19 December 2018

Στέφανος Βασιλειάδης


Μικρή αναφορά στον συνθέτη-μουσικοπαιδαγωγό, που έφυγε από τη ζωή τον Μάιο 2004
της Ρουμπίνης Σούλη
Υπήρξε ακούραστος μαχητής της τέχνης και της ζωής, ένας πραγματικός και βαθιά πνευματικός δάσκαλος, που αγωνιούσε για το σήμερα και το αύριο του μουσικού μας πολιτισμού. Αναφερόμαστε στον συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγό Στέφανο Βασιλειάδη, τον σημαντικό εκπρόσωπο της σύγχρονης ελληνικής μουσικής δημιουργίας και σκέψης, ο θάνατος του οποίου άφησε ένα μεγάλο κενό στον μουσικό πολιτισμό του τόπου μας. Χτυπημένος από τον καρκίνο πέθανε στις 23 του Μάη, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το έργο του και την απαράμιλλη μαχητικότητά του. Με πάθος για τη μουσική δημιουργία και παιδεία, με γνώση και αγάπη αγωνίστηκε για την αναβάθμισή τους, καταθέτοντας τη δημιουργία και τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Η μεγάλη δυσκολία στην όραση που αντιμετώπιζε δεν του στάθηκε εμπόδιο να δημιουργήσει ένα πλούσιο έργο, από παιδικά τραγούδια, μέχρι συνθέσεις για το αρχαίο δράμα και το σύγχρονο θέατρο και μια σειρά από ηλεκτρονικά πολύτεχνα έργα.
Μακρά δημιουργική διαδρομή
«Η βουή του Νέστου κι ο ήχος του τρένου ήταν η μόνη μουσική στα πρώτα μου εφτά χρόνια», έγραφε ο ίδιος στο, αντί βιογραφικού, κείμενό του. «Αυτά μου έφεραν τα πρώτα μηνύματα από τους μακρινούς κόσμους των ταξιδιών τους κι αυτά πήραν μαζί τους τα δικά μου τα όνειρα και τους δικούς μου τους πόθους. Τα πήραν μαζί τους και τα πήγαν προτρέχοντας εκεί που λαχταρούσα πάντα να φτάσω κι εγώ. Οι γονείς μου, οι συγγενείς και οι παππούδες μου ήταν πρόσφυγες απ' τη Μικρά Ασία. Έτσι, όσο κι αν γεννήθηκα στο όμορφο Παρανέστι της Μακεδονίας, αισθάνομαι σαν πατρίδα μου την ιερή, παντοτινά άβατη Ανατολή. Εκεί γεννήθηκαν και κοιμούνται οι πρόγονοί μου κι οι παραδόσεις και τα παραμύθια της μάνας και του πατέρα μου. Γι' αυτό και αγαπώ και συνδέομαι το ίδιο δυνατά με όλους τους τόπους, με όλους τους ανθρώπους και προπαντός με όλα τα παιδιά του τόπου μας, απ' όποιο μέρος κι αν είναι...».
Γεννημένος στο Θόλο Δράμας το 1933, ο Στέφανος Βασιλειάδης από τα παιδικά του χρόνια μαθήτευσε την ευρωπαϊκή και βυζαντινή μουσική, ενώ αργότερα σπούδασε ανώτερα θεωρητικά και νεότερα συστήματα σύνθεσης στο Ελληνικό Ωδείο με την Ουρ. Ιωαννίδου και στη συνέχεια με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου. Καθοριστική για την πορεία του υπήρξε η γνωριμία του με τον Γιάννη Χρήστου, όπως και η συνεργασία του με τους Μιχάλη Αδάμη, Γ. Γ. Παπαϊωάννου και Γιάννη Ξενάκη.
Δούλεψε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε πολλά δημοτικά σχολεία, γυμνάσια και λύκεια από το 1953 ως τώρα. Στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ('68-'96), στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, καθηγητής επί συμβάσει ('92-'95). Έγραψε σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους του πέντε βιβλία για τη μουσική, έκανε αμέτρητες εισηγήσεις, ομιλίες και εκπομπές στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές πόλεις του τόπου μας. Έγραψε μουσικά έργα: για παιδιά (πάνω από 100 τραγούδια, ενώ το τραγούδι του «Γλυκό τσαμπί σταφύλι», ήρθε πρώτο στον διεθνή διαγωνισμό της UNICEF). H ενασχόλησή του από πολύ νωρίς με τη μουσική εκπαίδευση τον οδήγησε στη συνειδητοποίηση των σοβαρών προβλημάτων της μουσικής παιδείας στον τόπο μας, την οποία υπηρέτησε με πάθος από πλήθος θέσεων.
Από το 1956 αρχίζει η μακρόχρονη θητεία του στο θέατρο με μουσική διδασκαλία και διεύθυνση των ορχηστρικών συνόλων σε αρχαίο δράμα και νεότερο δραματολόγιο (υπεύθυνος μουσικός διευθυντής στο ΚΘΒΕ 1961-67 και αργότερα, στο Εθνικό Θέατρο 1968-78). Αυτή την περίοδο ξεκινάει η δουλειά του ως συνθέτη για το θέατρο (18 αρχαίες τραγωδίες, που ακούστηκαν στα πιο πολλά αρχαία ελληνικά θέατρα, αλλά και σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας και 35 έργα του κλασικού και νεότερου δραματολογίου). Από τη δεκαετία του '70 επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην ηλεκτροακουστική μουσική, διαμορφώνοντας μια δική του οπτική για τη σύνθεση. Ονομάζει τη μουσική του «ιδεογραφική», υπονοώντας ότι οι «ιδέες» (οι καταστάσεις, τα συναισθήματα), που αποτελούν τον πρωταρχικό κόσμο, τη βαθύτερη σκέψη του συνθέτη, πραγματώνονται σε ηχητικά - μουσικά μορφώματα (δίκην «ιδεογραμμάτων» - συμβόλων). Αυτά τα στοιχεία ωθούνται από μια δραματική κινητήρια δύναμη, στην «περιπέτεια» των άπειρων συνδυασμών τους. Σ' αυτό το πνεύμα γράφει 8 ηλεκτροακουστικά πολύτεχνα έργα.
Για πολλά χρόνια διηύθυνε το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Ερευνας (ΚΣΥΜΕ) και υπήρξε Πρόεδρος του Ιδρύματος Χουρμουζίου-Παπαϊωάννου και της Στέγης Ελληνικών Χορωδιών.
«Δούλεψα σκληρά...»
Πολύ σημαντική υπήρξε η συμβολή του Στ. Βασιλειάδη στην ανάδειξη του έργου κορυφαίων δημιουργών, όπως ο Ν. Σκαλκώτας και ο Γ. Χρήστου. Ηταν αυτός που συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε το ηχητικό υλικό της δισκογραφικής συλλογής (τέσσερα CD) με έργα του πρόωρα χαμένου Γ. Χρήστου, που εκδόθηκε πριν δυόμισι χρόνια. Μια έκδοση με πολύ μεγάλη σημασία, καθώς το ανεκτίμητο και πρωτοποριακό έργο του συνθέτη, εξαιτίας της κρατικής αδιαφορίας, ουσιαστικά παραμένει άγνωστο στο φυσικό αποδέκτη του, το σύγχρονο άνθρωπο. Στις τρεις και πλέον δεκαετίες από το θάνατο του Γ. Χρήστου οι εκτελέσεις έργων του υπήρξαν ελάχιστες, ενώ ακόμη λιγότερες - έως μηδενικές - ήταν οι δισκογραφικές παραγωγές. Αναφερόμενος στη «δραματική απουσία» του έργου του Γ. Χρήστου στη σύγχρονη Ελλάδα, ο Στ. Βασιλειάδης υπογράμμιζε τις «ευθύνες της ίδιας της πνευματικής ηγεσίας του τόπου μας, όλων αυτών που λέμε ότι παλεύουμε για τον πολιτισμό και την παιδεία του τόπου».
Πριν μισό χρόνο, στην παρουσίαση του δίτομου έργου του Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου «Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): Μια προσπάθεια είσδυσης στο μαγικό κόσμο της δημιουργίας του», ο Στ. Βασιλειάδης έκρουε για μια ακόμα φορά τον «κώδωνα», τονίζοντας την επιτακτική ανάγκη «να σωθεί πρώτα και να συντηρηθεί μια τόσο σημαντική ελληνική και ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά, όπως είναι το Αρχείο Σκαλκώτα: Οι 5.500 σελίδες των χειρογράφων του και ένα πλήθος από αξιόλογα τεκμήρια (κριτικές, ηχογραφήσεις, φωτογραφίες, μελέτες κ.ά.)».
«Σημασία έχει ότι όλα αυτά τα χρόνια δούλεψα σκληρά, γνώρισα πολλούς σπουδαίους ανθρώπους και συνεργάστηκα μαζί τους και διδάχτηκα απ' αυτούς πιο πολλά απ' όσα έμαθα από τις σπουδές μου», έλεγε κάνοντας ο ίδιος τον «απολογισμό» του. «Σκέφτηκα πολύ, πόνεσα ακόμα περισσότερο, αγάπησα και αγαπήθηκα πάρα πολύ, χάρηκα πολλές ομορφιές και, πάνω απ' όλα, τα φωτεινά μάτια, τα φωτεινά πρόσωπα και την εμπιστοσύνη των μικρών παιδιών. Απογοητεύθηκα πολύ συχνά, αλλά επιμένω να μην απελπιστώ. Έκανα πολλά λάθη και δυστυχώς ακόμα δεν έμαθα ό,τι έπρεπε να μάθω...».