της Κρυσταλλίας Παπαδημητρίου
Ήταν κάμποσες μέρες που οι στοίβες με τα βιβλία στο πάτωμα προκαλούσαν τις ανοχές της στην ακαταστασία. Δεν ήταν που δεν ήθελε να τα μαζέψει, ήταν που δεν χωρούσαν στη βιβλιοθήκη. Θυμήθηκε, πριν χρόνια, λίγο μετά το γάμο τους, το Θοδωρή να καμαρώνει τα καινούργια ράφια που απλώνονταν ως το ταβάνι: «Χριστινάκι, τώρα έχουμε χώρο για βιβλία μέχρι να γεράσουμε!» Αφέλεια ή ύβρις; Όποιο από τα δύο κι αν ήταν, τιμωρήθηκε έτσι κι αλλιώς πολύ σύντομα: η βιβλιοθήκη γέμισε μέσα σε λίγους μήνες, κάποια βιβλία μπήκαν μπρος κι άλλα πίσω στο ράφι, και οι στοίβες εγκαταστάθηκαν στο σαλόνι τους. Μόλις κατάφερναν να τις μαζέψουν, ορθώνονταν ξανά.
Στάθηκε μπροστά στη βιβλιοθήκη και τη ζύγισε με τη ματιά, σαν να μετρούσε τον αντίπαλο. Έβαλε τα χέρια στη μέση και πήρε αποφασιστικά μια βαθιά αναπνοή. «Και τώρα οι δυο μας», μουρμούρισε. Θα κατέβαζε όλα τα βιβλία, να τα τακτοποιήσει ξανά. Ας γκρίνιαζε ο Θοδωρής πως του χάλασε τη σειρά, πως είχε μετατρέψει τη βιβλιοθήκη σε μαύρη τρύπα που κατάπινε βιβλία. Ξύδι. Δεν υπήρχε άλλη λύση.
Το βράδυ την βρήκε να ξεφυλλίζει και να σωριάζει βιβλία στο πάτωμα, στο μισοσκόταδο, ενώ ο μικρός κοιμόταν στον καναπέ. Άκουσε το κλειδί στην πόρτα κι έκλεισε τα μάτια σφιχτά μισοχαμογελώντας, περιμένοντας την καταιγίδα. «Τι έκανες;» γόγγυξε εκείνος βλέποντας γύρω του τα στοιβαγμένα βιβλία. Ανακάτεψε ανήσυχα ένα βουναλάκι τόμους και το πρόσωπό του πήρε μια τόσο απελπισμένη έκφραση που η Χριστίνα δαγκώθηκε για να μη βάλει τα γέλια. «Ιστορικά για τον Μεσαίωνα, αγγλικά μυθιστορήματα και η Ιστορία των Βιβλιοθηκών… Γιατί τα έβαλες μαζί; Πώς ταιριάζουν; Θα ψάχνω πάλι τα βιβλία μου και δεν θα τα βρίσκω!»
«Για κοίτα ξανά», απάντησε η Χριστίνα. «Όλα αυτά τα βιβλία είναι από τα απογεύματα στον Ελευθερουδάκη στη Δαβάκη. Ο Λουκάς μπουσουλούσε στη σκάλα, θυμάσαι; Αυτή η στοίβα είναι από το PaperTown στην Κηφισίας, όταν πρωτογνωριστήκαμε. Αυτά είναι από τον Πρωταγόρα, τα πήραμε πέρσι μαζί με τα πρώτα σχολικά του Λουκά.»
«Εδώ είναι όλο βιβλία από την Πολιτεία, σωστά;»
Ο Θοδωρής κάθισε δίπλα της, νικημένος από την περιέργεια. Τελικά είχε ενδιαφέρον όλο αυτό το ανακάτεμα. Ήταν μια ευκαιρία να θυμηθούν βιβλία ξεχασμένα, αλλά και τόσες στιγμές, σαν μια αναπάντεχη ανασκόπηση μέσα από τους τόμους που τους είχαν ακολουθήσει από προηγούμενες ζωές για να καταλήξουν μονιασμένα στην κοινή τους βιβλιοθήκη, κι άλλους που τους είχαν διαλέξει μαζί, και τους είχαν τοποθετήσει στη μεγάλη βιβλιοθήκη σαν λιθαράκια που έχτιζαν κάτι πολύ δικό τους.
Άρχισαν να ξεφυλλίζουν μαζί τα βιβλία, να σημειώνουν σε κάθε εσώφυλλο πού και πότε τα απέκτησαν. Ιστορικά και φωτογραφικά από τις Σαββατιάτικες βόλτες στο ΜΙΕΤ στην Αμερικής. Μυθιστορήματα και ειδικές παραγγελίες από το ΧΑΡΤΟΠΟΛΙΣ του Ψυχικού, όπου πήγαιναν στα κλεφτά κάτι πρωινά που κάνανε κοπάνα από τη δουλειά για να πιουν καφέ μαζί πριν ξεκινήσουν τη μέρα τους. Δοκίμια και ποίηση από τον ΙΑΝΟ. Ταξιδιωτικά της Road στη Σόλωνος, σημάδια προορισμών του παρελθόντος και του μέλλοντος. Βιβλία-ταινίες από τον ΔΑΝΑΟ, όπου φοιτήτρια, μετά το τέλος της ταινίας, ξεψάχνιζε τα ράφια με τα σινεφίλ βιβλία στην είσοδο του κινηματογράφου. Οι μικροί εκδότες της Διδότου, σ’έναν σωρό όλοι μαζί.
Άρχισαν να ξεφυλλίζουν μαζί τα βιβλία, να σημειώνουν σε κάθε εσώφυλλο πού και πότε τα απέκτησαν. Ιστορικά και φωτογραφικά από τις Σαββατιάτικες βόλτες στο ΜΙΕΤ στην Αμερικής. Μυθιστορήματα και ειδικές παραγγελίες από το ΧΑΡΤΟΠΟΛΙΣ του Ψυχικού, όπου πήγαιναν στα κλεφτά κάτι πρωινά που κάνανε κοπάνα από τη δουλειά για να πιουν καφέ μαζί πριν ξεκινήσουν τη μέρα τους. Δοκίμια και ποίηση από τον ΙΑΝΟ. Ταξιδιωτικά της Road στη Σόλωνος, σημάδια προορισμών του παρελθόντος και του μέλλοντος. Βιβλία-ταινίες από τον ΔΑΝΑΟ, όπου φοιτήτρια, μετά το τέλος της ταινίας, ξεψάχνιζε τα ράφια με τα σινεφίλ βιβλία στην είσοδο του κινηματογράφου. Οι μικροί εκδότες της Διδότου, σ’έναν σωρό όλοι μαζί.
Πέρασαν τα μεσάνυχτα, πήγαν τον μικρό στο κρεβάτι. Η Χριστίνα ετοίμασε δυο φέτες ψωμί με γραβιέρα κι έβαλε δυο ποτήρια κρασί. Χορτασμένοι συνέχισαν να φυλλομετρούν και να φτιάχνουν βουναλάκια. Κατά τις 3 το πρωί όλα τα βιβλία ήταν σημειωμένα με μολύβι, μαζεμένα σε στοίβες, καθεμιά κι από ένα βιβλιοπωλείο. Κάποιες θα μεγάλωναν κι άλλο, άλλες όχι, αφού τα βιβλιοπωλεία είχαν κλείσει. Κοιτάχτηκαν και η ίδια τρελή ιδέα έλαμψε στα μάτια τους: Αν τα μάζευαν έτσι στα ράφια;
Έβαλαν το τελευταίο βιβλίο στο ράφι καθώς ξημέρωνε. Κοίταξαν τη μεγάλη βιβλιοθήκη ικανοποιημένοι. Ήταν σαν χάρτης της ζωής τους στην Αθήνα: κάθε ράφι κι ένα βιβλιοπωλείο, βόλτες στη γειτονιά ή στο κέντρο, στιγμές που διάλεγαν βιβλία μαζί, σημαδεύοντας λιακάδες, καταιγίδες, σχέδια, αποφάσεις…
«Ξέρεις πόσο σ’αγαπώ;» τη φίλησε ο Θοδωρής στην κορυφή του κεφαλιού, κι η καρδιά της χοροπήδηξε.
«Υποσχέσου πως αν είναι να χωρίσουμε ποτέ, θα πάμε να το κάνουμε σ’ένα βιβλιοπωλείο» του απάντησε.
«Χαζή! Πάμε να ξαπλώσουμε. Τέτοιο βιβλιοπωλείο δεν υπάρχει».
Την τράβηξε αποκαμωμένος να προλάβουν λίγο ύπνο, καθώς μια ηλιαχτίδα τρύπωνε από το παντζούρι και φώτιζε τη βιβλιοθήκη τους.