κατά τη συζήτηση επί της προτάσεως δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης
του Ευάγγελου Βενιζέλου, 15/6/2018
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, η πρόταση δυσπιστίας που
υπέβαλλε η αξιωματική αντιπολίτευση έχει ένα προφανές και απλό νόημα, να ακυρώσει την επικοινωνιακή απάτη στην οποία
βασίζεται η κοινοπραξία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι ΑΝΕΛ διαφωνούν με τη
συμφωνία για το όνομα αλλά στηρίζουν με πάθος την κυβέρνηση και προσωπικά τον
Πρωθυπουργό που την διαπραγματεύτηκε, την συνομολόγησε και θα την υπογράψει,
δεσμεύοντας τη χώρα άμεσα και προκαταβολικά, πολύ πριν η συμφωνία έρθει στη
Βουλή για κύρωση. Γιατί η συμφωνία θα έρθει στη Βουλή για κύρωση μήνες
αργότερα, αν έρθει, εκ των υστέρων, σε άλλα συμφραζόμενα, χωρίς τότε να είναι
εφικτή οποιαδήποτε βελτιωτική παρέμβαση. Το «υπερπατριωτικό» αυτό τέχνασμα, που
απευθύνεται στο ευρύτερο ακροατήριο της συντηρητικής παράταξης, προφανώς και
ακυρώνεται με τη θετική ψήφο των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση, δηλαδή στον Πρωθυπουργό
που διά της θετικής αυτής ψήφου, θα υπογράψει τη συμφωνία.
Το νόημα που εγώ θέλω να δώσω στην πρόταση
δυσπιστίας –την οποία βεβαίως και υπερψηφίζουμε ως κόμμα, αλλά την υπερψηφίζω
κι εγώ με ιδιαίτερη έμφαση– είναι ευρύτερο. Είναι η απάντηση σε αυτό που συμβαίνει στη χώρα
τα τελευταία τρία χρόνια. Είναι η απάντηση στον κομπασμό, στον τυχοδιωκτισμό,
στην ακύρωση της έννοιας των λέξεων, στην ακύρωση κάθε πολιτικής αρχής και
αξίας, μέσα από ένα αριστεροδεξιό αμάλγαμα. Είναι η απάντηση στη συστηματική απαξίωση και
αλλοίωση των θεσμών, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, είναι η απάντηση
στη χειραγώγηση της δικαιοσύνης.
Η πρόταση δυσπιστίας, όπως εγώ την
αντιλαμβάνομαι και την ψηφίζω,είναι
απάντηση στο ασύλληπτο πολιτικό θράσος του κ. Τσίπρα, που
εμφανίζεται ταυτοχρόνως, με καταπληκτική άνεση, ως ομογάλακτος μεγάλος αδελφός
του κ. Καμμένου, ως προστάτης της μνήμης και του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του
Ανδρέα Παπανδρέου, ως τιμητής και ρυθμιστής ταυτόχρονα των εσωτερικών
καταστάσεων, συσχετισμών και σχέσεων και στη Νέα Δημοκρατία και στο Κίνημα
Αλλαγής.
Η δική μου ψήφος
στην πρόταση δυσπιστίας συνιστά απάντηση στην απόπειρα διαμόρφωσης μίας
εικονικής πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία ο Πρωθυπουργός
πανηγυρίζει ότι βγάζει δήθεν τη χώρα από μνημόνια, ενώ την οδήγησε ταπεινωμένη
στο όριο της ασύντακτης χρεοκοπίας και στο τρίτο μνημόνιο, δηλαδή σε μία
δευτερογενή οικονομική κρίση που κρατά τρία χρόνια, που έχει βλάψει σε βάθος τη
χώρα, οι επιπτώσεις της οποίας θα κρατήσουν δυστυχώς επί δεκαετίες. Χωρίς να
μπορούμε να γυρίσουμε, τώρα, με την υποτιθέμενη λήξη του μνημονίου, εκεί που
ήταν η χώρα το Δεκέμβριο του 2014, στη δυναμική που είχε αποκτήσει. Και δεν θα
αναφερθώ σε αυτά που ψηφίστηκαν χθες, στα νέα δημοσιονομικά μέτρα, τις βαριές
δεσμεύσεις όχι μόνο μέχρι το 2022 αλλά μέχρι το 2060.
Και βεβαίως, το
νόημα που εγώ δίνω στην πρόταση δυσπιστίας αφορά τη σύγκρουση δύο αντιλήψεων ως
προς την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Η μία αντίληψη είναι εξωτερική
πολιτική στο όνομα του εθνικού συμφέροντος, αναζητώντας ενιαία και σταθερή
εθνική γραμμή και ευρύτερες συναινέσεις. Η άλλη αντίληψη είναι στο όνομα δήθεν
συναινέσεων, τις οποίες τις αποκρούουν αντί να τις επιζητούν πραγματικά, ο
διχαστικός τακτικισμός, η χρήση της εξωτερικής πολιτικής ως μοχλού εσωτερικής
πολιτικής, ως μεθόδου προετοιμασίας συγκρουσιακού κλίματος καθ’ οδόν προς τις
εκλογές. Γιατί όλα αυτά, σε σχέση με την καθυστερημένη κύρωση, συνδέονται με το
κλίμα που θέλει να δημιουργήσει η κυβέρνηση ενόψει των εκλογών και καθ’ οδόν
προς τις εκλογές, κλίμα που δεν μπορεί να στηριχθεί στην οικονομία αλλά θα
στηριχθεί στον εκβιασμό των Θεσμών, στην αλλοίωση της διαδικασίας αναθεώρησης
του Συντάγματος και στην παραφθορά της εξωτερικής πολιτικής.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, έχω μία
σταθερή θέση την οποία έχω κατ’ επανάληψη διατυπώσει. Είναι η ενιαία εθνική θέση από τον Απρίλιο του
1993. Ναι, χρειάζεται συμβιβαστική λύση με τη γειτονική
χώρα, ναι, η λύση είναι ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, ναι,
πρέπει το όνομα αυτό να χρησιμοποιείται erga omnes και εσωτερικά και διεθνώς,
ναι, αυτό πρέπει να θεμελιωθεί σε μία διεθνή συμφωνία επί τη βάσει και δυνάμει
της οποίας πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, όπως έγινε
με την ενδιάμεση συμφωνία το 1995, επί τη βάσει της οποίας αναθεωρήθηκε σε
αρκετά σημεία το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.
Αυτά τα έχω πει, άλλωστε, δύο φορές ως
Υπουργός Εξωτερικών στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αλλά δεν ήμουν –λέω
παρεμπιπτόντως– απλώς Υπουργός Εξωτερικών και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης,
ήμουν και κυβερνητικός εταίρος. Ήξερα πάρα πολύ καλά ποια είναι η ενιαία και
διαχρονική θέση της χώρας και δεν χρειαζόμουν έγκριση του κ. Σαμαρά ως
Πρωθυπουργού, προκειμένου να διατυπώσω τη δική μου θέση ως κυβερνητικού
εταίρου, Υπουργού Εξωτερικών και εκπροσώπου της χώρας από το βήμα της Γενικής
Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Όμως, λέγαμε πάντα ότι αναπόσπαστο στοιχείο μίας λύσης λειτουργικής,
βιώσιμης και ασφαλούς για την περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα είναι η
ακύρωση κάθε αλυτρωτισμού με την έννοια της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας.
Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη συμφωνία
εστιάζεται κυρίως σε τρία σημεία. Στο γεγονός ότι η ιθαγένεια, ενώ είναι
νομικός δεσμός του πολίτη με το κράτος, προσδιορίζεται ως Μακεδονική,
Macedonian/citizen of the Republic of North Macedonian. Ο Αλβανός πολίτης θα
έχει ιθαγένεια Μακεδονική ή απλώς την ιθαγένεια του πολίτη της Βόρειας
Μακεδονίας, όπως είναι το ακριβές; Το άλλο παραπέμπει σε μία εθνοτική αντίληψη
και αναγνώριση. Το ισχύον Σύνταγμα
της γειτονικής χώρας, στο άρθρο 4 καθορίζει την ιθαγένεια έτσι περιγραφικά, ως
πολίτης της χώρας αυτής, όχι ως Macedonian. Εμείς τους δίνουμε εδώ κάτι που δεν
το προβλέπει το ισχύον Σύνταγμά τους.
Και η γλώσσα είναι «μακεδονική», σλαβική,
με κυριλλική γραφή. Ναι, αλλά έρχεται ο Πρωθυπουργός και λέει στο διάγγελμά
του, επί τη εξαγγελία της συμφωνίας, η «ελληνομακεδονική γλωσσική κληρονομιά»
δεν θίγεται από τη γλώσσα των γειτόνων. Η «ελληνομακεδονική»; Έτσι το λέμε; Αν
φθάσουμε να το πούμε ελληνομακεδονική, τότε ,αν μη τι άλλο, η άλλη γλώσσα είναι
σλαβομακεδονική και φυσικά δεν έχει αναγνωριστεί το 1977.
Το τρίτο κρίσιμο σημείο είναι ο
προβληματικός συγχρονισμός των ενεργειών, ιδίως σε σχέση με την ένταξη στο
ΝΑΤΟ, διότι η γειτονική χώρα καλείται από το ΝΑΤΟ προς ένταξη και το
Βορειοατλαντικό Συμβούλιο αποφασίζει την ένταξη τώρα, πριν την έναρξη ισχύος
της συμφωνίας. Το πρωτόκολλο ένταξης συνάπτεται και αρχίζει να κυρώνεται από τα
29 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και η Ελλάδα περιμένει τελευταία να ολοκληρωθούν οι
διαδικασίες, αλλά όταν θα έρθει η Ελλάδα να κυρώσει τη σύμβαση αυτή και μαζί
και το πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ, θα είναι αργά.
Αυτό είναι το θέμα. Το θέμα είναι
ότι οι βελτιώσεις πρέπει να
γίνουν τώρα, μετά την υπογραφή δεν υπάρχει δυστυχώς περιθώριο βελτιώσεων.
Διότι όταν μετά από μήνες, στην παρούσα Βουλή ή ίσως σε άλλη Βουλή με άλλο
συσχετισμό, έρθει η συμφωνία αυτή για κύρωση, εάν οι γείτονες έχουν κάνει όλα
όσα πρέπει να κάνουν, το δημοψήφισμα με θετική έκβαση, την αναθεώρηση του
Συντάγματος, τον σεβασμό των ευαισθησιών, δεν θα υπάρχει περιθώριο η Βουλή των
Ελλήνων να ζητήσει τότε βελτιώσεις επί του κειμένου της συμφωνίας, η οποία σε
πάρα πολλά σημεία προενεργεί. Ενεργεί πριν από την τυπική θέση σε ισχύ. Για
αυτό είπα, διαβάστε με τους συμβούλους σας πολύ προσεκτικά το τι λέει η σύμβαση
της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Άρα, είναι άλλο η ακρίβεια και η δικαιοσύνη
και η ειλικρίνεια στην αντιμετώπιση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής
ευαισθησίας, αυτό που κάνουμε εμείς, αυτό που το έχουμε πληρώσει πανάκριβα,
αναλαμβάνοντας κόστος, και άλλο το να παίρνεις ένα momentum πολιτικό, που είναι
πράγματι θετικό για την επίλυση του προβλήματος και να το χρησιμοποιείς με το
βλέμμα στραμμένο προς το εσωτερικό για να δημιουργήσεις προβλήματα στην
αντιπολίτευση, για να δημιουργήσεις συγκρούσεις και μέτωπα πλαστά και όχι για
να οικοδομήσεις πραγματική εθνική συναίνεση.
Ζητώ, απαιτώ και
σε τελευταία ανάλυση ως Έλληνας πατριώτης παρακαλώ την κυβέρνηση να φροντίσει
να βελτιώσει το κείμενο στα σημεία εκείνα τα οποία είναι
ανοιχτά στο μέλλον σε κακή χρήση και μπορούν να γίνουν πηγές προβλημάτων. Διότι
ανεξαρτήτως της νομικής συζήτησης, η υπογραφή, εφόσον συντελεστεί, δεσμεύει και
εγκλωβίζει τη χώρα σε ένα τετελεσμένο και μετά δεν θα έχουμε περιθώρια να
επέμβουμε ώστε να διασφαλίσουμε την καλή γειτονία, την ειρήνη, την περιφερειακή
σταθερότητα, την ασφάλεια, την πρόοδο, την ανάπτυξη και όλες τις αξίες στο
όνομα των οποίων, βεβαίως, αγωνιζόμαστε και ως πολιτικές δυνάμεις και ως άτομα,
αλλά και ως έθνος. Σας ευχαριστώ.-