του Θοδωρή Γεωργακόπουλου, Καθημερινή, 14/4/2017
Στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, σε μία συζήτηση, ο Τάκης Παππάς, που είναι πολιτικός επιστήμονας και είχε βγάλει το 2015 ένα πολύ ωραίο βιβλίο για το λαϊκισμό, μου είχε πει τρία πράγματα τα οποία μου είχαν φανεί πολύ ενδιαφέροντα, και τα οποία σκέφτομαι και συζητώ με διάφορες αφορμές από τότε. Πρώτον, ότι η σημερινή κρίση δεν είναι τόσο κρίση οικονομική, όσο κρίση εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Δεύτερον, ότι όλες οι προηγούμενες χρεοκοπίες-παύλα-καταρρεύσεις της χώρας μας (έξι ή επτά, ανάλογα πώς το μετράει κανείς), δεν είναι ίδιες, και ότι η σημερινή είναι εξαιρετικά παρόμοια με μόνο τρεις από αυτές.
Τρίτον, ότι αυτές οι κρίσεις, οι παρόμοιες με τη δική μας, διήρκεσαν η καθεμία κατά μέσο όρο 16 χρόνια.
Αρκετούς μήνες μετά, ο Παππάς καταγράφει και αναλύει αυτές τις τρεις ιδέες, που είναι στην ουσία πλευρές μιας πολύ ενδιαφέρουσας ανάλυσης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας στο νέο του βιβλίο, “Σε Τεντωμένο Σκοινί - Εθνικές κρίσεις και πολιτικοί ακροβατισμοί, από τον Τρικούπη έως τον Τσίπρα”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Σύμφωνα με τον Παππά, οι τρεις προηγούμενες κρίσεις που είναι παρόμοιες με τη δικιά μας είναι οι εξής:
1) Η κρίση του 1893 με το “δυστυχώς επτωχεύσαμεν” του Χαριλάου Τρικούπη, που οδήγησε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, στο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και σε πολύχρονη και διαβρωτική πολιτική και οικονομική αστάθεια. Αυτή κράτησε 17 χρόνια.
2) Η κρίση που ξεκίνησε με το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 και οδήγησε στην παλινόρθωση της μοναρχίας, τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ενώ ακολούθησαν η Κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος και στη συνέχεια μερικά ακόμα χρόνια πολιτικής αστάθειας. Κι αυτή η κρίση κράτησε επίσης 17 χρόνια.
3) Η κρίση που ξεκίνησε λίγα χρόνια μετά, το 1961, με τον “Ανένδοτο” του Γεωργίου Παπανδρέου. Η έντονη πολιτική αστάθεια και η ακραία πόλωση οδήγησαν στη δικτατορία του ’67 και την κυπριακή τραγωδία. Αυτή η κρίση κράτησε 13 χρόνια.
Και οι τρεις περιπτώσεις είχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ’ όλα, παρ’ όλο που αυτές οι κρίσεις είχαν διαφορετικές αφορμές (μια χρεοκοπία, μια δικτατορία και μια προσπάθεια απονομιμοποίησης μιας εκλεγμένης κυβέρνησης), σε όλες υπήρξε μια έντονη κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Παρ’ όλο που πολλοί πιστεύουν ότι κρίσεις σαν την σημερινή οφείλονται κυρίως σε οικονομικά αίτια, φαίνεται ότι αυτό δεν είναι απαραίτητο. Η κρίση του ’61 ξεκίνησε σε μια εποχή οικονομικής ανάπτυξης, ενώ η κρίση του ’35 ξεκίνησε τρία χρόνια μετά τη χρεοκοπία (και η τρέχουσα, σύμφωνα με τον ορισμό του Παππά, ξεκίνησε δύο χρόνια πριν από τη δική μας χρεοκοπία). Αντίθετα, σε όλες τις περιπτώσεις φαίνεται ότι τα αίτια ήταν αμιγώς πολιτικά: Οι ηγεσίες ήταν ανεπαρκείς, ο κοινοβουλευτισμός ήταν σαθρός, και η μεσαία τάξη, που αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ήταν αδύναμη. Αυτοί οι τρεις παράγοντες, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι οι αιτίες όλων αυτών των κρίσεων, και ταυτόχρονα οι αιτίες που δεν επέτρεπαν στις κρίσεις να τελειώσουν.
Ο Παππάς τεκμηριώνει με τις απαραίτητες ιστορικές αναδρομές ότι η σημερινή κρίση είναι μια τέτοια κρίση. Αν και διαφωνίες μπορούν να εκφραστούν στις επιμέρους παραδοχές, η σύγκριση και η ανάδειξη των ομοιοτήτων αποτελούν αφορμή για σκέψη. Για παράδειγμα, κατά τη γνώμη μου βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η ιστορία θα καταγράψει τους ηγέτες της σημερινής κρίσης (Καραμανλής, Παπανδρέου, Παπαδήμος, Σαμαράς, Τσίπρας), στην ίδια συνομοταξία των μέτριων, ανεπαρκών ή επικίνδυνα ανίκανων ηγετών προηγούμενων κρίσεων, σαν το Θόδωρο Δηλιγιάννη, το Δημήτριο Ράλλη, το Γιώργο Θεοτοκά, το Γεώργιο Παπανδρέου, οι επιλογές των οποίων όχι απλά δεν έδωσαν τέλος στην εκάστοτε κρίση, αλλά εξασφάλισαν τη μεγάλη της διάρκεια.
Το σημαντικότερο από όλα σε μια τέτοια ιστορική καταγραφή, βέβαια, είναι το τέλος. Πώς τελειώνει η κρίση. Αυτό θέλουμε να ξέρουμε όλοι, έτσι δεν είναι; Αν οι προηγούμενες κρίσεις ήταν τόσο παρόμοιες με τη δική μας, πώς τελείωσαν αυτές; Πώς μελετώντας τις μπορούμε να φανταστούμε το τέλος της δικιάς μας;
Η απάντηση, φοβάμαι, είναι “δύσκολα”.
Και οι τρεις κρίσεις τελείωσαν με τον ίδιο, απαράλλαχτο τρόπο: Στο τέλος, το κατεστραμμένο και απολύτως εξευτελισμένο πολιτικό προσωπικό κάλεσε έναν ηγέτη ο οποίος είχε προηγούμενη πολιτική (ή στρατιωτική) εμπειρία και αρκετά ευρεία αποδοχή αλλά βρισκόταν εκτός πολιτικής σκηνής, να έρθει και να αναλάβει την ηγεσία της χώρας, δημιουργώντας σε όλες -μα όλες- στις περιπτώσεις έναν εντελώς νέο πολιτικό σχηματισμό. Το 1910 ήρθε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ίδρυσε το Κόμμα Φιλελευθέρων, το 1952 ο Αλέξανδρος Παπάγος που ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό και το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που ίδρυσε τη Νέα Δημοκρατία. Όλοι αυτοί οι ηγέτες είχαν ένα κάποιο όραμα για το μέλλον, όλοι στελέχωσαν τα νέα πολιτικά τους κόμματα με νέα και σχετικά άφθαρτα στελέχη (πολύ σημαντικό αυτό, είπαμε για το μύθο του “ισχυρού ηγέτη” την προηγούμενη φορά) και όλοι έθεσαν ως προτεραιότητά τους την ισχυροποίηση της μεσαίας τάξης. Όλοι τους δέχτηκαν να έρθουν θέτοντας αυστηρούς όρους, αρνούμενοι σε κάποιες περιπτώσεις να αναλάβουν την πρωθυπουργία χωρίς ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Οπότε τι συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς για το σήμερα;
Αν η κρίση που περνάμε σήμερα είναι, όπως αναλύεται εκτενώς στο κεφάλαιο 8 του βιβλίου του Παππά, αντίστοιχη αυτών των τριών, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι θα τελειώσει και με παρόμοιο τρόπο: Όταν θα πιάσουμε πάτο, θα καλέσουμε κάποιον πολιτικό εκτός πολιτικού συστήματος, ο οποίος θα φτιάξει ένα νέο κόμμα και θα κατοχυρώσει την πολιτική νομιμοποίηση που οι υπάρχουσες δυνάμεις έχουν χάσει. Αν όντως ισχύει η αντιστοιχία, τότε και στη σημερινή κρίση είναι εντελώς αδύνατο να βγούμε με ένα από τα υπάρχοντα κόμματα, ή με κυβερνήσεις συνεργασίας του παλιού πολιτικού προσωπικού. Όχι μόνο επειδή δεν είναι καλά (που δεν είναι), αλλά επειδή δεν έχουν την πολιτική νομιμοποίηση και την εμπιστοσύνη του λαού για να βγάλουν τη χώρα από την κρίση. Αν κάτι μας διδάσκουν οι προηγούμενες κρίσεις -και το βιβλίο του Παππά- είναι πως μόνο κάτι εντελώς νέο με ηγέτη ένα πρόσωπο ευρείας αποδοχής μπορεί να κερδίσει αυτή την εμπιστοσύνη.
Αυτό το “νέο” μπορεί να μοιάζει αδιόρατο αυτή τη στιγμή, δύσκολο να μαντέψει κανείς από πού μπορεί να ξεπεταχτεί, με ποια πολιτική διαδικασία να διαμορφωθεί και να προκύψει. Εγώ έχω μερικές θολές ιδέες, είμαι σίγουρος ότι έχετε και εσείς (εντελώς διαφορετικές μεταξύ σας). Αλλά δεν είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς.
Φυσικά είναι δύσκολο. Όπως είπαμε, οι προηγούμενες κρίσεις διήρκεσαν κατά μέσο όρο 16 χρόνια. Πώς να μαντέψουμε με σαφήνεια το τέλος εμείς;
Αφού είμαστε ακόμη στα μισά.