11 March 2019

Σε αναζήτηση θρησκείας χωρίς Θεό


του Στέλιου Βιρβιδάκη,  Καθημερινή, 11/3/2019

Πριν από μερικά χρόνια παρακολουθήσαμε έντονες συζητήσεις στον δημόσιο χώρο με αφορμή την εμφάνιση ενός ρεύματος μαχητικού αθεϊσμού. Οι εκφραστές αυτού του ρεύματος (μεταξύ άλλων, οι Ρίτσαρντ Ντόκινς, Kρίστοφερ Χίτσενς και Ντάνιελ Ντένετ) πρόβαλλαν αρκετά γνωστά επιχειρήματα, κυρίως κατά της πίστης στον Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών. Επεδίωκαν να στηρίξουν ακραιφνείς εκδοχές του νεωτερικού φυσιοκρατικού κοσμοειδώλου και των κοσμικών ιδεωδών των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Αντιδρούσαν, μεταξύ άλλων, στην αναβίωση συντηρητικών ή και φονταμενταλιστικών αντιλήψεων, με λιγότερο ή περισσότερο επικίνδυνες πολιτικές εκφάνσεις, όπως η ισλαμική τρομοκρατία.

Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς την επίδρασή τους στην ενίσχυση αθεϊστικών πεποιθήσεων, οι οποίες, ούτως ή άλλως, είναι ευρέως διαδεδομένες στον υλιστικό, εκκοσμικευμένο πολιτισμό μας που έχει κυριαρχήσει σε ένα απομαγευμένο κόσμο. Ωστόσο, οι αντιπαραθέσεις οι οποίες προέκυψαν εμπλούτισαν τον σχετικό προβληματισμό και κατέστησαν προφανή την ανάγκη να επεξεργαστούμε εναλλακτικές αντιλήψεις της θρησκείας και της έννοιας του Θεού.
Μιλώντας για θρησκεία, μπορεί να αναφέρεται κανείς σε ένα σύνολο πεποιθήσεων με οντολογικό περιεχόμενο που συνήθως παραπέμπουν σε μια υπερβατική διάσταση, καθώς και σε χαρακτηριστικά βιώματα και λατρευτικές-τελετουργικές πρακτικές, οι οποίες αναδεικνύουν αξίες και αρχές οργάνωσης του βίου. Αυτές οι όψεις του θρησκευτικού φαινομένου είναι συμπληρωματικές, με διαφορετική έμφαση στη μία ή την άλλη, ανάλογα με τη συμμετοχή σε κάποια μορφή ζωής ή πολιτισμική παράδοση, και με την ερμηνευτική προσέγγιση που την προσδιορίζει.
Είναι πάντως κατανοητό πως η σημασία της θρησκείας δεν έγκειται τόσο στις μεταφυσικές πεποιθήσεις για την ύπαρξη ενός υπέρτατου Όντος ή πνευμάτων με υπερφυσικές ιδιότητες, όσο στη λειτουργία που οι σχετικές πεποιθήσεις επιτελούν στη ζωή ατόμων και κοινωνιών. Έτσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με αυτή την άποψη, εκείνο που μετράει, ή θα έπρεπε να μετράει περισσότερο για ένα χριστιανό, δεν είναι τόσο η διδασκαλία για τη φύση του Τριαδικού Θεού, την Ανάσταση εκ νεκρών και τη μετά θάνατον ζωή, όσο το πρακτικό αντίκρισμα των σχετικών δογμάτων και η νοηματοδότηση και καθοδήγηση του βίου την οποία καθιστούν δυνατή.
Για ορισμένους φιλοσόφους που διευρύνουν και προεκτείνουν αυτή τη γραμμή σκέψης, ενδιαφέρουν πρωτίστως, η αξιακή-πνευματική υφή της θρησκευτικής στάσης ζωής και όχι οι συγκεκριμένες οντολογικές τοποθετήσεις που τη συνοδεύουν, οι οποίες βρίσκονται στο στόχαστρο παλαιών και πρόσφατων αθεϊστικών επιθέσεων. Η θρησκεία δεν ανταγωνίζεται την επιστήμη, προβάλλοντας εναλλακτικές κοσμολογικές και ανθρωπολογικές υποθέσεις που αντιστρατεύονται ευθέως τα πορίσματα της φυσικής ή της βιολογίας. Βέβαια, για την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής η οποία αναγνωρίζει στον κόσμο τη διάσταση της ιερότητας, με ηθικές υποδηλώσεις για τις βασικές υπαρξιακές μας επιλογές, απαιτείται η εγκατάλειψη ακραίων φυσιοκρατικών αντιλήψεων. Οι τελευταίες απολυτοποιούν το γνωστικό κύρος της επιστήμης και εξαντλούν την προσπέλαση της πραγματικότητας στις επιστημονικές διερευνήσεις.
Εάν μας πείθει αυτή η συλλογιστική, μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ο κοσμικός ανθρωπισμός, τον οποίο επαγγέλλονται αγνωστικιστές και άθεοι, χρειάζεται να εμπλουτιστεί από τον πνευματικό πυρήνα των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων. Έτσι, είναι ίσως ευπρόσδεκτη η μερική αναμάγευση του φυσιοκρατικού μας κοσμοειδώλου με την ανίχνευση εγγενών αξιών που δεν εξαρτώνται από τις θελήσεις, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες μας, αλλά τις καθορίζουν. Η αίσθηση του θαυμασμού και του ιερού δέους απέναντι στην τάξη του σύμπαντος που μας περιβάλλει, η προσήλωση σε επιστημικές κανονιστικές αρχές που καθοδηγούν τη σκέψη, ο σεβασμός απέναντι στην απαραβίαστη ηθική υπόσταση των έλλογων ανθρώπινων όντων και του αντικειμενικού νοήματος της ζωής τους, αλλά και η γενικότερη αποδοχή της αξίας της ζωής όλων των έμβιων οργανισμών, είναι μερικά από τα γνωρίσματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν στοιχεία μιας θρησκείας χωρίς Θεό. Για τον Αμερικανό φιλόσοφο Ρόναλντ Ντουόρκιν, τη θρησκεία αυτή ασπάζονται, σε τελική ανάλυση, τόσο άθεοι όσο και θεϊστές, πιστοί της μιας ή της άλλης παραδοσιακής θρησκείας.
Ο ισχυρός αξιακός ρεαλισμός που παρουσιάζεται εδώ σηματοδοτεί την αναβίωση κάποιας εκδοχής πλατωνισμού, η οποία όμως δεν θεμελιώνεται σε μια εξωκοσμική υπερβατική αντίληψη. Θα μιλούσαμε ενδεχομένως για «εμμενή υπέρβαση» ή και για «φυσικοποιημένο πλατωνισμό», χρησιμοποιώντας όρους που έχουν ήδη προταθεί από σύγχρονους φιλοσόφους για να δηλώσουν παραλλαγές μη θεϊστικών θρησκευτικών προσεγγίσεων. Εναλλακτικές ερμηνείες αυτών των εγχειρημάτων αναμάγευσης του φυσικού κόσμου αναφέρονται σε κλασικά πρότυπα πανθεϊσμού, πανενθεϊσμού, ή και αντικειμενικού ιδεαλισμού, που τονίζουν τον οντολογικά μη αναγώγιμο χαρακτήρα της πνευματικής διάστασης.
Οι εκλεπτυσμένες αυτές μεταφυσικές θεωρήσεις, οι οποίες αποφεύγουν την απλουστευτική αθεϊστική πολεμική, μάλλον θα απορριφθούν από τους υποστηρικτές αμιγών, φυσιοκρατικών και επιστημονιστικών τοποθετήσεων που αρνούνται την ύπαρξη εγγενών και μη περαιτέρω εξηγήσιμων αξιών. Από την άλλη πλευρά, στοχαστές με πίστη στη διδασκαλία των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών θα συνεχίσουν, πιθανότατα, να υπερασπίζονται ως περισσότερο εύλογη, την αναφορά σε ένα Θεό, Δημιουργό, Παντοδύναμο, Παντογνώστη και Πανάγαθο, με τα χαρακτηριστικά ενός υπερβατικού αγαπητικού Προσώπου.

Ωστόσο, για πολλούς από εμάς, παραμένουν ισχυροί σοβαροί λόγοι αμφισβήτησης του κλασικού θεϊσμού, όπως το πρόβλημα του κακού μέσα στον κόσμο. Η γενικότερη αγνωστικιστική μας τοποθέτηση δεν επιτρέπει την αποδοχή της ύπαρξης υπερφυσικών όντων με θαυματουργές δυνάμεις, τα οποία προνοούν για τον άνθρωπο. Και εφόσον δεν είναι εφικτό κάποιο άλμα πίστης, η επιλογή μιας θρησκείας χωρίς Θεό φαίνεται ορθολογικά προτιμότερη.
* Ο κ. Στέλιος Βιρβιδάκης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει συγγράψει τη μονογραφία «Η υφή της ηθικής πραγματικότητας» (Leader Books, 2009) και συνεπιμεληθεί (με τον Μιχάλη Φιλίππου) το βιβλίο «Επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού και άλλα δοκίμια αναλυτικής φιλοσοφίας» (Άρτος Ζωής, 2018). Μετέφρασε πρόσφατα το βιβλίο του Ρόναλντ Ντουόρκιν, «Θρησκεία χωρίς Θεό» (Πατάκης, υπό έκδοση).


Ξανά για τις θρησκείες;
του Θ.Π.Τάσιου, Καθημερινή, 10/3/2019
Η διαπιστωμένη στροφή πολλών κοινωνιών προς τις θρησκείες κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ευλόγως αναζωπύρωσε και τις μελέτες για το θρησκευτικό φαινόμενο – όπως αναζωπύρωσε και τις αγωνιστικές εκδηλώσεις αθεΐας. Πολύ δε περισσότερο που ορισμένοι θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί, απειλούν ήδη πολλαπλώς τα πολιτισμικά και τα οικονομικά κεκτημένα των «δυτικών» κοινωνιών. Ήταν, λοιπόν, επίκαιρο το αναλυτικό άρθρο του καθηγητή Στ. Βιρβιδάκη στη φιλόξενη στήλη «Στοχαστικός Βίος» της Καθημερινής (20/1/2019). Στον τόσο παραγωγικό απόηχο εκείνου του άρθρου γράφτηκαν οι απόψεις που ακολουθούν.

Για τις ανάγκες αυτών εδώ των απόψεων, χρειάζεται νομίζω να θυμηθούμε πρώτα ότι ο βασικός ορισμός της «Θρησκείας» αναφέρεται ευθέως στην «πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις και στην αντίστοιχη απόδοση λατρείας». Σε φιλοσοφικότερη γλώσσα, μια θρησκεία σχετίζεται με την «Υπέρβαση», με «ό,τι νοείται μεν, αλλ’ είναι απρόσιτο στη γνώση».
Επομένως, η επιστημονική ακριβολογία δεν θα ενεθάρρυνε την ακόλουθη (αθέλητα βέβαια) νομιμοποίηση μιας τεράστιας εννοιολογικής σύγχυσης: Λεπτομερείς ρυθμίσεις κοινωνικής συμπεριφοράς, ως κανόνες συμβιωτικότητας, προκύπτουν βέβαια από τη μακραίωνη πείρα της κοινωνικής ομάδας. Είναι, πάντως, κατανοητό ότι η μυθοποιητική ανάγκη των αρχέγονων κοινωνιών (ή και η σκοπιμότητα των εξουσιαστικών τους ομάδων), προσδίδει κύρος στους υπό διαμόρφωση κανόνες, αποδίδοντάς τους σε δήθεν εντολές θεοτήτων. Αυτή η (βάναυση, πάντως) εργαλειακή εκμετάλλευση του καθαρού θρησκευτικού φαινομένου έχει συμβεί πλειστάκις μέσα στην Ιστορία. Υποστηρίζω, όμως, ότι ο σύγχρονος στοχασμός έχει να κερδίσει σε σαφήνεια και ερμηνευτική διεισδυτικότητα εάν εξαρχής διακρίνει τον όρο του θρησκεύεσθαι από τις («καταχρηστικώς θρησκευτικές») εντολές κοινωνικής συμπεριφοράς· για τον απλούστατο λόγο ότι καθώς είναι τελείως διαφορετικής κατηγορίας και προελεύσεως, δεν χωράνε μέσα στον κοινό όρο «Θρησκεία» – αφήνω δε που συχνότατα υπονομεύουν το κύρος της ίδιας της θεότητας, όπως λ.χ. η αχαλίνωτη ανδροκρατία που χαρακτηρίζει τις περισσότερες από αυτές τις «δήθεν-θρησκευτικές» παραδόσεις.
Υποστηρίζουμε, λοιπόν, ότι η μακραίωνη ανάδειξη αξιών οργάνωσης του βίου δεν γίνεται γενικώς μέσω της θρησκείας. Η δε υπακοή στις δήθεν-θρησκευτικές εντολές, δεν θα συγχέεται με τις αξίες· θα είναι απλώς αποτέλεσμα εξωγενών αμοιβών ή απειλών.
Χάρις σε αυτήν τη στοιχειώδη διασάφηση, η θρησκευτική πίστη διατηρείται αλώβητη από τις κοινωνικές μεταβολές και τις ιστορικές συγκυρίες που μεταβάλλουν τους κανόνες συμπεριφοράς, το δε κοινωνικό γίγνεσθαι δεν κινδυνεύει από κανέναν δήθεν-θρησκευτικό φανατισμό – θα κινδυνεύει από τις αποφάσεις της ίδιας της κοινωνίας. Αυτή βεβαίως η εμφανώς ευχολογική διατύπωση δεν μπορεί να επηρεάσει το ιστορικό παρελθόν του τλήμονος πλανήτη μας, όπου πολλές θρησκείες βάλλουν και βάλλονται, εξαιτίας ακριβώς της βάναυσης σύγχυσης που προαναφέρθηκε.
Ας σημειωθεί, δε, παρεμπιπτόντως ότι και η φαρέτρα των άθεων στοχεύει (ευστοχότατα συνήθως) τις αθλιότητες δήθεν-θρησκευτικών κοσμικών παραδόσεων – κι όχι βέβαια το αδιαμφισβήτητο γεγονός ατόμων το οποίο λέγεται «θρησκευτική εμπειρία». Αλλωστε, κατά τη γνώμη μου, και ο εν ονόματι της επιστήμης αυτοπροσδιορισμός προσώπου ως «αθέου» (αντί ως «αγνωστικιστή»), πάσχει επιστημολογικώς, αφού δηλώνει ρητήν πίστιν, που αφορά φαινόμενα τα οποία ευρίσκονται εξ ορισμού εκτός του πεδίου παρατήρησης ή πειράματος. Κι είναι γνωστόν ότι τα λογικά μέσα αδυνατούν να αποδείξουν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία θεού.
Θα περιλάβω και αυτές τις περι αθεΐας παρατηρήσεις στα πλεονεκτήματα που φαίνεται να παρέχει η στοιχειώδης διασάφηση που υπενθυμίσαμε στην §2. Υστερα από αυτά, η τρομοκρατία ή και οι ομαδικές σφαγές τις οποίες υπέστη (και υφίσταται) η ανθρωπότητα εξαιτίας άγριων «δήθεν-θρησκευτικών» παραδόσεων, θα υπόκεινται σε μια ευστοχότερη ερμηνευτική όταν θα αποδίδονται στις ποικίλες μορφωτικές, οικονομικές, πολιτικές συνθήκες που εγέννησαν (και τροφοδοτούν ίσως και σήμερα) αυτές τις παραδόσεις. Κάπως σχετική είναι και η περίπτωση μιας προ 30ετίας μελέτης του γράφοντος περί του βέλτιστου ύψους της δωρεάν βοηθείας των ανεπτυγμένων χωρών προς τον «Τρίτο Κόσμο»: Η μελέτη εκτιμούσε αδρομερώς ότι η βοήθεια αυτή χρειαζόταν να είναι δεκαπλάσια της τότε παρεχόμενης, προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι των ανεπτυγμένων χωρών εισαγόμενοι από τον «Τρίτο Κόσμο», από αιτίες, όπως: επιδημίες, μαζική μετανάστευση, τοπικοί πόλεμοι κ.ά. Φευ...
Ωστόσο, ανεξαρτήτως των φοβερών αυτών δήθεν-θρησκειογενών φαινομένων, παραμένει το ερώτημα το οποίο τόσο προσφυώς επανέφερε ο καθηγητής Στ. Βιρβιδάκης, περί «θρησκείας χωρίς Θεό». Και πρέπει αμέσως να παραδεχθούμε ότι ενδεικτικώς μόνον γίνεται σε αυτήν την περίπτωση λόγος περί «θρησκείας» – η οποία χωρίς την «πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις» δεν νοείται. Ποία λοιπόν η ουσία του ερωτήματος; Ο Στ. Βιρβιδάκης μας βοηθάει και σε αυτό, κάνοντας λόγο για μιαν «αναμάγευση» του φυσιοκρατικού κοσμοειδώλου. Γι’ αυτό και κάνει σε λίγο αναφορά και στο «ιερό» δέος απέναντι στην τάξη του σύμπαντος. Κατ’ αντιστοιχίαν, λοιπόν, προς τους δύο αυτούς χαρακτηρισμούς, αναζητείται μια αντίληψη που γοητεύει/συναρπάζει τον άνθρωπο, ως κάτι υψηλό και ιδιαιτέρως σημαντικό για τη ζωή του. Ομολογούμε δηλαδή ότι βρισκόμαστε μάλλον στον χώρο του συναισθήματος – όπου ίσως να ανεχόμαστε και κάποια χαλάρωση του λόγου. (Αλλιώτικα, στο βασίλειο της γνώσης δεν υπάρχει χώρος ούτε για μάγευση, ούτε για ιερότητα).
Ετσι, η πρώτη ανθρώπινη κατάσταση που μου έρχεται στον νου με αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι το γνωστό γεγονός μιας βαθιάς ανεικονικής εσωτεριστικής εμπειρίας. Επειδή, όμως, αυτή είναι ένα βραχύ και άρρητο επεισόδιο, εύλογο είναι να αναζητηθεί το ενδεχόμενο μιας περισσότερο ενσυνείδητης και κοινωνήσιμης αντίληψης. Αισθάνομαι δε αμέσως την ανάγκη να διαφωνήσω με την καταστροφική προφητεία «δεν υπάρχει ηθική συμπεριφορά χωρίς Θεό». Η υποστασιακή ηδονή που νιώθω όταν συντρέχω τον διπλανό μου (την έχει περιγράψει παραστατικότατα ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια»), θα ήταν επαρκέστατη για έναν ευτυχή ηθικό βίο – χωρίς τον φόβο μεταθανάτιων ποινών. Και, εξάλλου, στις ευρωπαϊκές χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά δηλωμένης αθεΐας, παρατηρούνται και τα μικρότερα ποσοστά παραβατικότητας και κοινωνικής ανισότητας (βλ. λ.χ. στο βιβλίο μου «Ας αναστοχασθούμε», ΠΕΚ, 2014, σελ. 520). Πάντως, η (ας την πούμε) «μεταφυσική» στάση του καθενός μας είναι μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνομε στα χέρια των μεταπωλητών σωτηρίας ή συγγραφέων μεγαθεωριών. Και η Κοινωνιολογία καταγράφει ένα πολύ μεγάλο εύρος από τέτοιες ποικίλλουσες ανθρώπινες στάσεις· στο πιο πάνω βιβλίο μου (σελ. 530-537) είχα περιγράψει οκτώ τέτοιες περιπτώσεις.

Και είναι πολύ παρήγορο το γεγονός ότι μια καθημερινή εφημερίδα ασχολείται με τέτοια ζητήματα καίριας σημασίας, για δισεκατομμύρια ανθρώπους.

* Ο κ. Θ. Π. Τάσιος είναι συγγραφέας, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.