«Mία προσπάθεια να εξετασθεί το ατομικό και κοινωνικό φαινόμενο
του θρησκεύεσθαι. Όσο κι αν είναι εκ προοιμίου γνωστές οι τεράστιες δυσχέρειες
του εγχειρήματος, η προηγηθείσα σειρά διαλέξεων "Φιλοσοφία και Κοινωνία" είχε
υποχρέωση να επεκταθεί θίγοντας και το ευρύτατης σημασίας ζήτημα της Θρησκείας.»
Σχολιασμός
της ομιλίας από την Τατιάνα Ραπακούλια:
«Η ομιλία είχε ενδιαφέρον, όπως και η συζήτηση μετά.
Έγινε λόγος πρώτα για την αρχέγονη τάση κατασκευής μύθων για
κάλυψη των κενών της γνώσης και για ερμηνεία του κόσμου, για την τάση του
ανθρώπου να αποδίδει σκοπιμότητα στα φυσικά φαινόμενα και στη συνέχεια να
προσωποποιεί τις αιτίες τους, χτίζοντας ολοένα πολυπλοκότερα νοητικά
κατασκευάσματα στα πρότυπα των ανθρώπινων κοινωνιών (ο άνθρωπος πλάθει τους
θεούς κατ' εικόνα και ομοίωσή του). Στη συνέχεια οι ατομικές μυθολογίες του
καθενός συνδυάστηκαν δίνοντας μια συλλογική μυθολογία που συνέβαλε στην ενότητα
της ομάδας. Ύστερα οι προϋπάρχοντες κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς (=ηθική)
ενσωματώθηκαν στο corpus της θρησκευτικής μυθολογίας ως "θεϊκές
εντολές", κατά τον ομιλητή για λόγους ισχυροποίησης της ενότητας της
ομάδας (εγώ θα πρόσθετα και για λόγους ελέγχου από την εξουσία, αλλά ούτε εγώ
είμαι κοινωνιολόγος, ούτε ο ομιλητής, ούτε ξέρω αρκετή ιστορία και ανθρωπολογία
για να το στηρίξω).
Ανέφερε τα επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς
περί της ύπαρξης ή μη θεού (οντολογικό, κοσμολογικό, τελεολογικά) για να
καταλήξει ότι ένα συνεπής πιστός δεν θα πρέπει να επιχειρεί να αποδείξει την
ύπαρξη θεού, διότι η πίστη συνίσταται ακριβώς στην αποδοχή χωρίς αποδείξεις
(την χαρακτήρησε "πράξη εμπιστοσύνης"). Με το ίδιο σκεπτικό απαξίωσε
και τη θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού.
Για τη σχέση θρησκείας-επιστήμης ανέφερε ότι είναι ασύμβατες
αλλά όχι ασυμβίβαστες, ότι δηλαδή καλύπτουν διαφορετικούς τομείς και έχουν
διαφορετικές αρμοδιότητες, με αποτέλεσμα να μη συγκρούονται, αν καθεμιά μένει
στα δικά της χωράφια. Εδώ είχα αντίρρηση, και το είπα στο τέλος: στο βαθμό που
οι θρησκείες προβάλλουν ισχυρισμούς για τον φυσικό κόσμο, μπαίνουν στα χωράφια
της επιστήμης, και ως εκ τούτου συγκρούονται μαζί της. Η απάντηση ήταν πως δεν
θα έπρεπε να το κάνουν (στο οποίο αν μπορούσα θα έλεγα ότι αφού στην πράξη το
κάνουν κατά κόρον, σε τι μας ωφελεί να λέμε τι "θα έπρεπε" και τι
όχι), και πως όταν το κάνουν στην ουσία αυτοακυρώνονται (συμφωνώ, το γεγονός
όμως παραμένει ότι το κάνουν).
Είπε ότι ο αγνωστικισμός είναι η θέση του ανθρώπου ο οποίος
επιχείρησε να προσεγγίσει τον θεό με τη λογική κι επειδή δεν βρήκε απάντηση,
έχει την εντιμότητα να παραδεχτεί ότι δεν γνωρίζει. Άθεος είπε ότι είναι αυτός
που πιστεύει ότι δεν υπάρχει θεός, ενώ αθεϊστής είναι ο μαχητικός άθεος, που
θέλει επιπλέον να μεταδώσει την αθεΐα του.
Και εδώ είχα αντιρρήσεις και το είπα στο τέλος: ο ορισμός του
αγνωστικισμού που δόθηκε ανταποκρίνεται πράγματι στην έννοια που δίνουν στη
λέξη αυτή πολλοί άνθρωποι σήμερα, με τη μορφή αυτή όμως είναι μια απλή δήλωση
άγνοιας, ενώ η αρχική έννοια της λέξης αγνωστικισμός, όπως την όρισε ο Χάξλεϋ
όταν δημιούργησε τον όρο, είναι η άποψη ότι ορισμένα ερωτήματα από τη φύση τους
δεν μπορούν να απαντηθούν, ορισμένα ζητήματα δεν μπορούν να
"γνωσθούν" (εξ ου και το στερητικό α- που δηλώνει όχι απλώς ότι δεν
έχουμε γνώση, αλλά ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αποκτήσουμε γνώση), και ότι
ένα από τα ζητήματα αυτά είναι και το ερώτημα περί ύπαρξης θεού. Υπό την έννοια
αυτή, είναι δυνατόν κάποιος να είναι αγνωστικιστής και άθεος (δηλαδή να
πιστεύει ότι δεν μπορούμε ποτέ να μάθουμε αν υπάρχει θεός, και να επιλέγει να
πιστεύει ότι δεν υπάρχει) ή αγνωστικιστής και θεϊστής (δηλαδή να πιστεύει ότι
δεν μπορούμε ποτέ να μάθουμε αν υπάρχει θεός, και να επιλέγει να πιστεύει ότι
υπάρχει).
Και ερχόμενη στους ορισμούς του άθεου και του αθεϊστή,
ανέφερα ότι άθεος δεν σημαίνει μόνον αυτόν που πιστεύει ότι δεν υπάρχει θεός
(που είναι δηλαδή πεπεισμένος για την ανυπαρξία θεού), αλλά σημαίνει επίσης
(και κυρίως, θα προσέθετα) αυτόν που δεν πιστεύει στην ύπαρξη θεού (που έχει
δηλαδή απορρίψει την πίστη, και επιδιώκει να λάβει απαντήσεις μόνο με τη λογική
και την τεκμηρίωση). Πρόσθεσα ότι ως εκπρόσωπος της Ένωσης Αθέων έχω επαφή με
πολλούς άθεους και είμαι σε θέση να γνωρίζω πώς αυτοπροσδιορίζονται, και ότι οι
περισσότεροι όταν λένε "άθεος" εννοούν ακριβώς αυτό, ότι δεν
πιστεύουν ότι υπάρχει θεός. Προφανώς υποσύνολο αυτού του συνόλου είναι και όσοι
είναι επιπλέον πεπεισμένοι για την ανυπαρξία θεού, αλλά ο βασικός ορισμός του
άθεου δεν είναι αυτός, διότι αυτός αφήνει απ' έξω τους περισσότερους άθεους.
Το αθεϊστής είπα ότι εγώ το έχω δει να χρησιμοποιείται ως
συνώνυμο του άθεου, εναλλακτικά με αυτό, και όχι ως συνώνυμο του μαχητικού
άθεου. Εγώ προσωπικά τείνω να χρησιμοποιώ το άθεος για να δηλώσω αυτόν που
απλώς δεν πιστεύει στην ύπαρξη θεού, και το αθεϊστής για να δηλώσω τον άθεο που
έχει αναλύσει φιλοσοφικά και ιδεολογικά την απόρριψη της πίστης (αυτή η
κατάληξη -ιστής, -ισμός με παραπέμπει σε ιδεολογία). Όταν θέλω να αναφερθώ σε
κάποιον άθεο ή αθεϊστή που αναλαμβάνει δράση για προώθηση της αθεΐας ή του
αθεϊσμού, μιλώ για "μαχητικό άθεο" ή "μαχητικό αθεϊστή".
Ο ομιλητής έθιξε πολλά θέματα, με αποτέλεσμα ορισμένα να τα
περάσει επιδερμικά, και επιπλέον ήταν αρκετά φανερό ότι δεν έχει κάποια
εξειδίκευση στο θέμα, απλά είναι ο τύπος του πολυπράγμονος και πολυδιαβασμένου
που έχει άποψη επί παντός επιστητού. Είναι χαρισματικός ομιλητής και προφανώς
χαίρει μεγάλης εκτίμησης σε αρκετούς κύκλους, με αποτέλεσμα να έχει τη
δυνατότητα να μιλάει στο Μέγαρο για τις προσωπικές απόψεις του επί των θεμάτων
που τον ενδιαφέρουν, ακόμη κι αν αυτά δεν είναι της αρμοδιότητάς του με τη
στενή έννοια. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό, άλλωστε ένας ερασιτέχνης μπορεί κάλλιστα
να μελετήσει σε βάθος ένα θέμα και να γίνει καλύτερος και από επαγγελματία,
καλό είναι όμως πάντα να το έχουμε στην άκρη του μυαλού μας όταν αξιολογούμε
απόψεις.»