04 March 2019

Πώς το υπερφυσικό παρεισφρέει στη... Φυσική

Σπύρος Μανουσέλης, εφημερίδα ΕΦΣΥΝ, 2/3/2019
Σε μια εποχή γενικευμένης και συστηματικά καλλιεργούμενης πνευματικής σύγχυσης, αποτελεί ζωτική ανάγκη κάθε ανθρώπου να μπορεί να διακρίνει την επιστημονική γνώση από την ψευδοεπιστήμη.
Το προηγούμενο άρθρο μας στις «Μηχανές του Νου» ήταν μια πρώτη τοποθέτηση αλλά και ένα εκτενές σχόλιο –υπό τη μορφή διατύπωσης επιστημολογικών θέσεων και αρχών– στο εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ του Κώστα Ζαφειρόπουλου («Εφ.Συν.» 16–2–2019) σχετικά με τις εξαιρετικά ανησυχαστικές ψευδοεπιστημονικές απόψεις που (απρόσμενα;) διατυπώνονται από τον Ευστράτιο Θεοδοσίου και τον Παναγιώτη Φιλντίση, πρόεδρο και αντιπρόεδρο αντίστοιχα της Ενωσης Ελλήνων Φυσικών (ΕΕΦ).
Στο σημερινό και το επόμενο άρθρο μας, κορυφαίοι Ελληνες ειδικοί επιστήμονες διατυπώνουν ρητά τις αντιρρήσεις τους και παίρνουν θέση απέναντι σε τέτοιες σκοταδιστικές προσπάθειες αποδόμησης του επιστημονικού λόγου στον τόπο μας.
Με τη βοήθεια του Στέφανου Τραχανά, κορυφαίου Ελληνα κβαντικού φυσικού και αναγνωρισμένης αξίας πανεπιστημιακού δασκάλου, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις ψευδοεπιστημονικές προκείμενες κάποιων ιδιαίτερα διαδεδομένων –στα ΜΜΕ και στο διαδίκτυο– αλλά καθαρά ψευδοεπιστημονικών παρερμηνειών της κβαντικής φυσικής.

● Σχεδόν οι πάντες συμφωνούν ότι στις μέρες μας είναι ζωτική ανάγκη να διαφοροποιείται η επιστημονική γνώση από την ψευδοεπιστήμη. Υπάρχουν, ωστόσο, αυστηρά αντικειμενικά ή, έστω, κοινά αποδεκτά κριτήρια για το τι είναι και τι δεν είναι επιστημονικό; Και αν ναι, ποια είναι αυτά;
Η διαφοροποίηση είναι εύκολη, τουλάχιστον για τις επιστήμες της φύσης που είναι εμπειρικές. Για να γίνει κάτι αποδεκτό –π.χ. ένας βιολογικός μηχανισμός ή ένας φυσικός νόμος– δημοσιεύεται σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό με κριτές και υποβάλλεται σε εξονυχιστικό πειραματικό έλεγχο από πολλούς ανεξάρτητους επιστήμονες και, αν κανείς δεν μπορέσει να το καταρρίψει, τότε γίνεται μέρος της καθιερωμένης γνώσης και συμπεριλαμβάνεται βαθμιαία –αν πρόκειται για κάτι σημαντικό– στη διδασκόμενη ύλη και στα διδακτικά εγχειρίδια από το Λύκειο έως το Πανεπιστήμιο.
Η διάκριση μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης είναι λοιπόν αναμφίβολη: επιστήμη και επιστημονική γνώση είναι οτιδήποτε έχει περάσει την παραπάνω ανοιχτή διαδικασία ελέγχου και έχει αποτυπωθεί στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά και τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων ή στα καθιερωμένα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Οτιδήποτε αρνείται να υποβληθεί σε αυτήν τη διαδικασία και μετράει μόνο προβολές στο YouTube ανήκει σίγουρα στην άλλη όχθη. Είναι η επιστήμη του… διαδικτύου ή απλώς ψευδοεπιστήμη, για να χρησιμοποιήσουμε τον καθιερωμένο όρο.
● Είναι όμως εύκολο για τον πολίτη που εκτίθεται σε καταιγισμό «επιστημονικών» πληροφοριών μέσω διαδικτύου να διακρίνει τι από αυτά είναι έγκυρη επιστημονική γνώση και τι ψευδοεπιστήμη;
Δεν είναι εύκολο, αλλά μπορούμε να τον βοηθήσουμε να το κάνει. Απευθυνόμενος, λοιπόν, στον πολίτη που μας διαβάζει, θα του έδινα μία πολύ πρακτική συμβουλή μέσα από το εξής παράδειγμα: Ας πούμε ότι παρακολουθεί μια ομιλία και ο ομιλητής ισχυρίζεται ότι η θεωρία της εξέλιξης –ο «αγαπημένος εχθρός» πολλών– είναι λάθος και επικαλείται διάφορα «ατράνταχτα» στοιχεία για να το στηρίξει.
Δεν έχει παρά να κάνει στον ομιλητή μία πολύ απλή ερώτηση: «Σε ποιο επιστημονικό περιοδικό έχουν δημοσιευτεί όλα αυτά που λέτε και πού διδάσκονται;». Διότι μία τόσο ριζοσπαστική ανατροπή της θεωρίας της εξέλιξης δεν μπορεί να έχει κρατηθεί μυστική. Σίγουρα θα έχει δημοσιευτεί στο πιο έγκυρο περιοδικό του κλάδου και σίγουρα θα διδάσκεται σε όλα τα τμήματα βιολογίας του κόσμου, μεταξύ αυτών και στα ελληνικά.
Και αν η απάντηση που θα πάρετε, αγαπητέ αναγνώστη, δεν είναι συγκεκριμένη, αλλά είναι αοριστίες και λεκτικά πυροτεχνήματα, τότε ξέρετε ότι αυτό που ακούσατε δεν είναι επιστημονικός λόγος αλλά ψευδοεπιστήμη.
● Υπάρχουν όμως και άλλα θέματα, έξω από τη σφαίρα των φυσικών επιστημών –π.χ. θεωρίες συνωμοσίας για κοινωνικοπολιτικά ή ιστορικά ζητήματα–, όπου η διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας δεν μπορεί να γίνει με εξίσου σαφή τρόπο όπως στις θετικές επιστήμες. Σε αυτή την περίπτωση τι θα λέγατε στον ανήσυχο και ενεργό πολίτη;
Θα του έλεγα κάτι πολύ παρόμοιο με το προηγούμενο, που θα το ονόμαζα επιστημονικό τρόπο σκέψης στην καθημερινή ζωή ή απλώς καθημερινή επιστήμη. Αυτήν που χρησιμοποιούν οι στοιχειωδώς έξυπνοι άνθρωποι για να επεξεργάζονται το πλήθος των καθημερινών δεδομένων και πληροφοριών της ζωής τους και να παίρνουν όσο γίνεται πιο ορθολογικές αποφάσεις.
Αυτή η καθημερινή επιστήμη έχει δύο απλά συστατικά. Το ένα είναι η κοινή λογική. Υποβάλλεις σε έναν λογικό έλεγχο αυτά που ακούς και αντιλαμβάνεσαι αν έχουν λογική συνοχή ή είναι –όπως έλεγαν οι παλαιότεροι– λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα. Και το δεύτερο είναι η απλή ερώτηση: «Πώς το ξέρεις αυτό;» Δηλαδή η ερώτηση που πάντα κάνεις στον συνομιλητή σου αν πρόκειται να πάρεις μια σοβαρή απόφαση με βάση αυτά που σου λέει και θέλεις να βεβαιωθείς ότι είναι βάσιμα και όχι απλές φήμες. Με λίγη καθημερινή επιστήμη στις αποσκευές τους, οι περισσότεροι πολίτες μπορούν να αποκρούσουν εύκολα τις θεωρίες συνωμοσίας που αφθονούν «εκεί έξω».
Ενα παράδειγμα: Το ότι ο Αϊνστάιν έκλεψε τη θεωρία της σχετικότητας από τον Καραθεοδωρή είναι βεβαίως… γνωστό! Συμφωνείτε με τον συνομιλητή σας, αλλά πολύ καλοπροαίρετα τον ρωτάτε: «Ναι, αλλά πώς το ξέρουμε αυτό;» Και αφού ακούσετε διάφορα για τις επιστολές του Αϊνστάιν προς τον Καραθεοδωρή, έρχεται η αποστομωτική απάντηση: «Μα, αφού το ομολόγησε ο ίδιος ο Αϊνστάιν στην τελευταία του συνέντευξη!» Για να μη μακρηγορούμε, τέτοια συνέντευξη δεν υπάρχει.
Και όταν αναζητήσαμε την πηγή αυτής της «πληροφορίας», διαπιστώσαμε ότι ήταν η εξής μία: η εφημερίδα «Αυριανή»! Και όμως, έφτασε να αναπαράγεται αυτή η «πληροφορία» ακόμα και από επίσημους ιστότοπους.
Ενώ ο κοινός νους δεν θα χρειαζόταν τίποτα από τα παραπάνω για να «βγάλει απόφαση». Απλώς θα σκεφτόταν: Μα, καλά, και το θύμα της κλοπής –ο Καραθεοδωρής δηλαδή– γιατί δεν μίλησε ποτέ; Αυτόν τον πολίτη με τον κοινό νου χρειαζόμαστε επειγόντως, πριν ο «νέος σκοταδισμός» –όπως πολύ ωραία τον περιγράψατε, κύριε Μανουσέλη, στο τόσο στοχαστικό άρθρο σας της περασμένης εβδομάδας– φτάσει να απειλεί σοβαρά τις ήδη παραπαίουσες δημοκρατίες μας.
● Γιατί λοιπόν, σε μια εποχή σαν τη δική μας, που ορθά χαρακτηρίζεται «εποχή του επιστημονικού πολιτισμού», εξακολουθεί να υπάρχει ένας εντυπωσιακά μεγάλος επιστημονικός αναλφαβητισμός, που γεννά και τρέφει αντιεπιστημονικές ιδεολογίες και φοβικές αντιδράσεις απέναντι στα επιτεύγματα και τις εξελίξεις της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης;
Προφανώς, αυτό είναι το ερώτημα–κλειδί για το θέμα που συζητάμε. Δεν έχει όμως εύκολη απάντηση γιατί είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα –περιλαμβάνει και πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού που δεν είναι δουλειά του καθενός μας να αναλύσει–, οπότε μόνο δύο εύκολες επισημάνσεις θα μπορούσα να κάνω. Η μία είναι ο ρόλος του νέου Μεγάλου Αδελφού: ο ρόλος του διαδικτύου και κυρίως των μηχανών αναζήτησης και του τρόπου που επιλέγουν και φέρνουν στην κορυφή τα θέματα που «μας ενδιαφέρουν». Είναι ένας μηχανισμός αόρατης χειραγώγησης που δημιουργεί μεγάλες κλειστές κοινότητες ομοφρονούντων σε ένα θέμα, ικανές να ακούν μόνο τον αντίλαλο της δικής τους φωνής.


Ο δεύτερος παράγοντας είναι η εγκατάλειψη από το εκπαιδευτικό σύστημα –όχι μόνο το δικό μας– της βασικής υποχρέωσης που είχε θέσει ο Διαφωτισμός και η μεγάλη παράδοση του ευρωπαϊκού ουμανισμού για την εκπαίδευση: Να διδάσκεται η επιστήμη όχι μόνο ως χρήσιμη γνώση αλλά και ως απελευθερωτική δύναμη του ανθρώπου. Να τον προφυλάσσει από τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις, όπως ονειρεύτηκε τον κοινωνικό ρόλο της επιστήμης ο Ρήγας Φεραίος όταν έγραφε το «Φυσικής Απάνθισμα». Πού να ήξερε…
● Ενα θλιβερό δείγμα εξόφθαλμης αντιεπιστημονικής προπαγάνδας στον τόπο μας το προσφέρει, δυστυχώς, η σημερινή διοίκηση της Ενωσης Ελλήνων Φυσικών που, αυτές τις μέρες, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας έντονης δημόσιας κριτικής, με την κατηγορία ότι όχι μόνον υποθάλπει αλλά και προωθεί τον ανορθολογισμό και την ψευδοεπιστήμη. Ποια είναι η δική σας άποψη γι’ αυτό το θέμα;
Δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ πιο μελαγχολική εξέλιξη. Η επιστήμη, που υπήρξε η κατ’ εξοχήν κινητήρια δύναμη του Διαφωτισμού, να έχει σήμερα ως θεσμική της εκπροσώπηση στη χώρα μας μια Ενωση με τα χαρακτηριστικά που έφεραν στην επιφάνεια το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας σας αλλά και η απόφαση του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Με δεδομένο αυτό το γκρίζο υπόβαθρο, θεωρώ αναγκαίο να εστιάσουμε την προσοχή μας στο θεσμικό πρόβλημα που ανακύπτει. Να κάνω σαφές κατ’ αρχάς ότι θεωρώ απόλυτο δικαίωμα του κάθε επιστήμονα (ή μη) –υπό τον όρο ότι εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του– να υποστηρίζει και να διαδίδει, με όποιο μέσο κρίνει πρόσφορο, την όποια ψευδοεπιστημονική ή συνωμοσιολογική θεωρία τον αντιπροσωπεύει. Είναι όμως εξίσου σαφές ότι δεν έχει κανένα τέτοιο δικαίωμα όταν εκπροσωπεί μια επιστημονική ένωση με θεσμικό ρόλο στην επιστημονική και εκπαιδευτική ζωή της χώρας.
Οι επιστημονικές ενώσεις έχουν ως αυτονόητη καταστατική υποχρέωση να εκπροσωπούν και να υπερασπίζονται τη θεσμική επιστήμη όπως ορίζεται σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και, σίγουρα, στην ευρωπαϊκή μας οικογένεια. Δηλαδή, την επιστήμη όπως αποτυπώνεται στα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων και στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά. Σε αυτό το (αυτονόητο) πλαίσιο, είναι φανερό ότι η ΕΕΦ βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με την καταστατική αποστολή της. Ο ρόλος που έχει επιλέξει για τον εαυτό της συνιστά μια θεσμική ανωμαλία.
● Ωστόσο, ούτε η θεολογία μένει έξω από τα «επιστημονικά» ενδιαφέροντα της ΕΕΦ. Δεδομένου ότι στο YouTube υπάρχουν επίσης βίντεο όπου ο πρόεδρος της Ενωσης κομίζει «επιστημονικές αποδείξεις» για την ύπαρξη Θεού και την αθανασία της ψυχής. Και για να στηρίξει αυτές τις απόψεις του επικαλείται την κβαντομηχανική! Γιατί η κβαντομηχανική είναι πανταχού παρούσα και επανέρχεται σταθερά σε όλα σχεδόν τα νέα αποκρυφιστικά σενάρια;
Να επαναλάβω πρώτα –μια και αναφερθήκατε σε συγκεκριμένο θεσμικό πρόσωπο– αυτό που υπογράμμισα και νωρίτερα. Αν ο πρόεδρος της ΕΕΦ δεν ήταν… πρόεδρος ή μέλος του Δ.Σ. της Ενωσης, τότε θα είχε κάθε δικαίωμα να υπερασπίζεται και να διαδίδει τέτοιες απόψεις. Και μπορεί να το κάνει με μεγάλη αποτελεσματικότητα, γιατί είναι ένας πολύ επιτυχημένος επαγγελματίας σε αυτόν τον τομέα.
Τώρα όμως, είναι πρόεδρος της ΕΕΦ και αυτό το δικαίωμα δεν το έχει. Διότι απόψεις και ιδέες, όπως αυτές που αναφέρατε, όχι μόνο δεν ανήκουν στον χώρο της θεσμικής επιστήμης, αλλά είναι πολύ έξω από αυτόν!
Είναι ένα τυπικό κοκτέιλ του διαβόητου «new age» –της Νέας Εποχής– που ανθεί στις ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Το κοκτέιλ ιδεών που περιλαμβάνει λίγο ανατολικό μυστικισμό, μια απροσδιόριστη θρησκευτικότητα αγνώστου θρησκείας και, βέβαια, ένα «επιστημονικό» περιτύλιγμα που ακούει στο όνομα κβαντομηχανική.
Αρκούντως ακατάληπτη στους ίδιους, ώστε η κάθε είδους μεταφυσική και θαυματολογία να μπορεί να χωθεί μέσα εκεί. Μια επίσκεψη στο amazon –στην κατηγορία βιβλίων Quantum Physics– είναι αποκαλυπτική. Παραθέτω μερικούς τίτλους: Κβαντική φυσική του θεού, Κβαντική θεραπεία, Κβαντική αυτοΐαση, Κβαντομηχανική για την ψυχή σας, Φυσική του χριστιανισμού (σίγουρα κβαντική), Κβαντικός βουδισμός, Κβαντικός ιουδαϊσμός κ.λπ., κ.λπ. Ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
● Γιατί, ωστόσο, κυρίως η κβαντομηχανική προσφέρεται για τέτοιες υπερφυσικές παρερμηνείες και τόσο συχνά χρησιμοποιείται ως εννοιολογικό «πασπαρτού» διά πάσαν ψευδοεπιστημονική νόσο: κβαντικός νους, κβαντικός διαλογισμός, κβαντική θεραπεία, κβαντική θεολογία, κ.ο.κ.; Υπάρχει ίχνος επιστημονικής θεμελίωσης ή αλήθειας σε όλα αυτά;
Ισως γιατί ο εννοιολογικός πυρήνας της κβαντικής φυσικής έχει στοιχεία που ευνοούν ακραίες ιδεαλιστικές ερμηνείες, ιδίως για όσους τις επιζητούν για περαιτέρω χρήση. Ενα τέτοιο στοιχείο της κβαντικής θεωρίας είναι η περίφημη αρχή της επαλληλίας, που λέει ότι ένα μικροσκοπικό φυσικό σύστημα μπορεί να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές (και κλασικά ασυμβίβαστες) καταστάσεις και μόνο όταν το παρατηρήσουμε με κάποια μετρητική συσκευή πραγματώνεται η μία ή η άλλη από αυτές.
Κατά κάποιον τρόπο η πράξη της παρατήρησης είναι εκείνη που «αποφασίζει» για το ποιο ενδεχόμενο θα πραγματωθεί, άρα και την εξέλιξη του συστήματος από εκεί και πέρα. Ομως, ενώ η καθιερωμένη ερμηνεία θεωρεί το μετρητικό όργανο ως την τελική πράξη παρατήρησης, μια μικρή μειοψηφία επιμένει ότι μόνο η εγγραφή στη συνείδηση ενός νοήμονος παρατηρητή συνιστά τελεσίδικη παρατήρηση. Το οποίο οδηγεί, βέβαια, σε παράδοξες καταστάσεις όταν στο σύμπαν δεν υπήρχε ακόμα ζωή και επομένως οι κβαντικοί νόμοι θα έπρεπε να τελούν σε αναστολή, αφού ουδείς ήταν εκεί έξω για να… παρατηρεί!
Επομένως –συνεχίζει αυτή η ερμηνεία– η συνείδηση είναι εκείνη που πραγματώνει το ένα ή το άλλο από τα δυνατά ενδεχόμενα του παρατηρούμενου συστήματος και άρα καθορίζει το μέλλον του. Και κάνοντας ακόμα ένα γενναίο άλμα προς το υπερφυσικό, η «ερμηνεία» αυτή καταλήγει στο ότι ο νους είναι εκείνος που «διατάσσει» την ύλη, ενώ ο ίδιος είναι έξω από αυτήν, άφθαρτος, αθάνατος και αιώνιος. Παρεμπιπτόντως, τα παραπάνω είναι μια έντιμη παρουσίαση των επιστημολογικών «θεμελίων» της κβαντικής θεολογίας. Μην περιμένετε, όμως, να τα ακούσετε από τους προφήτες της. Δεν θα ήταν καλοί στη δουλειά τους αν καταλαβαίνατε τι λένε.
Συνοψίζουμε: Στο εσωτερικό της θεσμικής επιστήμης όχι μόνο συζητιούνται και είναι αντικείμενο σοβαρής έρευνας τα θεμέλια της κβαντομηχανικής και τα εννοιολογικά ερωτήματα που τίθενται, αλλά είναι επίσης ανοιχτά και όλα τα κανάλια επικοινωνίας με τη ραγδαία αναπτυσσόμενη νευροεπιστήμη και την ανάδυση της νόησης ως κορυφαίου ανοιχτού προβλήματος.
Κανένα όμως από αυτά τα ενεργά ερευνητικά μέτωπα δεν δίνει ούτε κόκκο αξιοπιστίας στην κβαντική μεταφυσική του διαδικτύου και τους προφήτες της. Πρόκειται για την πιο καθαρή μορφή ψευδοεπιστήμης που έχει επινοηθεί μέχρι τώρα. Είναι όμως και κάτι ακόμα χειρότερο: ένα πνευματικό ναρκωτικό. Το όπιο της Νέας Εποχής.
♦ Ποιος είναι
Ο Στέφανος Τραχανάς διδάσκει, μεταξύ άλλων, κβαντική φυσική και διαφορικές εξισώσεις στο τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης από το 1983 έως σήμερα. Είναι συγγραφέας εννέα πανεπιστημιακών συγγραμμάτων στα παραπάνω πεδία και ενός βιβλίου για το ευρύτερο μορφωμένο κοινό με τίτλο «Το φάντασμα της όπερας: η επιστήμη στον πολιτισμό μας». Το βιβλίο του, «An Introduction to Quantum Physics»μόλις κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Wiley.Το 2003 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης ενώ το 2012 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο εξαίρετης πανεπιστημιακής διδασκαλίας, το οποίο επιδίδεται από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Για το σύνολο της προσφοράς του τιμήθηκε το 2015 με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας.Ως ιδρυτικό μέλος και διευθυντής των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, μέχρι το 2013 είχε τη βασική ευθύνη για τη δημιουργία του πρώτου πανεπιστημιακού εκδοτικού οίκου της χώρας. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται πυρετωδώς για την υλοποίηση και στην Ελλάδα της Διαδικτυακής Εκπαίδευσης και συνεπώς για τη δημιουργία του νέου είδους εκπαιδευτικού υλικού που απαιτείται για να την στηρίξει.Πεπεισμένος ότι η χώρα δεν μπορεί να μείνει έξω από τις επαναστατικές αλλαγές που συντελούνται αλλού σε αυτό το πεδίο, πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Mathesis –ενός ιδιαίτερου τμήματος των ΠΕΚ– στο οποίο και προσφέρει εθελοντικά την εργασία του τόσο ως διευθυντής του (πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης) όσο και ως δάσκαλος ή συγγραφέας. «Η επιτυχία αυτού του “πειράματος” είναι το προσωπικό μου στοίχημα για τα επόμενα χρόνια», δηλώνει ο ίδιος.

Ο νέος αντιεπιστημονικός σκοταδισμός

Σπύρος Μανουσέλης, εφημερίδα ΕΦΣΥΝ, 23/2/2019
Πώς διαμορφώνεται στις μέρες μας και από ποιους η δημόσια εικόνα της επιστήμης; Πόσο επαρκώς ενημερωμένοι είναι οι μη ειδικοί για τις πρωτοφανείς δυνατότητες ή για τις σοβαρές απειλές από τη βασική επιστημονική έρευνα και τις εφαρμογές της, τις οποίες, ενώ τις χρηματοδοτούν οι ίδιοι, τελικά δεν τις ελέγχουν;
Γιατί σε μια εποχή σαν τη δική μας, που αυτοχαρακτηρίζεται ως η «εποχή του επιστημονικού πολιτισμού», εξακολουθεί να υπάρχει εντυπωσιακά μεγάλος επιστημονικός αναλφαβητισμός, που γεννά αντιεπιστημονικές ιδεολογίες και φοβικές αντιδράσεις απέναντι στα επιτεύγματα και τις εξελίξεις της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης; Νέες κοινωνικές σχέσεις και ανισότητες οικοδομούνται πάνω σ’ αυτόν τον –κοινωνικά επιβεβλημένο– επιστημονικό αναλφαβητισμό, δεδομένου ότι η σύγχρονη βιοπολιτική εξουσία ασκείται από όποιον κατέχει, διαχειρίζεται και ελέγχει την εντυπωσιακή παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Το να αγνοούμε ή να υποβαθμίζουμε τον αποφασιστικό ρόλο της επιστημονικής γνώσης για την επιβίωση των σύγχρονων κοινωνιών θα ήταν ένα μοιραίο σφάλμα.
Υπάρχει, επομένως, ζωτική ανάγκη να διαφοροποιήσουμε την επιστημονική γνώση από την ψευδοεπιστήμη. Μόνο αν αναγνωρίσουμε τον ουσιαστικά δημοκρατικό ρόλο της επιστημονικής παιδείας, μπορούμε να καταστήσουμε την ανάπτυξη και την ευρύτερη διάδοση της επιστημονικής γνώσης βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των οξύτατων κοινωνικών αποκλεισμών στις σημερινές «κοινωνίες της γνώσης».

Η πρωτοφανής συσσώρευση γνώσης από τις λεγόμενες «θετικές» επιστήμες και κυρίως οι ασύλληπτες τεχνολογικές εφαρμογές αυτής της γνώσης δεν φαίνονται ικανές να δικαιολογήσουν την αυταπόδεικτη, κατά το παρελθόν, «αξία» του επιστημονικού τρόπου σκέψης, ούτε και συνεπάγονται αυτομάτως την ευρύτερη δυνατή διάδοσή του στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ηδη από την εποχή της πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις άρχισαν να μεταμορφώνουν ολόκληρο τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό των ευρωπαϊκών κοινωνιών, είχε διαπιστωθεί, πρώτη φορά, η εμφανής υστέρηση που παρουσίαζε η δημόσια κατανόηση της επιστήμης και η εξοικείωση με την τεχνολογία, σε σχέση με τη διαρκώς επιταχυνόμενη ανάπτυξή τους.
Παρά την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και τη θεαματική αύξηση των ευκαιριών εκπαίδευσης και ενημέρωσης που σημειώθηκαν έκτοτε, το πρόβλημα του μαζικού επιστημονικού αναλφαβητισμού παραμένει οξύ.



Στις σύγχρονες «κοινωνίες της γνώσης», ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού έρχεται καθημερινά αντιμέτωπο με τις ακατανόητες ηπείρους του επιστημονικού αναλφαβητισμού, οι οποίες σε ιδιωτικό επίπεδο βιώνονται ως έντονη ανασφάλεια, αβεβαιότητα και ανησυχία για ό,τι αγνοούμε. Ενώ, σε κοινωνικό επίπεδο, γεννούν τις πιο ακραίες και αντιφατικές αντιδράσεις: από την αισιόδοξη αλλά άλογη προσδοκία μιας «επιστημονικής πανάκειας», μιας μαγικής τεχνολογικής λύσης για τα κάθε λογής προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, έως τον φόβο για τον κίνδυνο μιας επικείμενης –αλλά απροσδιόριστης– καταστροφής.
Διόλου περίεργο, λοιπόν, που οι καταστροφικές οικολογικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης εκμηχάνισης της παραγωγής, οι απειλητικές για την ιδιωτική μας ζωή εφαρμογές της πληροφορικής, οι κατακτήσεις-καταχρήσεις της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής αμαυρώνουν την ωραιοποιημένη δημόσια εικόνα της επιστήμης, μετατρέποντας σε εφιάλτη το νεωτερικό όνειρο της έλευσης ενός επίγειου τεχνοεπιστημονικού «παραδείσου».
Αν, μάλιστα, στην ιστορική και κοινωνική διάψευση των ουτοπικών προσδοκιών για τον ρόλο και τη σημασία της τεχνοεπιστήμης προσθέσει κανείς και τη συστηματική διερεύνηση των θεμελιακών αρχών της νεωτερικής επιστήμης από τη σύγχρονη επιστημολογία, τότε διαπιστώνει ότι, στις μέρες μας, η υπονόμευση όχι μόνο του κοινωνικού αλλά και του γνωσιολογικού μύθου της επιστήμης είναι σχεδόν πλήρης.
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη των κλάδων της φιλοσοφίας και της ιστορίας των επιστημών, δηλαδή της σύγχρονης επιστημολογίας, οδήγησε στη συνειδητοποίηση του εγγενούς ιστορικού-κοινωνικού χαρακτήρα κάθε σημαντικής επιστημονικής θεωρίας. Γεγονός που, με τη σειρά του, συνέβαλε αποφασιστικά στην αποδόμηση του κοινωνικού μύθου της επιστήμης.
Πράγματι, κατά το β΄ μισό του 20ού αιώνα, από τις επιστημολογικές ανακαλύψεις προέκυψε σταδιακά μια ριζικά διαφορετική από τη μέχρι τότε αποδεκτή εικόνα του επιστημονικού εγχειρήματος συνολικά. Ερευνες που, πιο πρόσφατα, τροφοδότησαν με επιχειρήματα τις πολύ πιο ακραίες μετανεωτερικές και προγραμματικά αποδομητικές απόψεις των ημερών μας, οι οποίες τελικά συσκοτίζουν την αποφασιστική σημασία της επιστημονικής προσέγγισης για την ανθρώπινη ιστορία.
Παραβλέποντας (σκοπίμως!) τον ιδιαίτερα γόνιμο και κοινωνικά επωφελή διάλογο της επιστήμης με τη φυσική πραγματικότητα, οι «επιστημολογικές» αντιλήψεις που είναι σήμερα στη μόδα, ενώ φαινομενικά αναβαθμίζουν τον ρόλο της κοινωνίας, ταυτόχρονα, υποβαθμίζουν συστηματικά τον ρόλο της Φύσης, μέχρι του σημείου μάλιστα να την εξαλείψουν εντελώς ως αιτία ή, έστω, ως την κινητήρια δύναμη για την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογίας.
Ετσι, όμως, ορισμένοι επιφανείς κοινωνιολόγοι της επιστήμης κατέληξαν στο να εισαγάγουν λαθραία στην ανθρώπινη γνωστική περιπέτεια –χωρίς ποτέ να τη δικαιολογήσουν επαρκώς!– μια πολύ πιο σκοτεινή κοινωνικοπολιτική αιτιότητα, η οποία θεωρείται σχεδόν «υπερ-φυσική». Η συγκεκριμένη αποδομητική προσέγγιση στην επιστημολογία συνέβαλε και, παρά τις προθέσεις των δημιουργών της, ενίσχυσε την εδραίωση της σημερινής νεοφιλελεύθερης «πραγματιστικής» προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης, θύματα της όποιας πέφτουν τελικά και οι ίδιοι οι αποδομιστές!
Η σημερινή μόδα να υποβαθμίζονται ή και να απαξιώνονται συστηματικά οι προσπάθειες κατανόησης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης είναι στην πραγματικότητα το προϊόν μιας βαθύτατα αντιδραστικής αντίληψης.

Η επιστημονική ενημέρωση ως αντίδοτο στον σκοταδισμό

Ισως, τελικά, το μεγαλύτερο εμπόδιο στη δημοσιοποίηση της επιστημονικής γνώσης να είναι η ίδια η νεωτερική ιδέα και πρακτική της «εκλαΐκευσης». Η «αφ’ υψηλού» δηλαδή και επιλεκτική μεταφορά πληροφοριών από τους λίγους (που γνωρίζουν) στους πολλούς (που αγνοούν), η οποία οδηγεί σε πρωτοφανή επιστημονικό αναλφαβητισμό αλλά και σε νέες, ιδιαίτερα επικίνδυνες, μορφές κοινωνικού αποκλεισμού.
Πράγματι, η εκρηκτική ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης έχει δημιουργήσει ένα βαθύτατο κοινωνικό χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που γνωρίζουν και αυτούς που αγνοούν τις επιστημονικές εξελίξεις. Αυτή η διάκριση, ανάμεσα στους λίγους μυημένους και τους πολλούς αμύητους, γεννά εκ των πραγμάτων έναν ιδιότυπο «επιστημονικό σκοταδισμό», ο οποίος ενδέχεται, αν δεν προνοήσουμε εγκαίρως, να οδηγήσει τις, κατά τα άλλα, υπερεπιστημονικές και υπερτεχνολογικές κοινωνίες μας σ’ έναν νέο επιστημονικό σκοταδισμό, σ’ έναν «γνωσιακό Μεσαίωνα».
Αραγε, η διάδοση της επιστημονικής παιδείας μέσω της συστηματικής και αξιόπιστης δημόσιας ενημέρωσης των πολιτών θα μπορούσε να γεφυρώσει το μεγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην επιστήμη και την κοινωνία, αντιστρέφοντας τη σημερινή αυτοκαταστροφική τους πορεία; Και η μαζική αλλά έγκυρη επιστημονική ενημέρωση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής στον ήδη πενιχρό διάλογο της επιστήμης με την κοινωνία;
Ο,τι διαφοροποιεί την επιφανειακή «εκλαΐκευση» των επιστημονικών εξελίξεων και ειδήσεων από την ουσιαστική «διάδοση» του επιστημονικού τρόπου σκέψης δεν είναι μόνο «το τι» επιλέγεται να γνωστοποιηθεί από τις τρέχουσες εξελίξεις στην επιστήμη αλλά και «το πώς» αυτές οι εξελίξεις παρουσιάζονται στην κοινωνία. Υπάρχει, συνεπώς, ανάγκη να υπερβούμε τα επικοινωνιακά και τα γνωσιακά αδιέξοδα του παρελθόντος και να επενδύσουμε όχι τόσο στην εκλαΐκευση για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά, αντίθετα, στην ευρύτερη δυνατή διάδοση και οικειοποίηση του επιστημονικού τρόπου σκέψης.
Επομένως, ο στόχος κάθε έγκυρης και κριτικής επιστημονικής ενημέρωσης δεν είναι να μετατρέψει τις/τους μη ειδικούς πολίτες σε ειδικούς επιστήμονες, αλλά να τους εξοικειώσει με τις πιο πρόσφατες κατακτήσεις της επιστήμης, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίζουν οι ίδιοι για τη σκοπιμότητα ή όχι των τεχνολογικών εφαρμογών της. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται όμως να υπερβούμε τον νέο επιστημονικό σκοταδισμό που συνεπάγεται η υποκριτικά δημοκρατική –αλλά στην πραγματικότητα ελιτιστική πρακτική– της «εκλαΐκευσης» της επιστήμης.
Η ψευδοεπιστήμη ως απειλή για τη δημοκρατία
Τις δυο τελευταίες δεκαετίες, ολοένα και συχνότερα κορυφαίοι επιστήμονες εκφράζουν την έντονη δυσφορία τους για την ιδιαίτερα επικίνδυνη διάδοση ψευδοεπιστημονικών ειδήσεων, κυρίως μέσω του διαδικτύου αλλά και από μη έγκριτα ΜΜΕ.
Στο παρελθόν τέτοιες πρακτικές συστηματικής παραπληροφόρησης μεγάλων στρωμάτων ενός πληθυσμού υιοθετούνταν κυρίως από θρησκευτικές και πολιτικές οργανώσεις που επένδυαν στην προπαγάνδα ως κυρίαρχο μέσο διαχείρισης των ανθρώπων.
Σήμερα, ωστόσο, πλήθος από εξαιρετικά επικίνδυνες ψευδοεπιστημονικές ιδέες ανθούν και διαδίδονται ανεξέλεγκτα μέσα στις κοινότητες πολιτών που συγκροτούνται π.χ. αυθόρμητα στο διαδίκτυο. Εκεί, οι εντελώς αυθαίρετες ψευδοεπιστημονικές ή και αντιεπιστημονικές «ειδήσεις» μπορούν να ξεγελούν και να επηρεάζουν δραματικά όχι μόνο τον τρόπο σκέψης αλλά και τη ζωή των επιστημονικά απροετοίμαστων χρηστών, οι οποίοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να αναγνωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα και συνεπώς είναι ελεύθεροι να αποφασίζουν για το ποιες από όλες αυτές τις ειδήσεις θα πιστέψουν!
Λησμονώντας, δυστυχώς, ότι αυτές οι πληροφορίες ή οι εικόνες που βλέπουν «με τα μάτια τους» στην οθόνη του υπολογιστή ή στην τηλεόραση είναι επιτήδεια και δόλια κατασκευασμένες από όσους γνωρίζουν τις αδυναμίες και τις αυτόματες πνευματικές έξεις των θεατών ώστε να τους παραπλανήσουν. Οποιος κατασκευάζει τέτοιες ψευδοεπιστημονικές ειδήσεις, χρησιμοποιεί συνειδητά την ψυχολογική «αρχή της εξαρτημένης μάθησης» που χρησιμοποιούσε ο Παβλόφ για να εκπαιδεύει τα σκυλιά του.
Με άλλα λόγια, η διάδοση στο ευρύ κοινό των ψευδοεπιστημονικών ειδήσεων βασίζεται αφενός στην επιστημονική άγνοια και αφετέρου στους πνευματικούς αυτοματισμούς και τις προκαταλήψεις του ανθρώπινου νου. Αν το πρόβλημα ήταν μόνο υποκειμενικό και αφορούσε μόνο κάποια εύπιστα ή αφελή άτομα, δεν θα υπήρχε κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα, όμως τέτοιες ψευδοεπιστημονικές δοξασίες μπορούν να επηρεάσουν δραματικά τη ζωή αυτών των ανθρώπων και, στο άμεσο μέλλον, να απειλήσουν σοβαρά την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή την ελευθερία της ανθρώπινης σκέψης.
Υπό αυτή την έννοια, η σημερινή διάδοση ψευδοεπιστημονικών απόψεων αποτελεί σοβαρότατη απειλή για τη δημοκρατία και την ελευθερία στις σύγχρονες κοινωνίες. Η ιδιαίτερα εύκολη διακίνηση και η άκριτη αποδοχή ψευδών, δηλαδή ανεξέλεγκτων και άρα μη διαψεύσιμων, ειδήσεων στον χώρο της ιατρικής, της διατροφής, της οικονομίας και της πολιτικής είναι βέβαιο ότι θα αποδειχτεί τον 21ο αιώνα ένα από τα σοβαρότερα πολιτικά προβλήματα της ανθρωπότητας.
Γεγονός που αναδεικνύει την αποφασιστική σημασία που έχει στην εποχή μας η έγκυρη και έγκαιρη επιστημονική ενημέρωση των πολιτών, ώστε να είναι οι ίδιοι σε θέση να κρίνουν την πραγματική σημασία και κυρίως την εγκυρότητα των επιστημονικών ειδήσεων που ακούνε ή βλέπουν. Μόνο τότε μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα και κυρίως συνειδητά, επιλέγοντας ανάμεσα στις εναλλακτικές, αλλά έγκυρες, προσεγγίσεις.