του Παναγιώτη Γούτα, bookpress.gr, 11/6/2018
Ο Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, στις 19
Μαρτίου του 1933. Από το 1959, που εκδίδεται στην Αμερική το Αντίο Κολόμπους μέχρι
το 2010 που τυπώνεται το μυθιστόρημά του Νέμεσις (το κύκνειο άσμα του Ροθ) μεσολαβούν 51
χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης συγγραφικής παραγωγής, που αριθμεί πάνω από
τριάντα βιβλία (στην πλειονότητά τους μυθιστορήματα, αλλά και νουβέλες,
συλλογές διηγημάτων και δοκίμια). Το σύνολο, σχεδόν, του πεζογραφικού και
δοκιμιακού έργου του κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις ποιοτικές και καλαίσθητες
εκδόσεις Πόλις.
Ο Φίλιπ Ροθ, μετά την κυκλοφορία του Νέμεσις, κι αφού διάβασε ξανά όλα τα βιβλία του,
δήλωσε ευθαρσώς πως σταματά το γράψιμο. Κάνοντας ο ίδιος μια αυτοκριτική της
συγγραφικής του πορείας δήλωσε «έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα…» και πως είχε
φτάσει πια η στιγμή (ο καιρός) να ζήσει ο ίδιος την πραγματική ζωή. Τήρησε στο
ακέραιο την υπόσχεσή του, παρότι στενοχώρησε μ’ αυτήν του την απόφαση πολλούς
θαυμαστές του ανά τον κόσμο. Αυτή του η δήλωση κι αυτή του η στάση ζωής –που
μας θύμισε, κατά κάποιον τρόπο, και τη γενναία απόφαση του δικού μας, του
Μανόλη Αναγνωστάκη, να σταματήσει να γράφει ποίηση, αφού (κατά δήλωσή του) δεν
είχε κάτι νεότερο να καταθέσει– φανέρωνε αφενός πως το γράψιμο (με τους
καταιγιστικούς ρυθμούς που έγραφε και τύπωνε, ιδίως τη δεκαετία 2000-2010 –
εννέα βιβλία μέσα σε δέκα χρόνια!)– τον είχε ψυχικά και πνευματικά εξουθενώσει,
αφετέρου πως η «πραγματική ζωή» ήταν κάτι πιο προσιτό, ευχάριστο και ανεκτό για
τον ίδιο (στην ηλικία που βρισκόταν) από τον ρεαλισμό και την «πραγματικότητα»
των μυθιστορημάτων του.
Ο ίδιος, πάντως, στο κουραστικό, πλέον, και άνοστο ερώτημα
που απευθύνουν συχνά στους συγγραφείς «βίωμα ή μυθοπλασία;» πήρε την πιο
ξεκάθαρη, ειλικρινή αλλά και επώδυνη θέση: «Μυθοπλασία, ειπωμένη και αφηγούμενη
όμως κατά τέτοιον τρόπο, που να ξεπερνά σε αληθοφάνεια και την ίδια την
πραγματικότητα». Τώρα, το αν αυτή η οκταετής αποχή του από το γράψιμο τον
ωφέλησε ή, αντιθέτως, τον οδήγησε σε κάποιας μορφής κατάθλιψη, με επακόλουθο να
κοπεί συντομότερα το νήμα της ζωής του, αυτό κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει
με ακρίβεια.
Το ντεμπούτο και η πρώτη συγγραφική απογείωση
Το Αντίο, Κολόμπους (1959,
Πόλις, 2013, μτφρ.-επίμετρο Σώτη Τριανταφύλλου) είναι μια συλλογή έξι κειμένων
– μιας εκτενούς νουβέλας και πέντε διηγημάτων. Είναι σημαντικό βιβλίο γιατί
αποτελεί το ντεμπούτο του Ροθ στα γράμματα, δίχως να μιλάμε για πρωτόλειο
κείμενο. Στην ομότιτλη νουβέλα, ζούμε την προβληματική σχέση του Νιλ Κλούγκμαν
από το Νιούαρκ με την Μπρέντα Πάτιμκιν, από το προάστιο Σορτ Χιλς, που
συναντιούνται και ερωτεύονται με πάθος στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ο Ροθ,
εδώ, σατιρίζει και καταγράφει τα κοινωνικά ήθη της Αμερικής, τις υπόγειες
συγκρούσεις στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και τη σύγκρουση όχι μόνο δύο
διαφορετικών χαρακτήρων, αλλά και δύο διαφορετικών κόσμων. Οι συνήθειες της
εβραϊκής οικογένειας της Αμερικής, εκείνης της εποχής (υπάρχουν σπαρταριστές
σελίδες, όπου ο Ροθ καυτηριάζει τις εβραϊκές συνήθειες, συμπεριφορές και
παραδόσεις) αλλά και το μπέιζμπολ, είναι τα δύο στοιχεία που θα τα συναντήσουμε
(και ως συγγραφικές εμμονές) και σε επόμενα βιβλία του Ροθ. Το Αντίο, Κολόμπους κέρδισε
το Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο των Η.Π.Α., το 1960.
Ακολουθούν
δύο μυθιστορήματα, το Κι ό,τι θέλει ας γίνει (1962, Πόλις, 2005, μτφρ.
Κωστής Αρβανίτη) και το Τότε που ήταν καλό κορίτσι (1967, Πόλις, 2016,
μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Δεν είναι βιβλία μεγάλης πνοής, ωστόσο προμηνύουν
τη συγγραφική καταιγίδα που θα ξεσπάσει αμέσως μετά. Στο πρώτο, που
εκτυλίσσεται στο Σικάγο, τη Νέα Υόρκη και το Αϊόβα Σίτυ, υφαίνονται από την
πένα του Ροθ οικογενειακοί δεσμοί, μέσα από διεισδυτική ανάλυση χαρακτήρων. Το
ερωτικό πάθος και πάλι δεσπόζει. Στο Τότε που ήταν καλό κορίτσι (το μυθιστόρημα
υστερεί σε πύκνωση λόγου, ευθύτητα και αμεσότητα, στοιχεία της γραφής του Ροθ
που θα τα συναντήσουμε σε επόμενα βιβλία του) έχουμε πάλι ένα ερωτικό ντουέτο
(Ρόι Μπάσαρτ – ανώριμο, αφελή νεαρό που κατευθύνεται από τους γονείς του, και
Λούσι Νέλσον – δεκαοχτάχρονη, καθολική στο θρήσκευμα, με αλκοολικό πατέρα, και
μια ιδιάζουσα ροπή στα να κάνει πάντα το «καλό»). Στον έγγαμο βίο του ζεύγους
το κακό σιγοβράζει και η έκρηξη δεν θ’ αργήσει να έρθει. Από τα ελάχιστα βιβλία
του Ροθ, ίσως το μοναδικό, όπου τον ρόλο του βασικού πρωταγωνιστή τον έχει μια
γυναίκα. Αν μπορούμε να βρούμε κάποιες αρετές σ’ αυτό το κείμενο, πέρα
απ’ την ακριβή απεικόνιση της θρησκόληπτης αμερικανικής επαρχίας, τη δεκαετία
του ’50, είναι η σκηνοθετική ματιά του Ροθ αλλά και η δυνατή και σκληρή
κατάληξη του στόρι [1].
Η πρώτη
απογείωση του Ροθ (καλλιτεχνική και εμπορική) θα γίνει το 1969 με το μυθιστόρημα Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ (Πόλις,
2008, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδη). Ήταν ένα βιβλίο που, όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά ο Ηλίας Μαγκλίνης (από πηγή του, από πρώτο χέρι) «όλος ο κόσμος
(στην Αμερική) στον υπόγειο διάβαζε το βιβλίο με το κίτρινο εξώφυλλο» [2].
Το βιβλίο είναι ένας ωμός, τολμηρός, αποκαλυπτικός ανδρικός μονόλογος για το
σεξ και τις αντρικές επιθυμίες και φαντασιώσεις. Σαρκάζει τους κρεμασμένους από
την ποδιά της μάνας τους αρσενικούς της ζωής, το αναπόφευκτο οιδιπόδειο, τον
αυνανισμό ως σεξουαλική εκτόνωση.
Σε κάποια σημεία του έχει προφανή συνάφεια με την ταινία
του Γούντι Άλεν Τα
πάντα γύρω από το σεξ (1972), παρότι εκείνη ακολούθησε
χρονολογικά, ενώ το διαβρωτικό χιούμορ του Ροθ σαρώνει τα πάντα. Ο μονόλογος
του Αλεξάντερ Πόρτνοϊ, που γίνεται προς τον ψυχίατρό του Δόκτορα Σπιλφόγκελ,
ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από μερίδα ραβίνων της Αμερικής, που δεν
επιθυμούσαν να συνδυαστεί το ζήτημα της εβραϊκότητας με τον αχαλίνωτο
σεξουαλισμό και τις οργιώδεις φαντασιώσεις του εβραίου μυθιστορηματικού ήρωα.
Οι σχέσεις του Πόρτνοϊ με χριστιανές, η απέχθειά του για τις Εβραίες, τα
ταξίδια του στο Ισραήλ για «ποταπούς» σκοπούς, εξαγρίωσαν τα ήθη της εποχής,
όμως το βιβλίο απέφερε σημαντικά καλλιτεχνικά και εμπορικά οφέλη στον Ροθ.
Ο Ροθ ως Κέπες και ως Ζούκερμαν
Φτάνω στο Το βυζί (1972,
εκδ. Γράμματα, 1984, μτφρ. Αλεξάνδρας Κοντού). Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά
ένα από τα alter ego τού Ροθ, ο καθηγητής Κέπες – θα τον συναντήσουμε
αργότερα και στα βιβλία Ο καθηγητής του πόθου και Το ζώο που ξεψυχά.
Μια ορμονική μετάλλαξη θα τον μεταμορφώσει σ’ ένα τεράστιο βυζί που σκέφτεται
σαν άνθρωπος, συνομιλεί και ψυχαναλύεται από τον επιστήμονα Κλίνγκερ και,
περνώντας όλα τα αναγκαία ψυχολογικά στάδια, αποδέχεται την τωρινή του
κατάσταση. Ο «Μίστερ Πραγματικότητα» αντιμετωπίζεται, κατά τον Ροθ, μόνο με την
αποδοχή και την ενσυναίσθηση. Οι κριτικοί χαρακτήρισαν τη νουβέλα
«καφκικού τύπου», όμως εδώ η συγγραφική σχέση του Ροθ με τον Κάφκα είναι μάλλον
προσχηματική, αφού όλο το εύρημα της μεταμόρφωσης του Κέπες δεν προσομοιάζει
στο ελάχιστο με την υπαρξιακή ένταση και το βάθος του Γκρέγκορ Σάμσα, που, δια
χειρός Κάφκα, μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα. Ένα μάλλον μέτριο βιβλίο για τα
μέτρα του Ροθ, παιγνιώδες και ευφάνταστο μεν, με αρκετές, όμως, προς το τέλος
νότες διδακτισμού και ηθικολογίας.
Προσπερνώντας
το Η ζωή μου ως άντρα (1974,
Πόλις, 1996, μτφρ. Άρτεμις Σταμπουλοπούλου), όπου έχουμε για πρώτη φορά την
εμφάνιση του Ζούκερμαν, του αιρετικού εβραίου διανοούμενου που αποτελεί
έτερο alter ego τού συγγραφέα (υποψήφιο για Εθνικό Βραβείο καλύτερου
μυθοπλαστικού βιβλίου), πηγαίνω στο άκρως ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, Ο καθηγητής του πόθου (1977,
Πόλις, 2010, μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος), όπου ο Ροθ επανέρχεται μυθοπλαστικά
ως καθηγητής Ντέιβιντ Κέπες. Πόθος, σεξουαλική ηδονή, τα όρια ανάμεσα στην
αξιοπρέπεια και στον αχαλίνωτο πόθο, η παιδική ηλικία του Κέπες και το πρότυπό
του, οι σπουδές του, δυο πεταχτούλες Σουηδέζες φοιτήτριες, μετά η Έλεν, κατόπιν
η Κλερ και τελικώς η μοναξιά, που ακολουθεί τον έρωτα, γιατί όπως έλεγε
χαρακτηριστικά και ο σημαντικός ζωγράφος Γιώργος Σικελιώτης «κάθε έρωτας είναι
κι ένας μικρός θάνατος». Ο κουβανός συγγραφέας Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες θα
πρέπει να επηρεάστηκε απ’ αυτό το βιβλίο του Ροθ στο μυθιστόρημά του Ο έρωτας νοστάλγησε την
Κούβα (Μεταίχμιο, 2004), όπου πιστός στην τάση (ρεύμα) του
«βρόμικου ρεαλισμού», φιλοτέχνησε αριστουργηματικά δυο χαρακτηριστικά γυναικεία
πορτρέτα, μιας Κουβανής και μιας Σουηδής, επικεντρωμένος στο γλυκό αδιέξοδο του
αφηγητή να κατασταλάξει ερωτικά σε μία από τις δύο.
Η συγγραφική
ωρίμανση του Ροθ, ουσιαστικά θα γίνει ευδιάκριτη με την τετραλογία του στην οποία
καθιερώνεται ο Ζούκερμαν ως alter ego του. Μιλάμε για την επταετία
1979-1986, οπότε κυκλοφορούν τα βιβλία: Ο συγγραφέας φάντασμα (1979), Ζούκερμαν λυόμενος (1981), Μαθήματα ανατομίας (1983)
και Το όργιο της Πράγας (1985). Όλα
τα παραπάνω περιλαμβάνονται στο βιβλίο Ζούκερμαν δεσμώτης: τριλογία και επίλογος (Πόλις,
2004, μτφρ. Σπύρος Βρετός). Ο Νέιθαν Ζούκερμαν, εκκολαπτόμενος συγγραφέας,
μετακινείται στην τετραλογία του Ροθ από τη Νέα Αγγλία στο Μανχάταν, επιστρέφει
στο διαμέρισμά του και καταλήγει στην Πράγα, εν έτει 1976, με σκοπό να διασώσει
από τη λήθη τα έργα ενός άγνωστου συγγραφέα που γράφει στα γίντις, δηλαδή στη
γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης. Σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, του Ζούκερμαν δεσμώτης είναι
η Αντιζωή (1986,
Πόλις, 2008, μτφρ. Χριστίνα Ντόκου). Μοντερνισμός τραβηγμένος στα άκρα, πάλι ο
έρωτας, η χαώδης διάσταση γι’ αυτά που ποθούμε και γι’ αυτά που φτάνουμε, μια
ασυμπτωματική καρδιοπάθεια που η ιατρική αγωγή για την αντιμετώπισή της
προκαλεί προβλήματα στύσης, ο Χένρι κι ο αδελφός του Νέιθαν Ζούκερμαν ως δύο
αφηγηματικές παραλλαγές της ίδιας συνείδησης, η υπονόμευση της εβραϊκότητας,
πολλά αντιθετικά δίπολα χαρακτήρων και καταστάσεων και κάποιες εκπληκτικές
σελίδες για το πώς προσεύχονται οι Εβραίοι στο Τείχος των δακρύων, συνθέτουν
αυτό το αξιόλογο βιβλίο, που κλείνει τον κύκλο της τετραλογίας του Ζούκερμαν.
Η
άτυπη αμερικανική τριλογία
Τα
σημαντικότερα μυθιστορήματα του Ροθ περιλαμβάνονται, κατά τη γνώμη μου, στην
άτυπη «αμερικανική τριλογία», με κορυφαίο όλων το Αμερικανικό ειδύλλιο (1997, Πόλις, 1999, μτφρ.
Τρισεύγενη Παπαϊωάννου) [3]. Το μυθιστόρημα βραβεύτηκε με το Βραβείο
Πούλιτζερ μυθοπλασίας το 1998. Ο Ροθ, στο απόγειο της συγγραφικής του ωρίμανσης
και όντας ήδη 64 χρόνων, δίνει ένα βιβλίο που, σύμφωνα με τη γνώμη σημαντικών
κριτικών, συγκαταλέγεται στη λίστα των Μεγάλων Αμερικανικών Μυθιστορημάτων όλων
των εποχών, δίπλα σε άλλα αριστουργήματα (Μπόμπι Ντικ, Ο μεγάλος Γκάτσμπι, Υπόγειος κόσμος, Τα σταφύλια της
οργής, Τριλογία της Νέας Υόρκης κ.ά). Πρόκειται για την
επιτομή της αμερικανικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του ’60, με τις ραγδαίες
μεταβολές και τις εσωτερικές αναταραχές, λόγω του πολέμου του Βιετνάμ – ίσως το
πιο πολιτικό βιβλίο του Ροθ. Ο Ροθ, με ρεαλιστική γραφή, χτίζει σελίδα τη
σελίδα το τραγικό πορτρέτο του Εβραίου Σιμούρ Λιβόβ, του «Σουηδού» (πρότυπο του
επιτυχημένου Αμερικανού – φυσική ευγένεια, ήθος, παλιός πρωταθλητής μπέιζμπολ,
ευφυΐα κτλ.), με πολλές συγγραφικές επιστρώσεις και επίπεδα. Λεπτή
ειρωνεία, πύκνωση λόγου και, εν κατακλείδι, καφκικού τύπου αδιέξοδο. Ένα ηχηρό
χαστούκι στο αμερικανικό όνειρο που, ως ιδεολόγημα, κυριαρχούσε τότε στην
αμερικανική ήπειρο.
Στο Παντρεύτηκα έναν
κομμουνιστή (1998, Πόλις, 2000) επιστρέφουμε μία δεκαετία
νωρίτερα, στα σκοτεινά χρόνια του μακαρθισμού. Ένας πρώην εργάτης, ιδεολόγος
κομμουνιστής που εξελίσσεται σε δημοφιλή ηθοποιό, καταντά με ρημαγμένη ζωή,
άνεργος και δίχως υπόληψη. Μια καταγγελία της γυναίκας του ότι ασκεί κατασκοπία
υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης, μετατρέπει τη ζωή του σε εθνικό σκάνδαλο. Πολιτική
παρωδία, γραμμένη με ενάργεια, σαρκασμό και άφθονο χιούμορ.
Στο βιβλίο Το ανθρώπινο στίγμα (2000,
Πόλις, 2013, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου) μεταφερόμαστε στην εποχή που ξεσπά
το σκάνδαλο Κλίντον-Λεβίνσκι. Ο πουριτανισμός και η πολιτική ορθότητα
κυριαρχούν στην πολιτική και πνευματική ζωή της χώρας. Ο βασικός ήρωας
–καθηγητής κλασικών σπουδών ο οποίος συκοφαντήθηκε για ρατσιστική συμπεριφορά
και, έχοντας παραιτηθεί από την εργασία του, ζει πλέον μοναχικά– σχετίζεται
με νεότερή του, ερωτική γυναίκα, φαινομενικά «κατώτερή» του, που
καταδιώκεται από τον μανιακό πρώην σύζυγό της, βετεράνο του Βιετνάμ, ο οποίος
δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί. Ένα πολυδιάστατο μυθιστόρημα που παίζει σε
πολλά ταμπλό: Ανθρώπινες σχέσεις, έρωτας, πολιτική ορθότητα, Βιετνάμ,
επικαιρότητα, πανεπιστήμιο – από τις κορυφαίες στιγμές του Ροθ.
Η
«αμερικανική τριλογία» του Ροθ κάλλιστα θα μπορούσε να ονομαστεί και «πολιτική»
τριλογία, αφού τα βιβλία αυτά αποτελούν τομή στον πολιτικό χάρτη των Η.Π.Α.,
αναδεικνύοντας τις ψευδαισθήσεις, τον παραλογισμό και τη ρευστότητα της
αμερικανικής κοινωνίας. Στα πολιτικά βιβλία του Ροθ, με έντονη έμφαση στα
αδιέξοδα του εβραϊσμού, μπορεί να ενταχθεί και το βιβλίο Επιχείρηση Σάυλωκ (1993,
Πόλις, 2001, μτφρ. Σπύρος Βρετός), ένα βιβλίο όπου η αραβοϊσραηλινή διένεξη
αντιδιαστέλλεται αριστοτεχνικά με το Ολοκαύτωμα.
Σάμπαθ
και, πάλι, Κέπες
Το 1995
τυπώνεται στην Αμερική ένα σημαντικό βιβλίο του Ροθ, Το θέατρο του Σάμπαθ (Χατζηνικολή, 1998, μτφρ.
Ανδρέας Βαχλιώτης, επαν. Πόλις, 2013). Αρκετοί κριτικοί το θεωρούν κορυφαία
στιγμή του Ροθ – ο Ηλίας Μαγκλίνης (από τους συνεπέστερους και εγκυρότερους
μελετητές –και μεταφραστής– του Ροθ στην Ελλάδα), πρόσφατα, το τοποθέτησε πρώτο
στην καλύτερη, κατά τη γνώμη του, δεκάδα μυθιστορημάτων του Ροθ [4]. (Στο
σημείο αυτό ν’ ανοίξω μια μικρή παρένθεση σχολιάζοντας το εκδοτικό πρωθύστερο
[5] που συμβαίνει στην Ελλάδα με τα βιβλία του Ροθ – κάτι που, φυσικά, δεν
έχει επικριτικό χαρακτήρα για τις εκδόσεις Πόλις, που χάρη σ’ αυτές έχουμε το
σύνολο του λογοτεχνικού έργου του Ροθ στη χώρα μας και απολαμβάνουμε τη γραφή
του. Για διάφορους λόγους (εμπορικούς, οικονομικούς, αξιολόγησης βιβλίων,
δικαιωμάτων κτλ.) έχουν μεταφραστεί παλιότερα βιβλία του Ροθ στη αρχή, μετά τα
κορυφαία του, κατόπιν τα τελευταία του (εξίσου κορυφαία) και κάποια στιγμή τα
σχεδόν πρωτόλειά του. Αυτό, μοιραία, δημιουργεί μια μικρή σύγχυση στην πρόσληψη
του έργου του από έναν όχι ιδιαίτερα μυημένο αναγνώστη και στην αξιολόγηση εκ
μέρους του αναφορικά με το συνολικό του έργο, που, οι περισσότεροι, το
γνωρίζουν αποσπασματικά).
Επιστρέφω στο Το θέατρο του Σάμπαθ. Πρόκειται, ομολογουμένως, για
ένα σπαραχτικό, πολυσέλιδο μυθιστόρημα, που επαινέθηκε από την κριτική. Αχαλίνωτη
λαγνεία, σάτιρα επικών διαστάσεων, τραγικά προσωπικά αδιέξοδα, αρθρίτιδα και
υπέρταση, και ο εξηνταπεντάχρονος Μίκυ Σάμπαθ, μετά τον θάνατο της Κροάτισσας
ερωμένης του, της Ντρέγκα, από καρκίνο, έρχεται αντιμέτωπος με τα φαντάσματα
του παρελθόντος, οδηγούμενος στον παραλογισμό και στην τρέλα. Κορυφαία ερωτική
στιγμή ο αυνανισμός του Σάμπαθ πάνω στο μνήμα της πρώην ερωμένης του, που τον
διεγείρει ακόμη και πεθαμένη. Το τέλος ευφάνταστο, λυτρωτικό, παιγνιώδες,
αστείο μέσα στην τραγικότητά του. Σπουδαία στιγμή του Ροθ, αλλά όχι η κορυφαία,
κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Με το βιβλίο Το ζώο που ξεψυχά (2001,
Πόλις, 2002, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς) ξεκινά η τετραλογία της θνητότητας, των
παθήσεων και του άγχους του θανάτου [6]. Ολοκληρώνεται και ο κύκλος του
καθηγητή Ντέιβιντ Κέπες, που, εδώ, ζει εργένικα, έχοντας συχνά ερωτικές επαφές
με φοιτήτριές του. Σεξ και αισθητική, τα μόνα ενδιαφέροντα του χειραφετημένου
εξηνταδυάχρονου. Γνωρίζοντας την εικοσιτετράχρονη κουβανή Κονσουέλα την
ερωτεύεται απόλυτα. Από το σφριγηλό υγιές σώμα της, μέχρι το
ταλαιπωρημένο από τον καρκίνο ίδιο σώμα, και τα δύο παραμένουν για τον Κέπες
αντικείμενα ηδονής. Ο Ροθ, μ’ αυτή τη συστάδα των βιβλίων του αρχίζει να μας
εξοικειώνει με την ιδέα του θανάτου.
Πριν τη
συνέχιση και την ολοκλήρωση της «τετραλογίας της θνητότητας» από τον Ροθ,
μεσολαβεί άλλο ένα σημαντικό βιβλίο του, το Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής (2004, Πόλις,
2007, μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης). Πρόκειται για μια σκοτεινή, πολιτική αλληγορία
για τη σύγχρονη Αμερική, που ξεκινά από το υποθετικό σενάριο πως τις εκλογές
του ’40 στην Αμερική δεν θα τις κέρδιζε ο Ρούσβελτ, αλλά ο Ρεμπουμπλικάνος,
αντισημίτης και προσωπικός φίλος του Χίτλερ, Τσαρλς Λίντμπεργκ. Μια οικογένεια
της Αμερικής, οι Ροθ, θα βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα στην υλοποίηση αυτού του
φανταστικού σεναρίου. Ο Ροθ, που, κατά δήλωσή του, δεν ψήφισε ποτέ του
Ρεμπουμπλικανούς [7], και του οποίου πολλές σελίδες αρκετών του βιβλίων
βασίζονται στη δημιουργική αναρώτηση «τι θα συνέβαινε αν…;» που συνήθιζε να
κάνει (Νέμεσις, Αγανάκτηση,
Αμερικανικό ειδύλλιο κτλ.), πίστευε πως μ’ αυτό το δυστοπικό
του πόνημα, έβαλε ένα λιθαράκι στο να μην εκτροχιαστεί η Αμερική και να
παραμείνει, έτσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε δημοκρατική τροχιά. Ξόρκιζε,
τρόπον τινά, το κακό με τη γραφή του. Η εκλογή και τα πρόσφατα έργα και ημέρες
του Τραμπ, πιστεύω πως θα τον κατέθλιψαν βαθύτατα.
Η ολοκλήρωση της «τετραλογίας της θνητότητας» και το κύκνειο άσμα
του Ροθ
Ο τίτλος του
ολιγοσέλιδου μυθιστορήματος του Ροθ Καθένας (2006, Πόλις, 2006, μτφρ. Αχιλλέας
Κυριακίδης) είναι παρμένος από τον βρετανικό στίχο The summoning of
everyman, που σημαίνει «η κλήτευση του καθενός». Όλοι μας, δηλαδή, θα
καλεστούμε κάποια στιγμή από τον θάνατο για να εκθέσουμε τα πεπραγμένα μας σ’
αυτόν τον κόσμο. Ο ήρωας, εδώ, μένει μόνος του, οι τρεις γυναίκες της ζωής του
τον έχουν εγκαταλείψει, οι φίλοι γερνάνε και πεθαίνουν και ο ίδιος αγωνίζεται
να γλιτώσει από τον φόβο του θανάτου. Απώλειες, οδύνη, τύψεις, το φθαρτό
ανθρώπινο σώμα – η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Ένα μικρό, περιεκτικό, ευθύβολο,
στοχαστικό διαμαντάκι. Τρία χρόνια μετά, η «τετραλογία της θνητότητας» θα
συνεχιστεί με την Ταπείνωση (2009,
Πόλις, 2010, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) [8]. Συγγραφική κόπωση του Ροθ; Δεν θα
το έλεγα. Πυκνογραμμένη νουβέλα για το τέλος των πραγμάτων, του έρωτα, των
φιλοδοξιών και της ζωής. Ένας εξηνταπεντάρης ηθοποιός χάνει το ταλέντο του. Μια
πρώην λεσβία, η Πεγκήιν (κόρη ενός φιλικού του ζευγαριού) θα συνάψει σχέση μαζί
του. Προς στιγμή όλα πηγαίνουν καλά. Μέχρις ότου… Το ταλέντο έχει ημερομηνία
λήξης, μας θυμίζει ο Ροθ. Και τους μεγαλύτερους ρόλους –εκτός θεάτρου– τους
γράφει η ίδια η ζωή.
Κάνοντας κι
εγώ ένα πρωθύστερο στη βιβλιογραφία του Ροθ, θα γυρίσω σε δύο, τυπωμένα προ της Ταπείνωσης, βιβλία
του. Φεύγει το φάντασμα (2007,
Πόλις, 2009, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) και Αγανάκτηση (2008, Πόλις, 2009, μτφρ. Αθηνά
Δημητριάδου). Στο πρώτο ο Νέιθαν Ζούκερμαν ξαναγυρίζει στη Νέα Υόρκη, απ’
όπου είχε φύγει πριν έντεκα χρόνια. Έχει επικεντρωθεί τώρα στο γράψιμο. Τρεις
συναντήσεις θα διαρρήξουν τον ιστό της μοναξιάς του. Με ένα νεαρό ζευγάρι, με
την Έιμι Μπελέτ και μ’ έναν επίδοξο βιογράφο του συγγραφέα Λόνοφ, που ο
Ζούκερμαν θαυμάζει. Εντυπωσιάζει και διεγείρει τον αναγνώστη του βιβλίου η
απεγνωσμένη προσπάθεια ενός 72χρονου να κρατηθεί στη ζωή ερωτικά, μέσω μιας
εικοσιεξάχρονης μούσας.
Ο Ροθ, εδώ, αποχαιρετά ένα ακόμη λογοτεχνικό προσωπείο του,
αλλά συνειδητοποιεί με τραγικό τρόπο τη φθαρτότητα και το γήρας του δικού του
σώματος. Η Αγανάκτηση (29ο κατά
σειρά βιβλίο του Ροθ) δεν εντάσσεται στην «τετραλογία της θνητότητας». Είναι
όμως ένα πολυεπίπεδο και σφιχτό μυθιστόρημα, με βασικό ήρωα τον Μάρκους Μέσνερ.
Παρακολουθούμε, μέσα από το ψυχορράγημα του ήρωα, σε φλας μπακ, τα νεανικά και
φοιτητικά του χρόνια, μέχρι την ενηλικίωσή του. Ο Ροθ, εδώ, μας αποκαλύπτει σε
όλο της το μεγαλείο την αυτοκρατορία του απρόοπτου. Ένα μυθιστόρημα με πολλές
πτυχές και διαστάσεις (όπως και Το ανθρώπινο στίγμα), ένας ύμνος στην αδυναμία του
ανθρώπου να συγκρουστεί με τις τρομαχτικές συγκυρίες της ζωής. Παράλληλα και
μία εύγλωττη απόδειξη τού πώς ένας ευάλωτος άνθρωπος μπορεί να συνθλιφτεί από
ένα ολόκληρο σύστημα αξιών. Ο Μάρκους, πρόσωπο σχεδόν ισάξια τραγικό με τον
Σιμούρ Λιβόβ του Αμερικανικού
ειδυλλίου – από τους πιο πειστικούς ανδρικούς χαρακτήρες που
σμίλεψε ο Ροθ με τη γραφή του.
Ο
συγγραφικός κύκλος του Ροθ ολοκληρώνεται με το Νέμεσις (2010, Πόλις, 2011, μτφρ. Κατερίνα
Σχινά). Μ’ αυτό το μυθιστόρημα κλείνει και η «τετραλογία της θνητότητας».
Νιούαρκ, καλοκαίρι του ’44, επιδημία πολιομυελίτιδας, φόβος για τις συνέπειες
του λοιμού, υστερία, πανικός, οργή, τρόμος. Άνθρωποι με τις καλύτερες προθέσεις
στη ζωή τους ισοπεδώνονται από τη δύναμη των περιστάσεων. Ο ήρωας του στόρι,
Μπάκυ, κάπου συναντιέται στην τραγικότητα της ζωής του με τους Λιβόβ και
Μάρκους, των παλαιότερων βιβλίων του Ροθ. Πολυδιάστατο μυθιστόρημα όπου
θίγονται ζητήματα όπως: Ο ρόλος του Θείου, το ανθρώπινο πεπρωμένο, η τύχη, οι
ενοχές, ο αντισημιτισμός των Αμερικάνων, η ταύτιση του εγώ με τα δεινά και τις
συμφορές που ξεσπούν. Το βιβλίο θα μπορούσε να αποτελέσει μια άκρως εντυπωσιακή
απόσυρση του Ροθ από τη συγγραφική σκηνή, αλλά η υπερβολική και σχολαστική
ανάλυση προσωπικότητας που γίνεται στον ήρωα, δια στόματος Άρνολντ (τρίτη
ενότητα), απονευρώνει, προς το τέλος, την ένταση και τη μαγεία που είχε
δημιουργηθεί στις προηγούμενες σελίδες [9].
Απομνημονεύματα, αυτοβιογραφικά και πάρεργα
Κρατώ, γι’
αυτήν την τελευταία συστάδα των βιβλίων του Ροθ, τα εξής βιβλία του: Διαβάζοντας τον εαυτό μου και
άλλους (1976, Πόλις, 2014, μτφρ. Κατερίνα Σχινά), Τα γεγονότα: η αυτοβιογραφία
ενός μυθιστοριογράφου (1988, Πόλις, 2017, μτφρ. Κατερίνα
Σχινά), Κουβέντες
του σιναφιού (2001, Πόλις, 2004, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) και Πατρική κληρονομιά: μια αληθινή
ιστορία (1991, Χατζηνικολή, 1997, μτφρ. Τάκης Κιρκής, επαν.
Πόλις, 2012).
Στο Διαβάζοντας τον εαυτό μου και
άλλους θα συναντήσουμε δοκίμια, άρθρα και συνεντεύξεις του
Ροθ, που καλύπτουν τα πρώτα 25 χρόνια (δηλαδή ακριβώς τα μισά) της συγγραφικής
του σταδιοδρομίας. Κείμενα για το μπέιζμπολ, την πολιτική, τους
Αμερικανοεβραίους, το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα, για τη μεγάλη συγγραφική
του αγάπη που ακούει στο όνομα Φραντς Κάφκα, για το ερωτικό στοιχείο των
βιβλίων του.
Στο Τα γεγονότα ο
Ροθ ανταλλάσει επιστολές με τον… Ζούκερμαν, σ’ ένα παιχνίδι όπου μετέχει ο
δημιουργός και το μυθιστορηματικό του (ένα από όλα) προσωπείο. Πέντε
επεισόδια από τη ζωή του Ροθ αφηγούμενα με ελκυστικό τρόπο από τον συγγραφέα.
Το βιβλίο αφορά την αντισυμβατική αυτοβιογραφία ενός συγγραφέα, θίγοντας
ζητήματα επάρκειας και ακεραιότητας του συγγραφέα και υπονομεύοντας παράλληλα
τη γνησιότητα του λογοτεχνικού είδους της αυτοβιογραφίας.
Στο Κουβέντες του σιναφιού,
ο Ροθ συναντά και συνομιλεί με συγγραφείς που εκτιμά, και των οποίων το έργο
αποδέχεται. Πρίμο Λέβι (βλ. φωτογραφία από κάτω), Άαρον Άπελφελντ, Ιβάν Κλίμα,
Μίλαν Κούντερα, Σάουλ Μπέλοου, Μπέρναρντ Μάλαμουντ και κάποιοι ακόμη
παρελαύνουν από τις σελίδες του.
Κλείνω την
περιδιάβασή μου στο συνολικό έργο του Φίλιπ Ροθ με ένα συγκλονιστικό βιβλίο,
που με συγκίνησε ιδιαίτερα, το αμιγώς αυτοβιογραφικό Πατρική κληρονομιά [10]. Εδώ περιγράφεται η περιπέτεια υγείας και τελικώς
ο θάνατος του υπερήλικα πατέρα του Ροθ, από όγκο στον εγκέφαλο. Πρόκειται για
μια ανατομή του αρχετυπικού πατρικού συμβόλου, ένα περίτεχνο λεπτομερέστατο
σκιτσάρισμα του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του Χέρμαν Ροθ, αλλά και της
σχέσης του με τον γιο συγγραφέα. Το μυθιστόρημα ανακηρύχτηκε το 1993 από το
περιοδικό TIME ως το καλύτερο βιβλίο στην κατηγορία της μη μυθοπλαστικής
πεζογραφίας.
Ενδιαφέρουσες
πτυχές της γραφής του Φίλιπ Ροθ
Στο έργο του Ροθ θα συναντήσουμε στοιχεία της γραφής του που, υπό
μορφή εμμονών ή ακόμη και αφηγηματικών στερεοτύπων, επανέρχονται από βιβλίο σε
βιβλίο. Μια απ’ αυτές τις πτυχές, ίσως η σημαντικότερη και η πιο ενδιαφέρουσα,
είναι η έννοια της εβραϊκότητας και η θέση που παίρνει ο Ροθ απέναντι
στους ομοθρήσκους του. Ο Ροθ, άθεος κατά δήλωσή του, από το πρώτο του ήδη
βιβλίο είναι καυστικός και σαρκαστικός με τους Εβραίους. Η συνολική του αναφορά
σ’ αυτό που λέμε εβραϊκότητα καλύπτεται από μια ευμεγέθη καμπύλη που ξεκινά από
την πιο αθώα καταγραφή και αποτύπωση των εβραϊκών εθίμων, των εβραϊκών φαγητών
και της εβραϊκής οικογένειας, και φτάνει μέχρι την πιο ακραία υπονόμευσή της.
Την εποχή που το Ολοκαύτωμα ως σύμβολο θυσίας ενός λαού κι ενός έθνους
κυριαρχούσε (και κυριαρχεί) στις συνειδήσεις όλων των σκεπτόμενων και
ευαίσθητων ανθρώπων του πλανήτη, ο Ροθ (όπως και ο Γούντι Άλεν στις ταινίες
του) καυτηρίαζε τις εμμονές των ομοθρήσκων του, με κίνδυνο να χαρακτηριστεί
(όπως άλλωστε συνέβη) πολιτικά μη ορθός συγγραφέας.
Αυτό, σε συνδυασμό με την εμμονή του στους ανδρικούς
χαρακτήρες-πρωταγωνιστές των βιβλίων του (οι γυναίκες, σχεδόν πάντα, είχαν
υποδεέστερη θέση στις εκάστοτε αφηγήσεις του) ίσως του στέρησαν κάποιο βραβείο
Νομπέλ, που το δικαιούνταν, και με το παραπάνω, και που –ασχέτως αν δήλωνε πως
δεν τον ενδιέφεραν τα βραβεία– το επιθυμούσε διακαώς. Στις σπαρταριστές και
απολαυστικότερες στιγμές σαρκασμού και υπονόμευσης της εβραϊκότητας, θα θυμηθώ,
επιλεκτικά, τον ρατσισμό των Εβραίων του Νιούαρκ στο Νέμεσις, που εναρμονισμένοι με τον πανικό και τον
φόβο των Αμερικανών στην επιδημία πολιομυελίτιδας που ξέσπασε το καλοκαίρι του
’44, κραύγαζαν υστερικά: «Αυτή η αρρώστια σκοτώνει όμορφα εβραιόπουλα!», τον
καταπληκτικό διάλογο της Ντόουν με τον Εβραίο πεθερό της (πατέρα του Σιμούρ
Λιβόβ) στην πρώτη τους γνωριμία, όπου ο γέρος Λιβόβ στην κυριολεξία παζάρευε
τις γιορτές για το μελλοντικό εγγόνι του με την, υπό δοκιμή, καθολική νύφη του (Αμερικανικό ειδύλλιο),
τον απολαυστικό, απόλυτο, γκρινιάρη και συχνά αμφίθυμο ογδονταεξάχρονο Εβραίο
πατέρα του, στο Πατρική
κληρονομιά, που ωστόσο, παρά τις αναποδιές του χαρακτήρα του, ο Ροθ
με την πένα του τον ανέδειξε σε λογοτεχνικό ήρωα πρώτης γραμμής.
Φυσικά, θα θυμηθώ τους ποικίλους αυνανισμούς, τη σεξουαλική
εμμονή και τη βωμολοχία του Εβραίου Πόρτνοϊ (Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ), αλλά και τις σκέψεις του Ροθ
για το πώς προσεύχονται οι Εβραίοι στο Τείχος των δακρύων, στο Αντιζωή. Ωστόσο,
σε πολλά διηγήματα απ’ το Αντίο, Κολόμπους, η ματιά του Ροθ είναι τρυφερή και
διόλου επικριτική στους ομοθρήσκους του, κάτι που έκανε τη Σώτη Τριανταφύλλου,
στο επίμετρο του συγκεκριμένου βιβλίου, αναλύοντας τα κείμενα να διατυπώσει
εύστοχα την παρακάτω θέση: «Ο Φίλιπ Ροθ, παρά τις κατηγορίες που εξαπέλυσαν
εναντίον του οι σιωνιστές, φαίνεται να υπερασπίζεται την πίστη και τις εβραϊκές
ρίζες» [11].
Άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του έργου του Ροθ είναι η θέση της
γυναίκας στα βιβλία του. Μόνο σ’ ένα μυθιστόρημά του (Τότε που ήταν καλό κορίτσι)
υπάρχει γυναικείο πρόσωπο που να σηκώνει το βάρος της βασικής
πρωταγωνίστριας, κι αυτή είναι η Λούσι Νέλσον, μια διφορούμενη και μυστηριώδης
ύπαρξη που οδηγεί τη σχέση της με τον Ρόι Μπάσαρτ στην καταστροφή, έχοντας την
τάση, ως γνήσια καθολική, να κάνει πάντα το «καλό», το κατ’ επίφαση δηλαδή καλό
που τελικώς αποδεικνύεται θανάσιμα καταστροφικό. Βέβαια, σε πάρα πολλά βιβλία
του Ροθ υπάρχουν εξαιρετικές σκιαγραφήσεις γυναικείων πορτρέτων, έστω κι αν ο
ρόλος τους είναι αμφίσημος ή αρνητικός και προκαλούν φθορά και καταστροφή στον
κυρίως ήρωα του στόρι.
Πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες είναι πρότυπα δοτικότητας,
σεξουαλικότητας και αισθησιασμού. Πάλι επιλεκτικά θα θυμηθώ την Κροάτισσα
ερωμένη του Σάμπαθ, την Ντρέγκα (Το θέατρο του Σάμπαθ), τη λεσβία Πεγκήιν που
ξελογιάζει τον ηθοποιό Σάιμον Άξλερ, αφήνοντάς τον, εντέλει, στα κρύα του
λουτρού και οδηγώντας τον στα έσχατα όρια της ταπείνωσης (Η ταπείνωση), τα
δύο γυναικεία πρόσωπα του Αμερικανικού ειδυλλίου, τη ματαιόδοξη και άπιστη
Ντόουν (πρώην βασίλισσα της ομορφιάς, καθολική, με ιρλανδέζικες ρίζες) και την
κόρη της Μέρι (το τραυλό κορίτσι που στα δεκάξι του γίνεται βομβίστρια
αντιδρώντας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, και, κατόπιν, ζαϊνίστρια), αλλά ιδίως
τη φοιτήτρια Κονσουέλα, μέσω της οποίας σκιαγραφείται αριστοτεχνικά από τον Ροθ
ένα γνήσιο, ολοκληρωμένο, αρχετυπικό γυναικείο πορτρέτο που συνδυάζει τον
ερωτισμό με έναν ήρεμο παιδιάστικο συναισθηματισμό – ένα μίγμα σεξουαλικότητας
και παραδοσιακής κουβανέζικης απλότητας (Το ζώο που ξεψυχά).
Μισογύνης και φαλλοκράτης, λοιπόν, ο Ροθ; Θα πω «όχι». Η
θέση αυτή τον αδικεί κατάφορα και ακυρώνει, εν μέρει, το τεράστιο έργο του.
Μάλλον υπέρμετρα ειλικρινής στον ερωτικό τομέα, που βλέπει τα πράγματα από την
αντρική σκοπιά – ο ίδιος σε συνέντευξή του δήλωσε πως δεν χαρίστηκε στο φύλο
του. Ωραία κάνει, επί του θέματος, τον διαχωρισμό ο δημοσιογράφος Μιχάλης
Τσιντσίνης, σε άρθρο του στην Καθημερινή: «Οι άντρες του Ροθ είναι μάλλον
φαλλοπαθή όντα κι όχι φαλλοκρατικά» [12]. Ο Ροθ τσάκωσε τους
αρσενικούς-θηρευτές ήρωές του στην πιο λάγνα στιγμή της ζωής τους, βάζοντας τις
γυναίκες (στη θέση του θηράματος πάντα, ποτέ του αντικειμένου) να υποκύπτουν
στις ορέξεις τους, συχνά κουμαντάρνοντάς τους και αναστατώνοντάς τους ακόμη και
από τον τάφο (Κονσουέλα, Ντρέγκα).
Απέχει πολύ η μυθοπλασία του Ροθ, σ’ αυτόν τον τομέα, από
την πραγματική ζωή; Ας απαντήσει κανείς με ειλικρίνεια στο ερώτημα αυτό,
βάζοντας το χέρι στο μέρος της καρδιάς. Πάντως, ακόμη κι αν όλο αυτό εμπεριέχει
σπέρματα μισογυνισμού, ο Ροθ δεν είναι περισσότερο μισογύνης από ό,τι ένας
Σάουλ Μπελόου ή ένας Χένρι Μίλερ. Ούτε από τον Μπουκόφσκι, τον Γκουτιέρες, τον
Κάρβερ και τον Τσίβερ – τα ιερά τέρατα του «βρόμικου ρεαλισμού», με τους
οποίους, ανεπαισθήτως, και ο ίδιος συγγενεύει συγγραφικά [13].
Μια
εξίσου σπουδαία πτυχή στο έργο του Ροθ, η πιο βαθιά, η πιο τραγική, η πιο
υπαρξιακή, η πιο επώδυνη, έχει να κάνει με τις παθήσεις του σώματος και
της ψυχής και την αγωνία του θανάτου. Δεν υπάρχει βιβλίο του Ροθ στο οποίο ο
πρωταγωνιστής (ή οι δευτεραγωνιστές) να μην ταλανίζεται από κάποια, ανίατη
συνήθως, πάθηση. Καταθέτω κάποια ελάχιστα αλλά χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο
Άξλερ νοσηλεύεται σε ειδική κλινική για αποθεραπεία από την κατάθλιψη – αυτή
τελικώς θα τον οδηγήσει στο απονενοημένο διάβημα (Η ταπείνωση). Η πολιομυελίτιδα κυριαρχεί και χτυπά την
κατασκήνωση, ενώ ο ήρωας Μπάκυ, προς το τέλος, συναντιέται με τον Άρνολντ
Μέσνικοφ, θύμα πολιομυελίτιδας (Νέμεσις). Ο Σιμούρ Λιβόβ ψυχαναλύεται και ζει τα
τελευταία χρόνια της ζωής του με κατάθλιψη (Αμερικανικό ειδύλλιο). Ο Ντέιβιντ Άλαν Κέπες (Το βυζί) παθαίνει
ορμονική μετάλλαξη. Ψυχαναλύεται στην κλινική για να αποδεχθεί το συμβάν.
Η Κονσουέλα (Το ζώο που ξεψυχά) πεθαίνει από καρκίνο του
μαστού. Ο Χέρμαν Ροθ, ο πατέρας του Ροθ, βασικός πρωταγωνιστής στο Πατρική κληρονομιά,
πεθαίνει από όγκο στον εγκέφαλο. Ο Νέιθαν Ζούκερμαν, ύστερα από εγχείριση στον
προστάτη, αποδυναμώνεται σεξουαλικά και προσπαθεί να επανακάμψει προσεγγίζοντας
νεαρή γυναίκα (Φεύγει
το φάντασμα). Ο λάγνος μαριονετίστας Μίκυ Σάμπαθ είναι υπερτασικός,
αρθροπαθής και μανιοκαταθλιπτικός, ενώ η ερωμένη του Ντρέγκα πεθαίνει από
καρκίνο στις ωοθήκες και η πρώην γυναίκα του, η Ροζάνα, νοσηλεύεται σε κέντρο
αποκατάστασης αλκοολικών (Το θέατρο του Σάμπαθ). Στο Αντιζωή ο
βασικός ήρωας πάσχει από ασυμπτωματική καρδιοπάθεια, η θεραπεία της οποίας με
φαρμακευτική αγωγή τού προκαλεί στυτική δυσλειτουργία. Οι παθήσεις του σώματος
και της ψυχής αποτελούν το μέσο, είναι το όχημα που θα οδηγήσουν συχνά τους
ήρωες στον τάφο (αυτοκτονία ή θάνατος), και τους εναπομείναντες ζώντες ήρωες σε
βαθιά αυτογνωσία. Και οι αναγνώστες, μέσω αυτών, αποκομίζουν, χάρη στην πένα
του Ροθ, το πιο σημαντικό και ουσιώδες: Την εξοικείωσή τους με τη ζοφερή ιδέα
του θανάτου.
Θα μπορούσα να αναφερθώ σε δεκάδες άλλες σημαντικές πτυχές
αναφορικά με το έργο του Ροθ, όμως για λόγους οικονομίας θα σταθώ μόνο
επιγραμματικά σε κάποιες εξ αυτών: Αμερικανικό όνειρο που κατεδαφίζεται στις
συνειδήσεις των Αμερικανών πολιτών, η πολιτική και οι πολιτικοί των Η.Π.Α., ο πόλεμος
του Βιετνάμ και οι συνέπειες στην ψυχοσύνθεση των πολιτών και στο συλλογικό
ασυνείδητο, το campus novel, οι σχέσεις των πανεπιστημιακών με τις
φοιτήτριές τους στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική ορθότητα μιας
υποκριτικής κοινωνίας, η ενηλικίωση, ο τρόπος που χτίζονται οι ανδρικοί
χαρακτήρες στα βιβλία του, οι σχέσεις Εβραίων με χριστιανούς ή Εβραίων με
καθολικούς, το μπέιζμπολ, η βαθιά πνευματική σχέση του Ροθ με τον Κάφκα
(αναφορές στη συλλογή δοκιμίων Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους), η καλλιτεχνική
ώσμωση Γούντι Άλεν και Ροθ, η πιστότητα ή όχι της μεταφοράς των μυθιστορημάτων
του Ροθ στον κινηματογράφο, το πώς η μικροϊστορία των καθημερινών ανθρώπων
επηρεάζει και διαμορφώνει τη μεγάλη Ιστορία των λαών και των τόπων, το Νιούαρκ
ως αφηγηματικός τόπος και ως συγγραφική εμμονή σε πολλά βιβλία του Ροθ, και
πολλά άλλα. Όμως, επί του παρόντος, σταματώ εδώ, προχωρώντας σε μια γενική
σύνοψη του συνολικού έργου του Ροθ.
Η ειλικρίνεια του Ροθ και το Νομπέλ που δεν
ήρθε
Ο Φίλιπ Ροθ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της
Αμερικής και μια από τις σημαντικότερες φωνές της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κόσμησε την παγκόσμια βιβλιοθήκη με πάνω από τριάντα σημαντικά βιβλία
μυθοπλασίας (δύο αμιγώς αυτοβιογραφικά), βασισμένος –στη συντριπτική τους
πλειοψηφία– σε ρεαλιστικό αφηγηματικό πλαίσιο. Πατώντας γερά στα προσωπικά του
βιώματα, και αξιοποιώντας δημιουργικά τις εμμονές του και τα βιώματα τρίτων,
επινόησε αληθοφανείς καταστάσεις, εκφράζοντας μέσα από τις σκέψεις, τους
αναστοχασμούς του και τους ολοκληρωμένους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του, μια
ευρύτερη συλλογικότητα αναγνωστών του ανά την υφήλιο. Με το πολυσύνθετο έργο
του ανατέμνει την Αμερική –σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό αλλά και
ανθρώπινο επίπεδο– σε χρονικό εύρος δύο περίπου αιώνων. Υπήρξε ο μόνος από τους
αμερικανούς λογοτέχνες που είδε τυπωμένα τα Άπαντά του, εν ζωή, σε πλήρη και οριστική έκδοση,
από τη Library of America.
Συνολικά απέσπασε πάνω από είκοσι πέντε βραβεία, το σύνολο
των εθνικών βραβείων που του αναλογούσαν, αλλά δεν ευτύχησε (για λόγους
πολιτικής ορθότητας;) να βραβευθεί με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, κάτι που δεν
εκθέτει το δικό του έργο, αλλά τη Σουηδική Επιτροπή απονομής των βραβείων, που
με τα πρόσφατα έργα και ημέρες της που αποκαλύφθηκαν από τον Τύπο (συμμετοχή σε
σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης ατόμου του ευρύτερου περίγυρού της) δεν θα
δώσει Νομπέλ σε συγγραφείς για τουλάχιστον έναν χρόνο. Ο μεγάλος κριτικός της
λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ, θαυμαστής του έργου του Ροθ, έχει δηλώσει,
σκωπτικά, ότι τα μέλη του Σουηδικής Ακαδημίας «παραείναι politically
correct για να βραβεύσουν έναν συγγραφέα που έχει χαρακτηριστεί Εβραίος
αντισημίτης, μισογύνης, σεξιστής, βλάσφημος, βωμολόχος, πορνολαγνικός
ομφαλοσκόπος» [14].
Η γραφή του
Ροθ υπήρξε άμεση, καίρια, πυκνή, ευθύβολη. Πάνω απ’ όλα ο Ροθ ήταν ειλικρινής
σε ό,τι έγραψε, ίσως ο ειλικρινέστερος μυθιστοριογράφος της γενιάς του.
Διεισδυτικός στο ευαίσθητο (και δυνητικά άλυτο) ζήτημα των ανθρωπίνων σχέσεων,
καυστικός αλλά και τίμιος με τους ομοθρήσκους του, σαρκαστικός με τις
παθογένειες και την ασυναρτησία της αμερικανικής κοινωνίας, στηλίτευσε
δημιουργικά το ιδεολόγημα του Αμερικανικού ονείρου, προσγειώνοντας πολλές
επηρμένες συνειδήσεις. Σάρκασε και αυτοσαρκάστηκε, δίχως όρια και
καθωσπρεπισμούς. Πάνω απ’ όλα υπήρξε ένας χρήσιμος συγγραφέας. Προσωπικά,
βάζοντας τη γραφή του και τα βιβλία του ως σημείο αναφοράς και ως έναν ιδεατό
συγγραφικό στόχο, είχα πάντα ένα αυστηρό και σοβαρό μέτρο σύγκρισης και για τις
άλλες αναγνωστικές μου επιλογές. Με κόσκινο τον Ροθ, βάζει κανείς ψηλά τον πήχη
(συγγραφικό και αναγνωστικό), γλιτώνοντας από τόνους βιβλίων αμφίβολης
ποιότητας και αλλοπρόσαλλης θεματικής, που λανσάρονται και κυκλοφορούν
ανενδοίαστα ως «καλή» λογοτεχνία.
Ο Φίλιπ Ροθ
έφυγε από την πραγματική ζωή στις 22 Μαΐου του 2018, στο Μανχάταν, από καρδιακή
ανεπάρκεια. Το συγγραφικό πολυβόλο σίγησε στα 85 του χρόνια. Δεν άφησε πίσω του
παιδιά, αλλά πάνω από τριάντα βιβλία αληθινής λογοτεχνίας. Το πλούσιο και
σημαντικό λογοτεχνικό παρελθόν του και τα άρτια μυθιστορήματά του είναι οι πιο
απτές και τρανταχτές αποδείξεις πως το μέλλον του ανήκει.
[2] Ηλίας Μαγκλίνης, «Άνδρες σε κρίση: Το σύνδρομο του Ντον Ντρέιπερ», εφ. Η Καθημερινή, 10-5-2014
[4] Ηλίας Μαγκλίνης, «Υπόκλιση στον "μεγάλο ερημίτη"», Καθημερινή, Τέχνες και γράμματα, 26-27 Μαίου 2018
[5] Βλ. σημ. 1
[6] Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, Νησίδες, 2011, σελ. 190
[7] Φίλιπ Ροθ «Μέσα από τους ήρωές μου ζω πολλές ζωές», Αναδημοσιευμένη συνέντευξη στην Αριστοτελία Πελώνη, Εφημ. Τα Νέα, 25-27 Μαΐου, 2018
[9] Βλ. σημ. 8
[11] Αντίο, Κολόμπους, επίμετρο, σελ. 318
[12] Φίλιπ Ροθ, Το Νιούαρκ παντού, Μ. Τσιντσίνης, «Πρόσωπα της εβδομάδας», Καθημερινή, 26-27 Μαίου, 2018
[13] Αν θεωρήσουμε ως βασικά στοιχεία του «βρόμικου ρεαλισμού» το κοινωνικό περιθώριο, την περιπλάνηση των ηρώων (ή τον εγκλεισμό τους) και την αθυροστομία (βωμολοχία), κάποιες σελίδες και κάποιοι ήρωες (ή και ηρωίδες) του Ροθ κινούνται στην τάση αυτού του λογοτεχνικού ρεύματος, παρότι αυτή η σύγκριση μειώνει κάπως τη λογοτεχνική αξία του Ροθ, που, κατά τη γνώμη μου πάντα, είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των προαναφερθέντων ονομάτων.
[14] Φίλιπ Ροθ, «Έκανα ό,τι μπορούσα...», Βιβλίο, Η Καθημερινή, 26-5-2018