του Βασίλη Ραφαηλίδη, "Ιστορία (κωμικοτραγική)
του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974", σελ. 419,436-7
του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974", σελ. 419,436-7
Ένας κόμπος κάθεται στο λαιμό μου κάθε φορά που περνώ έξω από το Πολυτεχνείο. Το μπουντρούμι της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας βρίσκεται πίσω από το Πολυτεχνείο. Κι όσοι πέρασαν από εκεί, δεν νομίζω πως θα ήταν δυνατό να έχουν διάθεση να συνεορτάσουν με τους πανηγυριώτες της 17ης Νοέμβρη. Εκεί μπροστά μας ξεφόρτωσαν για να μας παν στη σήμανση, λίγο πιο κάτω, στα Χαυτεία. Από την Ασφάλεια μέχρι το Πολυτεχνείο, η απόσταση είναι δυο βήματα. Κι ωστόσο μας φόρτωσαν στην κλούβα για να μας ξεφορτώσουν λίγο παρακάτω. Ίσως δεν ήθελαν να βλέπουν οι περαστικοί πως από την Ασφάλεια βγαίνουν πολιτικοί κρατούμενοι δεμένοι με χειροπέδες, σαν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.
Ευτυχώς, να λες, που
ήμουν δεμένος με τον Περικλή Κοροβέση — πάντα με τον Περικλή θα
με δένουν από δω και πέρα σε κάθε μετακίνηση. Ίσως γιατί στην πρεμιέρα
ήμασταν πολύ καλοί σαν ζευγάρι κωμικών. Ασουλούπωτοι και οι δύο, άνθρωποι με
χιούμορ και οι δύο, προσφέραμε θέαμα υψηλής ποιότητας στο εθνικό θέατρο του
παραλόγου. Μας μεταφέρουν την άλλη μέρα από την οδό Μπουμπουλίνας στην οδό
Ρεθύμνης, εκεί κοντά, προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Σε ένα νεοκλασικό της
συμφοράς, ήταν οι κοιτώνες των αστυφυλάκων που υπηρετούσαν στην
Ασφάλεια.
Ήταν σκοτάδι πίσσα εκεί μέσα. Από πουθενά δεν έμπαινε φως και πουθενά δεν άναβε φως. Καμιά εικοσαριά ανθρώπους, μας αδειάζουν στον καινούργιο μας τάφο. Δεν έχω ιδέα, κανείς δεν θα ήταν δυνατό να έχει ιδέα, πόσες μέρες μείναμε εκεί. Ούτε ρολόι, ούτε φως, ούτε ώρες ύπνου, ούτε ώρες ξύπνιου. Προσπαθούσαμε να μετρήσουμε το χρόνο με το κατούρημα. Δύο κατουρήματα, μια μέρα. Το φαΐ, οι μανάδες συνέχιζαν να το πηγαίνουν στην Μπουμπουλίνας. Στη Ρεθύμνης ήμασταν ινκόγκνιτο. Κανείς δεν ήξερε πως υπάρχει κρατητήριο, παρεκκλήσιο το λέγαμε, στην οδό Ρεθύμνης. Όλοι γνώριζαν τον μητροπολιτικό ναό της οδού Μπουμπουλίνας, κι εκεί πήγαιναν τις προσφορές τους.
Ήταν σκοτάδι πίσσα εκεί μέσα. Από πουθενά δεν έμπαινε φως και πουθενά δεν άναβε φως. Καμιά εικοσαριά ανθρώπους, μας αδειάζουν στον καινούργιο μας τάφο. Δεν έχω ιδέα, κανείς δεν θα ήταν δυνατό να έχει ιδέα, πόσες μέρες μείναμε εκεί. Ούτε ρολόι, ούτε φως, ούτε ώρες ύπνου, ούτε ώρες ξύπνιου. Προσπαθούσαμε να μετρήσουμε το χρόνο με το κατούρημα. Δύο κατουρήματα, μια μέρα. Το φαΐ, οι μανάδες συνέχιζαν να το πηγαίνουν στην Μπουμπουλίνας. Στη Ρεθύμνης ήμασταν ινκόγκνιτο. Κανείς δεν ήξερε πως υπάρχει κρατητήριο, παρεκκλήσιο το λέγαμε, στην οδό Ρεθύμνης. Όλοι γνώριζαν τον μητροπολιτικό ναό της οδού Μπουμπουλίνας, κι εκεί πήγαιναν τις προσφορές τους.
Και οι διάκονοι του
εθνικού συμφέροντος, όπως λέμε στην Ελλάδα το ιδιωτικό συμφέρον, μετέφεραν τον
άρτον ημών τον επιούσιον ιεροκρυφίως στο παρεκκλήσιον, όπου και κοινωνούσαμε
των αχράντων μυστηρίων των σωτήρων του έθνους. Ανοίγαμε τα τάπερ στα τυφλά, κι
ό,τι άρπαζαν τα δάχτυλα, τούτο το πανάρχαιο πιρούνι που είναι δυνατό να λειτουργήσει
και σαν μαχαίρι. Κεφτέδες, φώναζε ο ένας τυφλοπόντικας. Κοτόπουλο έλεγε από
δίπλα ο άλλος τυφλοπόντικας. Ήταν το παιχνίδι μας. Κι ο Περικλής Κοροβέσης να
λέει ανέκδοτα και να μη σώνει ποτέ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον
Γιώργο, έναν καλοκάγαθο αστυφύλακα μιας κάποιας ηλικίας που έπαιρνε σύνταξη σε
λίγο. Απʼ αυτόν μαθαίναμε στο κρατητήριο, όπου οι εφημερίδες απαγορεύονταν
αυστηρά, τα σημαντικά διεθνή γεγονότα. Αυτός ήταν που μας πληροφόρησε για το
θάνατο του Γκεβάρα, για τον οποίο, άλλωστε, με δυσκολία έκρυβε το θαυμασμό του.
Φυσικά, όλα αυτά μας ταʼλεγε εμπιστευτικά, σχεδόν συνωμοτικά. Ωστόσο,
δεν έκανε ποτέ κουβέντα για τη χούντα και τα σχετικά με τον πάνω κόσμο, των
ζώντων Ελλήνων. Αυτών που ακόμα δεν
ήξεραν τίποτα για τη μεγάλη ευκαιρία που θα τους προσέφερε το Πολυτεχνείο
αργότερα, ώστε να νοιώσουν κι αυτοί λιγάκι αντιφασίστες, χαμένοι μέσα στη
μεγάλη μάζα των δημοκρατών που πολιορκούσαν το Πολυτεχνείο.
Το μεγάλο πλήθος παρέχει ασφάλεια. Όσους κι αν συλλάβουν, όσους κι αν
σκοτώσουν, ξέρεις πως οι πιθανότητες να σου συμβεί κακό είναι περίπου ίσες με
τις πιθανότητες να κερδίσεις τον πρώτο λαχνό του λαχείου. Ρισκάρεις λοιπόν,
σχεδόν εκ του ασφαλούς κι έτσι ανέξοδα αποχτάς το δικαίωμα να παριστάνεις τον
αντιστασιακό. Πού ήταν όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι όταν τους είχαμε ανάγκη;
Μα, περίμεναν να ξεθυμάνει η χολέρα που λέγεται χούντα για να βγουν από το
καβούκι, αυτοί οι καλοί νοικοκυραίοι.
Ο λαός της Αθήνας
έβλεπε την χούντα να καταρρέει από τα ίδια της τα ανομήματα και μπήκε στον
εύκολο αγώνα, έτσι για την τιμή των όπλων, που λέμε, και ίσα-ίσα για να λέμε
πως την χούντα την έριξε ο λαός, τη στιγμή που και οι κότες ξέρουν εκείνο που
καμώνονται πως δεν ξέρουν τα μουλάρια, ότι δηλαδή η χούντα έπεσε γιατί σάπισε. Γιατί,
λοιπόν, σκοτώνονται να μαζέψουν τα σάπια φρούτα που κάθε χρόνο πέφτουν κάτω από
το δέντρο του Πολυτεχνείου οι όψιμοι αντιστασιακοί; Και, βέβαια, δεν αναφέρομαι εδώ στους
έτσι κι αλλιώς ζωηρούς έφηβους που, με κάθε ευκαιρία, το παίζουν επαναστάτες…ή
περίπου.
Βρισκόμουν από την
πρώτη μέρα της δικτατορίας στον προθάλαμο της κόλασης και ήδη είχα αρχίσει να
εξοικειώνομαι σιγά-σιγά με την ιδέα ενός θανάτου διά τυφεκισμού. Εκείνους τους
πρώτους μήνες της αναγέννησης του φοίνικα από τις παλιές του στάχτες, που
ξέμειναν από άλλους καιρούς, κανείς δεν ήξερε πως θα εξελιχτούν τα πράγματα.
Οι αντιστασιακοί σε ένα χρόνο, όταν θα γίνει φανερό
πως η χούντα είναι της πλάκας, θα πληθύνουν πολύ. Εύκολα
αντιστέκεται κανείς όταν ξέρει πως τουλάχιστον η ζωή του δεν κινδυνεύει. Όμως,
εμείς είχαμε αρχίσει την αντίσταση κατά της χούντας από την πρώτη κιόλας μέρα,
χωρίς να νοιαστούμε και πολύ για τις συνέπειες της στράτευσής μας. Δεν ήμασταν
μέλη της «Δημοκρατικής Άμυνας» που πάρα πολύ όψιμα αποφάσισαν να αντισταθούν κι
αυτοί στη χούντα, κυρίως δια συνεδριάσεων.
Ήμασταν νέοι
κομμουνιστές, που μπορεί να μην είχαμε ακόμα ιδιαίτερα αναπτυγμένη την πολιτική
μας συνείδηση, πάντως συνείδηση του κινδύνου είχαμε. Το
γεγονός πως τα ιδανικά μας αργότερα θα στραπατσαριστούν κι εδώ στην Ελλάδα,
όπως παντού, απʼτους χυδαίους γραφειοκράτες, δεν μειώνει την αξία της
στράτευσής μας σε έναν αγώνα που όχι μόνο δεν γινόταν για τα προσωπικά μας
συμφέροντα, αλλά τα έβλαπτε στα σίγουρα. Είχα μπει στο
αγώνα κατά της χούντας από την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας. Αλλά στα
μετά την πτώση της χούντας χρόνια δεν πήγα να γραφτώ στο σύλλογο των
αντιστασιακών, για να μπορέσω να εξαργυρώσω σε κάποιο δημόσιο ταμείο τη μικρή,
την ελάχιστη προσφορά μου στον αγώνα κατά της νέας παραλλαγής του παλιού
φασισμού. Ούτε δέχτηκα να γραφτώ στην ΕΣΗΕΑ, το επαγγελματικό μου
σωματείο, ως αντιστασιακός. Ούτε πήγα να εξαγοράσω τα εφτά χρόνια της
δικτατορίας για να μου αναγνωριστούν ως συντάξιμα.
Κι όταν κάποτε
απόχτησα τα από το καταστατικό της ΕΣΗΕΑ προβλεπόμενα τυπικά προσόντα και πήγα
να γραφτώ στο επαγγελματικό μου σωματείο, με απέρριψαν ως στερούμενο… ουσιαστικών προσόντων. Πέντε
χρόνια απέρριπταν συνεχώς την αίτησή μου. Φαίνεται πως ούτε μέσα σε αυτά τα
πέντε χρόνια κατάφερα να αποκτήσω ουσιαστικά προσόντα ως
δημοσιογράφος. Και ξέρετε ποιοι αντέδρασαν περισσότερο στην εγγραφή μου; Αυτοί
που γράφτηκαν ως αντιστασιακοί! Για μένα, η πιο σημαντική πράξη ήταν
το ότι μπόρεσα και αντιστάθηκα στον πειρασμό να εξαργυρώσω καθʼοιονδήποτε τρόπο τη
στράτευσή μου στον
αγώνα κατά της χούντας. Κι ακόμα, το ότι πέτυχα την εγγραφή μου στην ΕΣΗΕΑ με
δικαστική απόφαση.
Ήμουν ο πρώτος δημοσιογράφος που εγγραφόταν στο επαγγελματικό του σωματείο με δικαστική απόφαση. Και η νομολογία που δημιουργήθηκε άνοιξε το δρόμο για πολλούς συναδέλφους. Δεν έχει σημασία που έχασα εφτά συντάξιμα χρόνια. Κέρδισα την αξιοπρέπειά μου. Άλλωστε από αξιοπρέπεια μάλλον παρά για λόγους ιδεολογικούς στρατεύτηκα στον αγώνα κατά της χούντας. Πάντα έλεγα πως, ναι μεν είμαι κομμουνιστής, αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως από κομμουνιστής σκέτα είμαι επιπροσθέτως και καλός κομμουνιστής. Άλλωστε ένας ρεβιζιονιστής από πεποίθηση, όπως εγώ, ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει καλός κομμουνιστής. Εν πάση περιπτώσει, ήμουν και παραμένω ένας ελεύθερος σκοπευτής, που πάει με αυτούς που τον έχουν ανάγκη, και όχι με εκείνους που τους έχει ανάγκη για να τη βολέψει. Στρατεύτηκα με το κομμουνιστικό ΠΑΜ όχι γιατί με επιστράτευσε το κόμμα, αλλά γιατί έτσι έκρινα σκόπιμο.
Ήμουν ο πρώτος δημοσιογράφος που εγγραφόταν στο επαγγελματικό του σωματείο με δικαστική απόφαση. Και η νομολογία που δημιουργήθηκε άνοιξε το δρόμο για πολλούς συναδέλφους. Δεν έχει σημασία που έχασα εφτά συντάξιμα χρόνια. Κέρδισα την αξιοπρέπειά μου. Άλλωστε από αξιοπρέπεια μάλλον παρά για λόγους ιδεολογικούς στρατεύτηκα στον αγώνα κατά της χούντας. Πάντα έλεγα πως, ναι μεν είμαι κομμουνιστής, αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως από κομμουνιστής σκέτα είμαι επιπροσθέτως και καλός κομμουνιστής. Άλλωστε ένας ρεβιζιονιστής από πεποίθηση, όπως εγώ, ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει καλός κομμουνιστής. Εν πάση περιπτώσει, ήμουν και παραμένω ένας ελεύθερος σκοπευτής, που πάει με αυτούς που τον έχουν ανάγκη, και όχι με εκείνους που τους έχει ανάγκη για να τη βολέψει. Στρατεύτηκα με το κομμουνιστικό ΠΑΜ όχι γιατί με επιστράτευσε το κόμμα, αλλά γιατί έτσι έκρινα σκόπιμο.
Όπως και να΄ναι, το
καλοκαίρι του 1968 είμαι ελεύθερος, ύστερα από δέκα μήνες φυλακή. Εντάξει,
ήμουν ελεύθερος, αλλά τι να την κάνω την ελευθερία χωρίς δουλειά, χωρίς τους
φίλους που είχαν σκορπίσει εδώ και κει στην Ευρώπη, στα νησιά και στις φυλακές; Το πρώτο που σκέφτηκα ύστερα από μια
εβδομάδα ελεύθερου βίου ήταν να κάνω κάτι κατεπειγόντως ώστε να ξαναμπώ φυλακή,
ή έστω εξορία. Το σκέφτηκα μεν σοβαρά, όμως ήταν αδύνατο να έχω επαφή με κάποια
αντιστασιακή οργάνωση. Αφενός γιατί οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν ήδη
μετακομίσει στο εξωτερικό για να κάνουν από κει τουριστική αντίσταση εκ του
ασφαλούς, και αφετέρου διότι ήμουν ήδη σεσημασμένος, και οι συνωμοτικοί κανόνες
λεν να μην πλησιάζεις τους σεσημασμένους.
Στην πραγματικότητα
δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας. Η αντίσταση ήταν
λίγο ως πολύ πλατωνική, εκτός απʼτην ηρωική μεν αλλά δυστυχώς αποτυχημένη
απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη να σκοτώσει το δικτάτορα. Όλες οι προσπάθειες
για οργάνωση ένοπλης αντίστασης έμειναν σχέδια, ενώ οι βομβιστικές ενέργειες
κάποιων ζωηρών και ριψοκίνδυνων γίνονταν ερήμην των μεγαλυτέρων σε αριθμό
αντιστασιακών οργανώσεων, του ΠΑΜ και του ΠΑΚ. Ούτε το πεπειραμένο ΚΚΕ ενέκρινε
την βίαιη εξέγερση, τώρα που και τα αστικά κόμματα θα την επιθυμούσαν πολύ.
Τελικά το πράγμα περιορίστηκε σε μία τουριστικού τύπου αντίσταση απʼτο
εξωτερικό, όπου πρωταγωνιστούσε, όπως και στο κυρίως ειπείν θέατρο, η πληθωρική
Μελίνα Μερκούρη, που το έπαιζε Πασιονάρια.
Ακούστε τώρα και τον
Γιώργο Σεφέρη στο περίφημο κείμενο του κατά της χούντας, γραμμένο το Μάρτιο του
1969. Του χρειάστηκαν δυο χρόνια
για να αποφασίσει να μιλήσει, λίγο πριν πεθάνει: «Είναι μια κατάσταση (η χούντα) που όσες
πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνο και μόχθο πάνε κι
αυτές να καταποντιστούν μέσα στο έλος, μέσα στα τελματωμένα νερά. Τώρα
ξαναγυρίζω στη σιωπή μου..”
Γιατί κύριε; Είναι στάση πνευματικού ανθρώπου αυτή; ”Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος: Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό που μας οδηγεί η καταπίεση. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή…” Σύμφωνοι, σεβαστέ μου, μεγάλε ποιητή. Όμως και οι δικτάτορες για εθνική επιταγή μιλούν. Ποιες από τις δυο εθνικές επιταγές είναι η σωστή; Σας βεβαιώ καμία. Η δικτατορία δεν είναι λύση. Όμως ούτε η μεγαλόστομη αοριστολογία ενός σπουδαίου ποιητή που συνήθισε να κρύβεται πίσω απ' την αμφισημία της ποίησης είναι λύση. Πάντως ο Σεφέρης μίλησε. Ο Ελύτης δεν μίλησε! Πάρα πολλοί δεν μίλησαν…
Γιατί κύριε; Είναι στάση πνευματικού ανθρώπου αυτή; ”Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος: Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό που μας οδηγεί η καταπίεση. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή…” Σύμφωνοι, σεβαστέ μου, μεγάλε ποιητή. Όμως και οι δικτάτορες για εθνική επιταγή μιλούν. Ποιες από τις δυο εθνικές επιταγές είναι η σωστή; Σας βεβαιώ καμία. Η δικτατορία δεν είναι λύση. Όμως ούτε η μεγαλόστομη αοριστολογία ενός σπουδαίου ποιητή που συνήθισε να κρύβεται πίσω απ' την αμφισημία της ποίησης είναι λύση. Πάντως ο Σεφέρης μίλησε. Ο Ελύτης δεν μίλησε! Πάρα πολλοί δεν μίλησαν…
Ποτέ δεν κατάλαβα
γιατί η εξέγερση του Πολυτεχνείου ονομάστηκε έπος. Τούτη η αυθόρμητη παθητική αντίσταση στη χούντα έχει
μάλλον έναν λυρικό παρά έναν επικό χαρακτήρα. Και η
επέλαση των τανκς κατά των νεαρών αόπλων έχει περισσότερη σχέση με γκραν γκινιόλ μέσα στη νύχτα παρά με έπος. Το «έπος» δημιούργησε εντελώς
κατά λάθος μια «ηρωίδα», τη Μαρία Δαμανάκη, της οποίας ο
ηρωισμός συνίσταται στην εκφώνηση -από το ραδιόφωνο των φοιτητών- των
συνθημάτων και των ανακοινώσεων της συντονιστικής επιτροπής.
Πάντως πολλοί είχαν
την ευκαιρία να βάλουν υποψηφιότητα για πολιτικοί εκεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Για
τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά
στελέχη της εξέγερσης, ο δρόμος προς τη Βουλή, την πολιτική σκηνή, το πολιτικό
παρασκήνιο και την εν γένει ελληνική πολιτική αθλιότητα, ξεκινάει από κει.
Δεν πήγα ποτέ στο
Πολυτεχνείο, ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε τότε ούτε αργότερα. Δεν πήρα ποτέ
μέρος στις προσκοπικές τελετές και τις ηλίθιες πορείες κατά την ημέρα της
«επετείου του Πολυτεχνείου», τούτο το μεγάλο συλλογικό άλλοθι για την ηθική
ανεπάρκεια ενός ολόκληρου λαού. Πρόκειται για ένα πολύ βολικό άλλοθι, που το
οικειοποιήθηκαν όσοι νοιώθουν την ανάγκη να ξεπλύνουν την ντροπή για την
απέραντη δειλία τους επί έξι ολόκληρα χρόνια.