Μανώλης Στ., ετών 72, Ηλεκτρολόγος-Μηχανολόγος μηχ.
Μεγάλωσα σε μια γειτονιά του Μπαρουτάδικου, όπως έλεγαν το Αιγάλεω τότε, δίπλα
στον Κηφισό. Περιβόλια, καμίνια, λάσπη το χειμώνα και σύννεφα ψιλής σκόνης το
καλοκαίρι. Τα ζόρικα χρόνια μετά την κατοχή« ο
φόβος και η απελπισία, η πείνα και η μιζέρια κυριαρχούσαν στον αγώνα για
επιβίωση. Ενώ οι απόκληροι, οι γύφτοι, τα συντρίμμια του εμφύλιου και των
ξερονησιών, οι φυγόδικοι, οι ζητιάνοι, οι μεροκαματιάρηδες και οι μανάδες που
πάσχιζαν να τα φέρουν βόλτα, σχημάτιζαν μια μεγάλη κατ' ευφημισμόν «αυλή των
θαυμάτων».
Μια «αυλή» όμως που για μας τα
πιτσιρίκια ήταν ένας πραγματικός κόσμος θαυμάτων, συναρπαστικός και μοναδικός,
γεμάτος δράση, περιπέτειες και μοναδικές εμπειρίες. Τα κοινωνικά προβλήματα, τα
πολιτικά πάθη, ο αγώνας για το καθημερινό τσουκάλι, οι ανισότητες και οι
αδικίες είχαν αναπόφευκτη επίδραση και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των μικρών
διαβόλων που ένοιωθαν τον απόηχο τους ανάμεσα στα παιγνίδια, τα γέλια και τις
σκανταλιές τους.
Στο σπίτι δεν πολυκουβέντιαζαν
γι' αυτά τα θέματα. Μόνο μια φορά θυμάμαι τον πατέρα σε κάποιες εκλογές να
λέει, αγανακτισμένος από την ανέχεια και την ανεργία, ότι «Τώρα δεν πάει άλλο,
θα ρίξουμε κόκκινο!». Για να αντιμετωπίσει το επιτιμητικό βλέμμα της μητέρας η
οποία ωστόσο το μόνο κακό που έβλεπε στους «κόκκινους» ήταν η σχέση τους με τη
θρησκεία. «Είναι άθεοι!», δεν έπαυε να τονίζει, απευθυνόμενη κυρίως σε μένα. Ο
κουκουές τότε, φυλακισμένος και κυνηγημένος, δεν είχε φυσικά ούτε μέλλον ούτε
προκοπή και η καημένη η μητέρα έτρεμε στη σκέψη ότι ίσως παρασυρόμουν κι εγώ σ'
αυτό το δρόμο της απώλειας. «Είναι άθεοι, παιδί μου...γι αυτό και δεν κάνουν
χαΐρι και προκοπή...», μου κοπάναγε συνέχεια.
Πάντως από ότι έβλεπα γύρω μου
ούτε αυτοί που πίστευαν στο θεό έκαναν προκοπή. Βυθισμένοι στη φτώχεια ήταν οι
περισσότεροι, καμαρώνανε για την εθνικοφροσύνη τους και μερικοί ψιλοχαφιεδίζανε
για να τα έχουν καλά με τον χωροφύλακα ελπίζοντας σε κανένα διορισμό.
Εκείνη που έκανε προκοπή ήταν η
εκκλησία και οι άνθρωποι της. Δεμένη σφιχτά με τους μηχανισμούς της εξουσίας,
ήταν πανταχού παρούσα. Λειτουργίες, βαφτίσια, αγιασμοί, εξορκισμοί, νηστείες,
κατηχητικό και το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο. Με συμπλήρωμα τις
απαραίτητες νουθεσίες των γονιών περί του να βαδίζουμε στο «δρόμο του θεού»,
τις εμφανίσεις διαφόρων αγίων σε «θαύματα» που ήταν τότε της μόδας, και τις
ιστορίες που κυκλοφορούσαν οι γυναικούλες της γειτονιάς για τιμωρίες αμαρτωλών
στα καζάνια της κόλασης.
Σ' αυτό το περιβάλλον και με
αυτά τα ερεθίσματα μεγάλωσα. Προσπαθώ τώρα να εντοπίσω πότε αποχαιρέτησα την
θρησκευτική «πίστη» και συνειδητοποιώ ότι ουσιαστικά ποτέ δεν έγινα πιστός! Η
μάλλον, για να το θέσω καλύτερα, από τη στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω ότι η
Χιονάτη, ο Κοντορεβυθούλης και η Σταχτομπούτα ήταν παραμύθια και φανταστικοί
ήρωες που δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα, έβαλα αμέσως στην ίδια
κατηγορία και τις ιστορίες για τον θεό! Και ησύχασα... Αρκετά με μπέρδευε μέχρι
τότε αυτός ο ασπρομάλλης γέρος που εμφανιζόταν άλλοτε πανάγαθος κι άλλοτε
άπονος και σκληρός.
Φυσικά και με γοήτευαν σαν
παιδί οι ζαχαρωμένες ιστοριούλες με την Παναγίτσα και τον Χριστούλη, τη φάτνη
και τους Μάγους. Όπως και τα μελομακάρονα και τα κάλαντα τα Χριστούγεννα, τα
κόκκινα αυγά και οι λαμπάδες της Ανάστασης τη Λαμπρή. Όπως και ο ανοιξιάτικος
Επιτάφιος με τα κορίτσια που τον στόλιζαν και τις ευωδιές από τα λουλούδια.
Εκεί που κόλλαγα ήταν η κεντρική εικόνα του θεού και τα θαύματα. Με τίποτα δεν
μπορούσα να τα χωνέψω. Με τίποτα δεν μπορούσα να τα δεχτώ σαν πραγματικότητα.
Γιατί;
Εν τάξει, ήμουν από μικρός,
διάολος... Ζιζάνιο και ξεροκέφαλος και καπετάν φασαρίας. Πρώτος στις εξορμήσεις
στα περιβόλια, στους πετροπόλεμους, στα άγρια παιγνίδια μιας άγριας εποχής. Κι
όσο τις έτρωγα από το δάσκαλο κι απ' τον πατέρα μου τόσο και πείσμωνα και
αυθαδίαζα και πήγαινα κόντρα στις καθώς πρέπει αντιλήψεις. Και φυσικά κόντρα
στις διδαχές για το «καλό παιδί» που... ακούει τους γονείς του, φιλάει το χέρι
των παπάδων και δεν κάνει αταξίες! Και ένοιωθα απέραντη ηδονή όταν τις μέρες
της μεγαλοβδομαδιάτικης νηστείας σήκωνα ένα μάρμαρο από τη σερβάντα της μαμάς
και βούταγα κουλουράκια που ήταν έτοιμα για το Πάσχα. Και την πρώτη χρονιά που
με έστειλαν μόνο μου στην εκκλησία να κοινωνήσω, έκατσα στην ουρά με τα άλλα
παιδιά αλλά όταν είδα κάτι γριές να γλείφουν το κουταλάκι, σιχάθηκα, την
κοπάνισα και γύρισα σπίτι όπου ανακοίνωσα καμαρωτός ότι «έκανα χρυσό δοντάκι»!
Παρ' όλα αυτά η απόλυτη άρνηση
των μεταφυσικών στοιχείων της θρησκείας, και επακόλουθα της πίστης, πιστεύω ότι
δεν θα συνέβαινε, τουλάχιστον από την παιδική ηλικία, αν δεν συνυπήρχαν και
άλλοι τρεις βασικοί παράγοντες. Ένα μπαούλο βιβλία, ένας γείτονας,
ταλαιπωρημένος αριστερός, που μιλούσε σιγά και φοβισμένα και, όσο κι αν
ακούγεται παράξενο, ο νυχτερινός ουρανός!
Το μπαούλο με τα βιβλία ήταν ο
κρυφός θησαυρός που έκρυβε το σπίτι μας παρ' όλη τη φτώχεια που μας έδερνε.
Ανεκτίμητη περιουσία και μοναδικό εφόδιο για ένα ανήσυχο παιδί εκείνης της
εποχής. Η ύπαρξη του οφειλόταν σε ένα περίεργο μεράκι του πατέρα μου. Λέω
περίεργο γιατί ούτε εγγράμματος ήταν ούτε ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά με κάτι
που θα τον έφερνε κοντά στον κόσμο της μελέτης και των βιβλίων. Έβγαλε απλά το
δημοτικό στο χωριό και σε νεαρή ηλικία, αντί να υπηρετήσει στο στρατό,
κατατάχτηκε εθελοντής χωροφύλακας!
Αλώνισε την Ήπειρο, μετείχε στο
απόσπασμα που κυνηγούσε τους διαβόητους λήσταρχους Ρεντζαίους και κατέληξε στα
Χανιά να κυνηγά ζωοκλέφτες. Εκεί τον βρήκε η δικτατορία του Μεταξά, το κίνημα
των Χανιών και τελικά η αποπομπή του από το Σώμα της Χωροφυλακής μαζί με όλους
τους Κρητικούς! Στη συνέχεια άνοιξε μια μπακαλοταβέρνα στο Αιγάλεω που θάφτηκε
σύντομα κάτω από τα ψυχοπονιάρικα και επιπόλαια βερεσέδια της κατοχής αφήνοντας
μας στο έλεος της πείνας.
Σ' όλη αυτή τη διαδρομή, το
υπηρεσιακό μπαούλο που τον συνόδευε, εκτός από στολές, σώβρακα και φανέλες,
γέμιζε σιγά σιγά και με βιβλία! Η θητεία του στη Χωροφυλακή τον βοήθησε να
μάθει να γράφει καλλιγραφικά, να βάζει μια εντυπωσιακή υπογραφή και να
χρησιμοποιεί καθαρευουσιάνικες εκφράσεις! Ήταν και βενιζελικός φυσικά και ως εκ
τούτου διάβαζε μετά μανίας τον «Ανεξάρτητο Τύπο». Την καλή αυτή εφημερίδα της
δεκαετίας του '30 που είχε την, πρωτοπόρα για την εποχή της, έμπνευση να
μοιράζει τεύχος τεύχος στους αναγνώστες της κλασσικά μυθιστορήματα καθώς και
ένα λογοτεχνικό περιοδικό υψηλού επιπέδου, τον «Νέο Κόσμο».
Έτσι στο μπαούλο συγκεντρώθηκαν
σιγά σιγά όλα σχεδόν τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Δεμένα
όμορφα τα περισσότερα με τα αρχικά του πατέρα στη ράχη. Το μπακάλικο μπορεί να
χάθηκε, το μπαούλο όμως επέζησε και αυτό ήταν το πρώτο και σημαντικότερο
σχολείο μου.
Την κατοχή τη βγάλαμε με
εξαθλίωση, πείνα και μια περιπετειώδη φυγή από την Αθήνα προς το χωριό της
Κρήτης όπου βρήκαμε καταφύγιο και τα στοιχειώδη μέσα για επιβίωση. Όταν με την
απελευθέρωση επιστρέψαμε πέρασε ένα μεγάλο διάστημα μέχρι να βρει μια μόνιμη
δουλειά ο πατέρας. Περιστασιακά μεροκάματα εδώ και κει και το ψωμί ψωμάκι πάλι,
περιμένοντας κανένα δέμα σωτηρίας από το χωριό με ξερά σύκα, λάδι ή
σκουληκιασμένες φακές.
Παρ' όλη την άσχημη αυτή κατάσταση
και παρ' όλα τα προβλήματα του, ο πατέρας μου, με την προτροπή και της μητέρας
που έβλεπε στη μόρφωση τη μόνη διέξοδο για το...μέλλον μου, είχε τη φαεινή ιδέα
να μου μάθει από νωρίς τα γράμματα. Ξετρύπωσε την παλιά ταμπέλα του μπακάλικου,
που έγραφε ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ από μπροστά και ήταν μαύρη από πίσω, πήρε και μια
κιμωλία και άρχισε, πριν να κλείσω τα 5 χρόνια, να μου μαθαίνει την αλφαβήτα!
Αυτό ήταν! Άρχισα από νωρίς να
διαβάζω… Και σκάλιζα φυσικά το μπαούλο βγάζοντας έναν έναν τους θησαυρούς που
περιείχε. Θησαυρούς πραγματικούς! Όλη την κλασσική λογοτεχνία για ένα παιδί της
εποχής. Από τους «Αθλίους» και την «Παναγία των Παρισίων» του Ουγκό μέχρι το «Από
τη Γη στη Σελήνη» και το «Ροβύρος ο Κατακτητής» του Ιουλίου Βερν, τη «Μανόν
Λεσκό» του Αβά Πρεβό, τους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Δουμά, τον «Ρομπέν των
Δασών» και πολλά άλλα. Και όλα σε πλήρεις μεταφράσεις και επιμελημένες εκδόσεις
με τις κλασσικές εικόνες και γκραβούρες που κεντούσαν τη φαντασία μου και
άπλωναν τους παιδικούς μου ορίζοντες σε όλο τον κόσμο.
Συλλαβιστά στην αρχή με λίγο
ζόρι στη συνέχεια άρχισα να μπαίνω σε ένα καινούργιο κόσμο. Με ήρωες,
περιπέτειες, εξωτικούς τόπους, εξερευνήσεις, παλικαριές και ανάμεσα τους
διάχυτα και τα κοινωνικά μηνύματα. Διάβαζα λοιπόν μετά μανίας και φυσικό ήταν
να θέλω να μοιάσω με τους «καλούς ήρωες» που ήταν ατρόμητοι, εξολόθρευαν τους
κακούς, πάλευαν με τα στοιχειά της φύσης και υποστήριζαν το δίκιο και τους
αδύνατους.
Ενισχύθηκε έτσι η φυσική μου τάση στις περιπέτειες και η δίψα να γνωρίσω νέους τόπους ενώ αποκρυσταλλώθηκε η τοποθέτηση μου δίπλα στους φτωχούς και τους αδικημένους. Δίπλα στους απόκληρους και τους ζητιάνους που έβλεπα γύρω μου, δίπλα στους εργάτες που ιδροκοπούσαν χωρίς να καταφέρνουν να τα φέρνουν βόλτα, δίπλα στους άνεργους...
Κάπου εκεί άρχισε να με τρώει και το ερώτημα: Και ο καλός θεούλης που είναι; Πως αφήνει τον κόσμο να πεινάει; Γιατί δεν βοηθάει τον Κωστιό ας πούμε, τον κουτσό άστεγο με τις πατερίτσες που κοιμάται τις κρύες νύχτες του χειμώνα στα άχυρα του διπλανού βουστάσιου; Γιατί δεν νοιάζεται γι' αυτούς που πεινάνε; Γι' αυτούς που σέρνουν τα κουρέλια τους ζητιανεύοντας; Μήπως μας λένε ψέματα το σχολείο και οι παπάδες;
Απέναντι από το σπίτι μας έμενε η Βούλα, μια συμμαθήτρια μου στην οποία έκανα τον... ξύπνιο δείχνοντας της τα βιβλία που διάβαζα. Ο πατέρας της, ο κυρ-Κώστας, ήταν αριστερός που μόλις είχε γυρίσει καταπτοημένος και μελαγχολικός από την εξορία. Προφανώς είχε κάνει τη δήλωση «μετανοίας» κι αυτό πρέπει να του είχε στοιχίσει ψυχολογικά. Ήταν λιγομίλητος αλλά πότε πότε ερχόταν, ξεφύλλιζε κανένα βιβλίο και έκανε κάποιο σχόλιο πάντα με τρόπο ήρεμο, συμβουλευτικό. Απ' αυτόν λοιπόν άκουσα για πρώτη φορά την ξεκάθαρη κουβέντα ότι δεν υπάρχει θεός! Σιγανά και με απόλυτη σιγουριά. «Παραμύθια των παπάδων, είπε, για να αποκοιμίζουν τον κόσμο και να τον εκμεταλλεύονται».
Ενισχύθηκε έτσι η φυσική μου τάση στις περιπέτειες και η δίψα να γνωρίσω νέους τόπους ενώ αποκρυσταλλώθηκε η τοποθέτηση μου δίπλα στους φτωχούς και τους αδικημένους. Δίπλα στους απόκληρους και τους ζητιάνους που έβλεπα γύρω μου, δίπλα στους εργάτες που ιδροκοπούσαν χωρίς να καταφέρνουν να τα φέρνουν βόλτα, δίπλα στους άνεργους...
Κάπου εκεί άρχισε να με τρώει και το ερώτημα: Και ο καλός θεούλης που είναι; Πως αφήνει τον κόσμο να πεινάει; Γιατί δεν βοηθάει τον Κωστιό ας πούμε, τον κουτσό άστεγο με τις πατερίτσες που κοιμάται τις κρύες νύχτες του χειμώνα στα άχυρα του διπλανού βουστάσιου; Γιατί δεν νοιάζεται γι' αυτούς που πεινάνε; Γι' αυτούς που σέρνουν τα κουρέλια τους ζητιανεύοντας; Μήπως μας λένε ψέματα το σχολείο και οι παπάδες;
Απέναντι από το σπίτι μας έμενε η Βούλα, μια συμμαθήτρια μου στην οποία έκανα τον... ξύπνιο δείχνοντας της τα βιβλία που διάβαζα. Ο πατέρας της, ο κυρ-Κώστας, ήταν αριστερός που μόλις είχε γυρίσει καταπτοημένος και μελαγχολικός από την εξορία. Προφανώς είχε κάνει τη δήλωση «μετανοίας» κι αυτό πρέπει να του είχε στοιχίσει ψυχολογικά. Ήταν λιγομίλητος αλλά πότε πότε ερχόταν, ξεφύλλιζε κανένα βιβλίο και έκανε κάποιο σχόλιο πάντα με τρόπο ήρεμο, συμβουλευτικό. Απ' αυτόν λοιπόν άκουσα για πρώτη φορά την ξεκάθαρη κουβέντα ότι δεν υπάρχει θεός! Σιγανά και με απόλυτη σιγουριά. «Παραμύθια των παπάδων, είπε, για να αποκοιμίζουν τον κόσμο και να τον εκμεταλλεύονται».
Μου έκανε φοβερή εντύπωση αυτή
η κουβέντα κυρίως γιατί η άρνηση του θεού ήταν τότε μια πράξη που χρειαζόταν
τόλμη και θάρρος για να ειπωθεί ανοιχτά. Την πίστη στο θεό και την υπακοή στους
θρησκευτικούς κανόνες τα είχα συνδυάσει με το φόβο. Με τα φοβισμένα και υπάκουα
«καλά παιδιά» που τα κοροϊδεύαμε και με τα οποία δεν ήθελα να μοιάσω σε καμιά
περίπτωση!
Ο κυρ-Κώστας λοιπόν μου έδειξε
ότι, αν μη τι άλλο, δεν ήταν και τόσο φοβερό το να πιστεύεις ότι δεν υπάρχει
θεός. Δεν λέω ότι πείσθηκα, δεν λέω ότι δεν εξακολουθούσα να μην μπορώ να δώσω
απάντηση στο αιώνιο ερώτημα των θρησκευομένων «Και τον κόσμο ποιος τον έφτιαξε;»,
αλλά τουλάχιστον άρχισα να εξοικειώνουμε με την ιδέα ότι δεν υπάρχει θεός.
Ήταν ένα πρώτο βήμα αντίστασης
στα αόρατα δεσμά της πίστης που όλο το γύρω περιβάλλον προσπαθούσε να μου
επιβάλλει. Το δεύτερο βήμα έγινε με τον... ουρανό.
Από μικρός είχα ένα κόλλημα με
τον νυχτερινό ουρανό. Μου άρεσε να χαζεύω τα άστρα, ειδικά τις καλοκαιριάτικες
νύχτες όταν στις μεγάλες ζέστες κοιμόμαστε στρωματσάδα στην αυλή. Άκουγα τότε τον πατέρα μου να κάνει πρώτα μια
πρόβλεψη του καιρού μελετώντας το φεγγάρι και ύστερα να μας δείχνει ένα ένα τα
αστέρια που ήξερε και να αραδιάζει ένα σωρό σχετικές ιστορίες και παραμύθια, απ'
αυτά που θυμόταν κι αυτός απ' το χωριό μας στην Κρήτη από όπου έφυγε νεαρός για
να γίνει χωροφύλακας. Μιλούσε και το παιδικό μου μυαλό ταξίδευε στο άπειρο, η
φαντασία μου έπλαθε κόσμους περίεργους και εξωγήινους με κεραίες και μεγάλα
κεφάλια ενώ φούντωνε η λαχτάρα να μάθω περισσότερα και να βρω απάντηση στα
ερωτήματα που με βασάνιζαν. Σπουδαίο σχολείο αυτές οι καλοκαιριάτικες νύχτες!
Σπουδαίο, όχι τόσο για τις σκόρπιες και ασαφείς γνώσεις γύρω από τις ονομασίες
κάποιων άστρων, όσο για το γεγονός ότι πλάτυναν τους ορίζοντες της σκέψης και
έβαλαν το μυαλό από νωρίς στον βασανιστικό δρόμο του προβληματισμού και των
ερωτημάτων.
Στο άλλο σχολείο τώρα, το επίσημο, άκουγα κάτι παραμυθάκια που δεν κολλούσαν με αυτά που έβαζε ο νους μου για τους αμέτρητους κόσμους και τα αστέρια του ουρανού. Ότι κάπου εκεί, λέει, ψηλά, καθότανε ένας αγριωπός γέρος με άσπρη γενειάδα που μόνος του είχε φτιάξει όλα αυτά τ' αστέρια. Πώς διάολο τα' φτιαξε, αναρωτιόμουν, και πού στεκόταν πριν να τα φτιάξει; Τον κοίταζα καλά στις εικόνες, έφερνα στο μυαλό μου και τον απέραντο ουρανό και το πράγμα απλά δεν έδενε με τίποτα!
Αλλά ήταν και το άλλο. Μας έλεγαν ότι είχε δυο μεγάλα μάτια και μας κοίταγε όλους μην τυχόν και κάνουμε καμιά αμαρτία! Κανείς δεν του ξέφευγε, λέει, και όποιον τσάκωνε τον τιμωρούσε. Ε, αυτό κι αν ήταν που δεν μπορούσα να το χωνέψω όσο κι αν μου το κοπανούσαν όλοι, απ' το δάσκαλο μέχρι τον παπά στο κατηχητικό και τη μητέρα που, όπως είπαμε, φοβόταν μη γίνω αλήτης και αντίχριστος κομμουνιστής.
Με τίποτα δεν μπορούσα να δεχτώ ότι αυτός ο άγριος γεράκος κατάφερε να φτιάξει τον Ήλιο και όλη αυτή τη μυρμηγκιά των άστρων που έβλεπα ψηλά. Τον ξανακοίταζα και δεν μου γέμιζε απλά το μάτι... Ύστερα έλεγα και το άλλο... Ας πούμε ότι τα έφτιαξε όλα αυτά τα χιλιάδες αστέρια. Είναι δυνατόν αντί να φροντίζει να μην τρακάρει το ένα άστρο με το άλλο, να κάθεται και να κοιτάζει εμένα μην τυχόν και κάνω καμιά αταξία;
Να με παραφυλάει αν βούτηξα λίγο γλυκό απ' το βάζο της μαμάς, αν έκλεψα κανένα πεπονάκι από τα περιβόλια του Μαλτέζου ή αν κοίταξα το βρακάκι της Μαλάμως, της συμμαθήτριας μου; Τι διάολο, δεν έχει άλλη δουλειά να κάνει με τόσες χιλιάδες άστρα που πρέπει να προσέχει; Αλλά ήταν και το άλλο... Αφού μας παρακολουθεί γιατί δεν τιμωρεί το χοντρογόμαρο, τον περιβολάρη, τον Μαλτέζο, που μια μέρα έσπασε στο ξύλο τον Κωστιό, τον φουκαρά σακάτη, επειδή, λέει, έπαιζε κιθάρα και ενοχλούσε τις γυναίκες που δούλευαν στο περιβόλι του; Ή τον Τσιτόπουλο, τον πλούσιο φούρναρη που έκανε έξωση και πέταξε στον δρόμο τον άνεργο κυρ-Σταμάτη επειδή του χρωστούσε μερικά νοίκια; Όλη η γειτονιά τον καταριότανε, ο θεός δεν τον πήρε χαμπάρι;
Άρα, έλεγα, έχει δίκιο ο κυρ-Κώστας. Δεν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια αυτά που λένε οι παπάδες. Έτσι, βούταγα ήσυχος το γλυκό της μητέρας και απολάμβανα και το βρακάκι της Μαλάμως, κάνοντας τις πρώτες μου πονηρές σκέψεις!
Δεν ήμουν καμιά ιδιοφυΐα. Ούτε με διέκρινε καμιά ιδιαίτερη ευστροφία πνεύματος. Απλώς «έπαιρνα» τα γράμματα όπως έλεγαν τότε. Υπήρχαν όμως κι άλλοι καλοί, ίσως και καλύτεροι, μαθητές που ήταν «καλά παιδιά», πήγαιναν στην εκκλησία, δεν συμμετείχαν στις εξορμήσεις στα περιβόλια, δεν έκαναν παρέα τα γυφτόπουλα και ακολουθούσαν γενικά τον «ίσιο δρόμο» του κατηχητικού. Μερικοί έκαναν και τα παπαδοπαίδια. Με την παρέα μου σπάγαμε πλάκα μαζί τους, τους κοροϊδεύαμε σε κάθε ευκαιρία και τους βάζαμε στόχο όταν περνούσαν σοβαροί και καλοντυμένοι.
Εκείνο που με διαφοροποιούσε από αυτούς ήταν όχι μόνο η έμφυτη δίψα μου για περιπέτειες και η ξεροκεφαλιά που με εμπόδιζε να δέχομαι εύκολα όσα έλεγαν ή πίστευαν οι άλλοι, αλλά και μια ενστικτώδης ταύτιση μου με τη λογική εξήγηση των πραγμάτων που συμβάδιζε με την επαναστατικότητα που μου είχαν εμφυσήσει οι ήρωες των βιβλίων που διάβαζα.
Ο κόσμος να χαλάσει δεν πίστευα στα θαύματα... Ούτε στα μαγικά... Ούτε στα τζάμια που ήτανε τότε στη μόδα να παίρνουν, λέει, τη μορφή της Παναγίας ή διαφόρων αγίων και να ξεσηκώνουν τη γειτονιά με τις γυναικούλες να προσκυνούν και να ανάβουν κεριά... Ούτε φυσικά στα ξεματιάσματα με τα φτού-φτού και τις σολωμονικές... Ούτε στους φτωχοδιάβολους αγύρτες που γύριζαν τις γειτονιές και πουλούσαν αγίους και απειλές για Δεύτερες Παρουσίες και πυρές στην κόλαση...
Κάποια γερή σπείρα αμφισβήτησης πρέπει να βρισκόταν ριζωμένη σε κάποιο γονίδιο μου και οι συγκυρίες στο συγκεκριμένο περιβάλλον έτυχε να την ενισχύσουν από νωρίς.
Συμπέρασμα: Είναι τόσο παράλογη, τόσο αφελής και τόσο αστήριχτη η πίστη στα παραμύθια περί θεού των μονοθεϊστικών θρησκειών ώστε και ένα παιδί, παίζοντας και παρατηρώντας τον κόσμο γύρω του, αν τύχει να βοηθηθεί από κάποιους παράγοντες, μπορεί να διαπιστώσει το ψέμα στο οποίο στηρίζεται, τις αντινομίες που κρύβει και την εξαπάτηση στην οποία στοχεύει.
Στο άλλο σχολείο τώρα, το επίσημο, άκουγα κάτι παραμυθάκια που δεν κολλούσαν με αυτά που έβαζε ο νους μου για τους αμέτρητους κόσμους και τα αστέρια του ουρανού. Ότι κάπου εκεί, λέει, ψηλά, καθότανε ένας αγριωπός γέρος με άσπρη γενειάδα που μόνος του είχε φτιάξει όλα αυτά τ' αστέρια. Πώς διάολο τα' φτιαξε, αναρωτιόμουν, και πού στεκόταν πριν να τα φτιάξει; Τον κοίταζα καλά στις εικόνες, έφερνα στο μυαλό μου και τον απέραντο ουρανό και το πράγμα απλά δεν έδενε με τίποτα!
Αλλά ήταν και το άλλο. Μας έλεγαν ότι είχε δυο μεγάλα μάτια και μας κοίταγε όλους μην τυχόν και κάνουμε καμιά αμαρτία! Κανείς δεν του ξέφευγε, λέει, και όποιον τσάκωνε τον τιμωρούσε. Ε, αυτό κι αν ήταν που δεν μπορούσα να το χωνέψω όσο κι αν μου το κοπανούσαν όλοι, απ' το δάσκαλο μέχρι τον παπά στο κατηχητικό και τη μητέρα που, όπως είπαμε, φοβόταν μη γίνω αλήτης και αντίχριστος κομμουνιστής.
Με τίποτα δεν μπορούσα να δεχτώ ότι αυτός ο άγριος γεράκος κατάφερε να φτιάξει τον Ήλιο και όλη αυτή τη μυρμηγκιά των άστρων που έβλεπα ψηλά. Τον ξανακοίταζα και δεν μου γέμιζε απλά το μάτι... Ύστερα έλεγα και το άλλο... Ας πούμε ότι τα έφτιαξε όλα αυτά τα χιλιάδες αστέρια. Είναι δυνατόν αντί να φροντίζει να μην τρακάρει το ένα άστρο με το άλλο, να κάθεται και να κοιτάζει εμένα μην τυχόν και κάνω καμιά αταξία;
Να με παραφυλάει αν βούτηξα λίγο γλυκό απ' το βάζο της μαμάς, αν έκλεψα κανένα πεπονάκι από τα περιβόλια του Μαλτέζου ή αν κοίταξα το βρακάκι της Μαλάμως, της συμμαθήτριας μου; Τι διάολο, δεν έχει άλλη δουλειά να κάνει με τόσες χιλιάδες άστρα που πρέπει να προσέχει; Αλλά ήταν και το άλλο... Αφού μας παρακολουθεί γιατί δεν τιμωρεί το χοντρογόμαρο, τον περιβολάρη, τον Μαλτέζο, που μια μέρα έσπασε στο ξύλο τον Κωστιό, τον φουκαρά σακάτη, επειδή, λέει, έπαιζε κιθάρα και ενοχλούσε τις γυναίκες που δούλευαν στο περιβόλι του; Ή τον Τσιτόπουλο, τον πλούσιο φούρναρη που έκανε έξωση και πέταξε στον δρόμο τον άνεργο κυρ-Σταμάτη επειδή του χρωστούσε μερικά νοίκια; Όλη η γειτονιά τον καταριότανε, ο θεός δεν τον πήρε χαμπάρι;
Άρα, έλεγα, έχει δίκιο ο κυρ-Κώστας. Δεν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια αυτά που λένε οι παπάδες. Έτσι, βούταγα ήσυχος το γλυκό της μητέρας και απολάμβανα και το βρακάκι της Μαλάμως, κάνοντας τις πρώτες μου πονηρές σκέψεις!
Δεν ήμουν καμιά ιδιοφυΐα. Ούτε με διέκρινε καμιά ιδιαίτερη ευστροφία πνεύματος. Απλώς «έπαιρνα» τα γράμματα όπως έλεγαν τότε. Υπήρχαν όμως κι άλλοι καλοί, ίσως και καλύτεροι, μαθητές που ήταν «καλά παιδιά», πήγαιναν στην εκκλησία, δεν συμμετείχαν στις εξορμήσεις στα περιβόλια, δεν έκαναν παρέα τα γυφτόπουλα και ακολουθούσαν γενικά τον «ίσιο δρόμο» του κατηχητικού. Μερικοί έκαναν και τα παπαδοπαίδια. Με την παρέα μου σπάγαμε πλάκα μαζί τους, τους κοροϊδεύαμε σε κάθε ευκαιρία και τους βάζαμε στόχο όταν περνούσαν σοβαροί και καλοντυμένοι.
Εκείνο που με διαφοροποιούσε από αυτούς ήταν όχι μόνο η έμφυτη δίψα μου για περιπέτειες και η ξεροκεφαλιά που με εμπόδιζε να δέχομαι εύκολα όσα έλεγαν ή πίστευαν οι άλλοι, αλλά και μια ενστικτώδης ταύτιση μου με τη λογική εξήγηση των πραγμάτων που συμβάδιζε με την επαναστατικότητα που μου είχαν εμφυσήσει οι ήρωες των βιβλίων που διάβαζα.
Ο κόσμος να χαλάσει δεν πίστευα στα θαύματα... Ούτε στα μαγικά... Ούτε στα τζάμια που ήτανε τότε στη μόδα να παίρνουν, λέει, τη μορφή της Παναγίας ή διαφόρων αγίων και να ξεσηκώνουν τη γειτονιά με τις γυναικούλες να προσκυνούν και να ανάβουν κεριά... Ούτε φυσικά στα ξεματιάσματα με τα φτού-φτού και τις σολωμονικές... Ούτε στους φτωχοδιάβολους αγύρτες που γύριζαν τις γειτονιές και πουλούσαν αγίους και απειλές για Δεύτερες Παρουσίες και πυρές στην κόλαση...
Κάποια γερή σπείρα αμφισβήτησης πρέπει να βρισκόταν ριζωμένη σε κάποιο γονίδιο μου και οι συγκυρίες στο συγκεκριμένο περιβάλλον έτυχε να την ενισχύσουν από νωρίς.
Συμπέρασμα: Είναι τόσο παράλογη, τόσο αφελής και τόσο αστήριχτη η πίστη στα παραμύθια περί θεού των μονοθεϊστικών θρησκειών ώστε και ένα παιδί, παίζοντας και παρατηρώντας τον κόσμο γύρω του, αν τύχει να βοηθηθεί από κάποιους παράγοντες, μπορεί να διαπιστώσει το ψέμα στο οποίο στηρίζεται, τις αντινομίες που κρύβει και την εξαπάτηση στην οποία στοχεύει.