Σάκης Μουμτζής: Το δίτομο βιβλίο «1944-1949: Ιστορίες από τον Εμφύλιο, Πώς η Ελλάδα παρέμεινε στον ελεύθερο κόσμο» κυκλοφορεί από τις εκδ. Επίκεντρο
της Σώτης Τριανταφύλλου
Ο Σάκης Μουμτζής εξιστορεί τα γεγονότα —εκείνα που οδήγησαν στον εμφύλιο, εκείνα που συνέθεσαν την τραγωδία του και εκείνα που έκριναν τα αποτελέσματά του— με αρκετή ακρίβεια· όση ακρίβεια μπορεί να προκύψει από μια γρήγορη, συμπυκνωμένη και αγωνιστική αφήγηση, χωρίς ακαδημαϊκούς ισχυρισμούς. Το ύφος είναι προσωπικό και προφορικό· καθώς ο συγγραφέας απευθύνεται σε ήδη γνωρίζοντες, μοιάζει να συμπληρώνει μια ημιτελή συζήτηση: γι’ αυτό, συσσωρεύει ονόματα, δεν περιλαμβάνει υποσημειώσεις και περιγράφει καταστάσεις που θεωρούνται λίγο-πολύ κοινό κτήμα. Φοβάμαι ότι κοινό κτήμα δεν είναι: εκτός του ότι οι νεότερες γενιές αδιαφορούν για το παρελθόν, ο εμφύλιος πόλεμος παραμένει το μεγάλο κομμουνιστικό μυστικό· το πεδίο όπου παίζει, ανενόχλητη, η κομμουνιστική προπαγάνδα, όχι μόνο στον τομέα της ιστοριογραφίας, αλλά και της τέχνης και της προφορικής παράδοσης. Παρά το περιβάλλον της αδιαφορίας, το βιβλίο φιλοδοξεί να αντιδράσει σ’ αυτή την πολυσχιδή προπαγάνδα την οποία έχουν ευνοήσει ακόμα και «κεντρώες», μετριοπαθείς, αφηγήσεις από φόβο μήπως θεωρηθούν μονομερείς. Ο Σάκης Μουμτζής δεν έχει τέτοια ανησυχία. Στην πραγματικότητα, εκτός από το ακροδεξιό περιθώριο, η λεγόμενη «αστική» παράταξη προσπάθησε εξαρχής να αφηγηθεί τον εμφύλιο πόλεμο με σχετική ειλικρίνεια: το βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ «Φωτιά και τσεκούρι», που κυκλοφόρησε το 1974, δείχνει αυτή την τάση σε μια προοπτική συμφιλίωσης και δημοκρατίας. Όμως, από την πλευρά της, η αριστερά ακολούθησε την προπαγανδιστική, μισαλλόδοξη και ψευδολογική τακτική των ολοκληρωτικών ιδεολογιών· και όπως αναφέρει, επανειλημμένως, ο Σάκης Μουμτζής, επέβαλε το αφήγημά της, ιδιαίτερα στις γενιές που δεν έζησαν τα γεγονότα.
Στο βιβλίο υπάρχουν, αναπόφευκτα, κάποιες υπεραπλουστεύσεις κυρίως σε ό,τι αφορά την ιστορία του διεθνούς σοσιαλισμού, καθώς και αρκετές επαναλήψεις που οφείλονται στο ότι είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στο Liberal. Επίσης, υπάρχουν ίχνη κατάχρησης της ύστερης γνώσης μολονότι ο Σάκης Μουμτζής επισημαίνει τη λανθασμένη προσέγγιση της ιστορίας, κατά την οποία, πολλά χρόνια µετά την τελική κατάληξη των γεγονότων, αποδίδουµε τα συμβάντα σε δόλιους ή περίτεχνους σχεδιασµούς των βασικών παικτών, που ίσως δεν υφίσταντο όταν αυτά διαδραµατίζονταν. Αλλά το βασικό μειονέκτημα αυτού του κατά τα άλλα συναρπαστικού βιβλίου είναι η ίδια η αγωνιστικότητά του, το γεγονός ότι προσπαθεί να αντισταθμίσει την περιρρέουσα προπαγάνδα: σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Σάκης Μουμτζής προσπαθεί να δικαιολογήσει ακόμα και όσα εκτυλίχθησαν στην Μακρόνησο· όμως, άλλο ο αποκλεισμός των αριστερών από τον εθνικό στρατό εν μέσω εμφυλίου πολέμου (λογικό), άλλο οι βίαιες μέθοδοι «αναμόρφωσης» (έγκλημα). Γι’ αυτό, αν και ο Σάκης Μουμτζής καταλήγει ότι η χούντα 1967-74 προσέδωσε στην αριστερά το ηθικό πλεονέκτημα, συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να αποδώσουμε την εν λόγω αναβάπτιση στη Μακρόνησο και σε παρόμοιες «υπερβασίες» όπως έλεγε ο Νίκος Ζαχαριάδης αναφερόμενος στη δική του παράταξη. Μια ακόμα διαφωνία που μπορεί να διατυπωθεί είναι ο εξωραϊσμός των εθνικοφρόνων ως «αστική παράταξη»: αν και πράγματι από τη δεξιά και από τον ευρύτερο φιλελεύθερο, φιλοδυτικό, χώρο προέκυψαν πολλοί αστοί πολιτικοί, οι κομμουνιστές είχαν απέναντί τους ένα αντεστραμμένο είδωλο· λιγότερο μια φιλελεύθερη, φιλοδυτική αστική τάξη και περισσότερο έναν συρφετό από εθνικολαϊκιστές και βασιλόφρονες που ήταν ταυτοχρόνως οσφυοκάμπτες έναντι τόσο της Φρειδερίκης όσο και των «ξένων». Ο εθνικισμός της δεξιάς ήταν εξίσου υποκριτικός με τον δήθεν «πατριωτισμό» του ΚΚΕ, το οποίο, ως σοβιετόδουλο, και μέσω του υποτιθέμενου διεθνισμού του, λίγο έλειψε να παραχωρήσει σε γειτονικές χώρες ελληνικά εδάφη.
Αν και όλα τούτα αποτελούν αντικείμενο μακρών συζητήσεων, το βιβλίο του Σάκη Μουμτζή φαίνεται υπερβολικά επιεικές έναντι της μοναρχίας και νομίζω ότι δικαιολογεί υπερβολικά τον φανατισμό των βασιλοφρόνων. Αλλά, όπως είπα, αυτό είναι στοιχείο της αγωνιστικής απάντησης στην αριστερή παραμυθία: καθώς η ιστοριογραφία στην Ελλάδα είναι παιχνίδι της αριστεράς, την εργασία της απομυθοποίησης έχουν αναλάβει νομικοί (σαν τον Σάκη Μουμτζή), πολιτικοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι, που, πιθανότατα, δεν χρησιμοποιούν τα εργαλεία της ιστορίας —η οποία, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ακριβής επιστήμη. Έτσι, στο πλαίσιο αυτής της μαχητικότητας, υποβαθμίζεται η λάμψη του Στάλιν στην Ελλάδα, το όνειρο οικονομικής ανάπτυξης και δικαιοσύνης που ταυτιζόταν με την τότε Σοβιετική Ένωση —«ηρωική» εναντίον των Γερμανών και άγνωστη ως προς τα εγκλήματά της— καθώς και η ίδια η απουσία δημοκρατικής παιδείας των Ελλήνων ένθεν και ένθεν.
Η αποστολή του «1944-1949: Ιστορίες από τον Εμφύλιο, Πώς η Ελλάδα παρέμεινε στον ελεύθερο κόσμο» είναι η αποκάλυψη γεγονότων τα οποία αποσιωπούν ή διαστρέφουν οι ιστορικοί της αριστεράς. Αναρωτιέμαι αν είναι πολύ αργά· η αριστερή αφήγηση έχει περάσει στα σχολικά εγχειρίδια, έχει χτίσει το Κατεστημένο. Παράδειγμα, η αφήγηση του Δεκεμβριανών του ’44 που είναι τόσο απλή και βολική ώστε φαίνεται αδύνατο να ανατραπεί. Αλλά, όπως γράφει ο Σάκης Μουμτζής, δεν φταίει η αριστερά· φταίει η άλλη πλευρά που κοιµάται τον ύπνο του δικαίου και δεν την αναδεικνύει την αλήθεια. Το αποτέλεσμα είναι, παρά τις λιγοστές ιστοριογραφικές προσπάθειες και παρά το συγκεκριμένο βιβλίο που εμπλουτίζει την ισχνή βιβλιογραφία της φιλελεύθερης πλευράς, πολλές σελίδες της ιστορίας να παραμένουν σε εκκρεμότητα. Για να παρακάμψουμε την εκκρεμότητα, τείνουμε να παραδεχόμαστε ότι έγιναν αγριότητες κι από τις δύο πλευρές κι ότι πρέπει, επιτέλους, να πάμε παρακάτω. Όμως, αν δεν ξεκαθαρίσουμε την ιστορία μας, αν δεν συμφωνήσουμε πάνω-κάτω σε κάποιο ενιαίο ιστορικό αφήγημα, δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω· παγιδευόμαστε σε μια λούπα. Ακριβώς επειδή η αριστερά κυριάρχησε στο εποικοδόμημα —πώς να μην κυριαρχήσει αφού απέκτησε το ηθικό πλεονέκτημα κι αφού η δεξιά δεν την ανταγωνιζόταν με σκέψη, με τέχνη, με «λόγο»;— σήμερα, εν έτει 2024, το ΚΚΕ αποσπά το 10% των ψήφων και επηρεάζει με τη λογική του και με την κουλτούρα του, ή με την έλλειψη αμφοτέρων, τον μισό πληθυσμό. Όποιος έχει στα χέρια του την ιστορία, έχει στα χέρια του την κοινωνία. Έτσι, επιτρέπεται στο ΚΚΕ να μετρά αυτοαναφορικά τη δημοκρατία (κατά τη γνώμη του, όταν είναι παράνομο, ημιπαράνομο ή ανίσχυρο, η έτσι κι αλλιώς περιφρονητέα κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι «καχεκτική»), να τη δυσφημεί και να την υπονομεύει, ενώ ταυτοχρόνως απολαμβάνει τον ρόλο του ιστορικού θύματος. Η δεξιά δεν εργάστηκε αρκετά για να ανατρέψει αυτή τη μυθολογία· αντιθέτως, την αποδέχτηκε κάνοντας όλα τα χατίρια στο ΚΚΕ και στις παραφυάδες του. Αυτή είναι, μεταξύ άλλων, η επίπτωση της άγνοιας και της διαστροφής της ιστορίας, εναντίον της οποίας ο Σάκης Μουμτζής έχει ξεκινήσει τη σταυροφορία που έχει ξεκινήσει.
Τέλος, μια λεπτομέρεια σχετικά με το «σβαρνούτ» του Στάλιν που αναφέρει στο βιβλίο του: δεν πρόκειται για «σβαρνούτ» που σημαίνει «λοξός, τρελούτσικος» —αν και ίσως θα ταίριαζε στη περίπτωση— αλλά για «σβερνούτ» που σημαίνει «αναδίπλωση». Αυτός ήταν ο όρος που χρησιμοποίησε ο Στάλιν για να προτρέψει τους κομμουνιστές να αποσυρθούν από τον αδιέξοδο και πολυαίμακτο πόλεμο. Αλλά βεβαίως δεν τον άκουσαν.