19 January 2022

Η περί Θεού διαμάχη

 Προβληματισμοί και διάλογοι με αφορμή δύο βιβλία

Το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα σε επιστήμη και θρησκεία γνώρισε πρόσφατη αναζωπύρωση, εξαιτίας της διεθνούς υγειονομικής κρίσης. Ο περιορισμός της λειτουργίας των ναών κατά την περίοδο του Πάσχα του 2021 προκάλεσε διαμάχες και πλήθος συζητήσεων ανάμεσα σε πιστούς και μη. Ποια η σχέση της επιστήμης με τη θρησκεία; Πρόκειται για δύο πλευρές του πολιτισμού που βρίσκονται σε ασυμφιλίωτη αντίθεση ή μήπως θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η μεταξύ τους αρμονική συνεργασία; Άραγε ο ορθολογισμός αποκλείει την ύπαρξη του Θεού; Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και το φαινόμενο του αθεϊσμού. Αν και ο αθεϊσμός έχει αρκετές μορφές και αποχρώσεις, σήμερα ο αθεϊσμός είναι συνήθως υλιστικός και πολιτικά φιλελεύθερος (με την ευρεία έννοια).

Ρίτσαρντ Ντόκινς και ο Πίτερ Μπογκοσιάν.

Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς είναι από εκείνες τις προσωπικότητες που δε χρειάζονται ειδικές συστάσεις. Ευρύτατα γνωστός από τη συγγραφική του εκλαΐκευση της Βιολογίας, τη θεωρία του περί μιμιδίων, αλλά και από τα δημοφιλή τηλεοπτικά debates όπου υπερασπίζεται παθιασμένα έναν μαχητικό αθεϊσμό απέναντι σε κάθε λογής συνομιλητές, έχει χαρακτηριστεί και ως «το ροντβάιλερ του Δαρβίνου». Όπως δηλώνει ο ίδιος, εγκατέλειψε την πίστη του στον Θεό σε ηλικία δεκαπέντε ετών, αφού ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη δαρβινική εξέλιξη των ειδών. Το πιο δημοφιλές και αμφιλεγόμενο βιβλίο του υπήρξε ίσως το Η περί Θεού αυταπάτη, που δημοσιεύτηκε το 2006 και από τότε γνώρισε πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις.

Συνήθως, ο Ντόκινς συγκαταριθμείται με τους Ντάνιελ Ντένετ, Σαμ Χάρις και Κρίστοφερ Χίτσενς, ως οι «τέσσερεις καβαλάρηδες» ενός κινήματος με τη χαρακτηριστική ονομασία «Νέος Αθεϊσμός», το οποίο αναπτύχθηκε κυρίως ως μια αντίδραση στην αναζωπύρωση των ακραίων εκφάνσεων θρησκευτικού λόγου στις Η.Π.Α., αλλά και στον φόβο που προκάλεσε η άνοδος του ριζοσπαστικού Ισλάμ και η 11η Σεπτεμβρίου στη Δύση γενικότερα. Βασική μέθοδός τους είναι η χρήση επιστημονικών δεδομένων για να δείξουν ότι η θρησκευτική πίστη είναι ασυμβίβαστη με τη γνώση, καθώς και η έμφασή τους στην απελευθέρωση της εκπαίδευσης από τη θρησκευτική κατήχηση, αναδιατυπώνοντας αρκετές γνωστές θέσεις των David Hume και Bertrand Russel. Το 2008 και 2009, η περίφημη διαφημιστική καμπάνια στη Βρετανία των «αθεϊστικών λεωφορείων» που ανέγραφαν τη φράση «Πιθανότατα δεν υπάρχει Θεός, σταμάτα λοιπόν να ανησυχείς και απόλαυσε τη ζωή σου», εμπνευσμένη από την κωμικό και δημοσιογράφο Ariane Sherine, έγινε και με έξοδα του ίδιου του Ντόκινς, προκαλώντας έντονες εντυπώσεις.



Το παρόν βιβλίο αποτελεί κατά βάση μια συνοπτική και γλαφυρή αναδιατύπωση ορισμένων θεμελιωδών θέσεων που έχει ήδη εκφράσει ο Ντόκινς σε προηγούμενα έργα του. Αρχικά, η θεματική του προχωράει από το ειδικό προς το γενικό: τα πρώτα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στην αναίρεση των ιερών κειμένων (ιδιαίτερα της Αγίας Γραφής), κατόπιν μεταβαίνει στην ηθική, για να τεθεί το ερώτημα του κατά πόσον θα έπρεπε αυτή να καθορίζεται από θρησκευτικές διδαχές, και έπειτα καταλήγει στο ερώτημα του πόσο πιθανή είναι έστω και η ύπαρξη ενός Θεού, ως αιτία του σύμπαντος. Ας σημειωθεί ότι στον αγγλοσαξονικό χώρο, η διαμάχη μεταξύ υποστηρικτών της εξέλιξης και δημιουργιστών παραμένει ισχυρή και ένας σημαντικός χώρος διαμάχης τους είναι η θεσμοθετημένη εκπαίδευση. Κι ενώ αρκετοί θρησκευόμενοι ανά τον κόσμο σήμερα αποδέχονται την εξέλιξη ως μια πραγματική φυσική διαδικασία, για τον Ντόκινς αυτή αποτελεί το ισχυρότερο και το πλέον πειστικό επιχείρημα ενάντια στην ιδέα του «σχεδιασμού», δηλαδή στην ιδέα της δημιουργίας του φυσικού κόσμου από ένα υπέρτατο ον.

Ο Ντόκινς φιλοσοφικά είναι ρεαλιστής, αφού πιστεύει στην αντικειμενική ύπαρξη αλήθειας και θεωρεί δεδομένη την πραγματικότητα των επιστημονικών νόμων του σύμπαντος, ανεξαρτήτως του ποιος τις αναγνωρίζει και τις κατανοεί. Επιστημολογικά, θεωρεί ότι ο «Θεός» αποτελεί αχρείαστη και παρωχημένη υπόθεση. Σε αντίθεση λοιπόν με τους υποστηρικτές των θρησκειών για ωφελιμιστικούς λόγους, ο Ντόκινς επιμένει στο ζήτημα της αλήθειας: αν μια θρησκεία είναι αληθής, τότε και μόνο τότε αξίζει να την κρατήσουμε. Πώς γνωρίζουμε, αναρωτιέται, ότι τα τέσσερα καθιερωμένα Ευαγγέλια είναι ορθά ενώ τα υπόλοιπα πενήντα (τα λεγόμενα «απόκρυφα», που δε γίνονται αποδεκτά από τις χριστιανικές εκκλησίες) ψευδή;

Σύμφωνα με τον Ντόκινς, τα Ευαγγέλια δεν είναι αξιόπιστα ως ιστορικά ντοκουμέντα, τόσο λόγω της απόστασης δεκαετιών από τα γεγονότα που υποτίθεται ότι αφηγούνται, όσο και της ευκολίας με βάση την οποία ξέρουμε σήμερα ότι μπορεί να διαδοθεί μια καλή ιστορία απλώς και μόνον επειδή είναι μια καλή ιστορία. Μάλιστα, οι ιστορίες που διαδίδονται προφορικά πέφτουν συχνά θύματα διαστρέβλωσης και διαδοχικών παραποιήσεων, ένα φαινόμενο που μας θυμίζει το παιδικό παιχνίδι του «χαλασμένου τηλεφώνου» (γνωστό στην αγγλική γλώσσα ως φαινόμενο των «κινέζικων ψιθύρων»).

Επίσης, ο Ντόκινς, με μια καυστική ειρωνεία a la Voltaire, αποδίδει στους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης προθέσεις μερικής διαστρέβλωσης των γεγονότων για χάρη της εκπλήρωσης των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Όπως εξηγεί, οι ισχυρισμοί περί θαυμάτων και επεμβάσεων του Θεού είναι γεγονότα εξωπραγματικά και ως τέτοια απαιτούν ισχυρότατα τεκμήρια για να γίνουν πιστευτά, τέτοια που εμείς προφανώς δε διαθέτουμε. Όσο για τις ιστορίες των Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, θεωρεί, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εβραϊκοί μύθοι, όπως ακριβώς οι ιστορίες των ομηρικών ηρώων είναι ελληνικοί μύθοι.

Για τον Ντόκινς μάλιστα, δύσκολα θα αποδεχόταν κανείς σήμερα τη Βίβλο ανεπιφύλακτα. Αντίθετα, κατά κανόνα επιλέγονται κάποια αποσπάσματα από τους πιστούς και απορρίπτονται άλλα. Με ποιο κριτήριο συμβαίνει όμως αυτό; Ένα τέτοιο κριτήριο δε θα σήμαινε άραγε πως έχουμε ήδη έναν ηθικό οδηγό ανεξάρτητο από τη Βίβλο; Και όταν ερμηνεύονται κάποια περιστατικά της Βίβλου με συμβολικό και αλληγορικό τρόπο, τι μας εμποδίζει από το να απορρίψουμε εντελώς το συγκεκριμένο ή και οποιοδήποτε άλλο ιερό βιβλίο; Ο Ντόκινς μεταχειρίζεται μάλιστα ένα προσφιλές παράδειγμά του, το οποίο οφείλει στον σημαντικό ανθρωπολόγο Sir David Attenborough: πρόκειται για τις περίφημες «λατρείες του φορτίου» (“cargo cults”), ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα περί του πώς ξεκινά να διαδίδεται μια θρησκεία ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι γνωστό ότι οι λατρείες του φορτίου σε περιοχές της Νέας Γουινέας και διαφόρων νησιών της Μελανησίας, γεννήθηκαν από φυλές ιθαγενών, όταν αυτές ήρθαν σε επαφή με αμερικανικά, ιαπωνικά, βρετανικά ή και αυστραλιανά στρατεύματα, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ακριβώς διαμορφώθηκε μια μεσσιανική λατρεία προς αυτά τα «περίεργα όντα» που τους έριχναν αγαθά από τον ουρανό (αεροπλάνα που έκαναν ανεφοδιασμό), θεωρώντας ότι ο αρχηγός τους, John Frum ή Tom Davie (αναλόγως της περιοχής των πιστευόντων) αποτελεί ένα είδος μεσσία. Επίσης, υπάρχει η φυλή Γιαόνανεν από το νησί Τάνα του Βανουάτου, που λατρεύει τον πρίγκιπα Φίλιππο ως θεό, ειδικά μετά την επίσκεψή του στο νησί, το 1974.

Ο Ντόκινς ερμηνεύει στη συνέχεια το θρησκευτικό φαινόμενο με βάση την εξέλιξη, καταφεύγοντας στην κοινωνιοβιολογία. Σύμφωνα με τον ίδιο, η επιλογή μας να πιστεύουμε σε θεούς ή Θεό, είναι μια τάση του εγκεφάλου μας. Οι εικασίες εδώ βέβαια είναι πολλές: ενδεχομένως οι θρησκευτικοί μύθοι βοηθούν τα μέλη κάθε φυλής να συνδέονται μεταξύ τους, ίσως αποτελούν «παραπροϊόντα» στον αγώνα του κάθε ανθρώπου για επιβίωση, ή ίσως ήταν αναγκαία η πίστη σε αυτούς, για τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών φυλών. Εξίσου κοινωνιοβιολογική προσέγγιση υιοθετεί και όσον αφορά την ηθική. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η ίδια η φυσική επιλογή κατά κάποιον τρόπο «πιέζει» προς κοινωνικές μορφές αμοιβαίας συνεργασίας. Μάλιστα, παραθέτει το παράδειγμα των νυχτερίδων μιας σπηλιάς, που η μια δίνει στην άλλη αίμα για να μην πεθάνει από ασιτία, γνωρίζοντας πως έτσι εξασφαλίζει και τη δική της επιβίωση, σε μελλοντική περίπτωση κινδύνου.

Ο Ντόκινς επινοεί έναν φανταστικό φιλοσοφικό διάλογο ανάμεσα σε έναν «απολυταρχικό» και έναν «συνεπειοκράτη», όσον αφορά το ηθικό δίλημμα της άμβλωσης. Ο πρώτος πιστεύει σε κανόνες απόλυτους και απαραβίαστους, ανεξαρτήτως των συνθηκών, σε αντίθεση με τον δεύτερο που πρεσβεύει μια πιο ευέλικτη αντιμετώπιση των ηθικών διλημμάτων, θέτοντας ως βασικό κριτήριο τις συνέπειες μιας πράξης. Βέβαια, όταν φτάνουν στο ακραίο παράδειγμα του κανιβαλισμού, ο Ντόκινς ομολογεί πως είναι ένα πανάρχαιο ταμπού που είναι προς το συμφέρον μας να μην παραβιαστεί.

Μετά την επιχειρηματολογία του εναντίον των θρησκειών, ο Ντόκινς επιδίδεται σε μια περιγραφή της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης, που θα μπορούσε επάξια να χαρακτηριστεί συναρπαστική. Μας εξηγεί το πώς οι πιο περίπλοκοι οργανισμοί προέκυψαν σταδιακά από απλούστερους, μέσα στο πέρασμα του χρόνου, και εξηγεί πως το περίφημο τελολογικό επιχείρημα του αιδεσιμότατου Πάλεϊ, υπέρ της ύπαρξης του Θεού, είναι εσφαλμένο. Σε τελική ανάλυση, η υπόθεση ενός «σχεδιαστή» του φυσικού σύμπαντος, χρήζει και εκείνη κάποιας εξήγησης. Αν δηλαδή οτιδήποτε περίπλοκο και πολυσύνθετο έκανε αργά και σταδιακά την εμφάνισή του στο σύμπαν, τότε το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τον Θεό, λέει χαρακτηριστικά.

Αν και διαπρύσιος κήρυκας του ορθού λόγου, ο Ντόκινς επιδρά στον αναγνώστη του και με διάφορα συναισθηματικά μέσα: η λεπτή ειρωνεία, οι γλαφυρές περιγραφές, το προκλητικό και πηγαίο χιούμορ, η ηθική αγανάκτηση ενάντια στα δόγματα και η ηρωική σκιαγράφηση των επιστημόνων σε αντιδιαστολή με τους πιστούς, αυτά δίνουν στο έργο του απήχηση σαφώς μεγαλύτερη από αυτή που θα κέρδιζε με μια αυστηρά λογική επιχειρηματολογία. Είναι βέβαια γεγονός ότι ο Ντόκινς έχει δεχτεί σφοδρή κριτική ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον Θεό ή και το θρησκευτικό φαινόμενο μέσα στα έργα του, από συγγραφείς θρησκευόμενους (π.χ. Alister E. McGrath, David-Benltey Hart) αλλά και μη (π.χ. Ronald Dworkin, John N. Gray). Πάντως, το βιβλίο είναι οπωσδήποτε μια ενδιαφέρουσα πνευματική πρόκληση και σίγουρα θα προβληματίσει τους πάντες, πιστούς και μη. Και δεν είναι το μοναδικό.

Με το βιβλίο του Εγχειρίδιο αθεΐας, ο Αμερικανός καθηγητής Φιλοσοφίας Πίτερ Μπογκοσιάν, ευρύτερα γνωστός από μια φάρσα του που οδήγησε σε ακαδημαϊκό σκάνδαλο, φιλοδοξεί να προσφέρει ένα οπλοστάσιο λογικών επιχειρημάτων υπέρ του αθεϊσμού. Αυτό ο ίδιος το ονομάζει «επιστημολογία του δρόμου» και συνίσταται ουσιαστικά σε απόπειρες αντιπαράθεσης με θρησκευτικούς οπαδούς στον δρόμο, περίπου όπως ο αρχαίος φιλόσοφος Σωκράτης συζητούσε με περαστικούς Αθηναίους σχετικά με διάφορα ζητήματα, προκειμένου να τους δείξει πως στην πραγματικότητα δε γνωρίζουν όσα οι ίδιοι διατείνονται ότι γνωρίζουν. Είναι ένα έργο που ο Μάικλ Σέρμερ, επίσης γνωστός αθεϊστής, έχει παραβάλλει με το Η περί Θεού αυταπάτη του Ρίτσαρντ Ντόκινς, που αναφέρθηκε παραπάνω, ως απαραίτητη εργαλειοθήκη για κάθε επίδοξο αθεϊστή. Όπως δηλώνει ήδη στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας του: «Αυτό το βιβλίο θα σας διδάξει πώς να πείθετε μέσω της συζήτησης τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πίστη τους».

Σύμφωνα με τον Μπογκοσιάν, η επιστημολογία του δρόμου αποτελεί συνέχεια και παραπέρα εξέλιξη των στόχων που οι Νέοι Αθεϊστές έθεσαν αλλά τελικώς απέτυχαν να εφαρμόσουν στην πράξη. Οι επιστημολόγοι του δρόμου είναι, κατά τον Μπογκοσιάν, στρατιές ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την προσωπική επικοινωνία με τους πιστούς ως «θεραπευτική παρέμβαση για την απελευθέρωση των τελευταίων από την πίστη τους». Είναι ενδιαφέρον ότι ο ίδιος προτιμά τον όρο «άθεος» από τον πιο ήπιο «αγνωστικιστής», με το σκεπτικό ότι επειδή κανένα επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του Θεού εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν έχει αντέξει τον ορθολογικό έλεγχο, το να αυτοχαρακτηρίζεται κανείς αγνωστικιστής είναι μάλλον περιττό. Ένας ορισμός του αθεϊστή είναι, μας λέει, ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν προσποιείται ότι γνωρίζει πράγματα που δε γνωρίζει, όσον αφορά τη δημιουργία του σύμπαντος.

Ο Μπογκοσιάν μας εξηγεί πως ο αθεϊσμός δεν αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας ενός αθεϊστή, διότι αυτός είναι σε θέση να τον αναιρέσει οποιαδήποτε στιγμή χρειαστεί, φτάνει να του παρουσιαστούν πειστικές αποδείξεις για τους ισχυρισμούς μιας θρησκείας. Δε θα πρέπει λοιπόν να εστιάζει κανείς την κριτική του στους θρησκευτικούς ισχυρισμούς καθαυτούς, όσο στην πίστη (αδικαιολόγητη πεποίθηση) που εκφράζουν οι θρησκευόμενοι γι’ αυτές. Μέχρι στιγμής, η πίστη στον Θεό είναι εξίσου αναπόδειχτη και εξίσου πιθανή, συμπληρώνει, με την πίστη στον Άι-Βασίλη. Πρόκειται για μια μη έγκυρη επιστημολογία. Η τακτική της επιστημολογίας του δρόμου (SE), που καθιερώνει εδώ ο Μπογκοσιάν έγινε στη συνέχεια δημοφιλής από τον Anthony Magnabosco, ο οποίος την εφαρμόζει σε ευρεία κλίμακα και δημοσιεύει βίντεο με τα αποτελέσματά του.

Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα οξύ και προκλητικό, ακόμη περισσότερο από αυτό του Ντόκινς και ο Μπογκοσιάν μοιάζει ακλόνητα πεπεισμένος για την ορθότητα και τους αγαθούς σκοπούς του αθεϊσμού, σε σημείο που προτείνει την ιδέα να συμπεριλαμβάνεται η θρησκευτική εμπειρία στο DSM (εγχειρίδιο που χρησιμοποιούν οι ψυχίατροι ανά τον κόσμο, για τον προσδιορισμό των διανοητικών ασθενειών και της συμπτωματολογίας τους). Επιπλέον, μοιάζει διατεθειμένος να αποδεχτεί ένα είδος διδασκαλίας σε μικρά παιδιά, όπου θα παρουσιάζονται οι διάφοροι πρωτοπόροι της επιστήμης ως υπερήρωες που θα μάχονται ενάντια στους θρησκευόμενους. Τέλος, ο Μπογκοσιάν επιτίθεται στον σύγχρονο, αριστερίζουσας απόχρωσης, πολιτισμικό σχετικισμό και την άνευ όρων αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας, ως στάσης που διακινδυνεύει τους φιλελεύθερους θεσμούς της Δύσης, ιδίως μπροστά στο ριζοσπαστικό Ισλάμ. Μήπως όμως, προκειμένου να συναγωνιστεί τους φονταμενταλιστές, ο Νέος Αθεϊσμός καταλήγει να μιμείται τις μεθόδους τους; Ή μήπως η στάση του είναι απολύτως θεμιτή λόγω της ισχύος του ακραίου θρησκευτικού λόγου σήμερα; Η απάντηση επαφίεται στην κρίση του αναγνώστη.