της Αργυρώς Μαντόγλου, bookpress.gr, 23/11/016
Ο Τόμας Χάρντι (1840-1928) δεν
υπήρξε μόνο πολυγραφότατος μυθιστοριογράφος και σπουδαίος ποιητής αλλά και
διηγηματογράφος – αν και ορισμένα από τα 53 διηγήματα που έγραψε στη
διάρκεια της ζωής του, λόγω της έκτασης και της δυναμικής των χαρακτήρων, πλησιάζουν
περισσότερο το είδος της νουβέλας. Άρχισε να δημοσιεύει ανάλογες «ιστορίες» το
1874 σε περιοδικά για βιοπορισμό και η παραγωγή συνεχίστηκε για τα επόμενα
τριάντα χρόνια.
Σε αυτά τα μικρότερα
ή μεγαλύτερα σε έκταση αφηγήματα καθώς και στα αφηγηματικά του ποιήματα,
διακρίνεται μια στενή συγγένεια με τα μυθιστορήματά του – συγγένεια που
εντοπίζεται τόσο στην πυκνή πλοκή η οποία θα μπορούσε να προεκταθεί και να
εξελιχθεί σε ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, όσο και στη δυναμική των χαρακτήρων.
Πολλά από αυτά τα διηγήματα/νουβέλες έχουν χαρακτηριστεί ως συμπυκνωμένες και
πυκνές εκδοχές των μυθιστορημάτων του, καθώς μάς παρέχουν συνοπτικά την
κοσμοθεωρία του Χάρντι – έναν κόσμο όπου οι ψυχολογικοί παράγοντες και η μοίρα
ακούν δραματική επιρροή στους ήρωές του, ενώ οι γυναίκες αποτυπώνονται με
ανατρεπτικό ρεαλισμό και «πιστότητα», σοκαριστική για τους αναγνώστες και τον
τύπο της εποχής.
Ο Χάρντι το 1893 έγραφε, σε ένα
σημείωμά του, πως το περιεχόμενο και η ιδιαιτερότητα μιας ιστορίας συντελούν
στην ενίσχυση της δύναμης της αφήγησης να σαγηνεύει και να καθηλώνει τον
αναγνώστη, παρομοιάζοντας τον αφηγητή με γεροναυτικό, από το ομότιτλο ποίημα
του Κόλεριντζ «Η μπαλάντα του γεροναυτικού». Μια ιστορία οφείλει
να είναι ξεχωριστή προκειμένου να δικαιολογεί την αφήγησή της. Όλοι εμείς οι
αφηγητές είμαστε σαν τους γεροναυτικούς και δεν μάς εγγυάται κανείς πως θα
καθηλώσουμε τους προσκεκλημένους στο γλέντι του γάμου (με άλλα λόγια, το
βιαστικό κοινό), εκτός και αν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα ασυνήθιστο να
αφηγηθούμε, πέρα από τις καθημερινές εμπειρίες του μέσου άντρα και γυναίκας.
Στο Ο παραστρατημένος εφημέριος και άλλες ιστορίες περιέχονται τέσσερις νουβέλες, οι
οποίες πράγματι διαθέτουν «κάτι το ιδιαίτερα ασυνήθιστο» όχι μόνο για το κοινό
της εποχής του Χάρντι αλλά και για τον αναγνώστη του 21ου αιώνα. Προκειμένου να
γραφούν αυτές οι ιστορίες, ο Χάρντι μελετούσε παλιές εφημερίδες του Ντόρσετ, τα
αρχεία της ενορίας, συγκέντρωνε αποκόμματα από περιοδικά και μιλούσε με τους
γηραιότερους ανθρώπους της πόλης. Οι ιστορίες αυτές παρείχαν και τη βάση για τη
δημιουργία του Wessex, του μυθιστορηματικού τόπου όπου ο συγγραφέας τοποθέτησε
την πλοκή των περισσότερων μυθιστορημάτων του (Τζουντ, ο αφανής, Τεςς ντ’Ουμπλεβίλκ.ά.)
Ο Χάρντι σε ολόκληρο το έργο του
τόλμησε να μιλήσει ειλικρινά για τις σχέσεις, χωρίς τον ψευδή ρομαντισμό και το
μειλίχιο συναισθηματισμό που συναντάμε στους συγχρόνους του, παρέχοντάς μας μια
λεπτομερή απεικόνιση των δυσκολιών και της αδυναμίας κατανόησης τόσο ανάμεσα σε
άντρες και γυναίκες όσο και ανάμεσα σε αδύναμους και δυνατούς. Μέσα από τους
ήρωές του προκαλεί τους αναγνώστες, ξεσκεπάζοντας την υποκρισία της βικτοριανής
ηθικής, στοχεύοντας στην αποκάλυψη της σαθρών κοινωνικών και πολιτισμικών
συμβάσεων.
Οι μικρές ειρωνείες της ζωής
Τα τέσσερα
διηγήματα της παρούσας έκδοσης προέρχονται από τρεις συλλογές διαφορετικών
περιόδων του συγγραφέα και αποτυπώνουν την εξέλιξή του και τη διαμόρφωση των
ιδεών του μέσα στο χρόνο.
Ο ίδιος είχε πει πως ορισμένες από
τις ηρωίδες των σύντομων ιστοριών του «έχουν αδικηθεί», επειδή θα μπορούσαν να
γίνουν κεντρικές σε κάποιο από τα μυθιστορήματά του, καθώς διαθέτουν όλη την
ορμή και την πολυπλοκότητα που απαιτείται για μια κεντρική ηρωίδα. Με αυτή τη
δήλωσή του ήταν σαν να προκαλούσε μελλοντικούς συγγραφείς να «αναλάβουν» την
περαιτέρω πραγμάτωσή τους. Η υπογράφουσα, εμπνεύστηκε το πρώτο πεζογραφικό της
έργο από μια «ημιτελή» ιστορία του Χάρντι, την «Μια ευφάνταστη γυναίκα» που
περιλαμβάνεται στην ανά χείρας συλλογή.
Σε κάποιες περιπτώσεις τόλμησε ο
ίδιος να ανασκευάσει το τέλος κάποιας ιστορίας, όπως στο «Ο παραστρατημένος
εφημέριος», όπου η κεντρική ηρωίδα Λίζυ Νιούμπερυ, κόρη λαθρέμπορα, λαθρέμπορας
αλκοόλ και η ίδια, νοικιάζει το σπίτι της σε έναν μεθοδιστή ιερέα ο οποίος την
ερωτεύεται και τη διεκδικεί από κάτι αόριστο και ακαθόριστο, που δεν είναι άλλο
από τις παράνομες δοσοληψίες της Λίζυ, η οποία βγαίνει τη νύχτα ντυμένη άντρας
για να παραλάβει τα εμπορεύματα σε μια ερημική ακτή, παίρνει μέρος σε οδομαχίες
με τους αστυνομικούς για να προστατεύσει τους συνεργάτες της, χωρίς καμία ενοχή
ή δισταγμό για την ενασχόλησή της, καθώς αυτό έκαναν οι δικοί της, και τόσοι
άλλοι στον τόπο της, έτσι μεγάλωναν τα παιδιά τους και συντηρούσαν τις
οικογένειες τους. Η Λίζυ πολύ απέχει από τις ρομαντικές ηρωίδες της εποχής,
είναι περισσότερο μια δυναμική τυχοδιώκτρια που ξέρει τι θέλει και τι αγαπά,
ενώ στο τέλος παντρεύεται τον ιερέα όχι μετανιωμένη για τις παρανομίες, αλλά
συμβιβασμένη με το μικρότερο κακό. Όμως, ο Χάρντι, είκοσι τόσα χρόνια αργότερα,
στην επανέκδοσή της νουβέλας τολμά να «διορθώσει» το ρομαντικό τέλος, καθώς το
θεωρεί «αφύσικο» για μια τέτοια γυναίκα.
Στο σημείωμα της επανέκδοσης
γράφει: «Το τέλος της ιστορίας, με το γάμο της κυρίας Νιούμπερι και του
εφημέριου, ήταν σχεδόν ο κανόνας για τα εγγλέζικα περιοδικά την εποχή που
γράφτηκε αυτή η νουβέλα. Τώρα όμως, δε θα πείραζε να δοθεί ένα τέλος που θα
προτιμούσε περισσότερο ο συγγραφέας του. [...] …η Λίζυ στην πραγματικότητα δεν
παντρεύτηκε τον εφημέριο –πράγμα που κατά τη γνώμη του συγγραφέα ήταν προς τιμή
της– αλλά έμεινε κοντά στον Τζιμ Όουλετ, τον λαθρέμπορο, και μετανάστευσε μαζί
του στην Αμερική …».
Ο πρωτοπόρος κύριος Χάρντι
Ο Χάρντι ήταν
πρωτοπόρος, τόσο στην επιλογή των θεμάτων του όσο και στην εξέλιξη των
χαρακτήρων του – ιδιαίτερα των γυναικών, και δεν δίστασε να αποκαλύψει τη
σεξουαλικότητά τους, το πολυμήχανο μυαλό τους, χωρίς να τις επιβαρύνει με
ηθικοπλαστικές αξίες και υποκριτικούς δισταγμούς. Πόθος, λαγνεία, ματαιοδοξία,
υπολογισμός, όλα «αξιοποιούνται» στο βωμό της επιβίωσης, και η επιβίωση είναι
πάνω από όλα (ενίοτε αυτό που διακυβεύεται είναι και η επιβίωση του πνεύματός
τους, ή κάποιο υπαρξιακό τυραννικό συναίσθημα) – κι αυτό πολύ απέχει από το
ρομαντικό πρότυπο που ήθελε τη γυναίκα θύμα της πατριαρχικής βούλησης και
κυριαρχίας, υπάκουη και δεκτική.
Από όλους τους βικτοριανούς
συγγραφείς ο Τόμας Χάρντι ήταν εκείνος που περιέγραψε πιστότερα τη «γυναικεία
φύση»: οι γυναίκες είναι δυναμικές, περιδιαβαίνουν μόνες τα μονοπάτια, τα δάση,
τις ερημιές αλλά και την πόλη, μπαίνουν μόνες τους σε ξενοδοχεία, ταξιδεύουν
και εργάζονται, διδάσκουν αλλά και βαριούνται εύκολα και αλλάζουν κατεύθυνση ή
έχουν φιλοδοξίες ατομικές· εδώ σπάνια συναντάμε την αφοσιωμένη σύζυγο, τη
γυναίκα μάρτυρα ή θύμα.
Προάγγελος της μοντέρνας νέας
γυναίκας, είναι άνθρωποι με πάθη, σάρκα, και ατομισμό. Όμως είναι γοητευτικές,
δεν υπάρχει υπονοούμενο για μοχθηρή φύση, ούτε υπηρετούν το κακό, επειδή το
κακό μπορεί να είναι εξίσου δικαιολογημένο όπως και το καλό.
Αισθήσεις και έκτη
αίσθηση
Η ζωή όπως τη βιώνουν οι χαρακτήρες
του Χάρντι, παίρνει υλική, και φυσική υπόσταση, χρώμα, διαστάσεις και μορφή,
από τις αισθητηριακές προσλήψεις, τη ζωή των αισθήσεων και, ενίοτε, την έκτη
αίσθηση.
Όπως η Έλλα στο «Μια ευφάνταστη
γυναίκα», μια γυναίκα με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, η οποία συγκεντρώνοντας όλη
τη δύναμη της σε μια ιδεατή μορφή, υπερβαίνει τον υλικό κόσμο και με τη δύναμη
της ποίησης, τον προσεγγίζει. Όπως ο ποιητής Χάρντι, έτσι κι εκείνη, κινείται
μέσα και πέρα από τον υλικό κόσμο προκειμένου να ανακαλύψει τις εσωτερικές της
δυνάμεις αλλά και πάλι, όπως ο Χάρντι, καταφέρνει να δώσει μορφή στο
συναίσθημα, να δώσει σάρκα σε ένα όραμα της φαντασίας της – έστω και αν
χρειαστεί να πληρώσει το ακριβότερο τίμημα.
Ο Χάρντι
παρουσιάζοντας στους βικτωριανούς θηλυκά πρότυπα που δεν εναρμονίζονται με τα
στερεότυπα, όχι μόνο παραβίασε τους κανόνες της πουριτανικής λογοκρισίας, αλλά
απείλησε την καθεστηκυία τάξη, υπονομεύοντας τη δομή αλλά και τα θεμέλια της
ίδιας της κοινωνίας. Καταργώντας όλες εκείνες τις κοινωνικές και λογοτεχνικές
συμβάσεις που ενίσχυσαν το αξίωμα της Βικτωριανής Αγγλίας πως οι γυναίκες είχαν
σεξουαλική απάθεια και άγνοια για τις σωματικές τους λειτουργίες, ώστε να
θεωρούν τη σεξουαλική πράξη ως ένα ακόμα μυστήριο. Στον Χάρντι κυριαρχεί η
κατάλυση αυτού του μυστηρίου, οι ηρωίδες του μοχθούν και φέρουν τα σημάδια της
σεξουαλικής τους δραστηριότητας, αν κλάψουν το δέρμα τους κοκκινίζει, τα
βλέφαρά τους πρήζονται, πονούν και ιδρώνουν και όταν έχουν έλλειψη ύπνου, τα
χαρακτηριστικά τους αλλοιώνονται. Η πραγματικότητα τις εξαντλεί, και στο τέλος
της μέρας αφήνει πάνω στη γυναίκα, όπως και τον άντρα, τα ορατά σημάδια της
κόπωσης και της εξάντλησης. Όμως, ούτε τα ορατά σημάδια της κόπωσης ή τα
σημάδια των σωματικών λειτουργιών, ούτε κάποια αναπηρία ή δυσμορφία (όπως η
Γερτρούδη στο «Σακατεμένο χέρι») τις καθιστά λιγότερο ελκυστικές, οι ατέλειες
προσδίδουν χαρακτήρα κι ο μόχθος τη δική τους αύρα υπεροχής που βασίζεται στην
ικανότητά τους να επιβιώνουν (όπως η γαλατού Ρόντα στο ίδιο διήγημα).
Ο κόσμος της
υπαίθρου και της εργασίας δεν ήταν, για τους βικτοριανούς μυθιστοριογράφους,
μέρη κατάλληλα για το ασθενές φύλο. Ο Χάρντι καταγράφει όσα οι περισσότεροι από
αυτούς παραλείπουν: τον πραγματικό κόσμο των γυναικών. Στο ίδιο ριζοσπαστικό
πνεύμα, όχι μόνο αναγνωρίζει αλλά αποδίδει και τον απαιτούμενο σεβασμό στα
γυναικεία ευμετάβλητα συναισθήματα και στις σκοτεινές ή ακόμα και στις πεζές
επιθυμίες τους ή κατακριτέες πράξεις τους (όπως η διγαμία της Μπαπτίστα στο
«Μια μικρή παρένθεση»). Οι γυναίκες του Χάρντι δεν είναι αόρατες, ούτε
αιθέριες, αλλά γυναίκες με σάρκα και οστά που ζουν, κινούνται και συμμετέχουν
στην καθημερινότητα. Όμως αυτή η σχέση με το σώμα και τις λειτουργίες του έκανε
τους σύγχρονους κριτικούς να «φρικάρουν» και να τις χαρακτηρίσουν ως «γυναίκες
αηδιαστικές, απωθητικές, στυγνές, κτηνώδεις, χαλαρών ηθών» και να αποκηρύξουν
τα βιβλία του. Στο έργο του Χάρντι ανατρέπεται το κυρίαρχο δίπολο της γυναίκας
αγίας ή πόρνης με το να μεταφέρει απλώς την πραγματικότητα. Και αυτό από μόνο
του, την εποχή εκείνη, υπήρξε ανατρεπτικό.
Η μετάφραση του Γιάννη Κωστόπουλου
είναι ακριβής και προσεγμένη, όμως θα έκρινα πως η έκδοση θα εμπλουτιζόταν με
μια εισαγωγή που θα κατατόπιζε τον αναγνώστη για τον Χάρντι, τον διηγηματογράφο.