19 February 2022

Τα νεανικά ποιήματα της πνευματικότητος του Γιάννη Τσαρούχη.

του Παναγιώτη Ανδριόπουλου, Lifo.gr

Ο Γιάννης Τσαρούχης γράφει «Τα ποιήματα της πνευματικότητος» στα 1935.

Τα εφτά (7) ποιήματα αριθμούνται με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Α’, Β’, Γ’, Δ’, Ε’, ΣΤ’, Ζ’ και καταλαμβάνουν τις σ. 41-47 του βιβλίου τού Γιάννη Τσαρούχη Ποιήματα 1934-1937, εκδόσεις Άγρα, 1980.


Τα ποιήματα της πνευματικότητος είναι γραμμένα στην Αθήνα το 1935, πριν ο Τσαρούχης φύγει για το Παρίσι. Ο ίδιος στον πρόλογος της έκδοσης με τα Ποιήματα του, σημειώνει: «Τα ποιήματα αυτά αντανακλούν την ψυχική μου κατάσταση εκείνης της εποχής, που ήταν ένα μείγμα οδυνηρής νοσταλγίας της χαμένης μου παιδικής ζωής και συγχρόνως μια διάθεση να την αποτελειώσω με σκληρότητα…». 

Και πιο κάτω αποσαφηνίζει: «Αν δέχομαι να δημοσιευτούν σήμερα αυτά τα ποιήματα είναι πρώτον, γιατί νομίζω πως είναι χρήσιμο να δείχνουμε φανερά τους δρόμους που πήραμε για να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε. Και δεύτερον, γιατί όλα αυτά είναι τόσο μακριά ώστε είναι σα να πρόκειται για έναν ξένο».

Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς μας λέει πώς βοήθησε στην έκδοση των ποιημάτων του Τσαρούχη: «Σ’ έναν ταχυδρομικό φάκελο, στο ντουλάπι του ισογείου, δίπλα στο κρεβάτι του, της κατοικίας του στο Μαρούσι, Πλουτάρχου 28, είχε τα ποιήματα. Ο γραφικός του χαρακτήρας μού ήταν βατός και άρχισα, το 1975, να τα καθαρογράφω. Μόλις τελείωσα μου υπαγόρευσε την εισαγωγή. Τον πρόλογο.». 

Στα ποιήματα της πνευματικότητας ο Τσαρούχης αποδομεί, θα λέγαμε, την έννοια της «πνευματικότητος» που συνήθως χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάτι τι «το υψηλόν». Για τον Τσαρούχη η πνευματικότητα είναι μάλλον συνυφασμένη με την απλότητα και την αλήθεια. Με την αμφισβήτηση του εαυτού και την διαρκή αμφιβολία που μας πάει παραπέρα. Κι ακόμα σκέπτομαι πως «ο πνευματικός άνθρωπος» θα έχει τα χαρακτηριστικά του Τσαρούχη: ανήσυχος, προφητικός, ασυμβίβαστος, και πάνω απ’ όλα γενναίος.

Α’ 

Ένας άνθρωπος έστησε μια πνευματικότητα κοντά στη θάλασσα. ‘Ηταν από τσίγκο, σ’ ένα τελάρο ξύλινο βαμμένο με λαδομπογιά. Το βράδυ την έριξε ο αέρας και σκότωσε έναν περαστικό. 

Β’ 

Είχε πει πως η δική του πνευματικότης δε φοβάται τίποτα, ήταν νέου συστήματος. Το τελάρο ήταν από ξύλο, εν συνδυασμώ με σιδερογωνιές. ‘Ηταν ωραία και μεγάλη, βαμμένη με ριπολίνα άσπρη, θαλασσιά και χρυσή. Εγιναν και εγκαίνια. Υπήρχε κι ένας αρχιμανδρίτης. Και χωρίς να φυσάει άνεμος, από κακό υπολογισμό, έπεσε η πνευματικότης την ώρα του αγιασμού. Το τι γίνηκε δεν περιγράφεται. Ο παπάς πληγώθηκε. Η γυναίκα του δημάρχου έπαθε διάσειση. Τους πήγαν όλους στο νοσοκομείο. 

Γ’ 

Οι άλλες πνευματικότητες που πέσανε, πέφτουνε γιατί κάτι τους λείπει. Κάποιος κακός υπολογισμός γίνεται. Εγώ ετοιμάζω να στήσω μια καινούργια και είμαι αισιόδοξος. Μα κι αν πέσει θα κάνω μιαν άλλη, ακόμα πιο τέλεια. Ξέρω καλά την τέχνη μου. 

Δ’ 

Εγώ δεν θα στήσω ποτέ μου πια πνευματικότητα και υπερηφανεύομαι γι’ αυτή μου την απόφαση. Ατυχήματα και σκοτωμοί είναι το τέλος κάθε πνευματικότητος. Άνθρωποι και ζώα σκοτώνονται από την πτώση τους, άντρες στο άνθος της ηλικίας τους, θύματα της περιέργειάς των, κι ανύποπτα άλογα, σκύλοι και γάτες και πρόβατα, που κατά τύχην περνούν από κει. Όχι πια άλλες πνευματικότητες. Αλλά ποιος είναι πρόθυμος να σ’ ακούσει; 

Ε’ 

Τρεις πνευματικότητες είχε στήσει στο παρελθόν, όλες νέου συστήματος, τελειοποιημένες, μεγάλες κι ωραίες, κοντά στη θάλασσα. Θες ο άνεμος, θες κακός υπολογισμός και οι τρεις πέσανε. Τώρα ετοιμάζεται για τέταρτη. Γίνεται λόγος για συρματόσχοινα που θα βαστάνε κόντρα και για πολλές άλλες τεχνικές λεπτομέρειες και τελειοποιήσεις. Αμφιβάλλω. Αμφιβάλλω πολύ. Αλλά γιατί θέλουν καλά και σώνει να στήνουν πνευματικότητες κοντά στη θάλασσα, που φυσάει ο άνεμος και τις σκουριάζει η υγρασία; 

ΣΤ’ 

Δεν θα με υπερνικήσει η αμφιβολία μου και θα στήσω κι εγώ την πνευματικότητά μου. Κανένα δυσάρεστο προηγούμενο δεν θα με σταματήσει. 

Ζ’ 

Θα πέσει! Θα πέσει! Εφώναζαν μερικοί άγγελοι, προς το δεξιό μέρος του ουρανού. Ενώ μερικοί άλλοι, αριστερά ανεστραμμένοι εφώναζαν: «Έπεσε! Έπεσε! Αχ, έπεσε η τόση λαμπρή πνευματικότης!». Πράγματι κατά το απόγευμα έπεσε η τεραστία πνευματικότης και εσκότωσε πολλούς , όχι επισήμους, αλλά διανοουμένους.