Μάρω Βασιλειάδου, Καθημερινή, 23/10/21
Ο ζωγράφος της ουτοπίας
▶ Ο Όμηρος και η εγγονή του...
του Αλέκου Αλαβάνου
Για τον ζωγράφο Κυριάκο Κατζουράκη πληροφορήθηκα νωρίς. Τον πρωτοσυνάντησα αρκετά χρόνια αργότερα. Αδελφικοί φίλοι γίναμε δεκαετίες μετά, στα πρόσφατα τέσσερα χρόνια. Κανονικά θα ανήκαμε στην ίδια γενιά, με έξι χρόνια διαφορά, αφού κάθε γενιά μετράει τουλάχιστον μια εικοσιπενταετία. Κι όμως, οι απότομες στροφές της Ιστορίας μπορούν να σπάσουν, αιφνιδιαστικά, μια γενιά στα δυο παρά τις ελάχιστες διαφορές ηλικίας. Η δικτατορία του 1967 με βρήκε ανώριμο, ακόμα, σχολιαρόπαιδο, μέσα στην επιβαλλόμενη πειθαρχία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ελάχιστα χρόνια, όμως, πιο μεγάλοι μας πρόλαβαν να ζήσουν στο πιο ανεκτικό πανεπιστημιακό περιβάλλον, κοντά σε νέες δημιουργικές παρέες συμφοιτητών με παρόμοιες ανησυχίες, με την πολιτική και τον έρωτα να εισορμούν στη ζωή τους.
Ο Κυριάκος από το 1972 μέχρι το 1985 εγκαθίσταται στο Λονδίνο. Τις δυο δεκαετίες μετά το 1981, τις εργάσιμες μέρες, εγώ βρίσκομαι στις Βρυξέλλες. Κι όμως, αυτόν τον καλλιτέχνη που, ίσως, δεν είχα καν συναντήσει, τον εκτιμούσα βαθιά. Για δυο κυρίως λόγους.
Ο δεύτερος: Ένας πίνακας της δεκαετίας του 1970, που έχει σφηνωθεί στη μνήμη μου με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά ή τα «Κορίτσια στο Μπαλκόνι» της Κατράκη. Είναι «Ο Ομηρος με την εγγονή του». Δεν θυμάμαι αν τον είδα σε έκθεση ή σε αφίσα ή σε λεύκωμα. Στη δεξιά γωνία, σε μια πλεχτή καρέκλα της κουζίνας ο Ομηρος, πενηντάρης, με την εγγονή του στα πόδια, το μπουζούκι και το ούτι χάμω. Στο κέντρο μια βάρκα πάνω στη στεριά, τραβάει κουπί ένας Αφρικανός με το φανελάκι του, μέσα κι άλλοι τέσσερις, δυο με αρχαιοελληνικά κράνη. Πέτρινοι τοίχοι κυκλαδικοί, νησιώτικα σπίτια, μοναχικό κορίτσι με νυφικό, μαντιλοφορεμένη χωριάτισσα, τεράστιοι γρανίτες, σκούρα γαλάζια θάλασσα, ουρανός σε αποχρώσεις του μπεζ και του καφέ, σε μια γωνιά ο Αϊ-Γιώργης έφιππος με κράνος κι αυτός.
Με έντονο μυστικιστικό και φαντασιακό τρόπο ο Κυριάκος ζωγραφίζει το υπαρξιακό άγχος της δεινοπαθούσας νεοελληνικής τέχνης. Να μπορέσουμε να βρεθούμε στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όχι σαν Αμερικανοί τουρίστες, αλλά σαν παλιοί αγρότες, που με την ίδια πέτρα μπαλώνουν τις ξερολιθιές στα περιβόλια των παππούδων τους. Και, κυρίως, να μπορέσουμε, απεγνωσμένα, να φιλοξενήσουμε δοξαστικά, με έναν τρόπο οργανικό πολιτιστικού εμβολιασμού και εμπλουτισμού, τις ανοίκειες αρχαίες λέξεις, την προσωδία, την έννοια του τραγικού, τα μαρμάρινα αγάλματα χρωματισμένα, τη ζωτική επικοινωνία με την Ανατολή και τον Νότο.
Γνωριστήκαμε καλύτερα με τον Κυριάκο και με την Κάτια Γέρου, πάντα δημιουργικά μαζί του, στις κινητοποιήσεις για τον Οτσαλάν, για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και ιδιαίτερα για τον Γρηγορόπουλο, στη βάση ότι το ζητούμενο για τη νέα γενιά δεν είναι να την τιθασεύσουμε, αλλά να ακούσουμε την προφητική της κραυγή και να ερμηνεύσουμε τα «σήματα καπνού» από τα πυρά της, πριν τη βάρβαρη δημοσιονομική πειθαρχία και την επιδημία.
Χαθήκαμε για λίγο, για ένα διάστημα, ίσως περπατούσαμε, τότε, σε διαφορετικά μονοπάτια. Ξαναβρεθήκαμε σε μια διασταύρωση, μετά τα τρία μνημόνια. Μία φορά τον μήνα, μια μικρή σταθερή παρέα, συναντιόμασταν το βράδυ για φαΐ, κρασί και κουβέντα στη «Ροζαλία» στα Εξάρχεια. Συνδεθήκαμε στενά. Εκεί γνώρισα τον ορυκτό πλούτο της προσωπικότητάς του: Αγάπη, αγνότητα, καλοσύνη, ανιδιοτέλεια, ενσυναίσθηση, οικείωση, αλληλεγγύη. Ο Κυριάκος, για μένα, είναι τέκνο της ουτοπίας και των αξιών που τη γεννούν. Και αν ο ουτοπικός σοσιαλισμός θεωρείται η προδρομική ανεπεξέργαστη φάση του επιστημονικού σοσιαλισμού, που καταρρέει εδώ και δεκαετίες, είναι πολύ πιο υγιής, πιο ώριμος, πιο ανθεκτικός από τον δεύτερο. Η ουτοπία του Κατζουράκη, η επιμονή του να ζωγραφίζει, να σκηνογραφεί, να αφηγείται με την ποίηση των λέξεων, να στοχάζεται, να κοινοποιεί, να φαντάζεται, να ονειρεύεται, να καταγράφει τη βάναυση αλήθεια, να οραματίζεται το ωραίο που δεν υπάρχει, αλλά που αξίζει να επιζητούμε και να μαχόμαστε γι’ αυτό, έχει ένα στοιχείο παιδικότητας. Ισως, όμως, ο παιδικός κόσμος να είναι πιο γνήσιος, πιο εύφορος και πιο καρποφόρος από την παρακμιακή ωριμότητα και το γήρας.
▶ Η αρτιότητα, αιτία του επαίνου
του Γιάγκου Ανδρεάδη
Έπαινος: θεσμισμένος επιτάφιος τρόπος αποχαιρετισμού των πεσόντων στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.
Κορυφαίος ζωγράφος, σκηνογράφος, ενδυματολόγος. Από τους ελάχιστους Ελληνες εικαστικούς με συγγραφικό έργο για την τέχνη τέτοιο, που πρέπει να ανατρέξουμε στον Τσαρούχη, τον Γκίκα και τον Εγγονόπουλο για να βρούμε ανάλογό του. Και, ακόμη, σκηνοθέτης κινηματογράφου και θεάτρου και πολιτικός ακτιβιστής με αδιάπτωτη δράση επί δεκαετίες. Υπερδραστήριος και υπερδημιουργικός ώς το τέλος της ζωής του. Εχοντας γεμάτη από έτοιμα σχέδια την ατζέντα του επόμενου χρόνου ή και περισσότερο.
Τώρα που χάσαμε τον Κυριάκο, τόσο παράλογα και άδικα, ο απολογισμός αυτός αντιμετωπίζεται -ακόμη και από το επίσημο κράτος, με το οποίο δεν διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις, τιμωρούμενος για την ανεξαρτησία του- όχι απλώς με συμπάθεια, αλλά με ύμνους. Από ορισμένους άλλους με κάποια έκπληξη. – Μα καλά. Υπάρχουν ακόμα τέτοιοι καλλιτέχνες στην εποχή μας; Αυτά τα πράγματα δεν είχαν τελειώσει στην Αναγέννηση; Κάποιοι που προφανώς πιστεύουν ότι είναι δικαιοδοτημένοι να θεσμοθετούν περί καλλιτεχνικής αξίας και απαξίας πρόβαλαν –αρκετά προσεκτικά βέβαια- ενστάσεις, άλλοτε κομψές και άλλοτε πιο βάναυσες: «Ηταν πολυδιασπασμένος. Οχι ότι αυτό είναι και κακό, αλλά να, αν συγκεντρωνόταν μόνο στο κυρίως αντικείμενό του, τη ζωγραφική, τότε πραγματικά θα ήταν το κάτι άλλο». Κάτι λίγοι προχώρησαν περισσότερο. -«Μα τόσο κόσμο που παίζει στις ταινίες του πού τον βρήκε; Μάλλον απλήρωτοι θα είναι». Που σήμαινε πως πίσω-πίσω εννοούσαν πως οι ταινίες αυτές ήταν ερασιτεχνικές. Να αγνοούσαν ότι οι πίνακες του Κυριάκου ήταν και αυτοί, αλλά όχι οι μόνοι, χορηγοί των προσπαθειών του; Και ότι πολύ συχνά ανάμεσα στους ερμηνευτές του – «πρωταγωνιστές» και «κομπάρσους» υπήρχαν σπουδαία ονόματα του χώρου του θεάματος που το θεωρούσαν χαρά και τιμή τους να συνεργαστούν μαζί του;
Δεν ήταν μια πολιτική δράση από τις συνηθισμένες. Ακόμη και αν δεν είχε κάνει την ταινία «Ουσάκ», η αγάπη του και η αγωνία για το περιβάλλον, για τον κάθε σπόρο που πεθαίνει με τη σπορά για να αναστηθεί την άνοιξη, θα ήταν ήδη στην καρδιά της δημιουργίας του. Ακόμα και αν δεν είχε ξεκινήσει την κινηματογραφική του δημιουργία με τον «Δρόμο προς τη Δύση», ο δρόμος αυτός του έρωτα για τα ανθρώπινα κορμιά και της καταγγελίας των βασανιστών και των δημίων τους υπάρχει ολάνοιχτος και φωτεινός σε πίνακές του, όπως η εκπληκτική «Υπόκλιση». Και αν ακόμα κάποια βάσκανη μοίρα τον καταριόταν- ή μάλλον μας καταριόταν- να μη γίνει ζωγράφος, μια σειρά από πολιτικές του αποφάσεις και πράξεις, από σωστές προσχωρήσεις και αποχωρήσεις/παραιτήσεις και θέσεις που δεν τις είχε, ενώ τον είχαν ανάγκη, θα ήταν με τον τρόπο τους αισθητικές δημιουργίες, μια άρτια ζωγραφική του πολιτικού πράττειν. Πολιτικός και αισθητικός φόρος τιμής στα βασανισμένα πρόσωπα των αγωνιστών στο Κουρδιστάν, στις Σκουριές ή στο Σύνταγμα και στα πληγωμένα μάρμαρα της Ακρόπολης.
Υπήρξε επαναστάτης, διότι μέχρι τέλους έμεινε πιστός στην απαγορευμένη, εξόριστη ή πλαστογραφημένη μνήμη. Πιστός στους μεγάλους μοντερνιστές, τον Φειδία, τον Πανσέληνο, τον Τζιότο και τον Θεόφιλο, στους μεγάλους κλασικούς, τον Πικάσο, τον Μπέικον, τον Τσαρούχη, τους Ρώσους κονστρουκτιβιστές. Συνεχίζοντάς τους όπως έπρεπε. Προδίδοντάς τους όταν έπρεπε για να μπορέσει να τους δει και να τους δείξει αέναα ζωντανούς. Κλέβοντας μυστικά από όλους τους ζωγράφους, όλους τους καλλιτέχνες που αγαπούσε, για να στήσει τον δικό του ναό προς τιμήν τους και να μας καλέσει να τους χαρούμε, να τους λατρέψουμε και εμείς.
Δεν είναι λοιπόν να απορούμε γιατί δεν μπορούσε να αρέσει σε όσους ένιωθαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο, απειλημένοι από τη ζωή και από το δημιουργικό έργο του είτε αυτό αφορούσε την τέχνη είτε την πολιτική που, όταν αξίζει, είναι και αυτή ποίησις, δημιουργία. Ηταν άρτιος όλες τις φορές που υλοποιούσε το αισθητικό και το πολιτικό όραμά του και ακόμα πιο άρτιος, όταν αστοχούσε, όταν έπεφτε και σηκωνόταν και ξεκινούσε από την αρχή. Αυτή η ηρωική αρτιότης ήταν, για να θυμηθούμε τον εξόριστο βυζαντινό άρχοντα του Καβάφη, «η αιτία της μομφής». Και, βέβαια, η αιτία του επαίνου με τον οποίο τον αποχαιρετούμε με δάκρυα στα μάτια.
▶ Η ελπίδα και η μάχη είναι πάντα εκεί
του Άρη Κατζουράκη
Ποιος έσβησε τα φώτα; Διαβάζω με συγκίνηση και ενδιαφέρον όσα έχουνε γραφτεί για τον πατέρα μου Κυριάκο αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω γιατί - ούτε το κενό και τη θλίψη μπορούνε να καλύψουνε, ούτε να μου μεταφέρουνε καινούργιες πληροφορίες. Είναι όμως όμορφα και αντικατοπτρίζουνε το φως αυτού του ανθρώπου που τόσοι εμπνεύστηκαν και στάθηκαν μαζί με αυτό. Διαβάζω για το έργο, την παρακαταθήκη, τον χείμαρρο δημιουργίας και δημιουργικότητας που είναι τόσο σπάνιος. Χαίρομαι πολύ που γράφονται αυτά. Σκεφτείτε μια στιγμή τι δεν πρόλαβε να κάνει, τι αστείρευτες εικόνες, δημιουργίες, ιδέες και κουβέντες δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν και άλλες που δεν αρχίσανε καν ακόμα.
Έφυγε πριν την ώρα του. Ξέρω, ξέρω, ποτέ δεν είναι η σωστή, πάντα είναι νωρίς. Δεν ήτανε όμως, και όσοι τον γνωρίζουνε από κοντά ξέρουνε τι αστείρευτη ζωή και ενέργεια είχε ακόμα μέσα του. Δεν είχε αρχίσει καν να κόβεται η φορά του ακόμα. Κόπηκε απότομα το νήμα, από μια επέμβαση που οδήγησε σε επιπλοκές, και προσπάθησε να ξεγελάσει τον θάνατο για πάνω από έναν μήνα αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν υπήρχε γυρισμός, επιστροφή, ελπίδα. Τόση αγάπη, τόσοι άνθρωποι κάνανε ό,τι πέρναγε από το χέρι τους. Τι παραπάνω να πω για το έργο του, τη ζωή του, τι αφήνει πίσω του, τους ανθρώπους που τον αγαπάνε και φωτίστηκαν από αυτόν.
Θα σταθώ στο τεράστιο κενό, αυτά που δεν πρόλαβαν να γίνουνε, τις συμβουλές σε φίλους, συγγενείς και συνοδοιπόρους που δεν πρόλαβε να δώσει, τις κουβέντες που δεν γίνανε, τα έργα που δεν πρόλαβαν να ζωγραφιστούνε. Γιατί τα άλλα, όσοι ενδιαφέρονται να τα μάθουνε, ευτυχώς έχουνε γίνει πολλά και θα γίνουνε και αλλά, θα μπορέσουνε να τα μάθουνε. Το έργο του είναι ζωντανό και συνεχίζει να δίνει ζωή και ελπίδα. Ξέρω, μπορεί κατά καιρούς να φαίνεται και η απελπισία μέσα από το έργο, αλλά η ελπίδα και η μάχη είναι πάντα εκεί.
▶ Κυριάκο μας, αγάπη μας, στήριγμα και έμπνευσή μας
της Κάτιας Γέρου
Δεν θα σου πω για τον θρήνο που ξέσπασε μετά το φευγιό σου από τη ζωή.
Το σοκ, τα δάκρυα και την αγάπη των φίλων. Ούτε και για το δικό μου πένθος θα σου πω, που είχα την τύχη να ζήσω δίπλα σου τριάντα πέντε χρόνια. «Είσαι το λόττο μου» σου έλεγα και συ απαντούσες με το σαρδόνιο χιούμορ σου «Εσύ είσαι μια χαρά, εμένα να δούμε πότε θα μου τύχει!»
Αυτό το φως, αυτό το γέλιο, αυτή η χαρά που τη χάριζες σε όλους τους συγγενείς σου : στα αδέρφια σου, τον Δημήτρη και τη Μαρία, στη μητέρα του παιδιού σου τη Χρύσα, στον γιο σου τον Άρη και τη γυναίκα του την Ελένη και στα δυο εγγονάκια σου, τη Ρόζα και τον Νέστορα.
Ένα πράγμα θέλω να σου πω που όμως κι αυτό το ξέρεις. Όλα αυτά τα χρόνια τα ευτυχισμένα ξυπνούσα το πρωί και σε παρακολουθούσα έκθαμβη να δουλεύεις πάνω από δέκα ώρες τη μέρα, ό,τι κι αν σου συνέβαινε, να κάθεσαι στο καβαλέτο σου, σαν να είχες ένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου και να ’πρεπε να παραδόσεις μια εργασία.
Ο Κυριάκος Κατζουράκης και η σύντροφός του Κάτια Γέρου |
Αφεντικό δεν υπήρχε, αφεντικό ήταν το ταλέντο σου, η έμπνευσή σου και η αγάπη σου για τους ανθρώπους.
Κατέβαινα στο εργαστήριο με το μπλοκάκι μου γεμάτο από πρακτικές δουλειές και μου ’λεγες: «Έλα σε τρεις ώρες, μη με διακόπτεις». Στην αρχή ανυπομονούσα και θύμωνα, γρήγορα όμως κατάλαβα. Έτσι κλείναμε τα ραντεβού στο σπίτι μας.
Οικονομικές καταστροφές συνέβησαν. Ομως όλοι οι συντελεστές αμειβόντουσαν κανονικά. Εκτός από σένα. Ούτε ένα καρφάκι δεν μπήκε στις ταινίες σου τζάμπα. Εκτός από την εργασία των εθελοντών, ερασιτεχνών ηθοποιών της Καλαμάτας, που για αντίδωρο χάρισες στην πόλη το τέμπλο σου.
Είναι σαν το εμβληματικό κείμενο του Χατζιδάκι για τον φασισμό που γράφτηκε όταν κανείς μας δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.
Αν αυτό επιτευχθεί, θα είναι σπουδαίο.
Θα τα βλέπουν οι ερχόμενοι άνθρωποι και θα τα χαίρονται.
Σε ευχαριστούμε αγάπη μου, αγόρι μας ευλογημένο.
Πλήρες άρθρο: https://www.efsyn.gr/nisides/323211_o-zografos-tis-oytopias