Ένα ψυχιατρικό πείραμα για την ταύτιση με ξένα πρόσωπα.
Το έτος 1663 ζούσε στο Παρίσι ένας
άντρας που ονομαζόταν Simon Morin, για τον οποίο έγραψε αρκετά χρόνια αργότερα
ο Βολταίρος. Αυτός ο Μορέν είχε ενοράσεις και πίστευε ότι ήταν «υιός του θεού» όπως
είχε μάθει τις ιστορίες για τον Χριστούλη στο σπίτι και στο σχολείο.
Ο ισχυρισμός του Μορέν αποτελούσε κατά την άποψη της εκκλησίας αιρετική αλαζονεία – κανείς δεν ενδιαφερόταν ότι ο άνθρωπος ήταν τρελός, όπως και
πολλοί άλλοι μέχρι των ημερών μας. Οι υπηρέτες της αγάπης, χριστιανοί κληρικοί, θα τον είχαν κάψει από την αρχή στην πυρά, αλλά κάποιος υπέδειξε να τον κλείσουν
δοκιμαστικά στο ψυχιατρείο, μήπως απαλλασσόταν από τα δαιμόνια.
Εκεί καλοπερνούσε ο Μορέν, μέχρι
που γνωρίστηκε με έναν άλλον τρόφιμο του ψυχιατρείου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι
είναι ο «θεός», αυτοπροσώπως. Η εμπειρία αυτή ταρακούνησε τόσο πολύ τον Μορέν, ώστε
αναγνώρισε τη δική του ψυχασθένεια που τον οδηγούσε να ταυτίζεται με ένα άλλο,
μυθικό πρόσωπο.
Στη συνέχεια συνήθισε όμως ο Μορέν
στην ιδέα ότι ο άλλος ήταν τρελός και ότι αυτός ήταν πράγματι ο «υιός του θεού»,
οπότε επανήλθε στην αρχική ιδεοληψία του. Τελικά η χριστιανική εκκλησία τον οδήγησε
ως αιρετικό στην πυρά…
Με αυτές τις εμπειρίες ξεκίνησε
κάπου 200 χρόνια αργότερα ο Αμερικάνος ψυχίατρος Milton Rokeach να διερευνά τα
θέματα της ταύτισης με ξένα πρόσωπα και αναρωτιόταν, αν ισχυρίζομαι ότι είμαι ο
Ναπολέων και συναντήσω κάποιον, ο οποίος επίσης ισχυρίζεται ότι είναι ο Ναπολέων,
δηλαδή εγώ, δεν θα έπρεπε αυτή η εμπειρία να καταστρέψει την ιδεοληψία μου και
να καταλάβω ότι δεν μπορεί να είμαι κάποιος που είναι ένας άλλος; Μήπως αυτό ήταν
μια δυνατότητα ίασης της ψυχασθένειας;
Για το σκοπό αυτό μάζεψε ο ψυχίατρος
τρεις ψυχασθενείς, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι είναι ο Ιησούς Χριστός, όπως τον
μάθανε στην οικογένεια και στο σχολείο. Εγκατέστησε αυτούς τους τρεις ασθενείς
στο Ypsilanti State Hospital του Μίτσιγκαν (άγνωστο από πού προκύπτει το όνομα
Υψηλάντη!) και τους άφησε να συζήσουν στον ίδιο χώρο, καθένας με την ιδεοληψία
του.
Το καλοκαίρι του 1959 συστήθηκε
καθένας από τους τρεις στους υπολοίπους λέγοντας:
Λέγομαι Joseph Cassel, 58 ετών, και στην
πραγματικότητα είμαι ο θεός.
Ονομάζομαι Clyde Benson, 70 ετών, και είμαι ο θεός
σας.
Στο πιστοποιητικό γεννήσεως αναφέρεται ότι λέγομαι
Leon Gabor, 38 ετών, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ο ξαναγεννημένος Ιησούς
Χριστός.
Και οι τρεις ψυχοπαθείς ήξεραν
με ακρίβεια τα θεολογικά δόγματα περί τριάδας που είναι ένας θεός, αλλά τρεις
κ.ο.κ., αλλά τα εισέπρατταν ως δική τους ιδιότητα. Επί δύο έτη ζούσαν, έτρωγαν
και κοιμόντουσαν μαζί, αλλά καθένας παρέμενε σταθερός στην πίστη του, όπως δεν
αλλάζουν ως οπαδοί ομάδα κάποιοι που ζούνε επί χρόνια μαζί. Καθένας είχε μια διαφορετική
εξήγηση γιατί ήταν αυτός ο θεός και όχι οι άλλοι:
- Ο Cassel δήλωνε ότι οι άλλοι δύο δεν ήταν πραγματικοί άνθρωποι αλλά μηχανές, χωρίς αυτονομία σκέψης και κινήσεων.
- Ο Benson ισχυριζόταν ότι οι άλλοι δύο έκαναν το θεό για λόγους επίδειξης, αλλά ήξεραν ότι δεν έχουν σχέση με αυτόν που είναι ο πραγματικός θεός.
- Ο νεότερος των τριών, Gabor, ήξερε ότι οι άλλοι δύο είναι τρόφιμοι του ψυχιατρείου, ενώ αυτός έρχεται και φεύγει όποτε θέλει, αφού είναι θεός.
Κάποια μέρα άρχισε ο Gabor να
ισχυρίζεται ότι είχε και μία γυναίκα, ενώ ποτέ δεν είχε οποιαδήποτε σχέση
με γυναίκα. Ο ψυχίατρος άρχισε να του στέλνει επιστολές της «γυναίκας» του, η
οποία τον θερμοπαρακαλούσε να αφήσει τις ιστορίες με την ξένη ταυτότητα και να
επιστρέψει στην οικογένεια ως απλός άνθρωπος που είναι. Ο Gabor άρχισε να
εκνευρίζεται με τις ανοησίες της «γυναίκας» του και κάποια στιγμή διέκοψε τις σχέσεις
μαζί της, δεν ήθελε να ξαναπάρει γράμμα της.
Το καλοκαίρι του 1961 ολοκλήρωσε
ο ψυχίατρος το πείραμα και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει κανένας
από τους ασθενείς του άποψη για την θεϊκότητά του… Και οι τρεις ασθενείς έμειναν
μέχρι που πέθαναν από φυσικά αίτια στο ψυχιατρείο και ο γιατρός έκανε γνωστό το
πείραμά του με ένα βιβλίο που συνέγραψε.