του ευσεβέστατου Yog Dagon
Ο φίλτατος s.frang στο άρθρο του Θεοδικία ασχολήθηκε (αρκετά διεξοδικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη) με τη φιλοσοφική πλευρά της δικαιοσύνης του θεού. Εγώ, από την άλλη, εδώ και καιρό σκέφτομαι την πρακτική πλευρά αυτής, σε σύγκριση και αντιπαράθεση με τη δική μας ανθρώπινη δικαιοσύνη, και πιο συγκεκριμένα το σύγχρονο ελληνικό ποινικό δίκαιο (όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά απλώς επειδή αυτό γνωρίζω καλύτερα, και βάσει αυτού πορευόμαστε όλοι οι πολίτες αυτού του κράτους), όντας όμως βέβαιος ότι όλα τα αντίστοιχα σύγχρονα ποινικά δίκαια άλλων (τουλάχιστον των προηγμένων) χωρών έχουν ίδιες κι απαράλλαχτες βάσεις (γι’ αυτό και θα με δείτε παρακάτω, με την άδειά σας, να γενικεύω και να μιλάω γι’ ανθρώπινο δίκαιο και όχι για ελληνικό).
Να διευκρινίσω εδώ ότι δεν είμαι νομικός, απλώς έτυχε σε κάποια σχολή να διδαχτώ ένα μικρό τμήμα του σχετικού μαθήματος, συνεπώς οι όποιες γνώσεις μου είναι περιορισμένες, οπότε κάθε (σοβαρή κι εμπεριστατωμένη) διαφωνία, αντίθετη άποψη και διόρθωση θα γίνεται δεκτή ή, τουλάχιστον, αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού.
Εμείς λοιπόν οι απλοί σημερινοί άνθρωποι, άτομα δηλαδή ενός είδους νοήμονος μεν, ατελούς και με πολλά λάθη δε, τουλάχιστον εν συγκρίσει με τον «τέλειο», «αλάνθαστο», και «παν-παν» θεό των μονοθεϊστικών (αβρααμικών) βασικά θρησκειών, μετά από πολλούς αιώνες ζυμώσεων, έχουμε ως τώρα καταλήξει στους σύγχρονους ποινικούς κώδικες, βάσει των οποίων προσπαθούμε να διατηρήσουμε την τάξη και να απονέμουμε δικαιοσύνη μεταξύ μας, θέτοντας κανόνες (κατά το δυνατόν) αντικειμενικούς και αμερόληπτους.
Πάμε λοιπόν αρχικά στο πιο βασικό κομμάτι του εν λόγω κώδικα, τον ορισμό (της άδικης/αξιόποινης πράξης).
Να διευκρινίσω εδώ ότι δεν είμαι νομικός, απλώς έτυχε σε κάποια σχολή να διδαχτώ ένα μικρό τμήμα του σχετικού μαθήματος, συνεπώς οι όποιες γνώσεις μου είναι περιορισμένες, οπότε κάθε (σοβαρή κι εμπεριστατωμένη) διαφωνία, αντίθετη άποψη και διόρθωση θα γίνεται δεκτή ή, τουλάχιστον, αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού.
Εμείς λοιπόν οι απλοί σημερινοί άνθρωποι, άτομα δηλαδή ενός είδους νοήμονος μεν, ατελούς και με πολλά λάθη δε, τουλάχιστον εν συγκρίσει με τον «τέλειο», «αλάνθαστο», και «παν-παν» θεό των μονοθεϊστικών (αβρααμικών) βασικά θρησκειών, μετά από πολλούς αιώνες ζυμώσεων, έχουμε ως τώρα καταλήξει στους σύγχρονους ποινικούς κώδικες, βάσει των οποίων προσπαθούμε να διατηρήσουμε την τάξη και να απονέμουμε δικαιοσύνη μεταξύ μας, θέτοντας κανόνες (κατά το δυνατόν) αντικειμενικούς και αμερόληπτους.
Πάμε λοιπόν αρχικά στο πιο βασικό κομμάτι του εν λόγω κώδικα, τον ορισμό (της άδικης/αξιόποινης πράξης).
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Η ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ ΠΡΑΞΗ - Ι. Γενικές διατάξεις
Άρθρο 14
Έννοια της αξιόποινης πράξης
- Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
- Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις.
Οι νομικοί ορισμοί (και έννοιες) δεν είναι ποτέ τόσο απλοί όσο φαίνονται, συνεπώς διαβάστε (και διαβάζετε πάντα) πολύ προσεκτικά, λέξη προς λέξη. Προσέξτε αρχικά τη φράση “στο δράστη της” και δώστε της την αναλογούσα πολύ πολύ μεγάλη βαρύτητα που της αρμόζει. Γιατί; Επειδή με τρεις και μόνο λέξεις δίνει όλο το υπόβαθρο του ανθρώπινου δικαίου, καταλογίζοντας την όποια πράξη αποκλειστικά και μόνο σ’ εκείνον που την έπραξε.
Θα μου πείτε τώρα: “Ε, και; Τι άλλο περίμενες; Λογικό δεν είναι;” Είναι όμως άραγε; Σκεφτείτε, κατ’ αναλογία, το πολύ σύνηθες κι ευρύτατα καθιερωμένο “μυστήριο” της βάφτισης. Γιατί βαφτίζεται κάποιος; Ή, για να ακριβολογούμε, επειδή σχεδόν κανείς δεν βαφτίζεται (από μόνος του εννοώ, με δική του πρωτοβουλία), γιατί βαφτίζουν τα παιδιά τους; Ένας από τους λόγους δεν είναι η διαγραφή του “προπατορικού αμαρτήματος”; Δεν σου λένε δηλαδή πολύ απλά ότι η άδικη πράξη που έγινε κάποτε (σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεο-μυθο-λογία, πάντα) από κάποιον είναι καταλογιστή σε όλους τους απογόνους του;
Αυτό, ως γνωστό, δεν είναι και το μόνο παράδειγμα τιμωρίας που αποδίδεται σε απογόνους του δράστη. Η “γεμάτη σοφία κι αγάπη και πρότυπο διδασκαλίας ήθους” παλαιά διαθήκη είναι γεμάτη από τέτοιες μεταθέσεις ποινών. Με την πολύτιμη βοήθεια του φίλτατου Τεμπελόσκυλου(τον οποίο κι ευχαριστώ τα μάλα) παραθέτω τα παρακάτω “θεόπνευστα” αποσπάσματα:
Δευτερονόμιο 5:9 οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν τοῖς μισοῦσί με.
Έξοδος 20:5 οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με
Έξοδος 34:7 καὶ δικαιοσύνην διατηρῶν καὶ ἔλεος εἰς χιλιάδας, ἀφαιρῶν ἀνομίας καὶ ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας, καὶ οὐ καθαριεῖ τὸν ἔνοχον, ἐπάγων ἀνομίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἐπὶ τέκνα τέκνων, ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεάν
Β’ Βασιλειών 12:14 πλὴν ὅτι παροργίζων παρώργισας τοὺς ἐχθροὺς Κυρίου ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ, καί γε ὁ υἱός σου ὁ τεχθείς σοι θανάτῳ ἀποθανεῖται
Ησαΐας 14:21 ἑτοίμασον τὰ τέκνα σου σφαγῆναι ταῖς ἁμαρτίαις τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ἵνα μὴ ἀναστῶσι καὶ κληρονομήσωσι τὴν γῆν καὶ ἐμπλήσωσιν τὴν γῆν πολέμων
Λευιτικόν 26:39 καὶ οἱ καταλειφθέντες ἀφ᾿ ὑμῶν καταφθαρήσονται διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν πατέρων αὐτῶν, ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν τακήσονται
Κι από μνήμης όμως ποιος δεν θυμάται τη δέκατη πληγή του φαραώ, με τον θάνατο όλων των πρωτοτόκων (ανεξαρτήτως, προφανώς, ηλικίας).
Επανερχόμαστε λοιπόν, εμείς τα ανθρωπάρια, με την κοινή μας λογική, κι ευλόγως κι απόλυτα δικαιολογημένα αναρωτιόμαστε τι σκατά δικαιοσύνη είναι αυτή. Τόσο λάθος έχουμε εκτιμήσει εμείς την έννοια του δικαίου; Μήπως θα ’πρεπε να εναρμονιστούμε κι εμείς με τις θεϊκές αυτές επιταγές και ν’ αρχίσουμε να τιμωρούμε κληρονομικά; Κι αλίμονο, φυσικά, στα παιδιά (και γενικότερα τους απογόνους) όλων όσοι καταδικάζονται “δις εις θάνατον”, δις και τρις ισόβια, πεθαίνουν πριν εκτίσουν το σύνολο της ποινής τους κ.ο.κ.
Καλή η πλάκα κι η ειρωνεία, αλλά, όπως είναι απόλυτα φυσικό κι αναμενόμενο, κανείς έχων σώας τας φρένας νομοθέτης δεν θα μπει ποτέ σε μια τόσο ανόητη, απερίσκεπτη, οπισθοδρομική κι εντελώς άδικη διαδικασία. Κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος αποκλειστικά για τις δικές του πράξεις και δίνει λόγο μόνο γι’ αυτές. Κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις πράξεις είτε των παιδιών του και εγγονών του, είτε των γονέων και παππούδων του. Τότε όμως, αφού κάτι τέτοιο εναντιώνεται στη λογική μας και το όποιο αίσθημα δικαίου μας διακατέχει, γιατί να δεχόμαστε όλες αυτές τις καταφανείς ανοησίες και αδικίες ως θεόπνευστες; Γιατί δεν τις κρίνουμε, δεν τις κατακρίνουμε, γιατί δεν τις πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων ή, στην καλύτερη (επιεικέστερη) περίπτωση, δεν τις εντάσσουμε στη σφαίρα της μυθολογίας μιας άλλης εποχής;
Εκτός αυτών των “Θείων” (το κεφαλαίο μπαίνει μόνο για να αποφευχθεί σύγχυση) πρακτικών μετάθεσης ποινής σε απογόνους, έχουμε κι άλλο ένα έξοχο παράδειγμα καταστρατήγησης της έννοιας της προσωπικής ευθύνης, αυτήν τη φορά με τη συλλήβδην παράλογη γενίκευση απόδοσης πράξεων και συμπεριφορών σε ολόκληρες ομάδες ανθρώπων, γενίκευση που παρατηρείται τόσο ως προς τις πράξεις, όσο κι ως προς τα άτομα. Αναφέρομαι φυσικά στα δύο καταπληκτικά και πασίγνωστα παραδείγματα της καταστροφής των Σοδόμων και Γομόρρων, και στο πολύ πιο ακραίο και ασύλληπτο σε διαστάσεις παράδειγμα τού κατακλυσμού (του Νώε), αγνοώντας (ή μη νιώθοντας καν την περαιτέρω ανάγκη να αναζητήσω) κι άλλα παρόμοια παραδείγματα. Ολική καταστρατήγηση κάθε έννοιας προσωπικής ευθύνης, αλλά και απόδοσης συγκεκριμένων (αξιόποινων) πράξεων.
Εδώ έχουμε επιλογές: Ο θεός ή ήταν πολύ κακός (ως προς το μέγεθος της τιμωρίας, καθ’ όσον συμπεριέλαβε σ’ αυτήν ακόμη και κάθε ηλικίας παιδιά –μικρά, βρέφη, νεογέννητα, ακόμα και κυοφορούμενα– οπότε και τίθεται ευθέως υπό πλήρη αμφισβήτηση η περιβόητη παναγαθότητά του), είτε πολύ λίγος κι εντελώς ανίκανος (ως προς τον εντοπισμό συγκεκριμένων αδικιών και την απόδοσή των σε συγκεκριμένους ανθρώπους — οπότε ομοίως αμφισβητείται η παντοδυναμία του), είτε απλώς ηλίθιος, καθώς οι τιμωρίες επεκτάθηκαν όχι μόνο σε ανθρώπους, αλλά σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, είτε αφάνταστα και άπειρα εγωιστής, αφού η συμπεριφορά του αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να (επιχειρηθεί να) εξηγηθεί με τη στάση “εγώ τα έπλασα, δικά μου (ιδιοκτησία μου) είναι, ό,τι θέλω τα κάνω” (λες και μιλάμε για “άψυχα” αντικείμενα).
Εδώ έχουμε επιλογές: Ο θεός ή ήταν πολύ κακός (ως προς το μέγεθος της τιμωρίας, καθ’ όσον συμπεριέλαβε σ’ αυτήν ακόμη και κάθε ηλικίας παιδιά –μικρά, βρέφη, νεογέννητα, ακόμα και κυοφορούμενα– οπότε και τίθεται ευθέως υπό πλήρη αμφισβήτηση η περιβόητη παναγαθότητά του), είτε πολύ λίγος κι εντελώς ανίκανος (ως προς τον εντοπισμό συγκεκριμένων αδικιών και την απόδοσή των σε συγκεκριμένους ανθρώπους — οπότε ομοίως αμφισβητείται η παντοδυναμία του), είτε απλώς ηλίθιος, καθώς οι τιμωρίες επεκτάθηκαν όχι μόνο σε ανθρώπους, αλλά σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, είτε αφάνταστα και άπειρα εγωιστής, αφού η συμπεριφορά του αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να (επιχειρηθεί να) εξηγηθεί με τη στάση “εγώ τα έπλασα, δικά μου (ιδιοκτησία μου) είναι, ό,τι θέλω τα κάνω” (λες και μιλάμε για “άψυχα” αντικείμενα).
Τα ανωτέρω δεν είναι τα μόνα δείγματα “πανσοφίας” της “Θείας” δικαιοσύνης· έχουμε και ποικιλία ευρηματικών ποινών, που το μόνο κομμάτι του ανθρώπινου δικαίου στο οποίο θα μπορούσαν ποτέ να απαντηθούν είναι ίσως τα ειδεχθέστερα εγκλήματα πολέμου, με λιθοβολισμούς, κοπές άκρων, ασθένειες διαφόρων σημείων του σώματος, κατασπάραξη μικρών παιδιών από αρκούδες κ.λπ.
Ένα άλλο μέτρο σύγκρισης είναι αυτές καθ’ αυτές οι πράξεις που ποινικοποιούνται. Στο ανθρώπινο δίκαιο καθίσταται σαφές ότι ποινικοποιούνται πράξεις οι οποίες βλάπτουν. Μ’ άλλα λόγια, δεν πρόκειται ποτέ να ποινικοποιήσουμε σκέψεις ή σεξουαλικές συμπεριφορές και τάσεις (για τις τελευταίες τα όποια λάθη –π.χ. ποινικοποίηση μοιχείας ή ακόμα και ομοφυλοφιλίας σε διάφορα κράτη/πολιτείες– διορθώνονται με το πέρασμα του χρόνου), κάτι το οποίο στο θεϊκό δίκαιο αντίθετα τονίζεται, και μάλιστα με έμφαση. Ο θεός δηλαδή κρίνει, και μάλιστα αυστηρά, αμφότερα τα ανωτέρω, λες και (α) πειράζουν κανέναν και (β) μπορούν να ελεγχθούν/χαλιναγωγηθούν. Τι σε πειράζει δηλαδή, ρε θείο, αν και κατά πόσο βαράω εγώ μαλακία; Αν βλέπω το κάθε ωραίο γκομενάκι και σκέφτομαι τι ωραία θα ήταν να μου “καθόταν” ή, τουλάχιστον, τι ωραίος κώλος, τι ωραία πόδια, τι ωραία βυζιά, τι ωραίο πρόσωπο, τι ωραία μάτια; Αν βλέπω πολιτικούς και θέλω να τους σουβλίσω; Αν θέλω να σπάσω στο ξύλο διαφόρους που μου κάνουν τη ζωή ποδήλατο; Αν ονειρεύομαι να είμαι πάμπλουτος, διάσημος, να έχω εξουσία και πέραση; Σε χαλάει; Ζηλεύεις; Βλέπεις κανέναν άλλο να διαμαρτύρεται; Γκρεμίζονται τα πρότυπά σου; Ε άντε και γαμήσου, στο φινάλε, εσύ (υποτίθεται ότι) τα έφτιαξες, άχρηστε! Άμα δε σου βγήκε καλό το γλυκό, πέταξέ το και φτιάξε άλλο, ανίκανε!
Συγγνώμη, παρεσύρθην ελαφρώς, μη δίνετε σημασία. Οι υπερασπιστές των γραφών πολύ πιθανό να υπεραμυνθούν αυτών λέγοντας το γνωστό επίσης παραμύθι ότι πρόκειται για άλλες εποχές, κατά τις οποίες η αυστηρότητα (έπρεπε να) ήταν πολύ μεγαλύτερη για να υπάρξει τάξη, ή το επίσης συνηθισμένο και πολύ βολικό ότι πρόκειται για αλληγορίες, ή ακόμη ότι μετά την έλευση του Ιησού (;) αυτές οι διδασκαλίες καταργήθηκαν/αναπροσαρμόστηκαν κ.λπ.
Φυσικά, ό,τι και να πει κάποιος προσπαθώντας να δικαιολογήσει τ’ αδικαιολόγητα είναι απλώς μπούρδες. Καμία υπεράσπισή τους δεν μπορεί να σταθεί υπό οποιοδήποτε πρίσμα λογικής κριτικής (όπως και το γενικότερο πλαίσιο της θρησκείας, εξάλλου) και οι οποιοιδήποτε σταυροφόροι υπερασπιστές απλώς εθελοτυφλούν. Γιατί αλλού κι αλλού τις “σοφίες” της παλαιάς διαθήκης τις πιπιλάνε σαν καραμέλα, όταν όμως τα βρίσκουν σκούρα τις κάνουν γαργάρα;
Φυσικά, ό,τι και να πει κάποιος προσπαθώντας να δικαιολογήσει τ’ αδικαιολόγητα είναι απλώς μπούρδες. Καμία υπεράσπισή τους δεν μπορεί να σταθεί υπό οποιοδήποτε πρίσμα λογικής κριτικής (όπως και το γενικότερο πλαίσιο της θρησκείας, εξάλλου) και οι οποιοιδήποτε σταυροφόροι υπερασπιστές απλώς εθελοτυφλούν. Γιατί αλλού κι αλλού τις “σοφίες” της παλαιάς διαθήκης τις πιπιλάνε σαν καραμέλα, όταν όμως τα βρίσκουν σκούρα τις κάνουν γαργάρα;
Αυτά, εννοείται, στην Παλαιά Διαθήκη. Γιατί στην Καινή (=κενή), στην προσπάθειά του (του θεού) να συμμαζέψει τ’ ασυμμάζευτα, συνεχίζει το θέατρο του παραλόγου και καταλήγει στο άλλο άκρο, είτε προτείνοντας ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας, είτε να γυρνάμε και το άλλο μάγουλο σ’ όποιον μας χαστουκίζει (έΚΤΑΚΤΟΝ, όπως θα ’λεγε κι ο Ορθόδοξος).
Κι όμως, αυτό δεν είναι, κατά τη γνώμη μου πάντα, το εντυπωσιακότερο δείγμα της “Θείας” δικαιοσύνης. Αυτό που μακράν υπερτερεί από κάθε άποψη, που η λογική μας υπό κανονικές συνθήκες θ’ αρνούνταν πεισματικά και για οποιονδήποτε λόγο να το δεχτεί, είναι η τελική δίκη. Αντιπαραβάλλοντας γι’ άλλη μια φορά τον ταπεινό και καταφρονεμένο δικό μας ποινικό κώδικα, διαπιστώνουμε (οποία έκπληξις) να αφιερώνει ολόκληρο το τέταρτο κεφάλαιο στις ποινές και το πέμπτο στην επιμέτρησή τους, χωρίζοντάς τες επιμελώς και λεπτομερώς σε είδη (θάνατος, στερητικές της ελευθερίας, χρηματικές) και διαβαθμίσεις. Αντίθετα, στην περίπτωση του “μεγαλοδύναμου” (;;;) το πράγμα απλοποιείται μέχρι εκεί που δεν πάει: Ή είσαι ένοχος (κακός) και θα τυραννιέσαι επ’ άπειρον στην κόλαση, ή είσαι αθώος (καλός) και θα τη βγάλεις εσαεί στον παράδεισο. Καμία απολύτως ενδιάμεση διαβάθμιση! Δεν υπάρχει ούτε λίγο καλός/κακός, ούτε πολύ καλός/κακός (και σαφώς ούτε για πλάκα ενδιάμεσες βαθμίδες αυτών). Ολικό τσουβάλιασμα.
Μ’ άλλα λόγια, είτε είσαι ο χειρότερος και πιο αδίστακτος εγκληματίας, όντας υπεύθυνος για φόνους, βασανισμούς, βιασμούς, ακρωτηριασμούς και ό,τι άλλο ειδεχθές κι αποτρόπαιο βάζει ο νους σας, είτε είσαι π.χ. απλώς άθεος, οπότε το μόνο σου έγκλημα είναι ότι δεν πιστεύεις στον (όποιο) θεό, δεν συμμετέχεις στις (όποιες) λατρευτικές του τελετές και δεν τον προσκυνάς, καταλήγεις στο ίδιο κελί να εκτίεις την ίδια ποινή. Απ’ την άλλη, κι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου να είσαι, έχοντας δώσει καθ’ όλην τη διάρκεια της ζωής σου μάχες και προσφέροντας εντελώς αλτρουιστικά κι απλόχερα στους συνανθρώπους σου, ζώντας ο ίδιος μες στις στερήσεις και την ανέχεια, ακόμα κι αν χάρη σε σένα και στους δικούς σου αγώνες άλλαξε ο ίδιος ο ρους της ιστορίας προς όφελος των καταπιεσμένων κι αδυνάτων, θα λάβεις την ίδια ακριβώς ανταμοιβή με οποιονδήποτε άλλον κριθεί απλώς “καλός”, ζώντας ενδεχομένως μια συνήθη ζωή, λατρεύοντας τον θεό, κάνοντας μικροφιλανθρωπίες, υπακούοντας σε βασικούς κανόνες κ.λπ. Πόσο δίκαιο άραγε ακούγεται αυτό;
Μ’ άλλα λόγια, είτε είσαι ο χειρότερος και πιο αδίστακτος εγκληματίας, όντας υπεύθυνος για φόνους, βασανισμούς, βιασμούς, ακρωτηριασμούς και ό,τι άλλο ειδεχθές κι αποτρόπαιο βάζει ο νους σας, είτε είσαι π.χ. απλώς άθεος, οπότε το μόνο σου έγκλημα είναι ότι δεν πιστεύεις στον (όποιο) θεό, δεν συμμετέχεις στις (όποιες) λατρευτικές του τελετές και δεν τον προσκυνάς, καταλήγεις στο ίδιο κελί να εκτίεις την ίδια ποινή. Απ’ την άλλη, κι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου να είσαι, έχοντας δώσει καθ’ όλην τη διάρκεια της ζωής σου μάχες και προσφέροντας εντελώς αλτρουιστικά κι απλόχερα στους συνανθρώπους σου, ζώντας ο ίδιος μες στις στερήσεις και την ανέχεια, ακόμα κι αν χάρη σε σένα και στους δικούς σου αγώνες άλλαξε ο ίδιος ο ρους της ιστορίας προς όφελος των καταπιεσμένων κι αδυνάτων, θα λάβεις την ίδια ακριβώς ανταμοιβή με οποιονδήποτε άλλον κριθεί απλώς “καλός”, ζώντας ενδεχομένως μια συνήθη ζωή, λατρεύοντας τον θεό, κάνοντας μικροφιλανθρωπίες, υπακούοντας σε βασικούς κανόνες κ.λπ. Πόσο δίκαιο άραγε ακούγεται αυτό;
Αλλά πάνω απ’ όλα, το δυσκολότερο και πιο απίστευτο κομμάτι σ’ αυτή την ιστορία του χωρισμού σε “δίκαιους και άδικους” είναι χωρίς καμία αμφιβολία τα κριτήρια του “δημιουργού”. Πόσο λεπτομερής πρέπει να είναι άραγε αυτή η “ζυγαριά” που θα χρησιμοποιήσει ο “πάνσοφος”, πόσο λεπτός αυτός ο “υδροκρίτης” και πώς στο διάολο (ή στην ευχή, αν προτιμάτε) θα προσμετρηθεί εν ολοκλήρω το σύνολο των πράξεων, παραλείψεων, σκέψεων (sic) και αποφάσεων ενός ανθρώπου, ώστε στο τέλος ν’ αποφανθεί κάποιος, μονολεκτικά κι απόλυτα, “καλός” ή “κακός”; Πόσο “ζυγίζει” το άλφα και πόσο το βήτα; Ποιο είναι το μέτρο; Ακολουθείται ας πούμε κάποιο μοτίβο του στυλ “εκκλησιασμός=10 πόντοι (ή γραμμάρια ή καιγωδενξέρωτι), φιλανθρωπία της τάξης του 0,0000001% επί του συνόλου της περιουσίας σου=100 πόντοι, βάπτισμα=προαπαιτούμενο/απαραίτητη προϋπόθεση, βλασφημία=-10 πόντοι” και πάει λέγοντας; Ειλικρινά δηλαδή, και “με το χέρι στην καρδιά”, όλοι εσείς οι θρησκευόμενοι που τυχόν μπείτε στον κόπο να διαβάσετε τα παραπάνω, πόσο λογικά σας φαίνονται; Δεν σας προβληματίζουν;
Συνοψίζοντας, γίνεται φανερό ότι έχουμε από τη μία τον ατελή άνθρωπο, ο οποίος, βάσει των εμπειριών του, των (ως τώρα) γνώσεών του, της ενσυνείδητης ηθικής του, της κοινωνικότητάς του, της λογικής του, αλλά και της απόδοσης μέγιστης σημασίας και βάρους στην ανθρώπινη ζωή, προσπαθεί να διαμορφώσει στην κοινωνία το πλαίσιο των κανόνων που θα δημιουργήσουν το καλύτερο κι ασφαλέστερο δυνατό περιβάλλον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του, ει δυνατόν, όλους τους πιθανούς παράγοντες κι όλες τις πιθανές παραμέτρους, προκειμένου η ζυγαριά μεταξύ θύτη και θύματος να αγγίζει την απόλυτη ισορροπία (μετά, εννοείται, τη δικαστική απόφαση), κι απ’ την άλλη τον (όποιος κι αν είναι αυτός για τον καθένα) “τέλειο” (;;;) θεό, ο οποίος είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει αποτύχει παταγωδώς τόσο να αποδώσει δικαιοσύνη σε πάμπολλες (αν όχι όλες τις) περιπτώσεις και να εγκαθιδρύσει ένα σαφές κι αδιαμφισβήτητο αίσθημα δικαίου κι εμπιστοσύνης, όπως θα άρμοζε στη βαρύτητα και τελειότητα που του αποδίδουν οι πιστοί του, όσο και να ξεκαθαρίσει το δικό του πλαίσιο κανόνων και αρχών, και δίνοντας κατ’ επέκταση τον μπούσουλα με τον οποίο θα έπρεπε να πορευτούν οι άνθρωποι προκειμένου, ακολουθώντας τον τελευταίο, να τύχουν της μέγιστης επιβράβευσης ή, αν αποτύχουν, της μέγιστης τιμωρίας, καθ’ όσον δεν σκέφτηκε καθόλου (ούτε καν του πέρασε απ’ το μυαλό, απ’ όσο φαίνεται) να βάλει διαβαθμίσεις. Διαλέξτε και πάρτε…