20 December 2021

Η κριτική του Μιχάλη Ιγνατίου για το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά

Εξαιρετική έρευνα, συναρπαστικό βιβλίο, το ηχηρό μάθημα…

του ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ, Hellas Journal

Γνώρισα τον Αλέξη Παπαχελά, το φθινόπωρο του 1983, όταν μπήκε στο βιβλιοπωλείο που εργαζόμουνα, στην ελληνική Αστόρια και, αφού αγόρασε μερικά βιβλία πολιτικού και διπλωματικού περιεχομένου, παρακάλεσε με την ευγένεια που τον διακρίνει -αν μπορούσαμε- να του κρατούσαμε την Καθημερινή και το Βήμα της Κυριακής.

Στην κουβέντα επάνω πληροφορήθηκα ότι σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και ότι ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Του είπα φυσικά ότι ήμουν και εγώ δημοσιογράφος και εργαζόμουν στο βιβλιοπωλείο, διότι είχα απολυθεί για τη συνδικαλιστική μου δράση.

Κουβεντιάσαμε αρκετά και συνεχίσαμε, όταν ήρθε να πάρει τις δύο εφημερίδες που παρήγγειλε. Μόνο που έγινε λάθος, και δεν του τις κρατήσαμε, κάτι το οποίο μου θυμίζει μέχρι σήμερα. Κράτησα το πάθος που έδειξε για την -αμερικανικού τύπου- δημοσιογραφία και είπαμε να παραμείνουμε σε επαφή.

Δύο χρόνια μετά συναντηθήκαμε στα γραφεία της Πρωινής, στην 37η οδό του Μανχάταν. Ξεκίνησε να εργάζεται μαζί μας στην εφημερίδα και δεν τον προλαβαίναμε. Έριχνε στο τραπέζι ιδέες, σκέψεις και προτάσεις σαν … πολυβόλο.

Είπα στους υπόλοιπους της διευθυντικής ομάδας ότι ο Αλέξης θα γίνει μεγάλος δημοσιογράφος. Μετά από μερικούς μήνες το είπα και στον ίδιο. Με κοίταξε με το γνωστό του ύφος, όταν δυσπιστεί για κάτι που του λες, και του το επανέλαβα.

Στην πορεία έμαθε και τα «μυστικά» των Ηνωμένων Εθνών, και μαζί καλύψαμε τα μεγάλα γεγονότα του Κυπριακού. Αυτός για την Αυγή και εγώ για τη Μεσημβρινή. Είμαστε αυτόπτες μάρτυρες των ομηρικών μαχών που έδιναν στο Συμβούλιο Ασφαλείας οι μακαρίτες πρέσβεις, ο Μιχάλης Δούντας και ο Κωνσταντίνος Μουσιούτας.

Στη συνέχεια άνοιξε τα φτερά του παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να πάει στην Ουάσιγκτον, όπου και διέπρεψε ως ανταποκριτής της Καθημερινής και του Μέγκα. Ήταν από τις καλύτερες αποφάσεις που πήρε στη ζωή του.

Το 1989 είχα ήδη γνωρίσει τον μαγικό κόσμο της έρευνας όταν αποφάσισα να αναζητήσω τα έγγραφα του Χένρι Κίσιγκερ στα αμερικανικά αρχεία, που φυλάσσονται σε χώρο που παραχώρησε το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ. Επισκεπτόμενος την Ουάσιγκτον συναντιόμασταν και συζητούσαμε την έρευνα, καθώς είχε και αυτός ξεκινήσει να αναζητά τα έγγραφα για το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, στην Ελλάδα. Με φιλοξενούσε στο σπίτι του, όπου συνεχίζαμε να κουβεντιάζουμε.

Τον είχα … «προειδοποιήσει»: ότι η έρευνα είναι η πιο επικίνδυνη «ερωμένη» για τον δημοσιογράφο. Διότι κάποια στιγμή θα μπορούσε να κληθεί να διαλέξει μεταξύ της έρευνας και της δημοσιογραφίας, που βεβαίως -για τους μη γνωρίζοντας- είναι δύο διαφορετικά πράγματα.

Κρίνοντας από το τελευταίο του βιβλίο, θα διακινδυνεύσω να υποστηρίξω ότι τον έχει συνεπάρει για τα καλά ο κόσμος της έρευνας.

Όταν ζητούν από ένα δημοσιογράφο, που δηλώνει πρώτα και πάνω απ’ όλα ερευνητής, να κρίνει ένα τέτοιο βιβλίο, αμέσως ξεκινά από την έρευνα. Αυτό κρίνει και μετρά, και μετά το περιεχόμενο.

Θα καταθέσω, λοιπόν, ότι η έρευνα που μετουσιώθηκε σε αυτό το βιβλίο είναι καταπληκτική, αλλά και συναρπαστική. Όπως κάνει κάθε ερευνητής που σέβεται τον εαυτό του, διάβασα πρώτα τις πίσω σελίδες. Εκεί που παρουσιάζει τον πακτωλό εγγράφων και τις υπόλοιπες πηγές, που χρησιμοποίησε για τη συγγραφή του βιβλίου (σελίδα 579).

Ακόμα και εγώ που είμαι συνηθισμένος να διαβάζω χιλιάδες σελίδες, χάθηκα… Το αποτέλεσμα της έρευνας είναι συγκλονιστικό. Πολλά έγγραφα τα γνώριζα καθώς τα …συνάντησα στο δρόμο μου, αρκετά όχι. Και συμβουλεύω τους αναγνώστες, πριν ακόμα διαβάσουν το βιβλίο να κάνουν το ίδιο. Να εντρυφήσουν στις σελίδες με τα έγγραφα και τις υπόλοιπες πηγές, διότι αυτό θα τους βοηθήσει να κρίνουν το βιβλίο. Πέραν του γεγονότος ότι θα εκτιμήσουν την εργασία του ερευνητή-δημοσιογράφου.

Για την έρευνα του, παίρνει από μένα 10 στα 10. Διότι, εκτός των άλλων μοιράζεται τον πόνο και την αγωνία του ερευνητή. Ο αναγνώστης δεν γνωρίζει ότι οι αποτυχίες μας, για να αποκτήσουμε τα έγγραφα, είναι περισσότερες από τις επιτυχίες. Και χρειάζεται επιμονή και υπομονή, που ο Αλέξης απέδειξε ότι τις είχε. Στο τέλος η έρευνα αποδείχθηκε απόλυτα επιτυχημένη.

Σε ότι αφορά το βιβλίο και τα συμπεράσματα του: Ο αναγνώστης πρέπει επίσης να γνωρίζει ότι όταν γράφεται ένα βιβλίο αυτού του βεληνεκούς, ο συγγραφέας στηρίζεται στην ερευνητική εργασία και στις συνεντεύξεις με τους πρωταγωνιστές. Ένα και ένα κάνουν δύο, όχι έντεκα. Και όταν ο συγγραφέας είναι έντιμος και λέει ότι αυτό το συμπέρασμα βγαίνει, και το άλλο όχι, δείχνει την εντιμότητα του. Και αυτό κάνει ο Παπαχελάς σε αυτό το εξαιρετικό του βιβλίο. Στη δημοσιογραφία μπορείς να «προσπεράσεις» μερικά πράγματα. Στη συγγραφή ενός βιβλίου, και μάλιστα που προέκυψε μετά από έρευνα, δεν δικαιούσαι. Άλλωστε, δεν μπορεί κανένας συγγραφέας, που σέβεται πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του και τους αναγνώστες, να παραποιήσει τα έγγραφα. Είναι αυτά που είναι.

Πριν προχωρήσω στο περιεχόμενο, θα ήθελα επίσης να καταθέσω, ότι πρόκειται για ένα απίστευτα καλογραμμένο βιβλίο, που δείχνει ότι έβαλε πολλές ώρες έξτρα εργασίας για να παρουσιάσει το απόλυτο. Και τα κατάφερε. Δεν σου επιτρέπει να σταματήσεις το διάβασμα.

Είμαι της «σχολής» ότι οι Αμερικανοί ήταν αυτοί που εκτέλεσαν το πραξικόπημα εναντίον του ανυπάκουου Μακάριου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Και μελετώντας το βιβλίο του Παπαχελά, δεν έχω αλλάξει αυτή την «απόφαση ζωής», που βασίστηκε και στη δική μου έρευνα. Και από τα έγγραφα που παραθέτει και από το περιεχόμενο του βιβλίου του, παραμένω στην ίδια θέση.

Με τον Αλέξη έχουμε μία «διαφορά» στην εξαγωγή του συμπεράσματος, για το ποιος έδωσε το πράσινο φως στον Δημήτριο Ιωαννίδη να δώσει την εντολή εκτέλεσης του Μακάριου. Συνεχίζω να πιστεύω ότι την Ελλάδα διοικούσε το κανάλι της CIA και ότι οι διπλωμάτες της αμερικανικής πρεσβείας ζούσαν στο δικό τους κόσμο. Και δέχομαι ότι η διπλωματική αποστολή δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το προδοτικό πραξικόπημα στην Κύπρο. Άλλωστε, όπως σημειώνεται στο βιβλίο, οι διπλωμάτες δεν μπορούσαν να συναντήσουν τον Ιωαννίδη, κάτι που έκανε με άνεση ο Γκας Λάσκαρης Αβρακώτος, ο οποίος κατά δήλωση του, έλεγχε τους δικτάτορες.

Πρέπει κάποιος για να μπορεί να κρίνει, να προσπαθεί να πηγαίνει πίσω και να ερευνά και να μαθαίνει τις συνθήκες της εποχής. Τα πραξικοπήματα, που ήταν της μόδας εκείνη τη δεκαετία, εκτελούνταν από τη CIA. Τα κλιμάκια στις χώρες-στόχους, δεν είχαν την παραμικρή επικοινωνία με τους Αμερικανούς διπλωμάτες, οι οποίοι μάθαιναν τα πραξικοπήματα μετά την πραγματοποίησή τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά, ιδιαίτερα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, εκτός μίας περίπτωσης που φαίνεται ότι συμμετείχε ένας Ελληνοαμερικανός διπλωμάτης.

Επίσης ερωτώ: υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να δοθεί εντολή για το πραξικόπημα στην Κύπρο από τον Ιωαννίδη, χωρίς να το γνωρίζει το κλιμάκιο της CIA; Καμία… Και ιδιαίτερα με δεδομένη τη σχέση του Αβρακώτου με τον Ιωαννίδη.

Το βιβλίο, όπως κατέθεσα παραπάνω, δεν μου άλλαξε τη γνώμη που έχω. Αντίθετα μού την επιβεβαίωσε. Τα έγγραφα που αποκαλύπτει ο Παπαχελάς ομιλούν από μόνα τους. Αυτό που δεν λέει, επειδή δεν κατάφερε να το επιβεβαιώσει -και προς τιμή του το υπογραμμίζει-, είναι τον Αμερικανό που έδωσε την εντολή. Το όνομα του, αν και δείχνει να το γνωρίζει…

Ο Ιωαννίδης, απαντά στις ερωτήσεις του συγγραφέα, μέσω της αδελφής του, Δέσποινας Αλζαράκη. Και είναι η πρώτη φορά που γνωρίζουμε τον τρόπο σκέψης του αόρατου δικτάτορα. Τι λέει; Ότι η CIA γνώριζε για το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου και ότι είναι ψέμα ότι τους μετέφερε, μέσω συνεργάτη του, ότι δεν θα κινηθεί εναντίον του Μακάριου.

Ο Παπαχελάς, στη σελίδα 311, καταγράφει τα αναπάντητα ερωτήματα. Αντιγράφω και προσυπογράφω προσθέτοντας ότι πιστεύω ότι τη «δουλειά» την έκανε ο Αβρακώτος. Σημειώνει ο συγγραφέας: «Το κρισιμότερο όμως ερώτημα είναι τι συζήτησαν Ιωαννίδης και Αβρακώτος τις καυτές μέρες του Ιουλίου πριν από την ανατροπή του Μακάριου. Γνωρίζουμε από τις διηγήσεις του Ελληνοαμερικανού πράκτορα ότι, όταν η CIA τον έστειλε να πείσει τον Παπαδόπουλο να μην εκτελέσει τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνος διάβασε το επίσημο μήνυμα αλλά τον προέτρεψε να τον «καθαρίσει». Ο Αβρακώτος μισούσε τον Ανδρέα και σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες το ίδιο ίσχυε και για τον Μακάριο. Μπορεί να είπε στον Ιωαννίδη για τον Μακάριο, ό,τι είπε στον Παπαδόπουλο για τον Ανδρέα; «Μη σε νοιάζει για την Αμερική, καθάρισε τον motherfucker!» Την απάντηση την πήραν μάλλον μαζί τους στον τάφο τους», σημειώνει ο συγγραφέας.

Το βιβλίο είναι ένα ατόφιο διαμάντι και για τις συνομιλίες και τις συνεντεύξεις που επιτρέπει στον αναγνώστη να ακούσει με τα αυτιά του. Δεν μπορώ να μην παραδεχθώ ότι έκλαψα ακούγοντας τις συνομιλίες στο Πολεμικό Συμβούλιο της 20ης Ιουλίου 1974 (σελίδα 369). Η Κύπρος καιγόταν και ο Ιωαννίδης ζούσε στον φανταστικό του κόσμο. Ήμουν 16 χρονών, όταν ο πατέρας ήρθε και μας ξύπνησε στις 6 το πρωί για να μας ανακοινώσει την άνανδρη εισβολή στην Κύπρο. Ο εκφωνητής του ΡΙΚ, με πομπώδη φωνή μας έλεγε ότι οι ημέτερες δυνάμεις αντιστέκονται σθεναρά. Ο πατέρας στράφηκε και μας είπε ότι τούτο (που συνέβαινε) ήταν διαφορετικό από τους βομβαρδισμούς του 1964. Και αποδείχθηκε απόλυτα σωστός.

Σαρανταεπτά χρόνια μετά, ο Παπαχελάς μας δίνει τη δυνατότητα να ακούσουμε με τα αυτιά μας… Ο Ιωαννίδης, στην ουσία, λέει στους άλλους συνωμότες να τους αφήσουμε να μπουν στην Κερύνεια και μετά επεμβαίνουμε. Τι λέει ακριβώς σύμφωνα με το ηχητικό που παρουσιάζει ο συγγραφέας;

«Αυτοί θα βγούνε στην Κυρήνεια. Και αφού βγούνε τότε θα μπουν. Αυτό που θέλουν οι Τούρκοι το κάνουν… Αφού πάρουν το λιμάνι, την Κυρήνεια και ενώσουν τη Λευκωσία, τότε θα σταματήσουν. Γι’ αυτό είμαστε σίγουροι».

Θέλει ανάλυση αυτή η φράση, αγαπητοί αναγνώστες. Ερωτώ: Μήπως με αυτή τη φράση ο Ιωαννίδης αποκαλύπτει τη διπλή προδοσία; Γιατί να τους αφήσει να μπουν στην Κερύνεια και μετά να φτάσουν μέχρι τη Λευκωσία; Μήπως αυτή ήταν η συμφωνία; Να μπουν οι Τούρκοι μόνο από την Κερύνεια μέχρι τη Λευκωσία μόνο; Αυτό το απόσπασμα, ομολογώ, ότι θα με στοιχειώνει για πολύ καιρό ακόμα.

Μελέτησα και το υπόλοιπο ηχητικό απόσπασμα που μου θύμισε ένα από τα έγγραφα του Τόμας Μπόγιατ, επικεφαλής τότε του Γραφείου Κύπρου, όταν περιγράφει ένα έξαλλο Ιωαννίδη να λέει στον τότε υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζόζεφ Σίσκο ότι θα γίνει Διγενής Ακρίτας και θα αλώσει την Κωνσταντινούπολη. Αυτός ο άνθρωπος ηγείτο της Μητέρας Πατρίδας… Γι’ αυτό οι Τούρκοι κατέλαβαν την αδούλωτη Κύπρο και την κρατάνε όμηρο από τις 20 Ιουλίου του 1974 μέχρι και σήμερα.

Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο για το πόνημα του Παπαχελά, αλλά ο χώρος της εφημερίδας είναι περιορισμένος. Επίσης δεν θα ήθελα να χαλάσω το δικαίωμα του αναγνώστη να μελετήσει και να κρίνει μόνος του.

Ο συγγραφέας, θεωρώ, ότι δίνει όλες τις απαντήσεις με βάση την έρευνα του και τα απόρρητα έγγραφα που δημοσιεύει. Είναι ειλικρινής και το πιο σημαντικό είναι ότι δεν κάνει καμία προσπάθεια να πείσει τον αναγνώστη για τη δική του θεώρηση των πραγμάτων. Αυτό απαιτεί εντιμότητα. Παραθέτει στεγνά τα γεγονότα -με τους όρους της αμερικανικής δημοσιογραφίας που υπηρετεί με συνέπεια- παραθέτει τα έγγραφα και τις πηγές του.

Στο τέλος της μελέτης του εκπληκτικού αυτού βιβλίου θα νοιώσετε -ιδιαίτερα οι Κύπριοι αναγνώστες- ένα κόμπο στο στομάχι. Μπορεί και να μην σας φύγει ποτέ… Διότι πρωτίστως θα συνειδητοποιήσετε ότι η Κύπρος έπεσε θύμα μίας άνευ προηγουμένου προδοσίας, στην οποία συμμετείχαν Έλληνες αξιωματικοί.

Συστήνω ανεπιφύλακτα αυτό το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά, ιδιαίτερα στους νέους. Τον τιμούσα σαν δημοσιογράφο. Τον τιμώ και σαν ερευνητή. Στην εποχή μας, η έρευνα εξαντλείται σε αστεία ρεπορτάζ ιδιαίτερα στα τηλεοπτικά κανάλια. Αλλά, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η έρευνα είναι η καρδιά και οι πνεύμονες της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας.

Ο Παπαχελάς, με το βιβλίο του, παραδίδει και ένα ηχηρό μάθημα στους νέους δημοσιογράφους και στην πραγματικότητα τους καλεί να ακολουθήσουν το παράδειγμα του. Η κλασσική έρευνα, όπως αναφέρει τιμώντας, ανάμεσα σε άλλους, και εμένα και τον Κώστα Βενιζέλο, είναι το πιο συγκλονιστικό κομμάτι της δημοσιογραφίας, και σήμερα. Και βεβαίως δεν αναφέρομαι στην κλοπή εγγράφων, όπως έγινε εσχάτως της μόδας…