του Ανδρέα Πετρουλάκη, protagon.gr, 10/12/2012
Έχω πάντα στο μυαλό μου ένα περιστατικό από αυτά που είναι δυνατόν να σου συσκοτίσουν την κρίση μέσα στη σημειολογία τους. Ήταν Δεκέμβριος του 1994, ο Α. Σαμαράς είχε μόλις ανακοινώσει το όνομα του Κωστή Στεφανόπουλου ως πρότασή του για επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, αφού ήταν κοινό μυστικό ότι συμφωνούσε και το ΠΑΣΟΚ, η εκλογή του ήταν βέβαιη. Τη νύχτα εκείνη ο πρώην αρχηγός της ΔΗΑΝΑ επέστρεφε από την Πάτρα και βρήκε μπροστά στο σπίτι του, στην οδό Δάφνης, όλον το στρατό των τηλεοπτικών συνεργείων της χώρας.
Απτόητος βγήκε από το αμάξι, έσκυψε κάτω απ΄ το τιμόνι και μπουρδουκλώθηκε για να περάσει το μπαστούνι ασφαλείας κάτω από το πετάλι του φρένου. Αναψοκοκκίνισε γιατί δεν του πετύχαινε το κλείδωμα αλλά δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια — τού πήρε αρκετή ώρα για να το καταφέρει κάτω από τα βλέμματα όλων των Ελλήνων. «Μα δεν έχει συναίσθηση της στιγμής;», σκέφτηκα. «Κανένα μεγαλείο;». Φανταστείτε, διαδεχόταν τον Καραμανλή, τον πιο μεγαλοπρεπή πολιτικό της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και η σύγκριση τον έκανε να φαντάζει μικροαστός δικηγόρος επαρχίας που φοβόταν μην του κλέψουν το αυτοκίνητο. Αργότερα κατάλαβα ότι τα φαινόμενα απατούν. Ο Στεφανόπουλος απλώς ήταν και επέμενε να είναι ο εαυτός του. Το μεγαλείο, η θεατρικότητα, ο υψηλός συμβολισμός και οι χρησμοί δεν ταίριαζαν στην προσωπικότητά του αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει ο καλύτερος Πρόεδρος της Μεταπολίτευσης.
Το αντίστοιχο του Στεφανόπουλου σε πρωθυπουργό ήταν ο Κώστας Σημίτης. Καθόλου ταλαντούχος στην επικοινωνία, καθόλου χαρισματικός στην δημόσια εικόνα του και από μεγαλείο άστα να πάνε. Από το «ευχαριστούμε τους Αμερικάνους» μέχρι το «είμαι ο Σημίτης, ο πρωθυπουργός», όταν έκλεινε ραντεβού σε ασφαλισμένο του ΙΚΑ στο 184, καταλάβαινες ότι ο άνθρωπος διέφερε από όλους τους προγενέστερους και τους επόμενους πρωθυπουργούς στην αντίληψη που είχε (ή δεν είχε) για την αξία των συμβολισμών. Στην ουσία δεν ασχολείτο καθόλου με την έννοια.
Είναι σίγουρο ότι για το ίδιο ακριβώς περιστατικό των Ιμίων ο παλιός Καραμανλής θα έδινε έναν πολυσήμαντο δυσεπίλυτο χρησμό, ο Αντρέας θα έλεγε «χάρη στον ηρωισμό των Ελλήνων...», ο Μητσοτάκης «χάρη στους χειρισμούς μου…» , ο νεότερος θα διοχέτευε σχέδιο δολοφονίας του για τη ανυποχώρητη στάση του και πάει λέγοντας. Το «ευχαριστούμε τους Αμερικάνους» θα το έλεγε μόνο αυτός που θα σου απαντούσε «μα, αφού οι Αμερικάνοι έσωσαν την κατάσταση, γιατί να μην το πω;» Είναι ο ίδιος άνθρωπος που σκέφτηκε «γιατί να μην κάνω έξωση και κατάσχεση στον ρολογά που νοικιάζει το μαγαζί μου; Αφού μου χρωστάει νοίκια; Τι άλλο προβλέπει ο νόμος;» Δεν πέρασε από το μυαλό του ότι ένας πρωθυπουργός οκτώ χρόνων δεν κάνει κατάσχεση λουρακιών.
Για αυτό δεν με εκπλήσσει και το τωρινό περιστατικό με την αποζημίωση για τα γκαζάκια στο πολιτικό του γραφείο. Είναι απολύτως συμβατό με την πολιτεία ενός ανθρώπου που είδε την πολιτική, όχι σαν μια αποστολή για την οποία τον επέλεξε η ιστορία αλλά ως μια δουλειά που πρέπει να γίνει καλά. Όχι με όρους εικόνας αλλά με όρους ουσίας. Καταλαβαίνουμε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι συνάδελφοί του θα αρνούντο δημοσίως την αποζημίωση ή θα την προσέφεραν με κάμερες σε πραγματικά θύματα τρομοκρατίας. Πιθανότατα και ο κ. Σημίτης το ίδιο θα έπρεπε να είχε κάνει.
Παλιότερα θα με ενοχλούσε η συμπεριφορά του, τώρα όχι. Τώρα πια έχω αλλάξει. Έχω συνειδητοποιήσει ότι έχουμε χορτάσει όλα αυτά τα χρόνια από king size πρωθυπουργούς και πολιτικούς, καλούς γνώστες της σημειολογίας των δημοσίων κινήσεων, με βαρύγδουπες συμπεριφορές- κελύφη πολιτικής ανυπαρξίας, μανούλες στη διαχείριση των συμβόλων και της εικόνας τους, από μηχανής θεούς που λύνουν τους γόρδιους δεσμούς όταν τα απαιτεί ο λαός και ο Τύπος. Πρωθυπουργούς με Mont Blanc, μεγαλοπρέπεια, γοητεία, ναρκισσισμό και αυτοπεποίθηση και όχι σαστιμάρα, μπλοκάκια και λουράκια. Δεν είναι της παρούσης αν ο Σημίτης ήταν καλός ή κακός πρωθυπουργός, απλώς θεωρώ ανάξιο λόγου το γεγονός της αποζημίωσης. Δεν μασάω πια από μεγαλεία. Το είχα πάθει με τον Στεφανόπουλο και έμαθα.