Ο εκπαιδευτικός {Βιοηθικός}, βιολόγος από σπουδές και ειδίκευση, προβληματίζεται, όπως και πολλοί άλλοι ειδικοί επιστήμονες, εκπαιδευτικοί και θεολόγοι για το δίλημμα «δημιουργία ή εξέλιξη» και θέτει το ερώτημα μήπως τυχόν υπάρχει δυνατότητα σύνθεσης των απόψεων. Όχι ότι θα ήταν δυνατόν να γίνει επιστημονικά αποδεκτή μια παρέμβαση της δημιουργίας στην εξέλιξη, έτσι ώστε να είναι «ικανοποιημένες» όλες οι πλευρές, αλλά μήπως αυτές οι δύο ερμηνείες του κόσμου αναφέρονται σε διαφορετικά πράγματα κι έτσι δεν υπάρχει θέμα σύγκρουσης ανάμεσά τους.
Γράφει ο {Βιοηθικός} (βλέπε εδώ): «Η αφορμή για να ασχοληθώ με το θέμα μου δόθηκε από πρόσφατες ομιλίες στο Θορικό της Κερατέας του Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου με θέμα την εξέλιξη. Είναι γνωστό ότι ο Μητροπολίτης είναι ίσως ο μοναδικός από τους αρχιερείς που, εκτός από άριστη θεολογική κατάρτιση, έχει επαρκείς γνώσεις στις θετικές επιστήμες που να του επιτρέπουν παρεμβάσεις τέτοιου είδους.
«Ακούγοντας τις ομιλίες, λοιπόν, αυτές επιβεβαιώθηκε η πεποίθησή μου ότι το βιβλίο της Γένεσης δεν λειτουργεί με στόχο να ερμηνεύσει επιστημονικά την καταγωγή του σύμπαντος και του ανθρώπου αλλά είναι ανεξάρτητο από τις εκάστοτε επιστημονικές αντιλήψεις για το συγκεκριμένο θέμα. Επομένως που είναι το πρόβλημα;»
Πριν από ένα χρόνο περίπου έγραφε κάτι ανάλογο ο θεολόγος, ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου κ. Χ. Γιανναράς (Καθημερινή, 18-09-2005): «Μια μετα-φυσική ερμηνευτική πρόταση δεν μπορεί να φιλοδοξήσει επιστημονική ερμηνεία των φυσικών γεγονότων. Αφορά μόνο στο "νόημά" τους (ή στην απουσία «νοήματος»), μόνο στην υπαρκτική αιτία και στο υπαρκτικό τέλος-σκοπό τους ...» Και ακόμα: «Tο βιβλίο της Γένεσης, π.χ., στην Παλαιά Διαθήκη, είναι αμέσως φανερό ότι δεν γράφτηκε για να λειτουργήσει σαν επιστημονική ερμηνεία της καταγωγής του σύμπαντος. Ο στόχος του είναι, σαφέστατα, να προτείνει "νόημα" του κόσμου, να μιλήσει για την "αιτία" και τον "σκοπό" της λογικής ύπαρξης του ανθρώπου ...»
Προσωπικά έχω καταρχάς κάποιες σοβαρές αμφιβολίες για το προϊόν του συνδυασμού, θεολόγος και φυσικός επιστήμων. Είναι δυνατή μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο αυτές εξ ορισμού αντιφατικές ιδιότητες ή απλά, η μία παρέχει πνευματικά εφόδια για την κατανόηση της φύσης και του κόσμου και η άλλη τα απαραίτητα υλικά εφόδια για βιοπορισμό; Αλλά σίγουρα δεν λύνουν πάντα οι θεωρητικοί συλλογισμοί τις απορίες μας και συχνά η πράξη δείχνει την αλήθεια. Ως προ το ερώτημα του {Βιοηθικού}, «πού είναι το πρόβλημα;», εγώ μπορώ να καταλήξω σε απάντηση προτάσσοντας μία ιστορική θεώρηση.
Η μελέτη των εξελίξεων σε κλίμακα αιώνων δείχνει ότι η αντιπαλότητα μεταξύ επιστήμης και θρησκειών εξελίχθηκε σε σύγκρουση και απέβη, στην Ευρώπη κυρίως από το 17ο αιώνα και μετά, σε βάρος των θρησκειών (αυτή τη σύγκρουση λέμε να αμβλύνουμε τώρα). Κύριο χαρακτηριστικό των τελευταίων αιώνων, ιδίως κατά τον 20ο αιώνα, ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη των παραδοσιακών συνηθειών και ο «θρησκευτικός αποχρωματισμός» των μαζών. Ο ασθενής έπαψε να προσφεύγει πια στο ναό για προσευχή, αλλά πηγαίνει στο νοσοκομείο για θεραπεία. Ο φιλομαθής δεν περιορίζεται στα θρησκευτικά βιβλία, αλλά εκμεταλλεύεται ένα πλήθος άλλων πηγών μάθησης και πληροφόρησης, προφορικές, έντυπες και ηλεκτρονικές. Ο ταξιδιώτης δεν χρησιμοποιεί πια το γαϊδουράκι και την άμαξα ή τα πόδια του για να μεταβεί από μια πόλη σε μια άλλη, αλλά αξιοποιεί τα αυτοκίνητα, τα τραίνα, τα πλοία και τα αεροπλάνα για να επισκεφτεί άλλες πόλεις, άλλες χώρες και άλλες ηπείρους. Ο κεραυνός, ο σεισμός, το ηφαίστειο, ο πλημμυρισμένος ποταμός, η πανούκλα, η χολέρα, η ευλογιά, η παιδική θνησιμότητα κλπ. δεν οφείλονται σε θεϊκές τιμωρίες αλλά αποτελούν φυσικά φαινόμενα και φυσικές διεργασίες που είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε σε μεγάλη κλίμακα δια της επιστήμης (πληρέστερη ανάπτυξη εδώ).
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι, τί ρόλο μπορεί να παίξει πλέον η θρησκεία, αφού με τα ιερά βιβλία της απλώς «προτείνει "νόημα" του κόσμου, μιλάει για την "αιτία" και τον "σκοπό" της ύπαρξης του ανθρώπου», τα οποία όμως δεν χρησιμεύουν στις πιεστικές, καθημερινές ανάγκες της πλειοψηφίας των ανθρώπων στη Γη; Κι αν ακόμα αυτή η αντίληψη περί νοήματος, αιτίας και σκοπού δεν ανατραπεί σε κάποιες δεκαετίες σε βάρος της θρησκείας, το σίγουρο είναι ότι δεν χρησιμεύει ως ερμηνεία για τη φύση και την κοινωνία, η οποία ερμηνεία πρωτίστως ενδιαφέρει τους ανθρώπους. Η «αρμοδιότητα» του εκκλησιαστικού μηχανισμού θα υποχωρεί λοιπόν όλο και περισσότερο και ο λόγος ύπαρξής του θα είναι πολύ δύσκολο να τεκμηριωθεί.
Αν επρόκειτο για ένα αμιγώς θεολογικό θεσμό, ο οποίος κάποια στιγμή διαπιστώνει ότι παύει να υπάρχει ζήτηση για τις υπηρεσίες του και, παρότι δεν αναστέλλει τις δραστηριότητές του, υποχωρεί ταπεινά και συνεχίζει το όποιο έργο του, ίσως μέχρι να «αλλάξουν τα πράγματα», μέχρι να προκύψει εκ νέου κάποια ανάγκη γι' αυτόν, κανείς δεν θα είχε λόγο να εναντιωθεί σ' αυτό το θεσμό και ίσως να αποτελούσε και ένα υπόδειγμα για την κοινωνία μας. Κανείς δεν εναντιώνεται για παράδειγμα στον Ερυθρό Σταυρό, στο Μουσείο Μπενάκη, στο Μέγαρο Μουσικής, στο Ευγενίδειο Πλανητάριο κλπ., θεσμοί ή οργανώσεις που είναι για πάρα πολλούς ανθρώπους τελείως αδιάφοροι, ίσως και άγνωστοι, αλλά για κάποιους άλλους εκπληρώνουν έναν περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό σκοπό.
Στην περίπτωση της «εκκλησίας» έχουμε όμως να αντιμετωπίσουμε ένα πολιτικο-οικονομικό μηχανισμό, με τεράστια περιουσία, στο μεγαλύτερο τμήμα της με ύποπτη προέλευση, της οποίας διαχειριστές είναι επαγγελματικά στελέχη που προσπαθούν να επιβάλουν την υπακοή της κοινωνίας, καλυπτόμενα κάτω από ένα δήθεν φιλοσοφικό πέπλο, με σχεδόν αποκλειστικό στόχο, όμως, να μην δημιουργούνται δυσκολίες στις διαχειριστικές τους ενέργειες και στη στρατολόγηση νέων οπαδών. Οι δήθεν φιλοσοφικές αντιλήψεις μεταβάλλονται και προσαρμόζονται εύκολα και κατά περίπτωση, όχι επειδή προέκυψαν κάποιες νέες ιδέες και ερμηνείες του κόσμου, αλλά επειδή αυτό επιτάσσει ο στόχος για αποδοτική διαχείριση και μακροημέρευση του μηχανισμού.
Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα από την καθημερινή συμπεριφορά των εκπροσώπων του είναι ότι ο (κάθε) εκκλησιαστικός μηχανισμός ενδιαφέρεται αποκλειστικά, πρώτον να αυξήσει την περιουσία του και δεύτερον να επιβληθεί στην κοινωνία ώστε να εξασφαλίσει εχέγγυα για τη διατήρηση της περιουσίας και για την αποκλειστική διαχείρισή της από τα στελέχη του. Απευθύνεται δε αυτός ο μηχανισμός στην κοινωνία, όχι προβάλλοντας κάποια πλεονεκτήματα της ύπαρξής του και κάποιες υπηρεσίες που δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει το κοινωνικό κράτος, αλλά αντλώντας δήθεν επιχειρήματα από (ψευδή κατά κανόνα) ιστορικά γεγονότα και από ιδεοληψίες, με τελικό στόχο τον εκφοβισμό των αγράμματων και αβοήθητων ανθρώπων της κοινωνίας, οι οποίοι αποτελούν και την πλειοψηφία της.
Εδώ ακριβώς «είναι το πρόβλημα» που θέτει (προφανώς ρητορικά) ο {Βιοηθικός}, κι εδώ μόνο μπορεί να κριθεί, αν ο όποιος θεολόγος-φυσικός είναι σε θέση να ανατρέψει αυτές τις παγιωμένες καταστάσεις. Η άποψή μου είναι ότι δεν είναι σε θέση, γιατί, ακόμα κι αν έκανε κάποια προσπάθεια, θα προέκυπτε ταχύτατα κοινωνική, πολιτική, διοικητική αποβολή του από το μηχανισμό. Σε παλαιότερες εποχές χαρακτηρίζονταν οι «επικίνδυνοι» ως αιρετικοί και οδηγούνταν στην εξορία ή στην εξόντωση (ες έδαφος φέρειν!) Σήμερα χρησιμοποιούνται ως εργαλεία εξόντωσης η συκοφαντία, η σπερμολογία ο κοινωνικός αποκλεισμός κ.ά. μέθοδοι για να ελεγχθούν τυχόν «ενοχλητικοί» ιδεολόγοι. Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός γνωρίζει εδώ και πολλούς αιώνες να επιβιώνει, σε συναλληλία με το κράτος, και να πολλαπλασιάζει την περιουσία του, υποσχόμενος στους «πιστούς» ανύπαρκτα πλεονεκτήματα και στα στελέχη του πριγκιπική διαβίωση.
Αυτή η πεποίθησή μου προκύπτει κι από το γεγονός ότι στη μητρόπολη Μεσογαίας του συγκεκριμένου ιεράρχη «ευλογούνται» συστηματικά αυτοκίνητα από κληρικούς του και ούτε στιγμή δεν προέκυψε θέμα για διακοπή αυτής της ειδωλολατρικής αγυρτείας. Αφού δεν μπορεί να απαγορέψει ο κ. Νικόλαος αυτή την πηγή χρηματισμού των υφισταμένων του δημοσίων υπαλλήλων (αν υποθέσουμε ότι δεν συμφωνεί με αυτήν και όλοι γνωρίζουν ότι οι μητροπολίτες έχουν φεουδαρχικές δικαιοδοσίες απέναντι στους κληρικούς της μητροπόλεως που διοικούν), τί επιρροή μπορεί να έχει ο συγκεκριμένος, έστω «φωτισμένος» μητροπολίτης στο συνολικό μηχανισμό, από τον οποίο τρέφονται πολλές δεκάδες χιλιάδες μικρο- και μεγαλο-χασομέρηδες και έχουν κάθε λόγο να αντιδράσουν, αν προκύψει κάποια περικοπή;
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)