του Αριστείδη Χατζή, realpolitics.gr, 23/11/2011
Δεν είναι ψέμα, αν εσύ το πιστεύεις
George Costanza
Οι τρεις κυρίες που κάθονταν ακριβώς από πίσω μου στο θέατρο συζητούσαν στο διάλειμμα για τον συγγραφέα. Το έργο ήταν ο Θείος Βάνιας και ο συγγραφέας ο Άντον Τσέχωφ, ο οποίος, σύμφωνα με τη μία από τις κυρίες που φαινόταν να ξέρει πολλά, ήταν δημόσιος υπάλληλος. Η ίδια κυρία, με αφορμή τις γνώσεις της για τα επαγγελματικά του Τσέχωφ, συνέχισε να εντυπωσιάζει τις φίλες της κάνοντας μια σύντομη ανάλυση της σχέσης της τέχνης με την εργασία στο δημόσιο. Ο Τσέχωφ, όπως και οι υπόλοιποι λογοτέχνες-δημόσιοι υπάλληλοι, διοχέτευε στο έργο του την ανεκμετάλλευτη δημιουργικότητά του. Βέβαια, στην πραγματικότητα, ο Τσέχωφ ήταν γιατρός και αρκετά ευκατάστατος γαιοκτήμονας ώστε να προσφέρει δωρεάν τις υπηρεσίες του σε πολλές περιπτώσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η κυρία στην πίσω σειρά δεν το γνώριζε, το πρόβλημα είναι ότι κατασκεύασε μία ολόκληρη θεωρία για την ιστορία της λογοτεχνίας βασισμένη στις ελλιπείς της γνώσεις που όμως διέδιδε με μεγάλη αυτοπεποίθηση.
Στην περίφημη σκηνή του Νευρικού Εραστή (Annie Hall) του Γούντυ Άλλεν, ο πρωταγωνιστής (ο ίδιος ο Άλλεν) περιμένει σε μια μεγάλη ουρά μπροστά σε ένα κινηματογράφο μαζί με τη φίλη του (Νταϊάν Κίτον) και εκνευρίζεται καθώς αναγκάζεται να ακούει τις μπουρδολογίες για τον Φελίνι και τον Μπέκετ ενός τύπου που στέκεται ακριβώς από πίσω του στην ουρά: «Θα πάθω εγκεφαλικό!» λέει στην Κίτον. Ο τύπος όμως συνεχίζει τις μπαρουφο-αναλύσεις του για τον Μάρσαλ ΜακΛούαν μέχρι που ο Γούντυ αγανακτισμένος στρέφεται προς την κάμερα για να αναρωτηθεί τι θα πρέπει να κάνει όταν είναι αναγκασμένος να ανέχεται τις βλακείες κάποιου σε παρόμοιες περιστάσεις. Ο άλλος διαμαρτύρεται έντονα λέγοντας ότι έχει δικαίωμα να διατυπώνει την άποψή του και στο κάτω-κάτω διδάσκει ένα σχετικό μάθημα στο Πανεπιστήμιο Columbia και γνωρίζει πολύ καλά το έργο του ΜακΛούαν! «Α, ναι;» απαντάει ο Γούντυ, «ωραία, γιατί τυχαίνει να έχω εδώ τον ίδιο τον ΜακΛούαν!» Φυσικά εμφανίζεται ο ΜακΛούαν στην οθόνη και εξευτελίζει τον τύπο: «Δεν έχεις ιδέα για το έργο μου! Είναι εντυπωσιακό και μόνο το γεγονός ότι σε προσέλαβαν να διδάξεις οτιδήποτε..». Ο Γούντυ ξαναστρέφεται στην κάμερα και μονολογεί: «Μακάρι και η πραγματική ζωή να ήταν έτσι..»
Όμως η πραγματική ζωή δεν είναι έτσι. Ο Τσέχωφ δεν εμφανίστηκε στην κεντρική αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου και η κυρία στην πίσω σειρά συνέχισε τη γεμάτη ανακρίβειες ανάλυσή της απολαμβάνοντας τον ανυπόκριτο θαυμασμό των άλλων κυριών που μάλλον αποστήθιζαν τη διάλεξη για να την μεταφέρουν στο δικό τους περιβάλλον με το ανάλογο τελετουργικό ύφος εγκυρότητας.
Όλοι κάνουμε λάθη και ο συγγραφέας αυτού του κειμένου έχει σίγουρα το μερίδιό του στα σφάλματα. Υποθέτω ότι θα συνεχίζω να κάνω λάθη και ελπίζω ότι θα βρίσκεται πάντα κάποιος ή κάποια να μου τα επισημαίνει.
Όμως το πρόβλημα δεν είναι το απλό λάθος που οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει αλλά το σοβαρό σφάλμα που μπορεί να διαπράξει εξαιτίας μιας ψευδοεπιστημονικής πλάνης. Είναι απαράδεκτο το 2011, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα να είναι τόσο δημοφιλείς στην Ελλάδα απόψεις που ταιριάζουν στο μεσαίωνα. Είναι αδιανόητο να περιτριγυρίζεσαι από θρησκείες και κινήματα που δεν τις έχει αγγίξει ο διαφωτισμός. Είναι σουρεαλιστικό να ακούς θεωρίες συνομωσίας που είναι τόσο ευφάνταστες και ταυτολογικές όσο λίγες ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Είναι ανατριχιαστικό να ακούς νέους ανθρώπους να απορρίπτουν την επιστήμη και να υπερασπίζονται τον τσαρλατανισμό. Είναι τραγικό να βλέπεις πόσο αδύναμη είναι πολλές φορές η γνώση απέναντι στην αυτοπεποίθηση της κτηνώδους άγνοιας.
Όποια ώρα κι αν ανοίξεις την τηλεόραση, όπου κι αν ψάξεις στο internet, όποια εφημερίδα κι αν διαβάσεις, θα πέσεις πάνω στους έμπορους της άγνοιας. Σε εκείνους δηλαδή που επιβιώνουν και ενίοτε πλουτίζουν, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια αυτών που τους εμπιστεύονται και βασιζόμενοι στις ελλιπείς γνώσεις που έχουν οι περισσότεροι για διάφορα ζητήματα (ιστορία, διεθνής πολιτική, οικονομικά, κλπ.). Καθώς είναι αρκετά δύσκολο να επενδύσει κάποιος στη συγκέντρωση των απαραίτητων πληροφοριών και να επιλέξει τις αξιόπιστες πηγές, γιατί δεν διαθέτει το χρόνο και τα απαραίτητα εργαλεία για να το κάνει, αναζητά κάτι απλό και εύπεπτο. Κάτι που να τον κάνει να αισθάνεται ειδήμων και έξυπνος με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια και το μικρότερο κόστος. Επιπλέον είναι παρηγορητικό να διαβάζεις θεωρίες συνωμοσίας, με καλούς, κακούς, ισχυρούς, αδύνατους, αδικημένους και δολοπλόκους. Η γοητεία αυτών των αφηγήσεων έγκειται στην απλοϊκότητά τους όσον αφορά στη δόμηση ενός κόσμου που μπορεί να κατανοηθεί από όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν ή να ανεχθούν την πολυπλοκότητα.
Δόξα τω θεώ υπάρχουν αρκετοί επιτήδειοι που κάνουν ακριβώς αυτό: πουλάνε την επίφαση της γνώσης και ζουν εκμεταλλευόμενοι την άγνοια. Αντί να σπουδάσεις ιστορία για 4-5 χρόνια και να διαβάσεις 100-150 εγχειρίδια για να αποκτήσεις τις βασικές απλώς γνώσεις σε ένα τεράστιο αντικείμενο, βλέπεις το Zeitgeist και τα μαθαίνεις όλα αυτά σε λίγα λεπτά – ανήκεις μάλιστα σε μια «επίλεκτη» ομάδα ανθρώπων που γνωρίζουν πολύ περισσότερα από τους υπόλοιπους που μελετάνε τη «συμβατική ιστορία» («οι βλάκες!») χάνοντας τον χρόνο τους.
Αντί να καθίσεις να μελετήσεις οικονομικά (ένα πολύ δύσκολο και τεχνικό αντικείμενο), βλέπεις την ταινία του Michael Moore ή ένα κλιπάκι της συμφοράς στο internet και έχεις καταλάβει πώς λειτουργεί ο παγκόσμιος καπιταλισμός, ποιος κατευθύνει την παγκοσμιοποίηση και ποιος παγίδεψε την Ελλάδα στο σατανικό σχέδιο του μνημονίου. Αντί να αντιμετωπίσεις τα πραγματικά προβλήματα με αποτελεσματικά μέσα αναζητάς τον Dr. Evil.
Δυστυχώς ή ευτυχώς για την κατάκτηση της γνώσης υπάρχει ένας μόνο δρόμος, κι αυτός είναι ο δύσκολος δρόμος που προσφέρει η επιστήμη. Οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια να κατανοήσεις τον κόσμο με άλλα εργαλεία είναι το αντίστοιχο του να προσπαθήσεις να μάθεις αστρονομία διαβάζοντας το ωροσκόπιο στην εφημερίδα.
Όμως η άγνοια δεν είναι προνόμιο αυτών που δεν είχαν την τύχη να συναντηθούν με την επιστήμη, ούτε η γνώση συνδέεται απαραίτητα με τα τυπικά πτυχία αλλά περισσότερο με την ουσιαστική ικανότητα να διακρίνεις τους έγκυρους τρόπους απόκτησης της γνώσης. Η ικανότητα αυτή όμως αποκτάται μετά από χρονοβόρα και ιδιαίτερα απαιτητική επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο.
Η ψευδαίσθηση της γνώσης δεν περιορίζεται στο πνευματικό προλεταριάτο. Πρόσφατα διάβασα τρία διαφορετικά κείμενα καθηγητών Νομικής για την οικονομική κρίση. Οι τρεις αυτοί συγγραφείς είναι καλοί νομικοί, διακεκριμένοι στον τομέα τους και με πολλά χρόνια σπουδών. Όμως αποφάσισαν να ασχοληθούν με ένα οικονομικό φαινόμενο και να ασκήσουν κριτική στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης (καθόλα θεμιτό καθώς η πολιτική αυτή σηκώνει πολλή κριτική). Όμως διαβάζοντας τις αναλύσεις και τα επιχειρήματά τους, ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής οικονομικού τμήματος θα εντόπιζε με μεγάλη ευκολία τα λάθη και τις ανακολουθίες. Γιατί όμως ένας σοβαρός επιστήμονας να ασχοληθεί με κάτι που δεν γνωρίζει ή μάλλον γιατί να νομίζει ότι γνωρίζει κάτι για το οποίο δεν έχει προφανώς ιδέα; Στη θεωρία του δικαίου το φαινόμενο αυτό ονομάζεται νομικός φορμαλισμός: η ψευδαίσθηση που έχουν πολλοί νομικοί ότι σε όλα τα ερωτήματα αρκούν για την απάντηση τα αναλυτικά εργαλεία και οι έννοιες της νομικής επιστήμης – οι άλλες επιστήμες είναι περιττές.
Ο νομικός φορμαλισμός δεν περιορίζεται στην άγνοια των οικονομικών. Εκτός από τους νομικούς που εκφράζουν μερκαντιλιστικές απόψεις του 16ου αιώνα στα άρθρα τους, έχουμε και τους νομικούς που ασχολούνται με τη φύση του γενετικού υλικού (είναι «πράγμα» ή «στοιχείο της προσωπικότητας») θεωρώντας απόλυτα φυσικό να μην κάνουν καμία αναφορά σε θεωρίες βιοηθικής και κυρίως τους νομικούς που ασχολούνται με τη ρύθμιση μιας κοινωνίας που δεν γνωρίζουν, γιατί δεν θεωρούν απαραίτητο να χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία των εμπειρικών κοινωνικών επιστημών για να την κατανοήσουν. Φυσικά δεν είναι μόνο νομικοί αυτοί που διακρίνονται για την επίδειξη της αυτάρεσκης ημιμάθειάς τους αλλά και πολλοί άλλοι. Η καλή γνώση μιας επιστήμης δεν σου δίνει αυτόματα την αυθεντία και σε όλες τις άλλες.
Το πρόβλημα με τους διανοούμενους (με και χωρίς εισαγωγικά) που εκφράζουν δημόσια τις απόψεις τους είναι ότι δεν υπάρχει ένας εύκολος τρόπος να ελέγξει το κοινό την ποιότητά τους. Μπορούν να λένε ό,τι θέλουν. Από τον Michael Moore, τον Max Keiser, το Zeitgeist και τη Naomi Klein μέχρι τους εγχώριους μεταπράτες των θεωριών συνωμοσίας, τους αμόρφωτους δημοσιογράφους και τους διανοούμενους της συμφοράς, οι διαφορές είναι ελάχιστες. Η ομοιότητα όμως είναι μία και σημαντική: θα προωθήσουν τη δική τους ατζέντα σπεκουλάροντας στη δική μας άγνοια. Σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να τους εμποδίσουμε παρά μόνο η περισσότερη γνώση, η ευρύτερη πληροφόρηση και φυσικά η επιστήμη – το καλύτερο όπλο απέναντι στην πλάνη.