Πώς εξηγείται το «παράδοξο» της επιλογής θυμάτων της συνωμοσίας
του Κώστα Κούρκουλου, νομικού, athensvoice.gr, 22/6/22
Υπόθεση Novartis: Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, η αντίδραση της Δικαιοσύνης, το δημόσιο συμφέρον και η στοχοποίηση των πολιτικών αντιπάλων.
Η ιστορία είναι γνωστή: Όταν οι αμερικανικές υπηρεσίες ερευνούσαν τις δράσεις της Novartis διεθνώς για την ύποπτη διόγκωση των φαρμακευτικών δαπανών, η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έπραξε ακριβώς το αντίθετο.
Και οι δημαγωγοί δεν δυσαρεστούν ποτέ τον «λαό». Μόνο τον κολακεύουν. Ακόμη και στη διαφθορά.
Προκειμένου λοιπόν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να μη θίξει τους εν Ελλάδι εμπλεκόμενους στην διαφθορά επειδή ήταν πολλοί, αποφάσισε συγκαλύψει το σκάνδαλο, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη Novartis.
Αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν την ενδιέφερε ούτε το δημόσιο χρήμα, ούτε η νομιμότητα, ούτε η αποκάλυψη κανενός σκανδάλου, αλλά μόνον η δημαγωγία περί αυτών.
Το «κενό» όμως που άφηνε η αδιαφορία της κυβέρνησης για το δημόσιο συμφέρον, «αναπληρώθηκε» από τη σπουδή κάποιων συμπολιτών μας, στελεχών της Novartis, να φροντίσουν το δικό τους συμφέρον!
Οι οποίοι, όταν έλαβαν την πληροφορία ότι μπορούσαν να εισπράξουν αμοιβή αν μετείχαν στην έρευνα του αμερικανικού δημοσίου για την δραστηριότητα της Novartis στην Ελλάδα, «άρπαξαν» την ευκαιρία. Έτσι κατέθεσαν στο FBI ως μάρτυρες, όσα προφανώς θεώρησαν ότι θα τους παρείχαν δικαίωμα σε αμοιβή, για τη διασφάλιση της οποίας προσέλαβαν και δικηγόρο.
Ενώ όμως ανέμεναν τα κέρδη τους από την ευφάνταστη αυτή κίνηση στην αλλοδαπή, ατύχησαν εν Ελλάδι. Αφού, κατά τον τότε αρμόδιο αναπληρωτή υπουργό υγείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, «… τους έπιασαν με τη γίδα στην πλάτη, τους πίεσαν και κελάηδησαν….». Δηλαδή, κατά τον υπουργό, τους συνέλαβαν να εγκληματούν στη χώρα μας σχετικά με τη Novartis.
Και αντί να λειτουργήσουν οι θεσμοί, πράγμα που σήμαινε την άμεση παραπομπή στη Δικαιοσύνη των συλληφθέντων, συνήφθη μία σκοτεινή συναλλαγή ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους συλληφθέντες «μάρτυρες», ώστε να μη διωχθούν οι τελευταίοι, παρ’ ό,τι βρέθηκαν «με τη γίδα στην πλάτη».
Με «αντιπαροχή» όμως εκ μέρους τους καταθέσεων –είναι το, κατά τον υπουργό, «κελάηδημα»- οι οποίες αποτέλεσαν το μοναδικό «υλικό» μίας πρωτοφανούς για δημοκρατική χώρα συνωμοσίας εις βάρος πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης.
Οι οποίοι επιλέχθηκαν ως θύματα όχι με βάση κάτι που έπραξαν ή δεν έπραξαν, αλλά σύμφωνα με τον «φονικό κανόνα» του ολοκληρωτισμού: ότι η τύχη των θυμάτων του δεν εξαρτάται ποτέ από αυτό που κάνουν ή δεν κάνουν, αλλά μόνον από την ταυτότητά τους. Δηλαδή από αυτό που «είναι» ή συμβολίζουν.
Έτσι εξηγείται το «παράδοξο» της επιλογής θυμάτων της συνωμοσίας, που δεν είχαν καμία σχέση με τα φάρμακα. Ή άλλων που μείωσαν τη φαρμακευτική δαπάνη. Και μάλιστα, παρά την αντίσταση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος, με καταιγίδα ψεμάτων, προσπάθησε να αποτρέψει την χρήση των γενοσήμων, ώστε να μη μειωθεί η φαρμακευτική δαπάνη, στην πιο δύσκολη στιγμή για τη χώρα.
Πλην όμως, με τις ψευδείς καταθέσεις των «πιεσθέντων μαρτύρων» διαπράττονταν νέα εγκλήματα, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να «κρυφτούν», όπως αυτά που οδήγησαν στην αρχική τους σύλληψη. Γι’ αυτό επέλεξαν να «κρύψουν» τους ίδιους τους «πιεσθέντες μάρτυρες»!
Έτσι τους μεταμφίεσαν από «πιεζόμενους» σε «προστατευόμενους μάρτυρες», ευτελίζοντας έναν θεσμό που προορίζεται για την προστασία των μαρτύρων από ενέργειες βίαιων ομάδων.
Παρά τη μεταμφίεσή τους όμως, οι «μάρτυρες» κινδύνευαν να δώσουν λόγο στην Δικαιοσύνη για τα εγκλήματα που διέπρατταν με τις ψευδείς καταθέσεις τους. Οπότε υπήρχε κίνδυνος να αποκαλύψουν και τη σκοτεινή συναλλαγή που προηγήθηκε.
Για να τους προστατεύσουν λοιπόν και από τη Δικαιοσύνη, τους ανακήρυξαν «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος». Κάτι σαν «αγίους» της δημόσιας ζωής. Ώστε να τους προσφέρουν «ασυλία», για τα εγκλήματα που διέπρατταν με τις ψευδείς καταθέσεις τους.
Όμως, ακόμη και το «θαύμα» της «αγιοποίησης» αποδείχτηκε «κίβδηλο». Διότι, σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 47 ΚΠΔ), για να χαρακτηριστεί κάποιος «μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος», πρέπει α) να μην «εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο» στην υπόθεση και β) να μην «αποβλέπει σε ίδιον όφελος».
Άρα, σύμφωνα με τον νόμο, τόσο η προσδοκία πληρωμής από τις ΗΠΑ, όσο και η προηγούμενη σύλληψη «με τη γίδα στην πλάτη», δεν επέτρεπαν την απόδοση σ’ αυτούς της ιδιότητας του «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος».
Απαγόρευση όμως που περιφρόνησαν οι τεχνουργοί της συνωμοσίας, θεωρώντας ότι η νομιμότητα είναι «μικροαστική προκατάληψη» και η εφαρμογή του νόμου ζήτημα άποψης.
Κάτι που τους οδήγησε στην ύβρη. Με αποτέλεσμα, προτού καν επιληφθεί η Δικαιοσύνη, να γνωστοποιήσουν την καταδικαστική τους απόφαση κατά των θυμάτων τους, με την ανατριχιαστική ανακοίνωση του αρμοδίου επί της δικαιοσύνης υπουργού: «βρισκόμαστε μπροστά στο μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους».
Εδώ όμως εντοπίζεται και το μοιραίο λάθος τους. Διότι τους διέφυγε ότι η Ελλάδα, παρ’ ό,τι δεν πέρασαν δύο αιώνες απ’ όταν ήταν επαρχία της oθωμανικής αυτοκρατορίας, είναι ήδη «παραδόξως νεωτερική χώρα», σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Γιάννη Βούλγαρη, στο ομότιτλο βιβλίο του.
Με συνέπεια η κυβέρνηση να μην «ελέγχει όλους τους αρμούς της εξουσίας» και κυρίως τη Δικαιοσύνη, όπως συμβαίνει στις τριτοκοσμικές και μετασοβιετικές τυραννίες. Αντίθετα, να υπάρχει διάκριση των εξουσιών και η Δικαιοσύνη να λειτουργεί, έστω «κουτσά – στραβά», ως ανεξάρτητη.
Συνθήκη που δεν άφηνε χώρο για την υλοποίηση των ολοκληρωτικών παραληρημάτων των συνωμοτών -κατάλοιπων της θητείας τους στον σταλινισμό- να γίνουν εξολοθρευτές της αντιπολίτευσης, για να μείνουν μόνοι αυτοί στον κόσμο.
Με αποτέλεσμα, λόγω της ύπαρξης ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, μία υπόθεση που ξεκίνησε ως φονική συνωμοσία, στηριζόμενη στην επιθυμία των συνωμοτών να μην υπάρχουν συνταγματικοί περιορισμοί στην εξουσία τους, εξέπεσε σε παρωδία.
Παρασύροντας στην ευτέλεια του θεσμικού παλιάτσου όσους -είτε με την ελαφρότητα του βαλκάνιου αρχηγού ΚΥΠ που φιλοδόξησε να γίνει ο Έλλην Βισίνσκι, είτε με τον κυνισμό των οπαδών του πραγματικού Βισίνσκι- μετείχαν στην κατασκευή της. Οι οποίοι δηλαδή αποδύθηκαν στον τσαρλατανισμό, νομίζοντας ότι εξολοθρεύουν τους αντιπάλους τους.
Γι’ αυτό και μοναδικό τους επίτευγμα ήταν κατάκτηση του ύψιστου προνομίου του γελωτοποιού: Να μην έχει καμία σημασία, ό, τι κι αν λένε.