«Ονειρεύομαι έναν τάφο καλό. Αν
έχω έναν όμορφο τάφο, θα λένε ότι είναι όμορφος αυτός που είναι μέσα».
του
Λάμπρου Αραπάκου, Lifo.gr, 2/10/2014
Γεννήθηκα το
Νοέμβριο του 1952 στην Κρήτη, είμαι 62 ετών. Στη ζωή μου, έχω κάνει όλες τις
δουλειές. Αγροτικά έχω κάνει, μηχανικός για τα μικρά μηχανάκια είμαι, λάστιχα
έβαζα...
Είχα λίγη
περιούσια και έκανα μεροκάματα μεροδούλι –μεροφάι. Αδέρφια δεν έχω, είμαι
μοναχογιός και ρεμπεσκές. Όλα τα κακά έχει ο ρεμπεσκές... Φτωχός, μοναχικός
αλλά όχι ανήθικος και κακός. Γιατί και οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ είναι
φτωχοί, το «Άθλιοι» δεν έχει την έννοια του τιποτένιου αλλά του φτωχού.
Ο πατέρας μου
πέθανε στα 15 χρόνια μου. Δεν το θυμάμαι και καλά, ήμουν παιδάκι ακόμα στην
τρέλα πάνω, δεν το έζησα, δεν το κατάλαβα. Τη μάνα μου την αγάπησα πολύ γατί
την έζησα πολλά χρόνια.
Δεν
παντρεύτηκα πότε. Αγάπησα μια γυναίκα, δεν την πήρα, τελείωσε για μένα όλο. Από
το σχολειό γνωριζόμασταν, από το δημοτικό αγαπιόμασταν... Μου έκαναν προξενιά,
αλλά εγώ δεν ήθελα άλλη.
Το 1985
κέρδισα 1,5 εκατομμύριο δραχμές στο ΠΡΟΠΟ. Τα έφαγα όλα στην καλοπέραση. Πήρα
ψυγείο, πήρα και της γριάς της μάνας μου 10 ζευγάρια παπούτσια για να την
ευχαριστήσω...
Στα 47 χρόνια
μου, πέθανε η μάνα μου, μέχρι που πέθανε ήμουν δίπλα της... Είχα και ένα σκυλί
στην Κρήτη, του έδωσαν φόλα και το σκότωσαν. Ένιωσα μια αηδία, δεν είχα λόγο να
μείνω στο χωριό μου. Τα παράτησα όλα και έφυγα από την Κρήτη. Είπα στον εαυτό
μου «καλύτερα ξένος με ξένους».
Με του που
έφυγα από το νησί, πήγα στα καράβια. Είχα πάει στα καράβια και πριν πάω
φαντάρος. Τότε, πήγαινα σ' όλο τον κόσμο. Από 16 μέχρι 20 χρονών ήμουν στη
θάλασσα. Το ωραιότερο μέρος, που έχω πάει είναι οι Μπαχάμες, άλλο πράγμα...
Όταν πέθανε η
μάνα μου και έμεινα μόνος, πήγα στα δικά μας τα κρητικά τα πλοία, και ήμουν
μάγειρας. Έκατσα λίγα χρόνια εκεί και μετά δεν με ξαναπήραν γιατί είχα
μεγαλώσει. Είχα δουλέψει πολύ γι' αυτούς, είχα ρίξει πολλές ώρες δουλειάς και
με πέταξαν στα άχρηστα.
Μετά τα
καράβια, πήγα στο μοναστήρι στην Αγία Αικατερίνη στο Σινά για 7 χρόνια και
ασχολήθηκα με το κλάδεμα των ελιών. Τα κλάδευα για να τα ανανεώσω, να φύγουν τα
ξερά και να γίνουν πάλι από την αρχή... Με είχαν αγαπήσει οι άνθρωποι εκεί
κάτω, τους φέρθηκα και εγώ πολύ καλά και έβγαλα και λεφτά από τη δουλειά αυτή.
Υπήρχαν Έλληνες και καλόγεροι στο μοναστήρι. Ήταν καλά αυτά τα 7 χρόνια και ας
είχα μοναξιά. Έμενα έξω σε κάτι κτίσματα που ήταν στην ερημιά. Δεν είχε ούτε
ρεύμα, ούτε τίποτα, νερό από τα πηγάδια. Είχα παρέα κάποια αλεπού το βράδυ να
φωνάξει, αν πάθω κάτι.
Τα χρήματα
που έβγαλα από το μοναστήρι, τα έφαγα όλα. Τρώγαμε, πίναμε, τη χαιρόμασταν τη
ζωή. Βοηθούσα πολύ, είχα δύο καμήλες, η μία καμήλα ήταν πάντα φορτωμένη με
ρούχα και με 5-6 κιλά καραμέλες για τα μικρά παιδιά που ζούσαν στην περιοχή. Τ'
αγάπησα πολύ αυτά τα παιδάκια, με τα ρούχα αυτά, ξέρω ότι είναι ντυμένα για 10
χρόνια. Και αυτά και οι γονείς τους. Εκεί έμαθα ότι αν δώσεις αγάπη, θα την
πάρεις πίσω διπλάσια. Κάποια στιγμή επαναστάτησε το πνεύμα μου και τα παράτησα
και έφυγα από το μοναστήρι. Δεν άντεξα άλλο τη μοναξιά και πήγα στην Κρήτη σε
κάποια μοναστήρια και δούλευα.
Το 2010
κάποιος συγχωριανός μου δεσπότης, μου πρότεινε να πάω για δουλειά στο Άγιο
Όρος, έγραψε κάποιες επιστολές προς τον ηγούμενο στο Άγιο Όρος για να με πάρουν
για δουλειά. Στο Άγιο Όρος δεν μ' άρεσε, εκεί είναι «τα καλά και τα συμφέροντα
των ψυχών υμών»: να περάσουν καλά οι παπάδες και καλόγεροι που μένουν εκεί...
Εγώ πήγα να
βρω δουλειά, έκατσα δυο μήνες και δεν βρήκα τίποτα. Και μετά έφυγα άφραγκος και
έφτασα Θεσσαλονίκη. Εκεί ο πάτερ Ιάκωβος στον Άγιο Δημήτριο –να είναι καλά ο
άνθρωπος- μου έκανε τα εισιτήρια και κατέβηκα στην Αθήνα. Στην Αθήνα τράβηξα
πολλά ζόρια. Έμεινα πολλές νύχτες με ποντικάκια, με γάτες –είχε γεννήσει μια
γάτα και φώναζαν τα μικρά και δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Σ' ένα κάτεργο, σε
μια τρώγλη γεμάτη ξύλα και σκουπίδια έμενα.
Οι μέρες δεν
είναι τόσο δύσκολες για έναν άστεγο όσο οι νύχτες. Το χειμώνα κρυώνεις πολύ,
δεν αντέχεται η παγωνιά, το καλοκαίρι έχεις τα κουνούπια που σε βασανίζουν και
δεν σ' αφήνουν ήσυχο. Τις νύχτες φοβόμουν τους ανθρώπους, όχι τα φαντάσματα.
Φοβόμουν για μαχαίρια και πιστολιές αλλά έλεγα στον εαυτό μου να μη φοβάμαι
γιατί είναι να έρθει κάτι κακό, ας έρθει. Δυστυχώς υπάρχουν κλεφτρόνια που
κλέβουν άστεγους. Μπορεί ένας άστεγος να έχει ένα κινητό από το 1800 και να
πάει να το του κλέψει κάποιος για να το πουλήσει και να πάρει τσιγάρα. Ο κόσμος
βοηθάει τους αστέγους μόνο το χειμώνα, αλλά να σου πω ότι η ζωή των αστέγων
είναι ανυπόφορη και το χειμώνα και το καλοκαίρι.
Υπήρχαν φορές
που απελπιζόμουν και είπα «δεν πάει άλλο». Έλεγα να βρω έναν ουρανοξύστη και να
πέσω κάτω και να τελειώσω. Μια κοπέλα ψυχολόγος του Ξενώνα των Αστέγων της
UNESCO στον Πειραιά, με βοήθησε για να μη βάλω τέλος στη ζωή μου. Ήμουν
απογοητευμένος, ταλαιπωρημένος. Αυτή η κοπέλα –ωραία κοπέλα, ωραίος άνθρωπος-
μου έδωσε θάρρος και ελπίδα να περιμένω τη ζωή μέχρι να με πάρει ο Κύριος. Αν
δεν ήταν η κοπέλα, θα είχα φουντάρει.
Όσοι άνθρωποι
μένουν στο δρόμο βοηθιούνται μεταξύ τους. Γνώρισα καλούς ανθρώπους, που όλη η
ζωή τους είναι ο δρόμος... Εμένα ένας χασικλής που ήμασταν μαζί άστεγοί, μου
έδωσε και κουβέρτες να σκεπαστώ. Υπάρχει ένας άστεγος που μένει στο παγκάκι
στον Πειραιά που παίρνει μια μικρή σύνταξη και κάθε μήνα όταν την παίρνει,
αγοράζει 3 κούτες τσιγάρα και τα μοιράζει στους άλλους άστεγους.
Οι άνθρωποι
που μένουν στο δρόμο είναι άνθρωποι που έχουν χωρίσει με τη γυναίκα τους και τα
έχουν παρατήσει όλα και λένε «καλύτερα στο δρόμο»... Πολλοί έχουν χάσει την
περιουσία τους από δάνεια, εφορία, και η οικογένεια τους τούς έχει κάνει πίσω.
Είναι σωστοί άνθρωποι, δεν είναι μαχαιροβγάλτες και εγκληματίες.
Εγώ έμενα στο
δρόμο δίπλα από το μαγαζί που τραγουδούσε ο Μαζωνάκης και η Γαρμπή. Άκουγα όλα
τα τραγούδια χωρίς να πληρώνω. Κάποιες φορές δεν μπορούσα να κοιμηθώ από
ντράγκα-ντρούγκα των οργάνων. Τους διαολόστελνα που δεν κοιμόμουν. Άλλες φορές
τα ευχαριστιόμουν τα τραγούδια.
Τι να θέλω
από τη ζωή μου; Ονειρεύομαι έναν τάφο καλό. Αν έχω έναν όμορφο τάφο, θα λένε
ότι είναι όμορφος αυτός που είναι μέσα. Προσπαθώ να είμαι πιο χαρούμενος.
Παλιότερα μ' είχε πάρει από κάτω. Τώρα μένω στον Ξενώνα της UNESCO στον
Πειραιά. Πηγαίνω και στο Κέντρο Ημέρας της PRAKSIS, εκεί με βοήθησαν να πάω
στον Ξενώνα και ξαναβρώ δουλειά -το καλοκαίρι δούλεψα στο Δήμο Αθηναίων στις
κατασκηνώσεις του Άγιο Ανδρέα.
Εγώ από
δουλειά δεν φοβάμαι, είμαι ψημένος. Όλα μπαίνουν σε μια σειρά... Για το τέλος
θα πω μια κρητική μαντινάδα : «Πάντα θλιμμένη χαραυγή για μένα ξημερώνει, γιατί
την ώρα που ξυπνώ κάθε χαρά τελειώνει».