«Η Ρωσία δεν είναι θυμωμένη, συγκεντρώνεται». Οι ιδεολογικοί λόγοι πίσω από την ένταση στα ουκρανικά σύνορα αποκρυσταλλώνονται στο πρόσφατο άρθρο του Βλαντιμίρ Πούτιν «Πάνω στην ιστορική ενότητα Ρώσων και Ουκρανών». Ο Ρώσος πρόεδρος αναφέρει ότι Ρώσοι και Ουκρανοί είναι ένας ενιαίος λαός που μοιράζεται ένα κοινό ιστορικό λίκνο, και ότι το σημερινό ουκρανικό κράτος περιλαμβάνει «ιστορικά ιερά ρωσικά εδάφη». Ας ανατρέξουμε λοιπόν στην Ιστορία που κρύβεται πίσω από την αντιπαράθεση.
Ρώσοι και Ουκρανοί θεωρούν το κράτος των Ρως του Κιέβου του 9ου αιώνα μ.X. ως ιστορικό τους πρόγονο. Ενα μείγμα σλαβικών φυλών και Σκανδιναβών, οι Ρως του Κιέβου διατήρησαν τη βασική θεσμική δομή των Βίκινγκς: κρατική δομή με βάση πόλεις-κράτη που διέπρεπαν και στηρίζονταν στο εμπόριο. Εμποροι, τεχνίτες και εργάτες ασκούσαν μεγάλη επιρροή μέσω των συνελεύσεων των πόλεων, των «Βέτσε», που περιελάμβαναν το σύνολο του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού.
Σε μερικές περιπτώσεις οι «Βέτσε» μπορούσαν να επηρεάσουν ή και να διώξουν ή να αντικαταστήσουν τους άρχοντες: οι θεσμοί της αγοράς επιφέρουν στοιχεία ανοιχτής κοινωνίας και τιθάσευσης της κεντρικής εξουσίας.
Η μογγολική εισβολή τον 13ο αιώνα υπέταξε τα πριγκιπάτα των Ρως. Ενα από αυτά, το Δουκάτο της Μόσχας, έμελλε να γίνει ο βασικός αποδέκτης της θεσμικής κληρονομιάς που οι Μογγόλοι έφεραν μαζί τους. Ενώ η μοναδική θέση της, προστατευμένη από ποτάμια και δάση, έκανε τη Μόσχα δυσκολότερο να κατακτηθεί, ταυτόχρονα δυσχέρανε και τις εμπορικές προοπτικές της: οι μεγάλοι δρόμοι διευκολύνουν τη διέλευση εμπορικών αγαθών αλλά και εχθρικών στρατών. Τα μειωμένα κίνητρα για θεσμούς της αγοράς ευνόησαν την εισχώρηση μογγολικών απολυταρχικών στοιχείων: οι «Βέτσε» δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον.
Συνεπώς, η Μόσχα ανέπτυξε τις ιεραρχικές δομές της, οδικό δίκτυο, δημοσιονομικό σύστημα και πολεμική οργάνωση βασισμένη σε μογγολικά πρότυπα. Η χρήση βασανιστηρίων, σπάνια στους Ρως του Κιέβου, έγινε συνηθισμένη πρακτική του συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης.
Η μογγολική επιρροή ήταν τέτοια που ο Μοσχοβίτης πρίγκιπας Βασίλι ο Β΄ κατηγορήθηκε για υπέρμετρη αγάπη της ταταρικής τους γλώσσας.
Η εξέχουσα θέση που απέκτησε έτσι η Μόσχα τής επέτρεψε να ανέλθει, να ενώσει τα πρώην πριγκιπάτα των Ρως και να τερματίσει τον «ταταρικό ζυγό», αλλά όχι χωρίς κόστος. Οι θεσμοί αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια. Παραδόξως, οι παράγοντες που επέτρεψαν στη Μόσχα να θριαμβεύσει, ταυτόχρονα επέφεραν και τη μεταμόρφωσή της. Ο Μοσχοβίτης μονάρχης που αυτοανακηρύχθηκε «τσάρος όλης της Ρωσίας» το 1547 ήταν ο Ιβάν ο Τρομερός, ένα όνομα που ενσάρκωνε τις αυταρχικές τάσεις που το νέο κράτος κληρονόμησε από τους Μογγόλους μέσω του Δουκάτου της Μόσχας.
Συγκριτικά με τον Ρως πρόγονό του, το ρωσικό κράτος θα ήταν ένα αυταρχικό τέκνο, στοιχείο που δεν είναι δύσκολο να συνδεθεί με ορισμένες σημερινές πρακτικές του.
Αντιθέτως, οι λαοί που τελικώς θα σχημάτιζαν το ουκρανικό κράτος στάθηκαν λιγότερο επηρεασμένοι από την Ανατολή, διατηρώντας ένα μέρος της θεσμικής κληρονομιάς των Ρως. Ταυτόχρονα, ήρθαν στη σφαίρα επιρροής δυνάμεων εχθρικών προς τη Ρωσία, όπως η Πολωνική-λιθουανική Κοινοπολιτεία. Το δημιουργηθέν χάσμα μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών παρέμεινε και κατά τη συνύπαρξή τους στη ρωσική αυτοκρατορία: η ταυτότητα των αρχαίων Ρως δεν ήταν πλέον ενιαία.
Ρωσία και Ουκρανία σήμερα επιδεικνύουν σημαντικές διαφορές, αλλά ταυτόχρονα μοιράζονται ένα μεγάλο κοινό ταξίδι αιώνων. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αναγνωρίζει αυτή τη σχέση, η οποία δηλώνει ότι πρέπει να «σχεδιαστεί στα πρότυπα των ΗΠΑ και του Καναδά, στα οποία κράτη με παρόμοια κουλτούρα, γλώσσα και ιστορική σύνθεση είναι στενά ενσωματωμένα ενώ παραμένουν κυρίαρχα». Το στοίχημα είναι μεγάλο και η κατάσταση κρίσιμη. Γι’ αυτόν τον λόγο μια τέτοια σχέση μεταξύ των δύο κρατών δεν μπορεί να σφυρηλατηθεί υπό την απειλή των όπλων.
Η Iστορία δείχνει ότι οι δεσμοί μεταξύ των δύο κρατών είναι ιδιαίτεροι, γι’ αυτό μια τέτοια σχέση δεν μπορεί να σφυρηλατηθεί υπό την απειλή των όπλων.