10 September 2023

Το θεώρημα Κασσελάκη

 του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου (*)

Στην ταινία “Θεώρημα” (1968) του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ένας περιπλανώμενος όμορφος και πολύ γοητευτικός νεαρός, αγνώστου ταυτότητας, βρίσκει για λίγο στέγη και φιλοξενία σε μια μεγαλοαστική οικογένεια Ιταλών βιομηχάνων του βορρά.

Το παιχνίδι γοητείας που θα παίξει με το κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά θα οδηγήσει να τον ερωτευτούν όλοι σφόδρα, με συνέπεια να αλλάξει η ζωή τους συθέμελα όταν μια μέρα εκείνος θα εξαφανιστεί το ίδιο απροειδοποίητα όπως είχε εμφανιστεί. 

Μετά από αυτό, η μητέρα θα αρχίσει να έχει σεξουαλικές επαφές με νεαρούς άνδρες, η κόρη θα πάθει νευρικό κλονισμό και θα κλειστεί στη σιωπή της, ο αδερφός θα αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία του ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα τις καλλιτεχνικές του κλίσεις, η υπηρέτρια θα επιστρέψει στο χωριό της και θα βρει αποκούμπι στην θρησκεία ενώ ο εργοστασιάρχης πατέρας θα εγκαταλείψει τόσο το εργοστάσιο όσο και την οικογένεια, φεύγοντας γυμνός στην έρημο. 

Η παζολινική αυτή παραβολή αντλεί προφανώς από την χριστιανική μεσσιανική παράδοση (ο Παζολίνι ήταν άλλωστε πιστός Καθολικός) αλλά είναι ταυτόχρονα και έντονα σαρκαστική και σουρεαλιστική. Μπορεί η απλή εμφάνιση ενός προσώπου να αλλάξει τόσο ριζικά μια παγιωμένη κατάσταση; Μπορεί ένα μεμονωμένο πρόσωπο να έχει τόση δύναμη ώστε να τα βάλει με τις δυνάμεις της Ιστορίας και με βαθιές κοινωνικές δομές και νοοτροπίες;

Η διερώτηση αποκτά ακόμη περισσότερο νόημα αν την σκεφτούμε με φόντο όσα έχει προκαλέσει η αναπάντεχη υποψηφιότητα Κασσελάκη για την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα πρόσωπο που εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά, με ανύπαρκτο πολιτικό παρελθόν και καθόλου αριστερό προφίλ, με τυπικούς όρους τουλάχιστον (καθότι πλουσιόπαιδο), και το οποίο παρ' όλ' αυτά έχει προκαλέσει πανικό στις τάξεις του κόμματος, έρχεται να αλλάξει τις ισορροπίες και να αναγκάσει την κοινή γνώμη να ασχολείται μέρες τώρα μαζί του είτε για να τον αποθεώσει είτε για να τον χλευάσει.

Πρόσωπα χωρίς πολιτικές

Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, οφείλουμε να παραδεχτούμε εκ του αποτελέσματος ότι σε πρώτη φάση το κατάφερε, οπότε το αν είναι προσήλυτος ή όχι στο κόμμα, και αν άλλοι έχουν περισσότερες κομματικές περγαμηνές, περισσεύουν ως επιχειρήματα. Για την ώρα, οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει μοιάζουν με εκείνες στο “Θεώρημα”: είδαμε ενθουσιασμένους συντρόφους να τον “ερωτεύονται” πάραυτα, λίγα λεπτά μετά την πρώτη του εμφάνιση, άλλους να σκανδαλίζονται έντονα από την ινσταγκραμική του λάμψη ή άλλους να αποσύρονται στη σιωπή σοκαρισμένοι. Άλλους να μην μπορούν να συγκρατήσουν τον ομοφοβικό τους εαυτό και άλλους να μεταμορφώνονται από αψείς αντισυστημικοΊ που πίνουν μόνο ρακί και βαριά ποτά, σε υποστηρικτές μιας υποψηφιότητας της λάιτ αριστεράς χωρίς αλκοόλ.

Μπορεί να μην είδαμε ακόμη κανέναν να το ρίχνει στην θρηκεία αλλά όλο αυτό έχει έτσι κ αλλιώς μεσσιανικά χαρακτηριστικά όπως πάντα άλλωστε συμβαίνει στην Αριστερά. Ο αρχηγός είναι εξ ορισμού ο φορέας μιας ιστορικής αποστολής: να φέρει το Καλό στον κόσμο τούτο αποκαθιστώντας την δικαιοσύνη και εγκαθιδρύοντας την αλληλεγγύη και το συντροφικό πνεύμα μεταξύ όλων των μελών της ανθρώπινης κοινότητας. Δεν είναι εξ ουρανού αλλά είναι σίγουρα σταλμένος από την Ιστορία για να μας σώσει. Και ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, να σώσει το Κόμμα που καταρρέει μετά από ένα εκλογικό στραπάτσο από τα μεγαλύτερα στη Μεταπολίτευση.

Είναι φυσικά αναμενόμενο χωρίς πάντως να σημαίνει ότι είναι και ελπιδοφόρο: ο ρηχός βοναπαρτισμός του Κασσελάκη που υπερέβη εν μία νυκτί κομματικές δομές και εσωτερικές ιεραρχίες για να αυτοπαρουσιαστεί ως “ο μόνος που μπορεί να νικήσει στον Μητσοτάκη”, μετέφερε όλη τη συζήτηση στο επίπεδο των προσώπων και των χαρακτηρολογικών τους στοιχείων. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποιος είναι ο πιο όμορφος, επικοινωνιακός και ξέρει καλύτερα αγγλικά και μαθηματικά...; Έτσι, η μάχη των προσώπων και της αισθητικής τους κατάφερε να επικαλύψει σε μεγάλο βαθμό την μάχη των ιδεών και της πολιτικής σκέψης.

Κυρίως, αντικατέστησε την στρατηγική με τον τακτικισμό, και την ανάλυση με την κουτοπονηριά. Το μείζον ήταν ποιος μπορεί να ανακόψει ψήφους από τον αντίπαλο, ποιος “λαγός” μπορεί να εξασφαλίσει στο ένα στρατόπεδο ότι δεν θα χρειαστεί στο δεύτερο γύρο να διαπραγματευτεί με τον αντίπαλο και άλλα παρόμοια μικροπολιτικά. Ίσως όμως έτσι να ήταν και για όλους βολικότερο, διότι κατ' αυτόν τον τρόπο, κατάφεραν να αποφύγουν το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου: τι σημαίνει Αριστερά σήμερα, και τι θέλει να εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερό κόμμα στην ελληνική κοινωνία;

Η αντισυστημική Αριστερά του συστήματος

Όπως είναι γνωστό, η ελληνική Αριστερά (εκτός ΚΚΕ) που σε όλη την πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης είχε υιοθετήσει μια στάση κριτική μεν στο δικομματισμό αλλά με απόλυτο σεβασμό στο δημοκρατικό κεκτημένο, έκανε από τις αρχές του 21ου αιώνα, και κυρίως μετά την ανάληψη της αρχηγίας του ΣΥΡΙΖΑ από τον νεαρό Αλέξη Τσίπρα, στροφή προς τον αντισυστημισμό και τον ριζοσπαστισμό. Πιο έκδηλα φάνηκε μάλιστα αυτό στην ανεκτική (για να το πούμε κομψά) στάση που είχε κρατήσει στα καταστροφικά Δεκεμβριανά του 2008. Η τοξικότητα και το εμφυλιοπολεμικό του πνεύμα έφασε σε παραλήρημα φυσικά στα αντιμνημονιακά χρόνια και τις πλατείες των αγανακτισμένων ενώ κορυφώθηκε στο κωμικοτραγικό δημοψήφισμα του 2015. Αυτή ωστόσο η "ριζοσπαστική" αριστερά, στην ελληνική της εκδοχή τουλάχιστον, ζούσε μέσα σε τεράστιες αντιφάσεις από τις οποίες δεν έχει απαλλαγεί μέχρι σήμερα παρά την καταβαράθρωσή της.

Πολεμάει το νεοφιλελευθερισμό σε μια χώρα αφόρητου κρατισμού. Φωνασκεί κατά του “μιλιταρισμού” σε μια χώρα με στρατό που υπερασπίζεται τα σύνορα έναντι μιας αναθεωρητικής δύναμης. Χτυπάει το “μεγάλο κεφάλαιο” σε μια χώρα με έναν ωκεανό από μικρομαγαζάτορες και ελεύθερους επαγγελματίες. Μιλάει για ταξικότητα σε μια χώρα μικροαστισμού και μεγάλου βαθμού κοινωνικού εξισωτισμού. Επικρίνει το “νόμο και τάξη” σε ένα κράτος όπου ο καθένας χτίζει, ρυπαίνει, παρκάρει ή καταλαμβάνει τον δημόσιο χώρο ατιμωρητί όποτε του αρέσει. Εντέλει, κανένας εχθρός της δεν είναι πραγματικός και υπαρκτός ουσιαστικά, μόνο φαντάσματα και δονκιχωτικοί ανεμόμυλοι.

Όλα αυτά θα ήταν απλώς γραφικά, αν την ίδια ώρα δεν σιωπούσε και δεν αδιαφορούσε για όλα τα ζητήματα εκείνα που θα έπρεπε να αναδεικνύει μια Αριστερά που σέβεται τον εαυτό της: κουβέντα για τα ποσοστά φτώχειας, λέξη για τις στρατιές αστέγων στο κέντρο μάλιστα της Αθήνας, τσιμουδιά όσο ήταν κυβέρνηση για την αθλιότητα της Μόριας και για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα που τα εκμεταλλεύονταν διάφοροι επιτήδειοι, ρηχές κοινωνιολογικές προσεγγίσεις για το έγκλημα που αν πλήττει κάποιους είναι οι αδύναμοι πρωτίστως, άλλα αντ' άλλων για τα προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης στην οποία φοιτούν οι φτωχοί και οι μεσαίοι, όχι προφανώς τα παιδιά των εκατομμυριούχων, κανένα ενδιαφέρον για τη φοροδιαφυγή που αν αφαιρεί έσοδα είναι από το κοινωνικό κράτος, κλπ κλπ. Αντιθέτως, μεγάλη έγνοια για τα πανίσχυρα συνδικάτα που εκβίαζαν και στρέφονταν τόσα χρόνια κατά της υπόλοιπης κοινωνίας, ή για ύποπτους επιχειρηματίες αρκεί να δήλωναν αντισυστημικοί και διαθέσιμοι για εξυπηρετήσεις.

Πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι στην πραγματικότητα όλο αυτό το κυνήγι ανεμόμυλων δεν είναι καθόλου μια απλώς ρομαντική υπόθεση, αλλά στην ουσία ένα προκάλυμμα που κρύβει κάτω από το πέπλο των δήθεν μεγάλων ιδανικών, μια σαφέστατη πολιτική ιδιοτέλεια. Προς τα έξω ηθικό πλεονέκτημα, και από πίσω εμμονή με την εξουσία σε όλο της το μεγαλείο. Είναι περίπου σαν την έκθεση ιδεών που κατέστρεψε μια γενιά μαθητών: ρητορεία, επικολυρισμοί και ηθικολογία, όλα κενά περιεχομένου απλώς για να πάρουμε το γκουβέρνο. Και μετά, άκρατος κυνισμός και εξουσιομανία. Αυτή ήταν η μετεξέλιξη της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ επί Τσίπρα, και αυτή την βαριά κληρονομιά είναι που θα έχει να διαχειριστεί ο επόμενος πρόεδρός του, όπως και αν λέγεται αυτός.

Αδυναμία κατανόησης του νέου κόσμου

Εντέλει, βέβαια όλα αυτά δεν είναι παρά τα συμπτώματα μιας μεγαλύτερης πολιτικής παθολογίας. Η ελληνική Αριστερά από τις αρχές του 21ου αιώνα και μετά ξέμαθε να διαβάζει τον κόσμο. Αυτό ήταν η ουσία του προβλήματός της. Απέτυχε δηλαδή να εξελίξει τα διανοητικά της εργαλεία εκείνα που κάποτε ακόμη και οι μη Αριστεροί θαυμάζανε και δανείζονταν για να προχωρήσουν την σκέψη τους. Αντί γι' αυτό, ξέπεσε είτε σε προμαρξιανές ερμηνείες ενός προκαπιταλιστικού κόσμου λες και ζούμε στον μεσαίωνα.

Είτε σε έναν εντελώς ανεπεξέργαστο θυμό λες και απευθύνονταν σε 15χρονους έφηβους. Το πρόβλημα της φτώχειας της αριστερής σκέψης που κατήντησε αριστερίστικος ακτιβισμός είναι βέβαια κοινό φαινόμενο σε όλη τη Δύση. Αλλά το θεμα είναι ότι μόνο εδώ κυβέρνησε μια αντικαπιταλιστική-αντισυστημική Αριστερά με επαναστατικές φαντασιώσεις. Και μόνο εδώ συνεπώς φάνηκαν τα τεράστια αδιέξοδά της. Μπορεί να κατάφερε να κυβερνήσει καβαλώντας το κύμα της αγανάκτησης αλλά ως χώρος σκέψης και ερμηνείας των κοινωνιών ήταν ημιθανής ήδη μετά το 1989 αλλά κυρίως μετά τις τεράστιες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που επήλθαν με την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική επανάσταση του 21ου αιώνα.

Είναι ωστόσο γεγονός ότι τα παλιά πεδία του ενδιαφέροντος της Αριστεράς εξακολουθούν να έχουν σημασία, ίσως και πιο μεγάλη από το παρελθόν: οι ανισότητες, η φτώχεια και η περιθωριοποίηση, τα δημόσια αγαθά, τα δικαιώματα, η μετανάστευση, το περιβάλλον κλπ. Μόνο που ξέρουμε πλέον καλά ότι τις όποιες απαντήσεις σε όλα αυτά αποκλείεται πλέον να τις βρούμε σε αυτόν τον πολιτικό χώρο -όσο κι αν ο 35χρονος επιχειρηματίας Στέφανος Κασσελάκης προσπάθησε να εμφανιστεί ως εκείνος ο Αριστερός που “ξέρει τον καπιταλισμό από μέσα”. Δεν αρκούν προφανώς οι εκθέσεις ιδεών για κάτι τόσο σύνθετο. Και αν είναι έτσι, είναι μάλλον μικρής σημασίας ποιος θα ηγείται αυτού, αν δεν έχει να απαντήσει στα αντίστοιχα κοινωνικά αιτήματα.

*Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης