13 July 2022

«Φέρετρα Πολυτελείας»

 Λίνα Πανταλέων, Καθημερινή, 12/7/22

Ούρσουλα Φωσκόλου: Ήσυχα να πας, εκδ. Κίχλη, σελ. 176 

Eνα από τα δυσκολότερα αινίγματα με τα οποία αντιμετριέται η λογοτεχνία είναι ο θάνατος. Της είναι αδύνατον να απαλλαγεί από τη σκέψη του θανάτου. Αυτή η ατέρμονη ερωτοτροπία τρέφει πανάρχαιους μύθους. Η λογοτεχνία λαχταρά τον θάνατο για να τον εξημερώσει, να τον ξορκίσει, να τον υμνήσει ή να τον καταραστεί. Η Ούρσουλα Φωσκόλου στο τρίτο της βιβλίο φτιάχνει στον θάνατο μια παραδεισένια, ονειρική αποικία. Είναι η αποικία των μεταστάντων.


Βέβαια, η Ολίβια και ο σύντροφός της δεν βασανίζονται από μακάβριες υποψίες, καθώς έχουν την εντύπωση πως μετανάστευσαν σε έναν εξωτικό προορισμό, σε ένα θέρετρο στις άκρες μιας τροπικής ζούγκλας και όχι σε ένα θέρετρο-φέρετρο πολυτελείας στο επέκεινα. Ο εξώκοσμος τόπος συνιστά το τεχνολογικό επίτευγμα μιας μέλλουσας πραγματικότητας, κατασκευασμένης από την εταιρεία «Εσπερος», που κατάφερε να κατισχύσει του θανάτου. Στις παρυφές, όμως, της εδεμικής πολιτείας απλωνόταν μια επικίνδυνη ζώνη, σκοτεινή και νεφοσκεπής, πολύ κοντά στις θαλερές πρασινάδες.

Η Ολίβια μαγεύεται από την εσπερινή κατοικία, την καινούργια της χλοερή πατρίδα. Παρατηρεί έκθαμβη την αλλόκοτη βλάστηση και τα πυκνά φυλλώματα που αναρριχώνται στα υπερμεγέθη, σοβιετικής αρχιτεκτονικής κτίρια (πολλοί οι ένοικοι), που ορθώνονται σαν πελώριοι χορταριασμένοι τάφοι. Εκείνο, όμως, που συναρπάζει την ηρωίδα είναι η  δεξαμενή, που ανακαλύπτει στο υπόγειο ενός κτιρίου. Βουτώντας στο νερό της υπόσκαφης πισίνας την πλημμυρίζουν ασύνδετες εικόνες μιας άγνωστης ζωής. Το σώμα της ερεθίζεται από το παράξενο νερό, παραλύει από μια απόκρυφη σεξουαλική εμπειρία. Καθώς καταδύεται στον πυθμένα, τη διεγείρει ένας ερωτικός πόθος, ξένος στο δέρμα της.

Η Ολίβια χάνει σταδιακά τον ενθουσιασμό της για τη μετοικεσία της και αρχίζει να κατατρύχεται από τον μνημονικό καταιονισμό στον βυθό της στύγιας πισίνας. Κάτω από το νερό, δωμάτια με μισάνοιχτες πόρτες τής αποκαλύπτουν στιγμιότυπα μιας ξένης ζωής. Δίχως να το γνωρίζει, είχε παρεισδύσει στον θάνατο κάποιου άλλου. Το νερό τής μετάγγιζε ένα ανεξιχνίαστο μήνυμα.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξηγείται το θαύμα της μεταθανάτιας ζωής με τους όρους της επιστημονικής φαντασίας. Εδώ η Φωσκόλου επιχειρεί να δώσει ένα εύληπτο σχήμα στα σκόρπια κομμάτια του παζλ. Η ολοκλήρωση του παζλ μαρτυρεί μια μυθοπλαστική σύνθεση προσεκτικά μεθοδευμένη. Οι διάσπαρτοι υπαινιγμοί αποσαφηνίζονται, τα μυστήρια απομαγεύονται και ό,τι πριν έμενε μετέωρο, σταθεροποιείται στη θέση που του αναλογεί. 

Εχω, ωστόσο, τη γνώμη πως το επεξηγηματικό κλείσιμο του βιβλίου αναιρεί τη μυσταγωγία του πρώτου μέρους, όπου η Φωσκόλου στήνει ένα εξωπραγματικό, μυστηριακό σκηνικό, στο σύνορο Εδέμ και Αδη. Οι «επιστημονικές» επεξηγήσεις συνδέονται με την αρέσκεια της συγγραφέως σε εξονυχιστικές περιγραφές. Το πρώτο μέρος κατακλύζεται από παντοειδείς λεπτομέρειες για καθετί αλλόκοτο της αποικίας, από τα φυτά και τα άνθη, τα ζώα και τα ρομπότ, τα άπειρα γκάτζετ, μέχρι τη μορφολογία των βράχων και τη γαστρονομία.

Οι ομορφότερες στιγμές της νουβέλας είναι οι καταβυθίσεις της ηρωίδας στο έμβιο νερό της δεξαμενής, την οποία σκιάζουν αθέατα τα νέφη της σκοτεινής ζώνης. Γλιστρώντας στον πυθμένα, ψηλαφεί χαλάσματα χαμένων ζωών, εισχωρεί σε ρωγμές καταλοίπων και την ίδια στιγμή μεταλαμβάνει το νάμα της λήθης. Μπαινοβγαίνει σε ξένα δωμάτια, προ καιρού εγκαταλελειμμένα, πλαντάζει από ανοίκειες συγκινήσεις και εντέλει ξεπλένεται από την παλιά της ύπαρξη για να επιστρέψει ολόγυμνη από παρελθόν στη νεογέννητη ζωή της αποικίας. 

Η Ολίβια βιώνει την πραγμάτωση ενός προαιώνιου παραμυθιού, την κατάλυση του θανάτου και τον εποικισμό του επέκεινα. Στο παραμύθι της Φωσκόλου ο θάνατος διχοτομείται στις δύο κύριες όψεις του, την τρομακτική και τη μαυλιστική.


Ούρσουλα Φωσκόλου: «Η μνήμη και η φαντασία είναι τα οχήματα που μας οδηγούν όπου -μα όπου!- θέλουμε»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

-Κυρία Φωσκόλου, πιστεύετε ότι η επιστημονική φαντασία ταιριάζει στην εποχή μας;

Δεν ξέρω αν η επιστημονική φαντασία αρέσκεται στο να «ταιριάζει» σε συγκεκριμένες εποχές. Δεν ξέρω, επίσης, αν της αρέσει να βρίσκεται «στη μόδα». Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια απενοχοποίηση του είδους. Όλο και περισσότεροι τη διαβάζουν, όλο και περισσότεροι γράφουν βιβλία και τα κατατάσσουν στο εν λόγω είδος χωρίς φόβο. Προτού ξεκινήσω να γράφω το «Ήσυχα να πας», ήξερα ότι ήθελα πολύ να γράψω ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, διότι ανέκαθεν την αγαπούσα. Στην περίπτωσή μου, εντέλει, η επιστημονική φαντασία αποτέλεσε ένα όχημα, το οποίο με βοήθησε να μιλήσω με μεγαλύτερη ελευθερία για φλέγοντα θέματα, όπως ο θάνατος, το επέκεινα, το ζήτημα του φύλου και της ταυτότητας. Το «Ήσυχα να πας», ξεκινάει ως βιβλίο ε.φ., στη συνέχεια, όμως, εξελίσσεται σε κάτι άλλο.

Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε την Ολίβια και τον Θάνο, που μόλις έχουν φτάσει στο νέο τους σπίτι, στον πλανήτη Γκλίζε (Gliese). Πρόκειται για έναν καταπράσινο πλανήτη, μια Γη στα σπάργανα, με οργιαστική βλάστηση, τεχνολογικά εξελιγμένο, αλλά με τεράστιο σεβασμό προς τη φύση. Η Ολίβια, σκεπτική και μελαγχολική παρά το γενικό κλίμα χαράς και ευφορίας, ανακαλύπτει κατά τύχη τα καλά κρυμμένα υπόγεια λουτρά της Γκλίζε, ένα μέρος γεμάτο μυστήριο. Κάθε φορά που βυθίζεται στα νερά της υπόγειας πισίνας, έρχεται αντιμέτωπη με παράξενα οράματα και πρόσωπα από μια άλλη ζωή. Είναι η δική της;

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μεταφερόμαστε σ’ ένα διαμέρισμα της Γης, σε μια πολυκατοικία που θα μπορούσε να είναι η δική σας και η δική μου. Εκεί γνωρίζουμε έναν καθημερινό άνθρωπο, έναν ανώνυμο διανομέα, ο οποίος βρίσκει νεκρό τον παραλήπτη του δέματος που μεταφέρει. Ο αναγνώστης ακούει τη φωνή του μοναχικού ηλικιωμένου άνδρα μέσω του ημερολογίου του και μαθαίνει σπαράγματα από τη ζωή του. Το δεύτερο μέρος είναι αυτό στο οποίο κρύβεται η καρδιά του βιβλίου και υπονομεύει όσα ο αναγνώστης έχει διαβάσει στο πρώτο.

Ναι, είναι ωραίο να χτίζεις έναν κόσμο από την αρχή, ναι, είναι συναρπαστικό το ταξίδι σ’ έναν καινούργιο πλανήτη, όμως δεν φτάνει. Ήθελα να προχωρήσω ένα βήμα πιο πέρα.

-Όμως η υπέρβαση και ο υπερρεαλισμός υπάρχει έτσι ή αλλιώς στο έργο σας, είναι ο τρόπος για να πλησιάζει κανείς τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής;

Χρησιμοποίησα την υπέρβαση και τον υπερρεαλισμό υπήρχαν ήδη από το πρώτο μου βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Το Κήτος» (Κίχλη, 2016). Τα εργαλεία της ποίησης, όταν χρησιμοποιούνται με μέτρο, αποδεικνύονται σπουδαία στην πεζογραφία. Στη δική μου περίπτωση, μου δίνουν την ελευθερία να μιλήσω για δύσκολα θέματα, να κολυμπήσω σε αυτά με μεγαλύτερη άνεση, χωρίς διδακτισμούς και ρητορείες, που δεν μου ταιριάζουν.

-Αποκωδικοποιώντας τον καθησυχαστικό τίτλο και βλέποντας το εξαιρετικό εξώφυλλο διαισθάνεσαι εξαρχής μια απειλή: η διττή υπόσταση των πραγμάτων;

Για μένα, το «Ήσυχα να πας» είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο για το επέκεινα. Ο τίτλος του, ο οποίος αποτέλεσε ίσως και το αρχικό, το πρώτο έναυσμα για τη συγγραφή του, προέρχεται από το ποίημα του Ντίλαν Τόμας «Do not go gentle into the good night», στην εξαιρετική μετάφραση του Διονύση Καψάλη: «Μη στέργεις ήσυχα να πας, σε νύχτα ευλογημένη». Το ποίημα μιλά για μια ένδοξη μετάβαση, μια ηρωική πάλη με τον θάνατο, μπροστά στον οποίο οφείλει κανείς να μη δειλιάζει. Εγώ θέλησα να γράψω το αντίθετο. Για μια μετάβαση ήσυχη, δίχως ηρωισμούς, δράματα, μάχες. Ψυχαναλύοντας τον εαυτό μου, καταλαβαίνω τώρα ότι αυτή μου η επιθυμία ήταν φυσικό επακόλουθο των πρωτόγνωρων καταστάσεων που βιώσαμε κατά την περίοδο της πανδημίας: ο θάνατος, πιο παρών από ποτέ, έπαιρνε τους ανθρώπους βίαια, μέσα σε τρομερό πόνο και μοναξιά.

Η παραπάνω ιδέα μπορεί να συνοψιστεί στα λόγια του ηλικιωμένου Δημήτρη, ο οποίος γράφει στο ημερολόγιό του (σ.165) : «…όταν λοιπόν εκείνη η ώρα φτάσει, θέλω να γίνει απαλά. Να κάθομαι σε τούτο το τραπέζι, να σηκωθώ κάποια στιγμή σαν να θυμήθηκα πως άφησα τα χάπια στο σαλόνι, μ’ έναν μικρό διασκελισμό να βγω και να πατήσω σε καινούργιο τόπο».

-Πώς κτίστηκε μέσα σας και στην ιστορία ο πλανήτης Γκλίζε και πόσο εύκολο είναι να στηθεί ένας ολόκληρος κόσμος απ’ την αρχή;

Ο «Γκλίζε 581c» είναι ένας υπαρκτός εξωπλανήτης, ο οποίος είχε θεωρηθεί από τους αστρονόμους ως δυνητικά κατοικήσιμος από τον άνθρωπο. Δανείστηκα το όνομα αυτό για να δημιουργήσω τον δικό μου κόσμο, την Γκλίζε, μια Γη βρέφος, που κατακλύζεται από οργιαστική βλάστηση και αποτελεί αποικία του γνωστού μας κόσμου. Η Γκλίζε στο μυαλό μου είναι μια …Βραζιλία στο διάστημα, ένας τόπος όπου συνυπάρχουν άνθρωποι από όλες τις γωνιές του παλαιού κόσμου, μαζί με προϊστορικά ζώα, αλλά και ανθρωποειδή. Παρότι τεχνολογικά εξελιγμένη, η αποικία έχει θέσει ως πρωταρχικό της στόχο την προστασία της φύσης, ενώ στους εργάτες γης αποδίδονται οι ύψιστες τιμές. Στον νέο τόπο τα καθημερινά προβλήματα έχουν λυθεί, δεν υπάρχει αρρώστια ή θάνατος, δεν υπάρχουν φραγμοί στην επικοινωνία, δεν υπάρχουν διακρίσεις ως προς τη σεξουαλικότητα ή το φύλο.

Απόλαυσα το στήσιμο αυτού του κόσμου, ήταν μια συναρπαστική διαδικασία, κατά την οποία ένιωθα απόλυτα ελεύθερη και ταυτόχρονα γοητευμένη από ένα σύμπαν που με καλούσε να το ανακαλύψω.

-Οι ήρωές σας δεν είναι ένας περιπλανώμενος (πολλοί ισχυρίζονται ότι στα μεγάλα φτάνουμε μόνοι), είναι ένα ζευγάρι, συνειδητά η επιλογή;

Κι όμως, η ηρωίδα μου είναι στην πραγματικότητα μία: η Ολίβια. Παρότι στη νουβέλα παρουσιάζονται αρκετά πρόσωπα, ανάμεσά τους και ο σύντροφος της Ολίβιας, Θάνος, υπάρχει μία και μόνη οπτική γωνία: η δική της. Το ότι η Ολίβια φτάνει συντροφευμένη στη νέα της ζωή, είναι μια επιλογή που καθορίζεται από το ποια ήταν η Ολίβια ως τότε. Η συντροφιά είναι ένα δώρο που το είχε στερηθεί με τον χειρότερο τρόπο και τώρα της χαρίζεται, ήσυχα και εντελώς φυσικά.

Πρέπει να πω εδώ, ότι η επιλογή του ονόματος της Ολίβιας δεν ήταν καθόλου τυχαία, καθότι, μεταξύ άλλων, κρύβει μέσα του τη λέξη «όλβιος», δηλαδή «μακάριος, ευτυχής».

-Η απαγορευμένη ζώνη συνειρμικά με παρέπεμψε στον «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι, θα πρέπει να διαβούμε τελικά την «επικίνδυνη ζώνη» και να κινδυνέψουμε στα υπόγεια λουτρά για να φτάσουμε στον άγνωστο εαυτό μας και στα αληθινά;

Η απαγορευμένη ζώνη είναι ένα μυθοπλαστικό εργαλείο. Είναι ο τόπος όπου το πριν συμφύρεται με το μετά, η χαραμάδα όπου το «εδώ» χύνεται σιγά σιγά στο «εκεί». Σ’ έναν τόπο όπου κανείς δεν έχει μνήμες από την προηγούμενη ζωή, η απαγορευμένη ζώνη είναι το άνοιγμα, το προγραμματιστικό λάθος, το ματάκι στην εξώπορτα. Η Ολίβια, χωρίς να το ξέρει, βυθίζεται σιγά σιγά σε αυτήν, ωστόσο δεν νιώθει ότι κινδυνεύει. Οι βουτιές στα υπόγεια λουτρά είναι βουτιές σε μια ζεστή αγκαλιά. Από την πρώτη στιγμή που πατά το πόδι της στην Γκλίζε, όλα την οδηγούν στην άλλη ζώνη. Ο εαυτός που ψάχνει, όπως και η αλήθεια που έχει αφήσει πίσω της, κρύβονται εξαρχής εκεί. Το ερώτημα είναι: Τι κάνεις, όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με μια δύσκολη αλήθεια; Μαθαίνεις να ζεις με αυτήν ή θα προτιμούσες να την ξεχάσεις;

-Είχατε εκπλήξεις γράφοντας το «Ήσυχα να πας»; Ή είχατε προαποφασίσει για όλα;

Στο μυαλό μου υπήρχε εξαρχής η βασική ιστορία. Ωστόσο, κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου, βρίσκω ότι είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε ερεθίσματα. Τον καιρό που έγραφα το «Ήσυχα να πας», διάβασα πολύ και έκανα εκτεταμένη έρευνα. Υπήρξαν, όμως, και εκπλήξεις. Μια από αυτές, η μεγαλύτερη, ήταν η «γνωριμία» μου με τη Δήμητρα Κ., στη μνήμη της οποίας είναι αφιερωμένο το «Ήσυχα να πας». Γνωριστήκαμε κάποιο βράδυ καραντίνας, χάρη σε ένα βίντεο της Πάολας Ρεβενιώτη, όπου συνομιλούσε με έναν υπέροχο κι ευγενικό άνθρωπο, τη «Δήμητρα της Λέσβου», κατά κόσμον Δημήτρη Καλογιάννη. Η κοινωνία φέρθηκε σκληρά και απάνθρωπα στη Δήμητρα, η οποία έγινε ευρέως γνωστή μόνο μετά την εξαφάνιση και τον τραγικό της θάνατο. Θέλω να πιστεύω ότι σε αυτό το βιβλίο τής χάρισα ό,τι στερήθηκε.

-Η προτροπή του τίτλου είναι, εντέλει, μια σοφή προτροπή: η ηρεμία του ακροβάτη, του πρωταθλητή, του σκοπευτή… Μόνο ήρεμα πάμε στο επικίνδυνο άγνωστο;

Δεν βλέπω τον τίτλο του βιβλίου μου σαν προτροπή. Το «Ήσυχα να πας» είναι η άλλη ματιά, η «τρελή εναλλακτική» που τριβελίζει το μυαλό μου. Είναι το «και αν…», το «βρε λες;». Δεν ξέρω αν πρέπει να πηγαίνουμε ήρεμα στο επικίνδυνο άγνωστο. Συνήθως προσγειωνόμαστε απότομα σε αυτό, τρώμε τα μούτρα μας κι έπειτα μαθαίνουμε να σηκωνόμαστε. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας το περνάμε μπουσουλώντας στο σκοτάδι. Κάποιες -λίγες- φορές, αυτό μοιάζει εξαιρετικά διασκεδαστικό.

-Εσάς σας φοβίζει ο πόλεμος στην Ουκρανία σήμερα; Σας έχει φοβίσει κάτι πολύ στη ζωή; Πώς αντιδράτε στους φόβους σας;

Φυσικά και με φοβίζει ο πόλεμος. Για να ξορκίσω τους φόβους μου βυθίζομαι στις σελίδες των βιβλίων ή γράφω: για τα γηρατειά, για τον θάνατο, για τη μοναξιά, για τον έρωτα. Δεν αντιδρώ πάντοτε με τον ίδιο τρόπο απέναντι στον φόβο, ωστόσο η μόνη μου σταθερά σε δύσκολους καιρούς εξακολουθεί να είναι η λογοτεχνία.

-Σας άρεσε πάντα η επιστημονική φαντασία; Και ποιοι συγγραφείς;

Μου άρεσε και μου αρέσει. Ανάμεσα στους αγαπημένους μου συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας είναι ο Ρέι Μπράντμπερι, ο Στάνισλαβ Λεμ, οι αδελφοί Στρουγκάτσκι, ο Τεντ Τσιάνγκ, η Οκτάβια Μπάτλερ, ο Άρθουρ Κλαρκ και πολλοί άλλοι.

-Πιστεύετε ότι έτσι όπως αλλάζει και καλπάζει με απρόσμενο ρίσκο, θα πρέπει ο καθένας να δημιουργεί τον δικό του πλανήτη μέσα στην άσπλαχνη εποχή;

Κάθε άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργεί τη δική του, προσωπική, σφαίρα ασφαλείας σε δύσκολες εποχές. Οι συγγραφείς ανέκαθεν ζούσαμε και κάπου αλλού, είτε αυτό λέγεται άλλος πλανήτης, είτε ένας άλλος κόσμος μέσα σε αυτόν εδώ. «Άλλος πλανήτης» μπορεί να είναι μια ανάμνηση, μια φαντασίωση, η παιδική μας ηλικία, που πέρασε ανεπιστρεπτί. Η μνήμη και η φαντασία είναι τα οχήματα που μας οδηγούν όπου -μα όπου!- θέλουμε.