείς επιστημονικών απόψεων κληρικοί, από την εμπαθή
εκκλησιαστική ηγεσία. Ο Δωρόθεος Πρώιος, προοδευτικός Σχολάρχης της Χίου, που
στον εναρκτήριο λόγο του αναφέρθηκε στο «πως δύνανται αι επιστήμαι να
επιστρέψουν εις την παλαιάν τους πατρίδα», ο μετέπειτα μητροπολίτης με λαμπρές
σπουδές στη Δύση που απαγχονίσθηκε το 1821, έφυγε από την Σχολή γιατί
πολεμήθηκε από τον άγιο «Κολλυβά», Αθανάσιο Πάριο και κατηγορήθηκε από τον
Βουλησμά πως παραμέλησε την διδασκαλία των γραμματικών μαθημάτων χάριν των
μαθηματικών και πως δίπλα του βρήκε καταφύγιο κάθε «των αγίων νηστειών
καταλύτης… και αδιαφορίτης, είπου και των Βολτεριστών τις τύχοι και Δουπιστών
και Σπινοζιστών…».
Αυτό το κλίμα επικρατούσε σε όλα τα πατριαρχεία, ακόμη και στην
αποδεκατισμένη Αλεξάνδρεια, που η τραγική της θέση στις ακτές της Αφρικής, δεν
μείωνε τον σκοταδιστικό ζήλο των καλόγερων. Ο Μανώλης Γιαλουράκης, στην
«Αίγυπτο των Ελλήνων» (Καστανιώτης-2006), γράφει για το σχολείο του Καΐρου που
το 1779 επανίδρυσε ο πατριάρχης Κυπριανός: «…η παιδεία είχε τους φανατικούς
διώκτες της μεταξύ των ιερωμένων. Οι παπάδες δίδασκαν ότι η μόρφωση των ελληνοπαίδων
ήταν σατανική εφεύρεση. Η εκκλησία έλεγαν δεν ανοίγει με τα γράμματα αλλά με
τις προσευχές». Ο ιερομόναχος Γεράσιμος που δίδασκε εκεί, κολακεύει το 1779 με
γράμμα του τον πατριάρχη και του καταγγέλλει πως βρίσκεται «εις τόσην
καταδρομήν υπό των αγριερέων». Πρωταίτιος είναι «ο κυρ Παυλίνος και η πονηριά
του αγίου επιτρόπου», με οπαδούς τον Μακάριο Κωνσταντινουπολίτη «το αγριόγιδον»
και τον «ψευτοκριτικό Ιγνάτιο Ιερομόναχο».
Αναιρετικά έργα όπως αυτό του
αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Θεοτόκη κατά του Βολταίρου (1794), έδιναν άθελά τους την
ευκαιρία στον αναγνώστη να πληροφορηθεί τις επικίνδυνες ιδέες των Διαφωτιστών.
Ήδη από το 1791, ένας Ορθόδοξος λόγιος, έχοντας υποθέτω υπόψιν του και το
ανάλογο πάθημα της βυζαντινής Εκκλησίας, όπου άθελά της διέδωσε βρίζοντάς τες,
αιρετικές ή και φιλοσοφικές σκέψεις, διερωτάται μήπως θα έπρεπε να μην
εκτίθενται οι προς αναίρεσιν ιδέες και το 1801 ο Νικόδημος ο Αγιορείτης συνιστά
όπως ο φρόνιμος «και αυτά τα αναιρετικά βιβλία των αθέων ας μην αναγιγνώσκη,
βλάπτουσι γάρ τους αδυνάτους, ίνα μή λέγω και τους δυνατούς είς τήν πίστην»
(Κ.Θ.Δημαρά «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός»-Ερμής-2007).
Ο δάσκαλος της πατριαρχικής Σχολής
Μακάριος Καβαδίας, εξέδωσε το 1802 το συκοφαντικό λιβελλογράφημα «κατά
Ουολταίρου και των οπαδών», στο οποίο επιτίθεται κατά της Γαλλικής Επανάστασης
και παρουσιάζει τον Γάλλο φιλόσοφο Βολταίρο, δύσμορφο, γόνο ανάξιων γονέων,
λαίμαργο και έκφυλο. Παράλληλα περιλαμβάνει και ιερές ωδές «επιτάξας», κατά τον
Γεδεών, «οιονεί το αντίδοτον κατά των δηλητηριωδών μιασμάτων». Ο εμπαθής και
φανατικός αγ.Αθανάσιος ο Πάριος (αγιοποιήθηκε το 1995), αποκαλεί τον Βολταίρο
«παμμίαρο, κατάπτυστο, τρισκατάρατο, ασελγέστατο, θεομίσητο, αθεώτατο,
κατάπτυστο». Ο Σχολάρχης της πατριαρχικής σχολής Σέργιος Μακραίος σε ένα γράμμα
του τον βρίζει: «παράφρονα, αμαθή, χυδαιότατο, ασυλλόγιστο, ασύνετο, φλύαρο,
ψευδώνυμο φιλόσοφο, αηδέστατο κωμωδό, βδελυρό αδολέσχη, κακεντρεχέστατο άθεο,
εξωλέστατο, αφρονέστατο έκτρωμα, αντάρτη του Θεού, ταραξία, ακατάστατο…».
Xαρακτηριστικό του ήθους ή της σύγχυσης που επικρατούσε στους εκκλησιαστικούς
κύκλους είναι η επισήμανση του Δημαρά («La fortune de Voltaire en Grece», C.
Th. Dimaras») πως το πατριαρχείο είτε σκόπιμα είτε από άγνοια δυσφημούσε τον
εχθρό του παπισμού Βολταίρο ως δήθεν Ρωμαιοκαθολικό. Ο Βολταίρος, για τον οποίο
ο Κοραής εξιστορεί σε επιστολή του την άρνηση των Παρισινών καλογήρων να τον
κηδέψουν και την θριαμβευτική πάνδημη ανακομιδή των λειψάνων του στο Πάνθεον,
δέχτηκε και τα πυρά των Κελεστίνου Ροδίου και Σπυρίδωνος Σπινόλα,
τιτλοφορούμενα «Υπέρ χριστιανικής πίστεως και κατά τινών φιλοσοφικών ληρημάτων»
και «Απάντησις προς Βολταίρον».
Η φοβία για το διαφορετικό που αντιμετωπίζεται ως μεταδοτική νόσος είναι
διαρκής. Προτεινόμενο αντιβιοτικό η άγνοια. Ο άγ.Αθανάσιος ο Πάριος συνιστούσε
να μην πηγαίνουν οι Έλληνες ούτε για εμπόριο στην Δύση, εγκαταλείποντας έτσι
την οθωμανική θαλπωρή. Ο ιερέας διευθυντής της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης
Ιερόθεος Δενδρινός, εμπόδισε τον Ιώσηπο Μοισιόδακα να συνεχίσει τις σπουδές του
στη Δύση γιατί εκεί οι νέοι διδάσκονται την αθεϊα «και μετά την επιστροφήν
αυτών συναθεϊζουσιν και ετέρους». Ο Μοισιόδακας πιθανόν να περιγράφει τον εαυτό
του και σίγουρα την τραγική πραγματικότητα, μιλώντας για τους ονειδισμούς που
αντιμετωπίζει «πεπαιδευμένος… περιπεσών εν ενδεία εσχάτη» που αναζητεί ομογενή
χρηματοδότη για να εκδόσει «βιβλιάριον τι», ενώ ο «Αγιορίτης» που ζητιανεύει
για μία καμπάνα, μαζεύει λεφτά «διά δύο κώδωνας παμμεγίστους». Ο ίδιος πέθανε
το 1800, φυματικός και πάμπτωχος. Ο Μοισιόδακας, μαχητής κατά «των τοίς
παντοπώλαις συμμαχούντων λογιωτάτων», τόλμησε όπως ομολογεί ο Γεδεών να γράψει
το «πρωτάκουστον λάλημα»: «ουχί η Φραγγία, ουχί η νεωτερική φιλοσοφία
διαστρέφει, αλλά η κενοφροσύνη… κρημνίζει τον άνθρωπον εν τη αθεΐα». Σήμερα,
μερικοί Ελληνορθόδοξοι τα θέλουν όλα, ακόμη και τον Μοισιόδακα, δικά τους. Ο
κ.Σαράντος Καργάκος διαμαρτύρεται: «Η Εκκλησία μας πρέπει ν’ αγρυπνεί και ν’
ανησυχεί για το τι διδάσκονται οι νέοι στα σχολεία μας. Έπρεπε ν’ αντιδράσει
δυναμικά και μαχητικά όταν προ δεκαετίας αφαιρέθηκε από το βιβλίο Δέσμης της Γ’
Λυκείου το κεφάλαιο του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού», ίσως διότι οι κυριώτεροι
από τους μνημονευόμενους σ’ αυτό εκπροσώπους ήσαν κληρικοι! Η Εκκλησία μας
αγνοεί ότι και τώρα, μετά την επανεισαγωγή του κεφαλαίου, πουθενά δεν
αναγράφεται ότι ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ ήταν ιεροδιάκονος» («Εθνομάρτυς
Χρυσόστομος», Ευαγγελίστρια Ν.Ιωνίας Μαγνησίας-’92). Το ποιά ήταν η σχέση της
Εκκλησίας με τους «λιμπερτίνους» και «ιλουμινάτους χοίρους» του Διαφωτισμού
είναι φανερό και πράγματι αποσιωπάται στα σχολικά βιβλία για λόγους ακριβώς
αντίθετους από αυτούς που υπονοεί ο κ.Καργάκος, από πρόθυμους λογοκριτές
ιστορικούς που δεν θέλουν να θυμίσουν τις ασχήμιες των δεσποτάδων, όσο για τον
«ιεροδιάκονο», ποτέ του δεν έγινε παπάς και σ’ όλη του την πορεία ήταν σε
σύγκρουση με την «Εκκλησία μας». Το 1819 εκδόθηκε πατριαρχική εγκύκλιος που
απαγόρευε την επικοινωνία των Ορθοδόξων με τους δυτικούς μη επιτρέποντας ακόμη
και την είσοδο «εις τας φραγκικάς λοταρίας και καφεταρίας» (Φ.Ηλιού «Τύφλωσον
Κύριε τον λαόν σου», Πορεία, 1980). Ο Κερκυραίος λόγιος Διον.Θερειανός, στο
έργο του «Αδ.Κοραής» (1889), γράφει πως «όσοι απεδήμουν εις τα ευρωπαϊκά
πανεπιστήμια…ώφειλον άμα επανερχόμενοι…να κηρύξωσιν από του άμβωνος ότι
επαλινόστησαν ως…πειθήνια τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας». O Ζαχαρίας φον
Lingenthal επισκέφτηκε το 1838 τον αγ.Γρηγόριο Ε΄. Η συμπαθητική περιγραφή του
πατριάρχη, αποδεικνύει την καλή διάθεση του Γερμανού νομομαθή. Παρ’όλ’αυτά δεν
μπορεί να κρύψει την άποψη του Γρηγόριου για τις σπουδές στην Δύση: «Όσον όμως
αφορά τον κλήρο….δεν συνιστάται καθόλου ν’αυξήσουν τις γνώσεις τους με τη
μέθοδο αυτή διότι η αγνότητα της πίστεώς τους διατρέχει τον κίνδυνο να
μιανθεί….» (Π.Κ.Ενεπεκίδη «Τραπεζούντα ….», Ωκεανίδα-’89). Δεν χρειάζεται
φαντασία για να αντιληφθεί κανείς πόσο κόστισε στην πρόοδο του Έθνους αυτός ο
αποπνικτικός φραγμός που υψώθηκε από μικρόμυαλους σιμωνιακούς πατριάρχες, σαν
τον τρεις φορές πατριάρχη, ηθικά αδίστακτο αγ.Γρηγόριο, που ξόδευαν υπέρογκα
ποσά για την καλοπέρασή τους και για να αγοράσουν τον θρόνο τους και δεν έδιναν
δεκάρα τσακιστή από τα θησαυροφυλάκιά τους για να σπουδάσουν στη Δύση
εκατοντάδες νέοι με ζήλο μάθησης που θα διαφώτιζαν με τη σειρά τους τις αμαθείς
μάζες των πιστών. Επιγραμματικά, το πνεύμα του πατριαρχείου εκφράσθηκε από τον
φαναριώτη στιχοπλόκο Κάλφογλου (1794) ο οποίος ανησυχεί για την κατάσταση στη
Βλαχία όπου διδάσκεται ο Λουκιανός, παραμελείται η θρησκευτική παιδεία και οι
νηστείες:
«Εκκλησίας και νηστείας,
προσευχάς και τα λοιπά
κάθε νέος φωτισμένος’ το εξής δεν αγαπά…
Όθεν με αυτά τα φώτα, με φραντζέζικα χαρτιά
αναιδώς οι νέοι βάζουν εις τα σπίτια των φωτιά…
Μιραμπώ, Ρουσσώ, Βολταίρου εγκαυχώνται μαθηταί…».
Ο Θεσσαλός αρχιμανδρίτης Στέφανος Δούγκας σπούδασε στην Γερμανία Μαθηματικά
και Φιλοσοφία, μαθητής και υποστηρικτής των ιδεών του Γερμανού ιδεαλιστή
φιλοσόφου Φρειδερίκου Schelling. Επιθυμούσε να ανοίξει πανεπιστήμιο στα Αμπελάκια,
αγοράζοντας για τον σκοπό αυτό εξ ιδίων όργανα Χημείας, Φυσικής και
Αστρονομίας, αλλά δεν μπόρεσε να υλοποιήσει τα σχέδιά του. Οι ιδέες του μπήκαν
στο στόχαστρο του Ιθακήσιου μοναχού Δωρόθεου Βουλισμά, παλιού μαθητή του
κληρικού Ιερόθεου Δενδρινού στη Σμύρνη (Αδ.Κοραής: «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,
συνωδευμένη με ραβδισμόν πλουσιοπάροχον»). Ο Δρούγκας αποκαλεί τον Βουλισμά,
που ξεκίνησε την «ιεραποστολική» του δράση σχεδόν ταυτόχρονα με τον Κοσμά
Αιτωλό, «απαίδευτο», «αμαθέστατο», «άμοιρο φιλοσοφίας», «εμπαθή θεολόγο» κλπ.
Χάρις στην προστασία του Δημ.Μουρούζη γλύτωσε την οργή του πατριαρχείου και
στάλθηκε στην Μολδαβία προαγόμενος σε ηγούμενο, υποσχόμενος όμως να μην
διδάσκει άλλο Φιλοσοφία. Τελικά κατηγορήθηκε από το πατριαρχείο ως «τολμητίας»
που προσπαθεί να συμβιβάσει «την φυσικήν μετά της αλγεβραϊκοαριθμητικής… ασυμβιβάστως
πάντη και πάντως» «τή θεοπνεύστω… Γραφή». Υποχρεώθηκε από την Σύνοδο
τελειώνοντας το 1817, να υποβάλη «λίβελλον πίστεως», όπου ομολογούσε «ότι
απερισκέπτως και χωρίς πνεύματος, τα του Αγίου Πνεύματος εισηγείτο» (Ευαγγελίδου Τρύφωνα Ε. «Η Παιδεία επί
Τουρκοκρατίας»-1936-βραβείον Ακαδημίας Αθηνών- ανατύπωση από τις «Αναστατικές
Εκδόσεις Δ.Ν.Καραβία, Βιβλ.Ιστ.Μελετών). Ο Δούγκας δεν είχε το σθένος να
προβάλει αντίσταση. Ταπεινώθηκε να διαβάσει από την δασκαλική έδρα μπροστά σε
ακροατήριο «Λογίδριον» αποκηρύσσοντας «όσα εν τώ φυσικώ αυτώ συγγράμματι
εναντία ταις Ιεραίς Γραφαίς ανεφάνησαν…». Έργο ζωής του Δούγκα, πολύ σημαντικό,
ήταν η «Εξέτασις της Φύσεως», που θάφτηκε για χρόνια στην μονή Βατοπεδίου. Στο
σύγγραμμα αυτό αναδύεται το βάθος της φιλοσοφικής του σκέψης και η έκταση του
επιστημονικού του προβληματισμού, αφού διατυπώνει απόψεις σχετικά με το φως,
την κίνηση, την βαρύτητα, τα ρευστά, τον ηλεκτρισμό, τα χρώματα, τον
γαλβανισμό, την χημεία κλπ (Βλ. Γ.Καρά
«Στ. Δούγκας», στο «Οι θετικές επιστήμες στον ελληνικό χώρο». Εκδ.Ζαχαρόπουλος 1991).
Η Δύση άνοιγε φιλόξενα τις πόρτες της στους Γραικούς κληρικούς που θέλανε
να σπουδάσουν εκεί. Μόνο στην Οξφόρδη και μόνο στο πρώτο ήμισυ του 17ου αι.
βρίσκουμε να σπουδάζουν τον φτωχό Γαστουνιώτη ιερομόναχο Χριστόφορο Άγγελο
(εικ. 2 & 3, βλ. Strickland Gibson, «Christopher Angel, Teacher of Greek.»,
‘The Glory that is Greece’, Hilda Hughes:London 1944), με εισφορές Άγγλων, τον
μετέπειτα πατριάρχη Αλεξανδρείας Μητροφάνη Κριτόπουλο υπότροφο του αρχιεπισκόπου
του Καντέρμπουρυ και τον μελλοντικό μητροπολίτη Ναθαναήλ Κ(α)ωνώπιο (της
Επισκοπής Κανώπου δηλαδή), που πιθανόν να είναι κι ο πρώτος που εισήγαγε καφέ
στην Αγγλία, όπου κατέφυγε (πιθανότατα για προσωπική χρήση, βλ. William
Harrison Ukers: «All about Coffee», Library of Alexandria-1935). Κανενός η
Ορθοδοξία δεν βλάφτηκε και σίγουρα βγήκαν ωφελημένοι και οι ίδιοι και η
Εκκλησία τους. Ο συμπλεγματικός όμως άγ.Αθανάσιος ο Πάριος, ζητούσε στην
«Αντιφώνησιν προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων»
(1802), την οποία υπέγραψε ως Ναθαναήλ Νεοκαισαρείας, να προέρχονται οι ιερείς
από τις τάξεις των αγραμμάτων, περιφρονώντας τις ευρωπαϊκές επιστήμες που
αποκαλεί «μωροφιλοσοφίας» και τους επιστήμονες «πολυτεχνίτας και ερημοσπίτας».
Ένας τέτοιος ιερέας, ολιγογράμματος και φανατικός, που ανακυκλώνει την
αμάθειά του στο αμαθέστατο ακροατήριό του, ο άγ.Κοσμάς ο Αιτωλός προειδοποιούσε
τους χωρικούς: «Το κακό θα σας έρθει από τους διαβασμένους». Ο Κοσμάς ήταν
πράκτορας του πατριαρχείου, ενταγμένος σε ευρύτερο σχέδιό του, όπως δείχνει και
η σχεδόν ταυτόχρονη δράση του με τον «αμαθέστατο» φανατικό διώκτη κάθε φωτεινού
πνεύματος της εποχής του, Βουλησμά. Το ομολογεί και ο ίδιος, με περισσή
καλογερίστικη ψευτομετριοφροσύνη: «…εγώ, στοχαζόμενος την αμάθειάν μου… παρακινούμενος
περισσότερον από τον κυρ Σωφρόνιον πατριάρχην». Υπήρξε συστηματικός
προπαγανδιστής της ιδέας της θεϊκής προέλευσης της Τουρκοκρατίας, επισείοντας
την απειλή της Κόλασης για τους «ασεβείς» τους «Εβραίους» και τους
«αιρετικούς». Αυτοπαρουσιαζόταν με «όλη την ταπείνωση που τον διακρίνει»: «…από
το σχολείον έμαθα τα 24 γράμματα…Έμαθα και πέντε-έξ ελληνικά και έμαθα πολλών
λογιών γράμματα… από όλα τα έθνη… εδιάβασα πολλά και διάφορα βιβλία και περί
Εβραίων και περί Ελλήνων και περί άλλων ασεβών… ερεύνησα τα βάθη της σοφίας…»
(Κ.Σαρδέλη «Κοσμάς…»). Ο ασυνάρτητος σκοταδιστικός λόγος του, οι μανιακές
συκοφαντίες του κατά των Εβραίων, που υποδαύλιζαν βιαιότητες, η εκμετάλλευση
της άγνοιας των ραγιάδων, δεν εμπόδισαν να συγκαταλέγεται στα σχολικά βιβλία με
τους δασκάλους του Γένους, ίσα κι όμοια ή και καλύτερα, αφού στέφθηκε και με το
φωτοστέφανο της αγιωσύνης, με τους Κοραή, Καΐρη, Ρήγα κ.λ.π. Ήθελε το σχολείο
προέκταση της Eκκλησίας, χώρο όπου θα εξοβελίζονταν τα «άθεα γράμματα», δηλαδή
η Επιστήμη και τη Φιλοσοφία, για να διδαχθούν τα κολυβογράμματα και τα
ψαλτήρια. Στις Διδαχές του, θεωρεί ως «πεπαιδευμένους», αυτούς που «τας αγίας
Γραφάς ακριβώς μας εξήγησαν». Ένα δείγμα από την «Διδαχή Δ΄», βοηθά να
αντιληφθεί κανείς τον χαρακτήρα αυτής της μυθοποιημένης άρρωστης
προσωπικότητας: “Και τώρα μη δυνάμενοι οι Εβραίοι να τον μετασταυρώσουν τον
Χριστόν, κάθε Μεγάλην Παρασκευήν τον κάνουν από κερί και τον σταυρώνουν, και
ύστερα τον καίουν, η παίρνουν ένα αρνί και το κτυπούν με τα μαχαίρια και το
σταυρώνουν αντί του Χριστού. Ακούετε κακίαν των Εβραίων και του διαβόλου; Καθώς
γεννηθή το Εβραιόπαιδον, αντί να το μαθαίνουν να προσκυνή τον Θεόν, οι Εβραίοι,
παρακινούμενοι από τον πατέρα των διάβολον, ευθύς οπού γεννηθή, το μαθαίνουν να
βλασφημά και να αναθεματίζη τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας· και εξοδεύουν
πενήντα, εκατόν πουγγιά να εύρουν κανένα χριστιανόπουλο να το σφάξουν, να
πάρουν το αίμα του, και με εκείνο να κοινωνούν. […] Κοίταξε εις το πρόσωπον ένα
Εβραίον όταν γελά· τα δόντια του ασπρίζουν, το πρόσωπόν του είνε ωσάν πανί
αφωρισμένο, διότι έχει την κατάραν από τον Θεόν, και δεν γελά η καρδία του.
Έχει τον διάβολον μέσα του οπού δεν τον αφήνει. Κοίταξε και ένα χριστιανόν εις
το πρόσωπον, ας είνε και αμαρτωλός· λάμπει το πρόσωπόν του, χύνει η χάρις του
Αγίου Πνεύματος. Σφάζει ο Εβραίος ένα πρόβατον, και το μισό το εμπροσθινόν το
κρατεί δια λόγου του, και το πισινόν το μουντζώνει και το πωλεί εις τούς
χριστιανούς δια να τούς μαγαρίση. Και αν σου δώση ο Εβραίος κρασί η ρακί, είνε
αδύνατον να μη το μαγαρίση πρώτον, και αν δεν προφθάση να κατουρήση μέσα, θα
πτύση. Όταν αποθάνη κανένας Εβραίος τον βάζουν μέσα εις ένα σκαφίδι μεγάλο και
τον πλένουν με ρακί, και του βγάνουν όλην του την βρώμα, και εκείνο το ρακί το
φτιάνουν με μυριστικά, και τότε το πωλούν εις τούς χριστιανούς ευθηνότερον, δια
να τούς μαγαρίσουν. Πωλούν ψάρια εις την πόλιν οι Εβραίοι; Ανοίγουν το στόμα
του οψαρίου και κατουρούν μέσα, και τότε το πωλούν εις τούς χριστιανούς… Ο
Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είνε μπάσταρδος, και η Παναγία μου πόρνη…».
Ο άγιος ομολογεί σε γράμμα του στον καλόγερο αδελφό του Χρύσανθο «Χίλιοι
Τούρκοι με αγαπώσι κι ένας όχι τόσο». Όπως παραδέχεται ο βιογράφος του
Π.Β.Πάσχος: «Υπακούει ο Άγιος και φέρεται με πολύ τακτ (sic) και πολλήν
ευγένεια στους εξουσίαν έχοντας Τούρκους, στηριζόμενος στα λόγια του αποστόλου
Παύλου ‘πάσα ψυχή εξουσίαις … υποτασσέσθω’…». Ο ίδιος λέει ότι υπάρχουν
δείγματα επιστολών του Κοσμά προς Τούρκους αξιωματούχους «από τους οποίους
ζητεί ευγενέστατα να του δώσουν την άδεια να κηρύξει», άδεια που του έδιναν
ευχαρίστως, αφού προπαγάνδιζε την θεϊκή προέλευση της Τουρκοκρατίας. Το ίδιο
δηλαδή ηττοπαθές και μοιρολατρικό μοτίβο: «Είναι θέλημα θεού η Πόλη να
τουρκέψει». Οι Kανόνες αφορίζουν τους μάντεις, αλλά αρκετές προφητείες
αποδίδονται στον ρασοφόρο Νοστράδαμο: «Θάρθει καιρός που θα διευθύνουν τον
κόσμο τα άλαλα και τα μπάλαλα, θάρθει καιρός που ο διάβολος θα μπει σ’ένα κουτί
και θα φωνάζει και τα κέρατά του θα είναι στα κεραμίδια» (ηλ.υπολογιστές,
τηλεόραση). Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι όπως όλοι αυτοί που θεωρούν πως
εκπληρώνουν θεία αποστολή διαδίδει ή και πιστεύει πως ο Θεός παρακολουθεί με
θαυμαστά φαινόμενα την πορεία του. Γράφει στον αδελφό του: «Του Κυρίου
συνεργούντος και τον λόγον μου βεβαιούντος δια τινων επακολουθησάντων σημείων».
Ο βιογράφος του Χριστοδουλίδης εξηγεί πως πρόκειται για ιαματικά θαύματα.
Μερικά ακόμη δείγματα της άναρθρης
προφητικής δεινότητας του αγίου και του είδους του διαφωτισμού που του
αποδίδεται ακόμη και από την σχολική ιστοριογράφο κα Ρεπούση, στην ανόητη, πλην
μάταιη, προσπάθειά της για ευτελείς συμψηφισμούς με την εθνικιστική και
θρησκευτική Ιστοριογραφία, είναι και τα παρακάτω μαντικά παραληρήματα, κατασκευασμένα
εκ των υστέρων τα περισσότερα: «Θάρθει καιρός που θα δεθεί ο κόσμος με μια
λινιά κι’ οι άνθρωποι, όσο μακριά κι’ αν είναι θα μιλούν εύκολα συνατοί τους
σαν νάναι στον πλαϊνό οντά κι’ ας είναι ο ένας στην Πόλη κι’ ο άλλος στη
Μοσχοβιά. Θα δείτε να πετάνε άνθρωποι στον Ουρανό σαν μαυροπούλια και να
ρίχνουν φωτιά στον κόσμο. Όσοι θα ζουν τότε θα τρέξουν στα μνήματα και θα
φωνάξουν: “Βγάτε σεις οι πεθαμένοι να μπουμ’ εμείς οι ζωντανοί”. Θάναι καιρός
που οι Ρωμιοί θα τρώγονται συνατοί τους. Θα ιδείτε στον κάμπο ένα αμάξι δίχως
άλογα να ροβολάει γρηγορότερα από το λαγό. Οι πλούσιοι θα γίνουν φτωχοί και οι
φτωχοί θα πεθαίνουν. Μετά το Γενικό Πόλεμο θα τρώει ο λύκος με τ’ αρνί.
Καλότυχος ποιος θα ζήσει μετά το Γενικό Πόλεμο. Θα τρώει μ’ ασημένιο χουλιάρι. Εσείς
δεν θα τα ιδείτε αυτά. Τα δισέγγονά σας αρίς και πού. Θα βάλουν φόρο στις κότες
και στα παράθυρα. -Θάρθει καιρός που δεν θ’ ακούτε τίποτε. Οι Τούρκοι θα μάθουν
το μυστικό τρεις μέρες γρηγορότερα από τούς Χριστιανούς. Θα έρθει ξαφνικά ή το
βόιδι στο χωράφι ή το άλογο, στ’ αλώνι». Και μια
προφητεία σαφέστατη, που επαληθεύτηκε απόλυτα: «Οι κληρικοί θα γίνουν οι
χειρότεροι και οι ασεβέστεροι των όλων». (Η αγαπημένη προφητεία του
ηθικολόγου μητροπολίτη Καντιώτη, αύξων αριθμ. προφητείας 57, επί συνόλου 122 ).
Πολλές από αυτές η παράδοση τις αποδίδει στον καλόγερο Παπουλάκο, αλλά
προφανώς πρόκειται για ρήσεις που όπως συνέβη και με τον Νοστράδαμο, εκ των
υστέρων προσαρμόστηκαν στις εξελίξεις και αποδόθηκαν στους δυο μάντεις. Σ’ όποιον
και να ανήκουν όμως, υπάρχει η απάντηση του Ευρυπίδη: «Οι χρησμοί των μάντεων
είναι φαύλοι και γεμάτοι ψέμματα» (‘Ελένη’, 744).
Ο Bartholdy αναφέρει πως στα Γιάννενα εμπόδια για τη λειτουργία των
σχολείων έφερνε ο δεσπότης και όχι ο πασάς. Ο Ιωαννίνων Κλήμης εξανάγκασε σε
παραίτηση το σπουδασμένο στην Βενετία ιερέα Γεώργιο Σουγδουρή που δίδασκε
Φυσική και Φιλοσοφία στην Σχολή Γκ(ι)ούμα, κατηγορώντας τον για θεολογικά
ζητήματα στο πατριαρχείο, που τον κάλεσε το 1699 σε απολογία. Ο επόμενος
σχολάρχης ιερέας Αναστάσιος Βασιλόπουλος, διέπρεψε ως κατήγορος του Μεθόδιου
Ανθρακίτη, αλλά αργότερα μετάνιωσε. Ο Αλή Πασάς έσωσε τον φυσικομαθηματικό
Αθ.Ψαλίδα, σχολάρχη της Μαρουτσαίας, όταν το πατριαρχείο τον κατήγγειλε ως
άθεο. Στην ίδια πόλη ο ευσεβής Σχολάρχης Κων.Μπαλανίδης (1799-1818) απαγόρευε
την εκμάθηση ξένων γλωσσών διότι «γέμουσιν από αθεϊστικά βιβλία». Ο πρωθιερέας
Μπαλάνος Βασιλόπουλος, διευθυντής της σχολής Γκιούμα από το 1723, ένας
συντηρητικός που δεν είχε σπουδάσει στο εξωτερικό, έστειλε σε ευρωπαϊκές
ακαδημίες μια εσφαλμένη μελέτη για κάποιο μαθηματικό πρόβλημα που θεώρησε ότι
έλυσε. Χολωμένος από το γεγονός πως ο Ευγένιος Βούλγαρης έκρινε το έργο του
περιφρονητικά σε επιστολή του στον σύγκελο των Ιωαννίνων («τη του Αυγείου
βουστασίη κρίνεται παραπλήσιον… Παραλογισμός γαρ εστί…»),
εξανάγκασε τον νεωτεριστή κληρικό να εγκαταλείψει την πόλη. Ο Βούλγαρης,
προσέδωσε το 1753 μεγάλη αίγλη στην ξεφωνημένη από τον σοφό Παμπλέκη ως άντρο
διαστροφών Αθωνιάδα σχολή αρρένων του Αγ.Όρους, προσφέροντας ευρύτατο φάσμα
γνώσεων στους 200 μαθητές που προσείλκυσε. Οι καλόγεροι τον ανέχθηκαν 6 χρόνια,
μέχρις ότου ο φθονερός πατριάρχης Κύριλλος Ε΄, προειδοποίησε τον Βούλγαρη
ότι «θα ανέβαινε από το μοναστήρι για να τον ξυλίση» και του σφράγισε το
δωμάτιο, μη επιτρέποντάς του να πάρει ούτε τα ρούχα του και τα βιβλία του, ενώ
η σχολή του χρωστούσε ακόμη 500 πιάστρες μισθό (Αγγέλου «Των Φώτων»). Όπως
γράφει ο Μ.Γεδεών οι μοναχοί δεν μπορούσαν να αντέξουν το γεγονός ότι «έχαναν
τους νέους υποτακτικούς των τρέχοντας εις την φιλοσοφίαν». Ο Άγγλος περιηγητής
Leake σημειώνει πως «Η χυδαία αγέλη των καλογέρων είδε με φθονερό μάτι τη
λειτουργία της σχολής». Ο Μοισιόδακας, δέκα χρόνια μετά (1769), σχολάρχης στο
Ιάσιο διεκτραγωδούσε: «Μιά βολή όμματος θλιβερά επ΄εκείνη τη πολυκροτουμένη
Σχολή του Άθωνος, η συμφορά και η ερημία της οποίας, ώστε να ομιλήσω
τοιουτοτρόπως, έτι και νύν αχνίζει ενώπιον ημών. Που ο κλεινός Ευγένιος,
που η πολυπληθής χορεία των μαθητών, ήτις εν χαρά της Ελλάδος πάσης συνεκρότει
ένα Ελικώνα νέων Μουσών και μουσοτρόφων! Εφυγαδεύθη εκείνος, εφυγαδεύθη αυτή… η
οικοδομική εκείνη, κατήντησε οίμοι! η κατοικία, η φωλέα των κοράκων!» (Γερ. Σμυρνάκης, «Το Άγιον Όρος»,
Πανσέληνος-2005).
Ο Βούλγαρης, κατά την περίοδο που
δίδασκε στην Πόλη, έγινε στόχος του Δωρόθεου του Μυτιληναίου, που τον κατηγόρησε
«ως διδάσκοντα περιττά και άχρηστα μαθήματα, οποία ενόμιζε την αριθμητικήν,
γεωμετρίαν.» και που μίσθωσε κάποιον παντοπώλη να εισβάλλει την
ώρα της παράδοσης να ζητήσει λύση κάποιου μπακαλοπροβλήματος. Δεν πρόκειται για
μεμονωμένο κρούσμα κακοήθειας. Ανάλογα έγιναν και κατά του Ανθρακίτη και
στο μάθημα της αριθμητικής στα σχολεία της Πόλης, το πατριαρχείο έστελνε
μπακάληδες για να γελοιοποιήσουν τους δασκάλους, επειδή μόνο η μπακαλική έχει
σχέση με τη «λογαριαστική» (Τ.Βουρνά, «Σχόλια στην Ιστορία του Φίνλεϋ», στις Εκδ. «Άτλας» 1960).
Ο Μ.Γεδεών παραδέχεται πως φαίνεται ότι ο ίδιος ο πατριάρχης Σαμουήλ
συνηγορούσε στις αθλιότητες διότι αν και «πεπαιδευμένος… απεδοκίμαζε την
νεωτέραν μέθοδον της φιλοσοφίας… τους διδάσκοντας αυτήν απεστρέφετο και τα
σχολεία αυτών κατεδίωκε…».
Ο σπουδασμένος στην Ιταλία Βούλγαρης, ο
οποίος αποδεχόταν το κύρος του Βολταίρου γράφοντας το 1766 «Ο καθ’ημάς εν
ευκλεία περιών Ουολταίριος», αυτός που εισήγαγε στην γλώσσα μας και ασπάστηκε
τον όρο «ανεξιθρησκεία», δεν δίστασε να περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο,
παίζοντας το παιχνίδι του πατριαρχείου, διορισμένος από την Αικατερίνη της
Ρωσίας σε αρχιεπίσκοπο Χερσώνος. Στα 1790 κατατάσσει τον Βολταίρο στα «εξακουστά επί δυσεβεία ονόματα», για να δεχθεί τα πυρά
του θαραλέου στοχαστή Αθανάσιου Ψαλίδα στο φυλλάδιό του «Καλοκινήματα» (σχόλια
Τ.Βουρνά στην «Ιστορία….» του Φίνλεϋ). Ίσως να κινήθηκε και από
προσωπικούς λόγους, αφού το 1772 ο Βολταίρος τον ειρωνεύτηκε αποδομητικά σε ένα
γεύμα του αντικληρικαλιστή βασιλιά Φρειδερίκου της Πρωσίας για την
δεισιδαιμονία της νηστείας. Η απάντηση του Βούλγαρη υπήρξε απειλητική, αντάξια
των θρησκευτικών του ιδεοληψιών για έναν κακό θεό που εκδικείται όσους
αμφισβητούν τα κόλπα των παπάδων του: «ει ορθά άπερ εγώ φρονώ, τότε οποία
τιμωρία διαδέξεται σε…».
Το 1818 αναρριχήθηκε για τρίτη φορά στον
θρόνο ο από Σμύρνης Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος εξαπέλυσε εγκύκλιο κατά των
φιλοσόφων και διωγμό κατά των σχολείων. Στο στόχαστρό του σε συνεργασία με τον
τοπικό μητροπολίτη Πλάτωνα, μπήκε το Γυμνάσιο της Χίου και ο διευθυντής του
αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Βάμβας καθώς και το «Φιλολογικό Γυμνάσιο» της Σμύρνης,
προπύργιο του Διαφωτισμού. Σε επιστολή του στον Ιάκωβο Ρώτα ο Κοραής χαίρεται
διότι ο Βάμβας «ζή παρά πάσαν ελπίδα, ολίγον έλειψε να του σηκώση την ζωήν ο
κατιμερτζής (ο Γρηγόριος)». Όπως μαρτυρεί ο Σμυρναίος ιατροφιλόσοφος Αντώνιος
Λάτρης, ο διευθυντής του σχολείου λόγιος παπάς Κωνσταντίνος Οικονόμος «ήλεγξε
πολλάκις…την αμάθειαν των ιερέων, οι ιερείς τον εμίσουν καθ’υπερβολήν, όθεν ενέπνευσαν εις τον λαόν άσπονδον μίσος...». Ο Οικονόμος θα γράψει αργότερα, πριν μεταστραφεί
στα γεράματα και ο ίδιος σε εχθρό του Διαφωτισμού: «Το Σχολείον της Σμύρνης
εδιώκετο δια ένα μόνον μεγάλο έγκλημα, ότι διδάσκει Μαθηματικήν και
Φιλοσοφίαν…». Το 1819 ο όχλος, υποκινούμενος από τον μητροπολίτη και μετέπειτα
πατριάρχη Άνθιμο, έκλεισε το Γυμνάσιο με γιουρούσι. Ο Άγγλος ιεραπόστολος
Κάρολος Williamson, που βρισκόταν τότε στην Σμύρνη, γράφει για τους κληρικούς
που «τυφλοί οδηγοί τυφλών ξεσήκωσαν τον όχλο». Γράμμα από την Σμύρνη που δημοσιεύθηκε
το στο ελληνικό περιοδικό του Παρισιού την «Μέλισσα», γράφει για τους δυο
«τυράννους και Ταρτούφους» τον Άνθιμο και τον επίσκοπο Ερυθρών Καλλίνικο, που
ξεσήκωσαν μέσω των εξομολόγων ιερέων τον «ανόητον όχλον» και «κατηδάφισαν την
σχολήν». Ο Κοραής σημειώνει ότι λόγω των βιαιοτήτων «…Πολλαί εγκαστρωμέναι
απέβαλον. Η εκεί πλησίον εκκλησία των Δυτικών φοβηθείσα παραίτησε την
λειτουργίαν και εσφάλισε… Τοιούτοι είναι φίλε οι άγιοί μας» (Καράς Γ., σ.127).
To 1820 σε αναφορά προς την κυβέρνησή
του o Γάλλος υποπρόξενος γράφει πως ο Οικονόμος κινδύνεψε να θανατωθεί όταν ο
Άνθιμος και οι δημογέροντες τον κατήγγειλαν στις οθωμανικές αρχές ότι διδάσκει
στο σχολείο τα μέσα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού (Φ.Ηλιού
«Τύφλωσον…»). Είναι οξύμωρο ότι ο ιδεολογικός υποκινητής των επεισοδίων
Γρηγόριος ο Ε΄, αναγκάζεται αργότερα να υπερασπιστεί το σχολείο, αφού ο
Οικονόμος ήταν προστατευόμενος του ηγεμόνα της Μολδαβίας. Ο Οικονόμος, που στα
νιάτα του είχε φυλακιστεί στα Γιάννενα κατηγορούμενος για συμμετοχή στον ξεσηκωμό
του ιερέα Ευθύμιου Βλαχάβα, βγήκε πληρώνοντας λύτρα και βρήκε αργότερα τον
δρόμο του στην Οδησσό και στην Πετρούπολη όπου κατέφυγε όταν ξέσπασε η
Επανάσταση, σιτιζόμενος ως κρατικός λόγιος πλουσοπάροχα και παρασημοφορημένος
από τον τσάρο Αλέξανδρο και από τον Γερμανό βασιλιά Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ΄ και
τίμησε δεόντως τον Γρηγόριο, εκφωνώντας τον επικήδειο του στην Οδησσό, σε μια
κηδεία που ξεσήκωσε άδικα τον ορθόδοξο όχλο κατά των Εβραίων της Οδησσού, που
είδαν τα καταστήματά τους να βανδαλίζονται. Στην Ελλάδα γύρισε μόλις στη
σιγουριά του 1834, και θα εναντιωθεί όπως θα δούμε στην ίδρυση Πανεπιστημίου.
Για την ιστορία τώρα, να πούμε πως οι περιπέτειες των ελληνικών σχολείων της
Σμύρνης δεν τελειώνουν εδώ. Έγγραφο του Έλληνα πρόξενου τον Απρίλη του
1892 κατηγορεί τον μητροπολίτη Βασίλειο, που ως «κακός δαίμων», που με
αισθήματα «ήκιστα ελληνικά» προσπαθεί να θέσει την «Ευαγγελική Σχολή» κάτω από
τον έλεγχό του, «προς ικανοποίησιν των παθών του», απειλώντας έτσι να
προκαλέσει την οθωμανική παρέμβαση στο σχολείο («Μικρασιατικά Χρονικά», τ.21,
Αθ.-2002).
Τα μαθηματικά, η τριγωνομετρία, η φυσική, οι λογάριθμοι και τα συναφή,
προκαλούσαν αλλεργία στον Γρηγόριο Ε΄ που θεώρησε υποχρέωσή του να εκδώσει
απανταχούσα τον Μάρτιο του 1819, διαμαρτυρόμενος που οι νέοι «…μανθάνωσιν
αριθμούς και αλγέβρας και κύβους και κυβοκύβους και τρίγωνα και
τριγωνοτετράγωνα και λογαρίθμους… και άτομα και κενά και δίνας και δυνάμεις και
έλξεις και βαρύτητας, του φωτός ιδιότητας και βόρεια σέλα και θετικά τινά και
ακουστικά και μύρια ταύτα και άλλα τερατώδη, ώστε να μετρώσι την άμμον της
θαλάσσης… και να κινώσιν την γην». Πατριάρχης και η Σύνοδος, έβριζαν τους
δασκάλους των θετικών επιστημών που δεν τηρούσαν τις… νηστείες: «Επιπολάζει… καταφρόνησις
περί τα Γραμματικά μαθήματα… και περί αυτήν επί πάση την διδασκαλίαν της υψηλοτάτης
Θεολογίας, προερχομένη εκ της ολοτελούς αφοσιώσεως… εις μόνα τα μαθηματικά και
τας επιστήμας, και αδιαφορία εις τας παραδεδομένας νηστείας, προκύπτουσα εκ
τινων διεφθαρμένων ανδραρίων…». Αλλά και ο Καλλίνικος ο Στ΄, απεφάνθη πως «Η
επιστήμη η φυσική προς τον ανθρώπειον βίον… ούτε χρήσιμος, ούτε αναγκαία εστί.
Όθεν και ου διδακτέα… Επί πάσι δε η επιστήμη… άχρηστος ούσα… και ζωήν αιώνιον
εμποδίζουσα, εκ των σχολών εξοριστέα εστί» (Ν.Ζαχαρόπουλου: «Η παιδεία…»).
Διόλου περίεργο λοιπόν που ο προφήτης Παπουλάκος αποκαλούσε το ατμόπλοιο,
«καρότσα του διαβόλου» (Δ.Φωτιάδη: «Όθωνας»). Όπως αποκαλύπτει ο Κολοκοτρώνης
στα απομνημονεύματά του «το μεγαλύτερο μέρος των Αρχιερέων δεν ήξευρον παρά
εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δεν είχε μάθησι». Ο Μ.Γεδεών, ομολογεί
πως «Ολίγοι σχετικώς ήσαν οι πεπαιδευμένοι ιεράρχαι» και προσπαθεί να
δικαιολογήσει τον άγιο Γρηγόριο. Επικαλείται «προλήψεις υποτρέφοντες και ύλην
εις συκοφαντίας», τον «οίον είχεν ο Γρηγόριος Ε΄, χαρακτήρα», τους
«χαλεπώτατους χρόνους», τις διαδόσεις που «εφόβιζον άρχοντας… ανεστάτωσαν τον
όχλον… κρίσιμος εξεχείτο καταγγελία κατά των νέων φιλοσοφικών, κατά των νέων
επιστημονικών εξ Ευρώπης συστημάτων. Αι νηστείαι καταργούντο αποτέλεσμα της
σπουδής των μαθηματικών…». Όλα αυτά ανάγκασαν πατριάρχη, κλήρο, προύχοντες να
γράφουν ότι «οι Πλάτωνες και Αριστοτέλεις και οι Νεύτωνες και οι Καρτέσιοι και
τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι, φέρουσιν αδιαφορίαν εις τα θεία».
O Ρήγας στα ‘Δίκαια του Ανθρώπου’, διεκήρυσσε το «χρέος» όλων ανεξαιρέτως «να
γνωρίζουν γράμματα» διότι «εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή με την οποία
λάμπουν τα ελεύθερα έθνη». Πριν ακόμη δολοφονηθεί ο Ρήγας, το πατριαρχείο είχε
επιβάλλει λογοκρισία στα βιβλία του «ίνα μη εκ των δολίως εν αυτοίς γραφομένων
προξενήται λύμη και κοινή βλάβη και κατ’ άμφω ζημία ψυχική και σωματική…». Ο
Γρηγόριος ο Ε΄ το 1798 μετά τον θάνατο του Ρήγα, απαιτούσε από τους δεσποτάδες
να κατασχέσουν την «Νέα Πολιτική Διοίκησή» του «…να μη παραπέσει τοιούτον
σύνταγμα… ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των δολερών αυτού εννοιών τοις
δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον». Παράλληλα ιδρύεται νέο
πατριαρχικό τυπογραφείο ώστε να ελέγχωνται άμεσα οι εκδόσεις, «ίνα μη εκ των
δολίως εν αυτοίς γραφομένων προξενήται λύμη…» (Δ.Ζακυνθηνού «Τουρκοκρατία»,
1957). Την ίδια εποχή ο αγιορείτης Κύριλλος Λαυρειώτης, αποκαλεί τον Ρήγα
«διεφθαρμένον την φρένα» και χαιρέκακα θριαμβολογεί γιατί ο ήρωας έγινε τροφή
«τοις εν τω ποταμώ Ίστρω ιχθύσι… μετά των αυτού συνωμοτών και ύλη της αιωνίου
κολάσεως» (Σχόλια Τ.Βουρνά στην Ιστορία
του Φίνλεϋ. Βλ και Φ.Ηλιού «Η πατριαρχική καταδίκη του Ρήγα» (‘ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ’,
τόμος 14ος , τεύχος 27-Δεκέμβριος 1997).
Από κοντά και οι ευσεβείς λόγιοι όπως ο Μ.Περδικάρης, επιτίθεται στο έργο
του, «Ρήγας ή κατά ψευδοελλήνων» (1811) στην «μεγάλην κεφάλαν του περίφημου Ρήγα»
τον οποίο συκοφαντεί ότι θέλει να επαναφέρει τους νόμους του Λυκούργου «επειδή
εφλυάρησαν… ένας Βολταίρος φαυλόβιος και ένας Μιραβός (=Μιραμπώ) αφρονέστατος… άς
κουρεύωνται και ας φλυαρώσιν». Υπέρτατος σκοπός πρέπει να είναι η διδασκαλία
του «Αρχιατρού» (=Χριστού), «Να γένη ο άνθρωπος Θεού υιός κατά χάριν».
Κατηγορεί τον Ρήγα πως θέλει «ν’ανατρέψη την θρησκείαν ως περιττήν»,
υπερασπίζεται τους αρχιερείς που ο Ρήγας καταγγέλει πως «αποβλέποντες εις το
ίδιον κέρδος, παραβλέπουν το Γένος» και έξαλλος γι’αυτό τον ονομάζει «βδελυρόν
και αχρείον κάθαρμα».
O Ρήγας έδωσε την ζωή του, ο Περδικάρης πέθανε χωρίς συμμετοχή στον αγώνα
το 1828 ενώ ετοιμαζόταν να κατέβει στην Ελλάδα. Το 1805 αγ.Αθανάσιος ο Πάριος
στον «Νέον Ραψάκη», ρουφιανεύει τον Ρήγα και τους «Ελληνόφρονες»: «…βιβλιάριον
εξέδωκαν, Ρόπαλον του Ηρακλέως αυτό ονομάσαντες οι Ελληνόφρονες… διεγεργητικόν,
ερεθιστικόν, παρακινητικόν, ώστε πάντες οι … χριστιανοί, εν ρητή ημέρα να
δείξουν του Ηρακλέους την αλκήν εναντίον των τυραννούντων αυτούς… Η Θεία
Πρόνοια…. πρό του να διαδοθούν εις τον κόσμον εκείνα τα κακέμφατα ρόπαλα έκαμε
και... παρεδόθησαν εις το πυρ και οι κατά των ιδίων δεσποτών… ευτρεπίσαντες
μάχαιραν, μάχαιραν εύρον…». Ο Γρηγόριος ο Ε΄ πάλι, με εγκύκλιό του ζητούσε
«παρ’ενός εκάστου βιβλιοπώλου καθαράν καταγραφήν των όσων βιβλίων έχει» από τα
οποία «όσα δε εστίν αντιβαίνοντα εις τα των αμωμήμων ημών δογμάτων κατά της
επικρατούσης κραταιάς βασιλείας να αποδοκιμασθώσι και να σημανθώσιν…» (Αθ.
Μαρρέ «Τουρκοκρατία στον Ελλαδικό χώρο»).
Ο εκκλησιαστικός έλεγχος στην πνευματική παραγωγή γίνεται ασφυκτικός. Το
1836, συνεστήθη από τον Γρηγόριο Στ΄ «Κεντρική Εκκλησιαστική και Πνευματική
Επιτροπή», η οποία μελετούσε τα υπό έκδοσιν βιβλία, έδινε άδεια εκτύπωσης και
στην συνέχεια αντιπαρέβαλε το τυπωμένο κείμενο με το αρχικό, δίνοντας άδεια
πώλησης μόνο σε περίπτωση ταυτότητας των δυο κειμένων. Κανείς βιβλιοπώλης δεν
μπορούσε να πάρει βιβλίο εκτός καταλόγου που είχε υπογράψει ο επίσκοπος που
προήδρευε στην επιτροπή, για «να πωλώνται μόνον όσα βιβλία δεν εναντιούνται εις
την θρησκείαν, εις την ηθικήν και εις την εξουσίαν» (Μ.Ι.Γεδεών «Η πνευματική
κίνησις…». Υπογράφουν 17 μητροπολίτες). Ο Μ.Γεδεών, αναφέρει την εξέταση του
δράματος «Βελισάριος», που υπεβλήθη για έγκριση το 1847 στον μητροπολίτη
τ.Μεσημβρίας Σαμουήλ. Από τις μικρόνοες παρατηρήσεις του αναδύεται το
σχολαστικό χωροφυλακίστικο πνεύμα του λογοκριτή. Ο ελεγχόμενος συγγραφέας,
κατηγορεί όσους παρουσιάζουν τον Θεό «οργίλον», υποστηρίζει πως ο Θεός δεν
χρειάζεται υπερασπιστές -«Πώς εποίησεν ο Μ.Κωνσταντίνος;» ερωτά τότε ο
λογοκριτής-παρουσιάζει και εθνικούς (Αριστείδη, Μ.Αυρήλιο κλπ) προ του θρόνου
του Θεού. Εντάξει, λέει ο ιεροκριτικός, αλλά ισότιμοι «μετά του Βελισαρίου
εναρέτου ορθοδόξου και βαπτισμένου»; Και καταλήγει με την μόνιμη
επωδό κάθε ανιχνευθέντος ατοπήματος: «Σκέψασθε».
Ο Ι.Φιλήμων, μαρτυρεί πως η τουρκική εξουσία προκάλεσε «εγκυκλίους παρά του
Πατριάρχου… δι’ών αφωρίζωντι οι εν τη αλλοδαπή εκδίδοντες φιλελεύθερα
συγγράμματα Έλληνες, εν οίς ωνομάζοντο ρητώς άλλοι τε και ο εν Παρισίοις
Πίκκολος» [«Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελλ. Επαναστάσεως», τ.Α΄, Αθήνα 1859,
σ.97. Ο αφορισμένος από το πατριαρχείο Νικόλαος Πίκκολος (1792-1865) ήταν
γιατρός, φιλόλογος και καθηγητής της Φιλοσοφίας]. Ο Πίκκολος είχε δημοσιεύσει
το 1820 στον «Λόγιο Ερμή» εθνεγερτήριο σάλπισμα με αναφορές στην αρχαία Ελλάδα
και επίθεση κατά της Αμάθειας στην οποία καταγγέλει «το στίφος των τεράτων» της
Εκκλησίας που διέλυσε το Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης. Αρχιλογοκριτής του
πατριαρχικού τυπογραφείου ήταν ο αρχιμανδρίτης Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρής, «μοιχός
της Εκκλησίας ιερεύς χρεώκοπος, με παντοίας ανοσιουργίας μολυσμένος…», στον
οποίο ο πατριάρχης είχε τάξει επισκοπή (έγινε μητροπολίτης Τυρνόβου, της
Βουλγαρίας), και ο οποίος όπως εξιστορεί ο Πίκκολος «εδαιμονίσθη και
ύβρισεν άπειρα όλους τους εν Παρισίοις σπουδάζοντας. Εμένα δε μ’εφοβέρισε να με
προδώση εις την Πόρταν (τον Σουλτάνο)… διορισθείς θυρωρός της τυπογραφίας… έδωκε
γνώμην να παιδευθούν με ποινήν θανάτου πέντε εξ από τους θέλοντας να ενσπείρουν
επανάστασιν… Ιδών … την λέξιν Ελευθερίαν εμάνη και είπεν ότι θέλει φέρει τον
Κοραήν σιδεροδέσμιον… ο Άγιος Μουλαρίων ενήργησε να δοθή πατριαρχική προσταγή
εις τους βιβλιοπώλας να μη πωλούν κανέν βιβλίον πριν το δείξωσιν εις την
Πανοσιότητά του». Σε άλλο γράμμα κάποιου Σ.Π. που εμφανίζεται ως έμπορος από το
Ιάσιο αναφέρεται η προηγούμενη δράση του Ιλαρίωνα που «κατηνάλωσεν ασώτως τα
πουγγεία του Σινά όρους, τους ιδρώτας των πτωχών εις μεγαλοπρεπή δώρα προς τους
ανθρώπους του Καπουδάν Πασά… προς δε τας κυρίας επρόσφερε σάλια και άλλα
πολύτιμα δώρα δια να τας απολαμβάνη ευκολώτερα, εις χαρτοπαίγνια… εις τον
πολυάριθμον χορόν υπηρετών, γραμματέων, κωπηλατών, μαγείρων, βαπτιστικών,
κουμπάρων…». Ο Φ. Ηλιού που μελέτησε και ανέλυσε διεξοδικά τις επιστολές από το
αρχείο του Θεόκλητου Φαρμακίδη, διαπιστώνει πως σε ένα τμήμα της ελληνικής
διανόησης δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή η ίσως υπερβολική βεβαιότητα πως
«προκειμένου να εξουδετερώσει τους νεωτεριστές αντιπάλους του το πατριαρχείο
ήταν αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει και τα πιό ακραία μέσα; κλείσιμο σχολείων,
αφορισμούς, λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων, καταδόσεις στους Τούρκους, δολοφονίες»
(Ηλιού: «Τύφλωσον…»). Υπερβολή ή όχι δείχνει ποιά γνώμη είχαν οι φωτισμένοι
Έλληνες για το πατριαρχείο. Ο ίδιος αναφέρει πως ανώνυμο μαχητικό φυλλάδιο που
εκδόθηκε το 1819, τιτλοφορούμενο «Στοχασμοί του Κρίτωνος», το οποίο ζητούσε να
περιορισθεί το ιερατείο στα εκκλησιαστικά καθήκοντα «παραδόθηκε στις φλόγες
δημοσίως μέσα εις την αυλήν του πατριαρχείου με σύμφωνη γνώμη του Γρηγορίου
Ε΄». Ανώνυμο φυλλάδιο τιτλοφορούμενο «Επιστολή της νέας φιλοσοφίας
στηλιτευτική» που φέρεται πως γράφτηκε το 1817 και που αποδίδεται στον εφημέριο
της παροικίας της Λειψίας Ιγνάτιο Σκαλιώρα, επιτίθεται κατά του Κοραή,
ψευδολογώντας πως είναι κλέφτης χρημάτων και ιδεών. Ο Καΐρης, διεκτραγωδεί πως
το 1814, διορισμένος από τον Ι.Καποδίστρια δάσκαλος στην Αθήνα, ο «θηριώδης
τοπάρχης και δεσπότης» Αθηνών Γρηγόριος, την ώρα που εδίδασκε «αριστοτελικήν
λογικήν», έστειλε δυο «ραβδούχους Τουρκαλβανούς να ποιούν σωματικήν έρευναν εις
το εισερχόμενον ακροατήριον», που «μετά το τέλος του πρώτου και τελευταίου
μαθήματος, εφοβείτο πλέον να εξέλθη άνευ της ιδικής μου εμπροσθοφυλακής… με
ανήρπασαν τέσσερεις χειροδύναμοι ραβδούχοι και τη επιβλέψει του δεσπότου με
ανεβίβασαν εις ένα κάρρον… με επιβίβασαν εις ένα σαπιοκάραβο και με ωδήγησαν εις
τα αμπάρια του…» και από εκεί στη Σμύρνη (Γ.Μουστάκης-Δαυλός, Αυγ.-2003).
|
Πασχαλινή τελετή της ελληνικής εκκλησίας στην Τρωάδα της Μ.Ασίας. Οι Ορθόδοξοι πιστοί παρακολουθούν τη λειτουργία της Ανάστασης. [1842-1885. «Ελλάδα, ιστορική, εικονογραφημένη. Μια πλήρης συλλογή ιστορικών, τοπογραφικών και καλλιτεχνικών εγγράφων, με 280 ιστορικά χαρακτικά»], Αθήνα, Nikolas Books, 1984. |
Ακόμη και το 1839, ο μητροπολίτης Σμύρνης, κατεδίωκε τον φωτισμένο δάσκαλο
Νεοκλή Παπάζογλου, αναγκάζοντας τους Σμυρνιούς να απευθύνουν έκκληση στον
πατριάρχη που τους αποστόμωσε: «Άνθρωποι ευρωπαΐζοντες δεν φρονούν ορθώς, δια
τούτο και αβελτέρους αυτούς αποκαλούμεν». Η προοδευτική «Αθηνά», σχολίασε πως
ήταν καλύτερα να γράψουν στο Σουλτάνο, παρατηρώντας πως «Αμαθείς ως επί το
πλείστον και οι άγιοί μας, είναι και οι πρώτοι διώκτες της παιδείας»
(τ.587-23-1-’39). Ο πατριάρχης Κωνστάντιος Α΄ επιτέθηκε στον Κούμα αποκαλώντας
τον «ηχώ του δοκόφρονος Κοραή», ο οποίος «εθελοκακία δουλεύων» κ.λ.π. και
απαγόρευσε το 1833 να γίνει μνημόσυνο του Κοραή. Ο ίδιος, σύμφωνα με τον
βιογράφο του Θ.Μ.Αριστοκλή (1866), «τρόμω συσχεσθείς», είχε τρέξει να κρυφτεί
στην Πρίγκηπο όταν ξέσπασε η Επανάσταση.
Να ανοίξουμε μια παρένθεση για τους μικρούς Γαλιλαίους της
ελληνορθόδοξης οθωμανικής Ανατολής. Ο ιερέας Βενιαμίν ο Λέσβιος κλήθηκε από το
πατριαρχείο σε απολογία επειδή δίδασκε πως η Γη κινείται και εξέφραζε την
θεωρία ότι ενδέχεται να υπάρχει ζωή και σε άλλους πλανήτες, ενώ υποστήριζε την
δυνατότητα να κατασκευαστεί αερόπλοιο το οποίο θα μπορούσε να μεταφέρει γήινους
σε άλλα ουράνια σώματα. (Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως και το τουρκικό ισλαμικό
ιερατείο είχε φέρει εμπόδια σε προγενέστερες απόπειρες πτήσης με βάση τις
σημειώσεις του Ντα Βίντσι κ.λπ.). Ο βιογράφος του Βενιαμίν Γ.Α.Αριστείδης
(Αθ. 1880) σημειώνει: «Λέγεται ότι μοναχός τις Ιάκωβος, αμαθής και φαύλος τον
βίον, κατήγγειλε τον Βενιαμίν εις τον τότε πατριάρχην Ιερεμίαν Δ΄ (1808-1813)
ως διδάσκοντα την κίνησιν της γης… ως άθεον… Ο τότε Εφέσου έγραψε κεραυνοβόλον
επιστολήν προς τον νέον Γαλιλαίον…». Γεγονός είναι πως από το 1805, ο
απαίδευτος πατριάρχης Καλλίνικος ο Ε΄, ξεσηκωμένος από αναφορές των
αγ.Αθανάσιου Πάριου, Μεγάλου Ιεροκήρυκα του θρόνου Δωρόθεου Βουλισμά και των
μοναχών Σαμουήλ και Ιακώβου, συγκάλεσε Σύνοδο από 7 αρχιερείς, η οποία
βασισμένη σε τετράδια μαθητών που υπεξαίρεσε ο Πάριος, σε γράμμα της προς τους
κατοίκους των Κυδωνιών στην σχολή των οποίων δίδασκε ο Βενιαμίν, τον καλούσε να
δηλώσει εγγράφως την πτώση του, απειλώντας τον με απομάκρυνση από την θέση του.
Ανέθεσε επίσης στον Εφέσου Διονύσιο να συγκεντρώσει όλα τα τετράδια της
«ψυχοφθόρου διδασκαλίας» (Γ.Μουστάκη
«Ένας Έλληνας Γαλιλαίος», «Δαυλός»-τ.166). Όμως οι επιστολές στήριξης του
Βενιαμίν που έστειλαν στη Σύνοδο οι Κυδωνιάτες, η ομολογία πίστεως και ο
ελιγμός του κατηγορούμενου που απέφυγε να αναφερθεί στην συγκεκριμένη κατηγορία
περί της κίνησης της Γης, έκλεισε την υπόθεση χωρίς συνέπειες, ενώ ο Βουλησμάς
έπεσε σε δυσμένεια. Συγκεκριμένα ο Βενιαμίν, προσποιήθηκε πως αντιλήφθηκε την
εναντίον του κατηγορία ως δογματισμό υπέρ των πορισμάτων της Φυσικής, πράγμα
που απέρριψε εύκολα γράφοντας πως «άπασαι αι της Φυσικής έννοιαι… ουκ εισίν
έτερον τι ει μή απλή πιθανολογία» (Α.Αγγέλου «Των Φώτων»). Ο Βενιαμίν, στα 60
του πήρε ενεργό μέρος στον ξεσηκωμό του ’21 και πέθανε το 1824 στο Ναύπλιο από
τύφο.
Ο Αμβρόσιος Φιρμίνος Didot, που έζησε στις Κυδωνίες, αναφέρει πως οι
ορθόδοξοι κληρικοί διέβαλαν τον Βενιαμίν στους Τούρκους πως δίδασκε
επαναστατικές ιδέες, γι’αυτό και το 1806, διετάχθηκε το προσωρινό κλείσιμο της
Σχολής. Ανάλογα έπαθε και ο επίσης κληρικός Νικηφόρος Θεοτόκης που το 1766 στην
Φυσική του αναφέρει το σύστημα του Κοπέρνικου. Τo έσκασε νύχτα από το σχολείο
του Ιασίου όπου δίδασκε, αλλά αργότερα μεταστράφηκε στην συντήρηση. Το 1781 ο
διάκος Ιώσηπος Μοισιόδακας εκθέτει τις απόψεις του Ηλιοκεντρικού συστήματος,
αλλά αποφεύγει να το υιοθετήσει, φοβούμενος τις αντιδράσεις. Ο Κοδρικάς που το
1794 μετέφρασε το «De la pluralite des mondes» του εκλαϊκευτή της Επιστήμης
Fontenelle όπου ο συγγραφέας υπερασπίζεται τον Κοπέρνικο, είδε το βιβλίο του να
καταδικάζεται από την Εκκλησία.
Το 1797 ο καθηγητής της πατριαρχικής Σχολής Σέργιος Μακραίος δημοσίευσε το
βαρύγδουπο «Τρόπαιον της Ελλαδικής πανοπλίας κατά των οπαδών του Κοπέρνικου».
Μέχρι τώρα η Ορθοδοξία δεν έχει βρει το θάρρος να ομολογήσει πως η Γη κινείται
και δεν αποτελεί το κέντρο του Σύμπαντος. Ο γεωγράφος πατριάρχης Ιεροσολύμων
Χρύσανθος Νοταράς, παρόλο που είχε σοβαρές αστρονομικές γνώσεις, υποτάσσει την
αλήθεια στην θρησκευτική σκοπιμότητα, είτε συνειδητά είτε τυφλωμένος από την
πίστη του και γράφει στην «Εισαγωγή εις τα Γεωγραφικά και Σφαιρικά»-Παρίσι
1716: «…η Γη είναι αληθινόν να είναι Κέντρον του Παντός […] χρεία είναι να
αποδειχθή, ότι είναι και ακίνητος. Πως είναι και ακίνητος δείκνυται πρώτον από
την Θείαν Γραφήν». Οπαδός του γεωκεντρικού συστήματος ήταν και ο λόγιος
μητροπολίτης Μελέτιος, όπως προκύπτει από την ανέκδοτη «Επιτομή της
Αστρονομίας» («η Γη… ουδεμίαν κίνησιν ποιείται») και την «Γεωγραφία» του
(1728). Άλλωστε η Γραφή ήταν σαφής «Και γαρ εστερέωσε την οικουμένην ήτις ου
σαλευθήσεται» (Ψαλμός 92,1). Ο θεολόγος και μαθηματικός Βικέντιος Δαμοδός,
υποστηρίζει το σύστημα του Tycho Brahe, επειδή «συμφωνεί τη θεία γραφή». Ο
αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Βούλγαρις, αν και αντιλαμβάνεται ότι ο Κοπέρνικος έχει
δίκιο, απορρίπτει το σύστημά του επειδή «αντίκειται ταις ιεραίς σελίσιν».
“Στήτω ο Ήλιος κατά Γαβαών…”. Ο αγ.Αθανάσιος ο Πάριος, στην Αντιφώνησή του, γράφει
πως οι επιστήμες είναι μάταιες, η «επιθυμία του μανθάνειν» είναι «τυραννική»
αφού «αναγκάζει τον άνθρωπον να αναβή και είς τους πλανήτας». Ο Κύριλλος ο
Πατρεύς, επιτίθεται στον Άνθιμο Γαζή που «τόσον ερρόφησε την αθεΐαν της
πολυκοσμίας», ώστε τόλμησε να αναφέρει σε κάποια υποσημείωση της «Γραμματικής
των Φιλοσοφικών Επιστημών», τους «νοήσαντας την ακινησίαν του ηλίου».
(Γ.Καράς). Στον ιερέα Ι.Πέζαρο, οπαδό του ηλιοκεντρικού συστήματος, δάσκαλο
στον Τύρναβο, απαγορεύτηκε από τον Λαρίσης Ραφαήλ το 1805, το κήρυγμα στον ναό.