05 June 2020

Η Ελληνορθοδοξία απέναντι στη Φιλοσοφία και στην Επιστήμη [4]


[Η Εκκλησία ως θεσμική, πολιτισμική και πολιτική τροχοπέδη στο ελληνικό Κράτος]

του Αναγνώστη Λασκαράτου (roidis)

Ο παπάς Γιώργος Μεταλληνός, που προσφάτως αναχώρησε για το Υπερπέραν με την τιμητική συνοδεία πρωτοσέλιδων δημοσιευμάτων της εκλεκτότερης μερίδος του  Τύπου («Ελεύθερη Ώρα», «Espresso», «Star», «Μακελειό»), είχε διατυπώσει μια παραδοξότητα για την «Τουρκοκρατία»:  «Η δουλεία… δεν επέφερε την νέκρωση» του Ελληνισμού. Αντίθετα η απελευθέρωση απέδειξε ότι η ελευθερία μπορεί να φανεί καταστροφική, αν η ψυχή χάσει την  αυτοσυνειδησία της…». Επικαλέστηκε τον αγράμματο αρχαιοκάπηλο, τοκογλύφο και πιθανότατα σχιζοφρενή Μακρυγιάννη, που είχε πει πως αν ξέραμε τι λευτεριά μας περίμενε, «θα περικαλούσαμεν τον Θεόν να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπεί πατρίδα, τι θα ειπεί θρησκεία… φιλοτιμία… αρετή… τιμιότη». Η ιδεοληψία της «θείας φώτισης» της επενεργούσης στους εκλεκτούς σαλούς Μακρυγιάννηδες, μπορεί να αναγάγει την τελευταία σεληνιασμένη τρελόγρια της λαχαναγοράς σε προφήτισσα τροφοδοτώντας και μια στρατιά από πρόθυμους λόγιους που θα ερμηνεύουν τα θέσφατά της.
Αν στην Ελλάδα η κατάσταση του κλήρου ήταν άθλια, αθλιότερη ήταν στα υπόλοιπα οθωμανικά Βαλκάνια, που οι ιερείς ήταν υποχρεωμένοι από το ρωμέϊκο σουλτανικό πατριαρχείο να διαβάζουν στην εντελώς ακατάληπτη ελληνική, σαν αρχαίο μαγικό ξόρκι, με αποτέλεσμα ο λαός  να αγνοεί απόλυτα το ευαγγελικό περιεχόμενο. Ο R.L.Wolff («The Balkans in our Time»), παραθέτει τις μαρτυρίες του Κροάτη αστρονόμου και μαθηματικού Ιησουϊτη Boscovic (1762), ενός πραγματικού πολυμαθή,  και του Γάλλου διπλωμάτη Alexandre-Maurice Blanc de Lanautte. Ο πρώτος «είχε φρίξει με την κατάσταση του Ορθόδοξου κλήρου όταν ταξίδεψε στην Οθωμανική Βουλγαρία και περιγράφει την συνάντησή του με Βούλγαρο ιερέα που «διάβαζε την λειτουργία του στα Eλληνικά», αλλά και με τους πιστούς του «που δεν γνωρίζουν τίποτε για την θρησκεία τους εκτός από τις νηστείες… το σημείο του σταυρού… τη λατρεία μερικών εικόνων…».  Ο δεύτερος μιλά με συμπάθεια για την αμάθεια του κλήρου και την «χοντροκοπιά» ενός λαού «χωρίς μόρφωση και Διαφωτισμό».

Υπήρξαν όμως και Αρχιερείς που το πλούσιο κομπόδεμα που αποθησαύρισαν από το επάγγελμα της παπαδικής, το διέθεταν και σε σχολεία είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον, όπως ο Δοσίθεος μητροπολίτης Ουγγαροβλαχίας και υποστηρικτή των ελληνικών γραμμάτων. Πεθαίνοντας στη Ρωσία 104 ετών (1825) άφησε 25000 αγγλικές λίρες σε ευσεβή σχολεία. Στην ελεύθερη Ελλάδα, ιδρύθηκαν εκ των ενόντων σχολεία με ισχυρό θρησκευτικό προσανατολισμό, μερικά με την βοήθεια Αρχιερέων, σε πολλά από τα οποία δίδαξαν και κληρικοί με φτωχά συνήθως προσόντα. Η χώρα ήταν σε δυσχερή θέση και πορεύτηκε με αυτά που διέθετε καταφεύγοντας και στην αλληλοδιδακτική μέθοδο. Τα ταπεινά αυτά σχολεία είχαν ανάγκη στέγασης και οικονομικής στήριξης.  Το 1829 οι  κάτοικοι του Πλάτανου Κυνουρίας, δέχθηκαν να προσφέρουν στο νέο τους σχολείο τα εισοδήματα των κτημάτων του μονυδρίου Σέλλας. «Εύρον όμως αντιμετώπους τους μοναχούς της μονής Μαλεβής, ως πολλαχού αλλαχού της Ελλάδος συνέβη…». 
Το 1824, «ο ηγούμενος της Μονής Αγίου Νικολάου (Ναυπλίας) ζητεί να μη γίνη η Μονή σχολείον, αλλά να μείνη ελευθέρα προς ωφέλειαν των χριστιανών» (Tρύφων Eυαγγελίδης, «H Παιδεία επί Tουρκοκρατίας» 1936). Το ράσο γενικά απεχθανόταν τη μόρφωση των απλών ανθρώπων. Η εφημερίδα «Aθηνά» [14 (ή 15)-11-1839), καταγγέλλει ότι «οι άγιοι… και την εγκαθίδρυσιν του Πανεπιστημίου… εθεώρησαν ως ασέβειαν, και αυτόν τον ευσεβέστατον ιεροκήρυκα Γερμανόν επέπληξαν διότι παρευρέθη… εις την τελετήν… Ο άγιος Οικονόμος (Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων) μας εξηγήθη… ότι οι χριστιανοί και μάλιστα οι ιερείς δεν πρέπει να σπουδάζουν… να αφοσιωθούν εις την επιφοίτησιν του αγίου Πνεύματος…». Η ίδια εφημερίδα αποκαλύπτει  πως «η κατά της παιδείας συμμορία… φροντίζει… ώστε και αυτά τα παρά της Κυβερνήσεως συσταθέντα σχολεία να παραλύη» με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτήν του Γυμνασίου Ναυπλίου, από το οποίο απομακρύνθηκαν ο φιλόλογος Θ.Περγαμηνός, ο μαθηματικός Βαρνάρδος, ο φυσικοχημικός Ψύχας και ο φιλόλογος των Λατινικών Φαβρίκιος. Πολύ χειρότερη τύχη είχε όπως είδαμε ο Καΐρης. «Το γένος των Ελλήνων είναι άξιον περιφρονήσεως και ταλανισμού, όχι διότι του έλειψαν οι Ηράκλειτοι… οι Αριστοτέλεις και οι τοιούτοι άλλοι μετεωρολέσχαι, και όχι διατί δεν σεμνύνεται με Νεύθωνες… και άλλους τοιούτους… αλλά διότι έλειψαν οι Αθανάσιοι, οι Βασίλειοι και οι Κύριλλοι». Αυτά διακήρυττε το 1802 στην «Αντιφώνησή» του ο αγ.Αθανάσιος ο Πάριος, ο διώκτης του Βενιαμίν του Λέσβιου και κάθε διαφωτιστή, αυτός που κατά τον Κούμα, πίστευε πως «ός τις επάτει την Ευρώπην, ήτο… άθεος. Η Μαθηματική κατ’ αυτόν ήτο πηγή της αθεΐας…» («Ιστ. Ανθρωπίνων πράξεων», τ.12, σ.575. Βιέννη 1832. Ανατ. Καραβία) Αυτό το κατά τον Κοραή «αρσενικόν γραΐδιον» («Ιστ. Ανθρωπίνων πράξεων», τ.12, σ.575. Βιέννη 1832). Η Πολιτεία διδάσκει στην νεολαία ως εκπρόσωπο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού! (στα «Κείμενα Νεοελλ.Λογοτεχνίας», Γ΄Γυμν.-2000).
Ο αγράμματος στρατηγός Μακρυγιάννης, που εμφανίζεται να ασχημονεί σε βάρος των ξένων «αιρετικών», γέροντας άρρωστος και παραγκωνισμένος, ξεπέφτει στην εξιστόρηση επαναλαμβανόμενων ασυνάρτητων οραμάτων στα οποία «συνομιλούσε» με την Παναγία και τους αγίους και προβάλλεται ακόμη και σήμερα ως πρότυπο λαϊκής ευσέβειας. Όμως ευτυχώς, η «αποκαθήλωση» του μύθου του πρώτου παραγωγού των ιδεοληψιών της ρωμέικης Ορθοδοξίας είναι «εύκολη δουλειά», αφού «είχε βάλει την κουτάλα του στη χύτρα με τις πολιτικές αμαρτίες μέχρι τη λαβή» (Ε.Αρανίτσης-Ελευθεροτυπία-30.1.2004).

Ο Παπουλάκος ήταν ένας αγράμματος καλόγερος, πρώην χασάπης, γεννημένος στα 1790 στην επαρχία Καλαβρύτων, που δίδασκε πως «Τα άθεα γράμματα είναι η ρίζα κάθε συμφοράς». Η Σύνοδος του έδωσε άδεια ιεροκήρυκα αυτός όμως μεθυσμένος από την λαϊκή απήχηση, αποθρασύνθηκε και στράφηκε κατά της ετερόδοξης μοναρχίας, και των καινοτομιών της Εκκλησίας, προωθώντας τις απόψεις της ρωσόφιλης «Φιλορθόδοξης Εταιρείας», (που σχεδίαζε την Πρωτοχρονιά του 1840 να απαγάγει τον Όθωνα και να τον υποχρεώσει να βαπτιστεί) και του κήρυκα Κοσμά Φλαμιάτου, ο οποίος απέδιδε στην «λουθηροκαλβινική» Αγγλία και στην Δύση, συνωμοσία κατά της Ορθοδοξίας, της Ρωσίας και της Ελλάδας. Στην συνωμοσία αυτή είχαν κατά τον Φλαμιάτο επιστρατευθεί ο Διαφωτισμός, η ελευθερία, η μασονία, η Γαλλική Επανάσταση, ο Νεύτωνας, ο Βάκων, ο Ρουσσώ, ο Κοραής, ο Καΐρης, ο Φαρμακίδης, ο Τρικούπης, όλοι αυτοί μαζί «μίασμα ολέθριον και αποτρόπαιος δυσωδία… βδελύγματα της διαφθοράς και της πλάνης». Ο Κων.Οικονόμος επικρότησε τη δράση του «θεοφιλή και πολύαθλου» Φλαμιάτου, το ίδιο και ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Στ΄ (Α. Λιάκου «Η διάθλαση των επαναστατικών ιδεών στον ελληνικό χώρο 1830-1850»-1983).
Η κατάληξη αυτού του φανατικού που έκανε το μοιραίο λάθος να καλεί σε εξέγερση, ήταν ο θάνατος στις φυλακές των Πατρών το 1850. Ο Παπουλάκος, απέκτησε χιλιάδες οπαδούς έτοιμους να στασιάσουν σ’ ένα του νεύμα. Παριστάνοντας με τα φτηνά κόλπα του  λαοπλάνου τον προφήτη, έπεισε τον όχλο πως είναι θεόσταλτος. Το 1852 συνελήφθη από το στρατό, ύστερα από προδοσία του Μακαρίου επισκόπου Ασήνης, στον οποίο ο Παπουλάκης είχε τάξει ελλαδικό πατριαρχείο και με την εξαγορά του πρωτοπαλίκαρού του παπα-Βασίλαρου, που στο τέλος δεν χάρηκε τα αργύρια της προδοσίας του, επειδή δολοφονήθηκε από νεαρό που του είχε βιάσει την αδελφή. Ο Παπουλάκος καταδικάσθηκε από την Σύνοδο σε ισόβια στην μονή Παναχράντου της Άνδρου.
Το νησί έγινε τόπος πανελλαδικού προσκυνήματος, από ένα πρόστυχο πλήθος που πίστευε πως ακόμη και τα βότσαλα των Σπετσών πάνω στα οποία είχε πατήσει ο τσαρλατάνος ήταν θαυματουργά. Ο δεσπότης Άνδρου Μητροφάνης, συγγραφέας του συγγράμματος «Περί προσόντων των επισκόπων» έδειξε τα δικά του προσόντα. Έβρισε τον αιχμάλωτό του και τον χτύπησε με την πατερίτσα του φυλακισμένο σε κελί. Οι κακουχίες οδήγησαν τον δεσμώτη στον θάνατο. Έναν αιώνα μετά, ο τσαρλατάνος προβάλλεται ως πρότυπο από τον παπά Γιώργο Μεταλληνό και κάνει εμφάνιση στον ύπνο του κ.. Μουλατσιώτη («Ιός» της «Κ.Ελευθεροτυπίας», 24-3-2001), ο οποίος κινείται δραστήρια με την βοήθεια μητροπολιτών για την αγιοποίησή του, παίρνοντας την σκυτάλη από τον υπέργηρο Καντιώτη που πρώτος το 1953 ξέθαψε στην «Σπίθα» του την αγιοσύνη του Παπουλάκου.
Ένας κληρικός που δεν θα επισκεφθεί το ενύπνιον Μουλατσιώτη, είναι ο Θεόφιλος Καΐρης. Ύψωσε την επαναστατική σημαία στην πατρίδα του Άνδρο, περιόδευσε την χώρα ξεσηκώνοντας τον κόσμο, πολέμησε και πληγώθηκε σοβαρά. Πνεύμα ελεύθερο και ακραιφνώς δημοκρατικό, αρνήθηκε το 1835 να παραλάβει από τα χέρια του Όθωνα τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρα, στέλνοντάς του ένα θαρραλέο γράμμα στο οποίο κάνει αναφορά στους «συνταγματικούς εκείνους θεσμούς» τους «οποίους κανείς ατιμωρητί δεν δύναται να υπερβή». Στάση που καμιά δεν είχε σχέση με τον υπόλοιπο κλήρο που δυο χρόνια πριν υποδέχτηκε στο Ανάπλι τον ξένο τύραννο με πολυχρονισμούς και ποταπές κολακείες από τον άμβωνα του Αη Γιώργη: «Αι επερχόμεναι γενεαί θα αναφέρουν με σέβας το λαμπρόν όνομά σου, παραπεμπόμενον απ’αιώνος εις αιώνα με τα ονόματα των αρχαίων της Γερμανίας και της Ελλάδος Ηρώων». Ο Καΐρης υποδεχόμενος τον Καποδίστρια στην Αίγινα, αναφέρθηκε στο «θαυμασιώτερον», στο ότι το έθνος «εσυλλογίσθη και εδυνήθη να συντάξη Πολιτικόν Σύνταγμα… το οποίον με το  αίμα του απεφάσισε να υπερασπίζεται». Αποποιήθηκε θέση καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, και ίδρυσε στο νησί του πρότυπο ορφανοτροφείο, στο οποίο δίδασκε ο ίδιος φιλοσοφία, ρητορική, αστρονομία, μαθηματικά, χημεία και για πρώτη φορά στην Ελλάδα πειραματική φυσική σε υπερεξακόσιους μαθητές. Ο Γερμανός καθηγητής Α.Brandis, απεσταλμένος από τον Όθωνα να κατασκοπεύσει, ανέφερε στο αφεντικό του πως «εάν μίαν ακόμη τριετίαν διδάξη ο Καϊρης, ο βασιλεύς Όθων θα  φύγη από την Ελλάδα». Το 1839, «φρικώδες άκουσμα έφθασε μέχρι των ώτων» της Συνόδου για τον Καΐρη που «αποπλανηθείς εις το χάος της ελεεινοτάτης απάτης, αρνείται την Αγίαν Τριάδα… την θεοπνευστίαν των Γραφών… την μεσιτείαν τω Αγίων, τας νηστείας… εισάγει… και ύπαρξιν ανθρώπων και εις τους λοιπούς πλανήτας». Με ανάλογη γλώσσα περιέλουσε αργότερα ξανά «τον υπηρέτην μοχθηράς γνώμης του διαβόλου» «Απόκοντα» παρατηρεί ο Δ.Φωτιάδης («Όθωνας, η μοναρχία») κι ο Γρηγόριος Στ΄, που ονομάζει το ορφανοτροφείο «φθορείον ψυχών» και τα μαθήματα «ψυχοβλαβών φρονήματα φαρμακευμένα με τον ιόν του αντιχρίστου Θεοσεβισμού». Στο φθορείον» αυτό όμως, φοίτησαν ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Κυζικηνός και Αναγνωστάκης, δυο μητροπολίτες, ο Βούλγαρος επίσκοπος Τυρνάβου, ο αγαθός βαλής Θεσσαλονίκης Αχμέτ Ρεσίμ πασάς και ο Ανδρέας Συγγρός.
Η Σύνοδος κατηγόρησε τον Καΐρη επειδή κήρυττε την «αίρεση» της «Θεοσέβειας», μία δική του, μάλλον αφελή παρέκκλιση από την γραμμή της Ορθοδοξίας που θέσπιζε και δικό της Ημερολόγιο. Δικάστηκε με πρόεδρο τον Κυνουρίας Διονύσιο, που είχε υπογράψει πάνω στην αγ.Τράπεζα τον αφορισμό του «1821». Η Εκκλησία δεν αρκέστηκε στην δικαιολογημένη δυνατότητα που είχε να τον αποκόψει από το σώμα της, αλλά έστρεψε εναντίον του την κρατική καταστολή. Αρνούμενο  να προδώσει την συνείδησή του, τον φυλάκισε σε μονή και παραδόθηκε στα βασανιστήρια των καλόγερων με την πληγή που είχε από το πεδίο της μάχης να πυορροεί. Ξεσηκώθηκε σάλος από απλούς ανθρώπους και από κορυφαίους του πνεύματος, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί κάτω από καλύτερες συνθήκες στη Σαντορίνη. Μετά ενάμιση χρόνο το 1842 τον εξόρισαν στην Ευρώπη,  απ’ όπου επέστρεψε το 1844. Ο δεσπότης Άνδρου Δανιήλ, υπέβαλε το 1848 αναφορά στην Σύνοδο καταγγέλοντας πως κανείς συγγενής του Καΐρη δεν εκκλησιάζεται. Το 1852 ο Καΐρης παραπέμπεται ξανά σε δίκη μαζί με τρεις μαθητές του με την κατηγορία του προσηλυτισμού έχοντας για υπερασπιστή του τον Ν. Σαρίπολο. Παρά την ηλικία και την βαρυμένη υγεία του καταδικάστηκε σε φυλάκιση και πέθανε λίγες μέρες μετά τον εγκλεισμό του. Η σορός του δεν δόθηκε στους συγγενείς του, θάφτηκε λαθραία στο λοιμοκαθαρτήριο και συλήθηκε την επομένη, οπότε ανασκάφτηκε ο τάφος, ανοίχτηκε η κοιλιά του νεκρού και χύθηκε μέσα ασβέστης. Από τον πολεμικό χορό των αμαθών γύρω από τον Καΐρη, δεν μπορούσε να λείψει και ο οραματιστής Μακρυγιάννης: «ο σοφός Καΐρης και άλλοι τοιούτοι δίνουν τζιβαϊρικόν πολυτίμητον και παίρνουν ασκιά με αγέρα…».
Μια άλλη πληθωρική προσωπικότητα, λιγότερο γνωστή από τον Καΐρη, είναι ο φεμινιστής Παναγιώτης Σοφιανόπουλος που σπούδασε Iατρική στην Iταλία και έζησε σε Παρίσι, Bιέννη και Λονδίνο, παίρνοντας αργότερα μέρος στην Επανάσταση του ’21. Θα τον βρούμε στη Γαστούνη να διακωμωδεί το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», βασανίζοντας τον ιεροδιάκονο Ιωακείμ κρεμασμένο από ένα δοκάρι για να του αποκαλύψει που βρισκόταν ο θησαυρός του ζάπλουτου και τυραννικού προεστώτα Σισίνη. Το 1831 μέσα από τις στήλες της αθηναϊκής εφημερίδας “Xρόνος”, επιτέθηκε στην πολιτική του Φαναρίου για το λεγόμενο “εθνικό ζήτημα”. Το 1836 εξέδωσε το περιοδικό “Πρόοδος”, στο οποίο συνεργάστηκε με τον  «Σαινσιμονιστή» Φρ.Πυλαρινό, που πίστευε πως η κοινωνία θα πρέπει να ξεπεράσει έθνη και κράτη και να πάρει μια παγκόσμια μορφή. Το 1838 εξέδιδε το περιοδικό “Σωκράτης”. Αργότερα εξέδωσε τα Άπαντα του Iσοκράτη, και το  έργο του Iταλού διαφωτιστή Tζέζαρε Mπεκαρία “Περί αδικημάτων και ποινών”, στο οποίο υποστηριζόταν πως για τα εγκλήματα φταίνε οι κοινωνικές συνθήκες. Η Σύνοδος τον αφόρισε για τον «Ευαγγελισμό της Προόδου». Για τις ιδέες του φυλακίστηκε πολλές φορές και είδε τα έντυπά του να κατάσχονται. Ο αδελφός του Νικολέττος είχε απαγάγει με εντολή του Κωλέττη τον Π. Πατρών Γερμανό από την μονή Χρυσοποδαρίτισσας στα Νεζεροχώρια όπου κρυβόταν στην διάρκεια του εμφύλιου και τον περιέφερε πεζό χωρίς τα διακριτικά του στη Γαστούνη. Ο δεσπότης  τον καταράστηκε και ο θάνατός του από εσωτερική αιμορραγία αποδόθηκε στην κατάρα.
Τον Ιούνιο του 1835, κάποιος Ε.Φ. κάτοικος Μονάχου γράφει στον Κ.Θ. κάτοικο Σερρών («Περί του Ελληνικού Σχολείου Σερρών». Αναστατικές εκδ. Διον. Νότη Καραβία, Βιβλ.Ιστ.Μελετών): Πολλοί πρόκριτοι της πόλης κραυγάζουν «τα εδικά μας παιδιά δεν θέλομεν να μάθουν γράμματα», ωθούμενοι από τον Σερρών Άνθιμο που «συνετέλεσε το πλείστον εις την διάλυσιν του Σχολείου μας… τοσούτον άσπονδον μίσος έδειξε κατά του Σχολείου και του σεβαστού μας Διδασκάλου Αργυρίου… ώστε ούτος ο πραότατος… ηναγκάσθη… να μεταβή είς την πατρίδα του… ο κ.Άνθιμος δεν έπαυσε… διεγείρων τους μαθητάς κατά των διδασκάλων, σπείρων ζιζάνια μεταξύ των πολιτών… Τας άλλας αθεμίτους κακουργίας, οίον σιμωνίας… προδοσίας του κακοδαίμονος τούτου ανθρωπίσκου αποσιωπώμεν, […] σεβόμενοι το ιερόν της Αρχιερωσύνης αξίωμα…». Ο επιστολογράφος θεωρεί ότι όλα αυτά είναι εν αγνοία του πατριαρχείου, που όμως προήγαγε τον Άνθιμο σε μητροπολίτη Προύσης.
Το 1851 ο Σ.Κουμανούδης δημοσιεύει αυτολογοκριμένους 1030 στίχους του ποιήματος «Στράτης Καλοπίχειρος», για να προστατευθεί από τις επιθέσεις της Εκκλησίας. Στην τρίτη μεταθανάτια έκδοση που έγινε από τον γιό του Πέτρο το 1901 αποκαλύφθηκε το σύνολο του έργου που περιλάμβανε και 2640 λογοκριμένους στίχους. Όπως σημειώνεται στα «Προλεγόμενα» στην Συναγωγή Νέων Λέξεων του Σ.Α. Κουμανούδη «Θα έλεγε κανείς ότι ο στιχουργός του 1851, επερίμενε μισό αιώνα, και να λείψει από αυτόν τον κόσμο για να αποκαλύψει ακέρια την σκέψη του, την βιοθεωρία του την βολταιρική». Από τον Κ.Μυρτίλο Αποστολίδη μαρτυρείται στο περιοδικό «Θρακικά», πως «Η Εκκλησία επετέθη δριμέως» κατά του ποιήματος, χωρίς όμως να αναφέρεται η χρονολογία. Προφανώς ο Κουμανούδης δεν άντεχε να έχει την τύχη του Λασκαράτου (Μητσού Μαριλίζα: «Στέφανου Α. Κουμανούδη, Στράτης Καλοπίχειρος, Μορφ. Ίδρ. Εθ.Τραπέζης..» 2005).
Οι καμπάνες σήμαιναν νεκρικά, τη στιγμή που ο κλήρος της Κεφαλονιάς αφόρισε «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» και τον συγγραφέα του, «το βδέλυγμα της ερημώσεως», Λασκαράτο, καλώντας παράλληλα το ποίμνιο να καίει το βιβλίο. Ο συγγραφέας προκειμένου να αποφύγει τους προπηλακισμούς, έφυγε το 1856 στην Ζάκυνθο, όπου και ο εκεί δεσπότης εξαπέλυσε τους κεραυνούς των αναθεμάτων του εξαναγκάζοντάς τον να καταφύγει στην Αγγλία. Λίγο πριν πεθάνει, ήρθη ο αφορισμός, από τον θαυμαστή του δεσπότη Δόριζα, ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, που κατηγορήθηκε  από τους φανατικούς για αθεΐα. Το 1868, η τουρκική κυβέρνηση υποκύπτοντας σε παραστάσεις του πατριάρχη, κατέσχεσε 30 αντίτυπα της «Απόκρισης» του Λασκαράτου που είχαν αποσταλεί σε συγκεκριμένους συνδρομητές.
Ένα άλλο ανήσυχο πνεύμα ο σύγχρονος και επίσης Κεφαλλονίτης ποιητής Μικέλης Άβλιχος, που καυτηρίασε την θρησκοληψία και την παπαδοκρατία έγινε αποδέκτης της οργής του κλήρου που ξεσήκωσε εναντίον του τον όχλο. Μικρό δείγμα της ποίησης ενός ανθρώπου που δεν βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε και που συνειδητά επέλεξε το περιθώριο, είναι και το παρακάτω απόσπασμα από τα «Χριστούγεννα»:
«…Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός  σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που  εκήρυξε  για νόμο του τη χάρη.
Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.
Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είν’ ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!».

Το 1866, η Σύνοδος κατήγγειλε το βιβλίο του Ροΐδη «Η Πάπισσα Ιωάννα» στο υπουργείο «όπως ενεργηθώσι κατ’αυτού και του συγγραφέως τα υπό του νόμου οριζόμενα». Επειδή και η κυβέρνηση αγνόησε τις εντολές της, ο Καρυστίας Μακάριος, εξαπέλυσε μύδρους κατά της κυβερνήσεως, εγκαλώντας την για την αναλγησία της «προκειμένου περί… ανατροπής των καθεστώτων, περί ανασκάψεως εκ βάθρου της κοινωνίας…», ζητώντας παράλληλα την «παραδειγματικήν τιμωρίαν του κακούργου συγγραφέως, την παντοτεινήν παύσιν» του εισαγγελέα που παράκουσε τις προτροπές της και την καταδίωξη των «ασεβών βιβλιοπωλών». Ο Ροΐδης υπενθύμισε τα λόγια του Ιλάριου επίσκοπου Πικταβίου, πως ακόμα κι αν η κοσμική εξουσία ήθελε να επαναφέρει βίαια στην εκκλησία τους πλανηθέντες, οι επίσκοποι ωφείλουν να την σταματήσουν «κράζοντες ενί στόματι: Ο Ιησούς δεν ζητεί να αναγνωρίσωσιν αυτόν δια της βίας».
Ο καθηγητής και πρύτανης του νεοσύστατου Πανεπιστημίου Θ. Μανούσης ταλαιπωρήθηκε με εκκλησιαστικές ανακρίσεις, επειδή καταγγέλθηκε το 1848 από τον Γιαννιώτη φοιτητή ιερομόναχο Παΐσιο και από σπουδαστές της Ριζαρείου που ζητούσαν την απόλυσή του, επειδή αμφισβήτησε την θαυματουργική διάβαση της Ερυθράς θάλασσας και επειδή μίλησε στους φοιτητές του για τον Ρενάν. Τον Οκτώβρη του 1859, δικάζεται στο Κακουργιοδικείο ο Αθηναίος ποιητής Παναγιώτης Συνοδινός για προσβολή της θρησκείας. Στη «Συνταγή χωριάτικη», διακωμωδούνταν οι βυζαντινές «αξίες» του Ρωμιού: «στους μεγάλους του χωριού σου κύτταξε μή θαρρευθής, του Θεού και του χεριού σου μοναχά να ΄μπιστευθής,… κύτταξε στο θηλυκό σου γράμματα πολλά μή μάθης μην ευρής τον διάβολό σου και τ’ αγιάτρευτα μήν πάθης». Αιτία της δίκης ήταν τα «Εθνικά δάκρυα και Νεκρικά άνθη Δημοτικής Ποιήσεως Συλλογή τρίτη-Άθήνησι τύποις και βιβλιοπωλείω Π. Α. Σακελλαρίου-1859». Κάποια ποιήματα ενόχλησαν ως προσβλητικά για τα θεία. Η απόφαση της δίκης ήταν αθωωτική με το επίτηδες απαξιωτικό σκεπτικό της διανοητικής κατάστασης του συγγραφέα, όμως τα ποιήματα απαγορεύτηκαν.