Ανθούλα Χ., φιλόλογος, 49 ετών, μητέρα.
Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό και μέσα σ’ ένα βαθιά χριστιανικό περιβάλλον. Δυστυχώς έχασα πολύ νωρίς τον πατέρα μου –ήμουν μόλις δύο χρονών– και έτσι λόγο για την ανατροφή, την εκπαίδευση και τη συμπεριφορά μου είχε μόνο η μητέρα μου. «Θεούσα» με όλη τη σημασία της λέξης, βάλθηκε εμένα και τον αδελφό μου να μας κάνει καλούς χριστιανούς. Κάθε Κυριακή εκκλησιασμός, νηστεία όποτε όριζε ο παπάς, προσευχή κάθε βράδυ και όλα τα άλλα που επιβάλει η χριστιανική θρησκεία στο ποίμνιό της.
Αυτή την καταπίεση στα παιδικά μου χρόνια δεν την άντεχα και μεγαλώνοντας άρχισα να αντιδρώ. Δεν μου άρεσε να μου επιβάλουν τι να κάνω κι έτσι, όταν ήταν ημέρες νηστείας, ενώ στο σπίτι αναγκαστικά νήστευα, στο σχολείο έτρωγα τυρόπιτες και λουκανόπιτες. Όταν πήγαινα εκκλησία –όπου συνήθως χασμουριόμουνα γιατί με ξυπνούσαν πολύ πρωί– έπλαθα με τη φαντασία μου ιστορίες για να ξεφεύγω από αυτό το καταθλιπτικό περιβάλλον και γενικά έκανα ότι μπορούσα για να αποφύγω όλες αυτές τις «υποχρεώσεις» που είχαν σχέση με εκκλησία, αγίους, προσευχές και νηστείες.
Η μάνα μου προσπαθούσε, μάταια όμως, να με τιθασεύσει γιατί σαν κορίτσι έπρεπε να φέρομαι σωστά και να την υπακούω τυφλά, αντίθετα με τον αδελφό μου που μπορούσε να κάνει ότι ήθελε με τη δικαιολογία «έτσι είναι τα αγόρια». Αυτόν το θρησκευτικό φανατισμό που ωθεί τις ίδιες τις γυναίκες να μην υπερασπίζονται τη θηλυκή τους υπόσταση, να θεωρούν ότι είναι «μιαρές» και να μειώνουν τον ίδιο τον εαυτό τους, δεν τον κατάλαβα ποτέ.
Μεγαλώνοντας δεν γλίτωσα, βέβαια, ούτε το θρησκευτικό γάμο ούτε τη βάφτιση της κόρης μου, αφού δεν μπορείς εύκολα να αποφύγεις πράγματα χρόνια καθιερωμένα στα μυαλά των ανθρώπων. Άλλωστε ήμουν πολύ μικρή τότε και το μόνο που ήξερα ήταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με όλα αυτά, όμως δεν είχα ψάξει, δεν είχα διαβάσει για να καταλάβω πού είναι το ψέμα και πού η αλήθεια.
Όταν χώρισα με τον άντρα μου, με κάλεσε ο παπάς του χωριού να μου τα ψάλλει, γιατί οι γυναίκες όπως μου είπε «έπρεπε να υπομένουν όλες τις ταπεινώσεις για να κρατάμε την οικογένεια δεμένη». Μου έχει μείνει αξέχαστη αυτή η φράση.
Μετά το διαζύγιο άρχισα να ζω πια σύμφωνα με τα δικά μου πιστεύω και τις δικές μου αποφάσεις, χωρίς να υπολογίζω τα «πρέπει» της ψεύτικης θρησκείας τους. Αποφάσισα να τελειώσω το Λύκειο, που είχα αφήσει στη μέση λόγω γάμου, και άρχισα να φοιτώ στο Εσπερινό Λύκειο. Το πρωί εργαζόμενη, το βράδυ μαθήτρια. Εκεί γνώρισα καταπληκτικούς καθηγητές που αγκάλιαζαν τους μαθητές και μας βοηθούσαν όλους στα προβλήματα μας. Ο φιλόλογος που είδε τη θέληση μου για μάθηση, άρχισε να μου δίνει βιβλία να διαβάζω κι εκτός σχολείου.
Η « Αντιγνώση» της Λιλής Ζωγράφου ήταν ένα από τα βιβλία που πήρα εκείνη την εποχή. Στο βιβλίο αυτό διάβασα για πρώτη φορά για τον Επίκουρο και η φιλοσοφία του με ενθουσίασε και άνοιξε νέους ορίζοντες για μένα. Άρχισα τότε να διαβάζω κι άλλα βιβλία με φιλοσοφικά και ιστορικά θέματα αλλά και θέματα θρησκείας. Είχα αρχίσει πια να καταλαβαίνω με πόσα ψέματα μας γεμίζουν σχετικά με τη θρησκεία και να αποστασιοποιούμαι συνειδητά πλέον και όχι από απλή αντίδραση.
Εν τω μεταξύ έδωσα Πανελλήνιες Εξετάσεις και στα 42 μου χρόνια έκανα ένα όνειρο μου πραγματικότητα, μπήκα στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα φιλολογίας. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, πετούσα στα σύννεφα, αλλά προσγειώθηκα απότομα. Όσο ανοιχτά μυαλά και ελεύθερους ανθρώπους είχα συναντήσει στο Εσπερινό Λύκειο τόσο συντηρητικούς , απόμακρους και βαρετούς καθηγητές βρήκα στο πανεπιστήμιο.
Κυρίως όμως συνάντησα σ’ αυτή τη σχολή πολλούς καθηγητές κολλημένους στη θρησκεία. Μια κανονική προπαγάνδα γινόταν –και γίνεται– υπέρ του χριστιανισμού, λες και δεν βρίσκεσαι στη φιλοσοφική σχολή αλλά στη θεολογική. Διδάσκονταν βίοι αγίων, ένας καθηγητής μοίραζε στους φοιτητές «εικονίτσες», κι ένας άλλος διατυμπάνιζε πόσο σωστό ήταν που καταργήθηκαν στην Αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και έκλεισε η Ακαδημία του Πλάτωνα. Όταν τον ρώτησα για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μου απάντησε ότι δεν ήταν τόσο μεγάλη καταστροφή αφού είχε μόνο άγραφο χαρτί μέσα…
Απογοητεύτηκα, αγανάκτησα, και αποφάσισα να συνεχίσω να μελετώ και να μαθαίνω μόνη μου. Τελείωσα όπως–όπως τη σχολή και δεν ασχολήθηκα ξανά με το πανεπιστήμιο. Εκείνη την εποχή γνώρισα και τον σημερινό σύντροφό μου με τον οποίο μοιραζόμαστε τις ίδιες ιδέες. Μαζί του και με τη βοήθεια ξέφυγα πια εντελώς από την θρησκεία.
Κλείνοντας, έχω να πω μόνο αυτό. Έψαξα, διάβασα και έμαθα. Αποχαιρέτησα την πίστη και ελευθερώθηκα. Απολαμβάνω τη ζωή μου χωρίς φόβους, αμαρτίες και τιμωρίες.
Απολαμβάνω μια όμορφη ζωή «Χωρίς Θεό».
Αυτή την καταπίεση στα παιδικά μου χρόνια δεν την άντεχα και μεγαλώνοντας άρχισα να αντιδρώ. Δεν μου άρεσε να μου επιβάλουν τι να κάνω κι έτσι, όταν ήταν ημέρες νηστείας, ενώ στο σπίτι αναγκαστικά νήστευα, στο σχολείο έτρωγα τυρόπιτες και λουκανόπιτες. Όταν πήγαινα εκκλησία –όπου συνήθως χασμουριόμουνα γιατί με ξυπνούσαν πολύ πρωί– έπλαθα με τη φαντασία μου ιστορίες για να ξεφεύγω από αυτό το καταθλιπτικό περιβάλλον και γενικά έκανα ότι μπορούσα για να αποφύγω όλες αυτές τις «υποχρεώσεις» που είχαν σχέση με εκκλησία, αγίους, προσευχές και νηστείες.
Η μάνα μου προσπαθούσε, μάταια όμως, να με τιθασεύσει γιατί σαν κορίτσι έπρεπε να φέρομαι σωστά και να την υπακούω τυφλά, αντίθετα με τον αδελφό μου που μπορούσε να κάνει ότι ήθελε με τη δικαιολογία «έτσι είναι τα αγόρια». Αυτόν το θρησκευτικό φανατισμό που ωθεί τις ίδιες τις γυναίκες να μην υπερασπίζονται τη θηλυκή τους υπόσταση, να θεωρούν ότι είναι «μιαρές» και να μειώνουν τον ίδιο τον εαυτό τους, δεν τον κατάλαβα ποτέ.
Μεγαλώνοντας δεν γλίτωσα, βέβαια, ούτε το θρησκευτικό γάμο ούτε τη βάφτιση της κόρης μου, αφού δεν μπορείς εύκολα να αποφύγεις πράγματα χρόνια καθιερωμένα στα μυαλά των ανθρώπων. Άλλωστε ήμουν πολύ μικρή τότε και το μόνο που ήξερα ήταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με όλα αυτά, όμως δεν είχα ψάξει, δεν είχα διαβάσει για να καταλάβω πού είναι το ψέμα και πού η αλήθεια.
Όταν χώρισα με τον άντρα μου, με κάλεσε ο παπάς του χωριού να μου τα ψάλλει, γιατί οι γυναίκες όπως μου είπε «έπρεπε να υπομένουν όλες τις ταπεινώσεις για να κρατάμε την οικογένεια δεμένη». Μου έχει μείνει αξέχαστη αυτή η φράση.
Μετά το διαζύγιο άρχισα να ζω πια σύμφωνα με τα δικά μου πιστεύω και τις δικές μου αποφάσεις, χωρίς να υπολογίζω τα «πρέπει» της ψεύτικης θρησκείας τους. Αποφάσισα να τελειώσω το Λύκειο, που είχα αφήσει στη μέση λόγω γάμου, και άρχισα να φοιτώ στο Εσπερινό Λύκειο. Το πρωί εργαζόμενη, το βράδυ μαθήτρια. Εκεί γνώρισα καταπληκτικούς καθηγητές που αγκάλιαζαν τους μαθητές και μας βοηθούσαν όλους στα προβλήματα μας. Ο φιλόλογος που είδε τη θέληση μου για μάθηση, άρχισε να μου δίνει βιβλία να διαβάζω κι εκτός σχολείου.
Η « Αντιγνώση» της Λιλής Ζωγράφου ήταν ένα από τα βιβλία που πήρα εκείνη την εποχή. Στο βιβλίο αυτό διάβασα για πρώτη φορά για τον Επίκουρο και η φιλοσοφία του με ενθουσίασε και άνοιξε νέους ορίζοντες για μένα. Άρχισα τότε να διαβάζω κι άλλα βιβλία με φιλοσοφικά και ιστορικά θέματα αλλά και θέματα θρησκείας. Είχα αρχίσει πια να καταλαβαίνω με πόσα ψέματα μας γεμίζουν σχετικά με τη θρησκεία και να αποστασιοποιούμαι συνειδητά πλέον και όχι από απλή αντίδραση.
Εν τω μεταξύ έδωσα Πανελλήνιες Εξετάσεις και στα 42 μου χρόνια έκανα ένα όνειρο μου πραγματικότητα, μπήκα στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα φιλολογίας. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, πετούσα στα σύννεφα, αλλά προσγειώθηκα απότομα. Όσο ανοιχτά μυαλά και ελεύθερους ανθρώπους είχα συναντήσει στο Εσπερινό Λύκειο τόσο συντηρητικούς , απόμακρους και βαρετούς καθηγητές βρήκα στο πανεπιστήμιο.
Κυρίως όμως συνάντησα σ’ αυτή τη σχολή πολλούς καθηγητές κολλημένους στη θρησκεία. Μια κανονική προπαγάνδα γινόταν –και γίνεται– υπέρ του χριστιανισμού, λες και δεν βρίσκεσαι στη φιλοσοφική σχολή αλλά στη θεολογική. Διδάσκονταν βίοι αγίων, ένας καθηγητής μοίραζε στους φοιτητές «εικονίτσες», κι ένας άλλος διατυμπάνιζε πόσο σωστό ήταν που καταργήθηκαν στην Αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και έκλεισε η Ακαδημία του Πλάτωνα. Όταν τον ρώτησα για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μου απάντησε ότι δεν ήταν τόσο μεγάλη καταστροφή αφού είχε μόνο άγραφο χαρτί μέσα…
Απογοητεύτηκα, αγανάκτησα, και αποφάσισα να συνεχίσω να μελετώ και να μαθαίνω μόνη μου. Τελείωσα όπως–όπως τη σχολή και δεν ασχολήθηκα ξανά με το πανεπιστήμιο. Εκείνη την εποχή γνώρισα και τον σημερινό σύντροφό μου με τον οποίο μοιραζόμαστε τις ίδιες ιδέες. Μαζί του και με τη βοήθεια ξέφυγα πια εντελώς από την θρησκεία.
Κλείνοντας, έχω να πω μόνο αυτό. Έψαξα, διάβασα και έμαθα. Αποχαιρέτησα την πίστη και ελευθερώθηκα. Απολαμβάνω τη ζωή μου χωρίς φόβους, αμαρτίες και τιμωρίες.
Απολαμβάνω μια όμορφη ζωή «Χωρίς Θεό».