του Νίκου Μαραντζίδη,
Καθημερινή, 22.04.2018
Εδώ
και καιρό ισχυρίζομαι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε φάση μετασχηματισμού. Από
ριζοσπαστικό κόμμα μετατρέπεται σε σοσιαλδημοκρατικό. Δηλαδή μετασχηματίζεται
σε φιλοευρωπαϊκό κόμμα που ιδεολογικά και πολιτικά αποδέχεται (προς στιγμήν
ανόρεχτα) τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της μεικτής οικονομίας.
Η αλλαγή γίνεται «στα τυφλά», μέσω της τριβής του με τις απαιτήσεις της
διακυβέρνησης, χωρίς προγενέστερη σοβαρή θεωρητική επεξεργασία, υπό την πίεση
της επιθυμίας για παραμονή στην εξουσία και της διάθεσης να παίξει κεντρικό
ρόλο στη συνέχεια.
Η
πορεία αυτή είναι χωρίς επιστροφή. Κατά τη διάρκειά της θα αναπτυχθούν
εσωτερικές αντιθέσεις και θα επιχειρηθεί η νεκρανάσταση της ριζοσπαστικότητας
του ΣΥΡΙΖΑ από κομμάτια του που φέρουν βαρέως τον «ιστορικό συμβιβασμό».
Μακροπρόθεσμα, καμιά από αυτές τις προσπάθειες δεν θα αποδώσει. Οι δυνάμεις του
ρεαλισμού θα παραμείνουν, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ισχυρότερες.
Απέναντι
σε αυτή μου τη θέση, αναπτύσσεται ένας αντίλογος, που συνοψίζεται στα παρακάτω:
ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητεί μια νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα. Προσποιείται τον
ρεαλιστικό συμβιβασμό ενώ συνειδητά διατηρεί ζωντανό τον ακραίο ριζοσπαστισμό
του, «που λειτουργεί ως υφέρπουσα απειλή ή προσδοκία, ανάλογα με το
ακροατήριο». Σύμφωνα με τη θέση αυτή είναι αφελείς και επικίνδυνοι «όσοι
νομίζουν ότι θα πάμε ως παιδική εκδρομή στις εκλογές, επειδή είμαστε στο
πλαίσιο μιας συμβατικής εναλλαγής ευρωπαϊκών δυνάμεων στην εξουσία». Πολιτικό
συμπέρασμα των παραπάνω είναι η επιδίωξη δημιουργίας «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου,
προκειμένου αυτός να απομονωθεί και να ηττηθεί στρατηγικά.
Η
παραπάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη. Πεισματικά προσκολλημένη στο παρελθόν,
αναλύει τις εξελίξεις στατικά αδυνατώντας να αντιληφθεί τις συνέπειες του
καλοκαιριού του 2015 στη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, που απώλεσε τότε τη μισή
σχεδόν οργανωμένη βάση του. Επιπλέον, κουβαλώντας έναν βαθιά ελληνικοκεντρικό
τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, αδυνατεί να αντιληφθεί τη δύναμη που έχουν οι
ευρωπαϊκοί θεσμοί και το διεθνές πλαίσιο στη διαμόρφωση των εσωτερικών
ζητημάτων.
Τέλος,
η οπτική αυτή είναι ζημιογόνος για τη χώρα, καθώς συνεχίζοντας να παίζει στο
(ξένο) γήπεδο του «αυτοί ή εμείς», αναπαράγει ένα είδος ακήρυκτου πολιτικού
εμφυλίου και συντελεί στην άγονη πόλωση. Εχουμε ανάγκη από έναν νέο πολιτικό
πολιτισμό, όχι από «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» κακέκτυπα του ΣΥΡΙΖΑ.
Η
πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ρεαλισμό δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα βεβαίως.
Στην ιστορία του σοσιαλισμού τα παραδείγματα διεθνώς είναι αναρίθμητα.
Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως αυτό της Γερμανίας, έζησαν δεκαετίες έντονων
εσωτερικών τριβών για να απαρνηθούν τον επαναστατικό μαρξισμό και την πάλη των
τάξεων στα τέλη του ’50. Οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες, που μεταπολεμικά
θεωρήθηκαν πρωταθλητές της συναινετικής δημοκρατίας, τη δεκαετία του ’30
διέθεταν «μπαρουτοκαπνισμένες» ένοπλες πολιτοφυλακές που αντάλλασσαν πυρά στους
δρόμους της Βιέννης.
Σταδιακά
η φιλελεύθερη δημοκρατία επικράτησε και πιο αριστερά. Στις αρχές του ’70
κομμουνιστικά κόμματα, όπως το ιταλικό ή το ισπανικό με παρελθόν ισχυρής
αφοσίωσης στη Μόσχα και στις αρχές της «προλεταριακής επανάστασης», αποδέχτηκαν
πλήρως τον κοινοβουλευτισμό και απομακρύνθηκαν από την επιρροή της ΕΣΣΔ.
Πιο
πρόσφατα, το 1990, οι σκληροί κομμουνιστές της Ανατολικής Ευρώπης, στα Βαλκάνια
και αλλού μεταμορφώθηκαν σε δημοκράτες και εντάχθηκαν στην ευρωπαϊκή
σοσιαλιστική οικογένεια. Ακόμη πιο κοντά μας χρονικά, στην Πορτογαλία το
αριστερό Bloco, ένα κόμμα που μοιάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ και εθεωρείτο πριν από λίγα
χρόνια αντισυστημικό, σήμερα στηρίζει μαζί με τους κομμουνιστές μια
σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία αποτελεί υπόδειγμα μετριοπαθούς πολιτικής και
αφοσίωσης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η
ζωή είναι ένα ατελείωτο πεδίο συμβιβασμών. Οπως στους ανθρώπους, έτσι και στα
κόμματα πραγματοποιούνται αλλαγές και προσαρμογές, που δεν είχαν σχεδιαστεί
προγενέστερα και συνήθως είναι αποτέλεσμα εξωτερικών καταναγκασμών και
επιδράσεων. Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 να συνθηκολογήσει δεν ήταν απλώς μια
στιγμιαία κίνηση τακτικής χωρίς συνέπειες στη φυσιογνωμία του. Η επιλογή της
ηγεσίας του να μη διακινδυνεύσει την παραμονή στην εξουσία υποχρέωσε το κόμμα
να ακολουθήσει τον δρόμο του ρεαλισμού μέσα στην αγκαλιά των ευρωπαϊκών θεσμών.
Από
τη μια, αυτή η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μου προκαλεί κανένα διανοητικό ενδιαφέρον.
Η παλιομοδίτικη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του δεν συγκινεί έναν προοδευτικό
φιλελεύθερο σαν κι εμένα. Εχω εξάλλου συστηματικά υποστηρίξει πως η ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία με τα χαρακτηριστικά που ανέπτυξε στον 20ό αιώνα πεθαίνει. Η
δυναμική της έχει από καιρό εξαντληθεί και το εκλογικό σώμα της γεράσει. Το
μέλλον της προοδευτικής πολιτικής βρίσκεται πέραν αυτής (χωρίς αυτό να σημαίνει
πως η κληρονομιά της δεν αφήνει σημαντική παρακαταθήκη, ιδιαίτερα σε θέματα
καταπολέμησης ανισοτήτων).
Από
την άλλη όμως, η εξέλιξη αυτή μου γεννά ηθική ικανοποίηση και πολιτική
αισιοδοξία. Γενικότερα, κάθε φορά που ένα ριζοσπαστικό, αντισυστημικό κόμμα
αφομοιώνεται από τους θεσμούς της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας, συνιστά
νίκη της ίδιας της Δημοκρατίας. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, η λογική του
«αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου είναι ατελέσφορη πολιτικά και άγονη ιδεολογικά. Η
δαιμονοποίηση του «άλλου» βολεύει ίσως την εκλογική συσπείρωση και όσους
στήνουν καριέρες πάνω στον φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών, αλλά βλάπτει τη
χώρα.
Η διακριτική
γοητεία της «κανονικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ
του Ευάγγελου
Βενιζέλου, Καθημερινή, 29/4/2018
Τον τελευταίο καιρό, ο παλιός φίλος Νίκος
Μαραντζίδης διατυπώνει επίμονα την άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το καλοκαίρι του
2015, μετά τη συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο και την αποχώρηση του ενός τρίτου
της αρχικής Κοινοβουλευτικής Ομάδας του, έχει μεταταγεί στον χώρο της
ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (βλ. ενδεικτικά, «Κ» της Κυριακής 22.4.2018 με
αναφορά σε θέσεις μου που παρατίθενται εντός εισαγωγικών αλλά ανωνύμως).
Συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να αντιμετωπίζεται ως ένα
«κανονικό», συστημικό, φιλοευρωπαϊκό κόμμα που ήρθε για να μείνει στο ελληνικό
πολιτικό σύστημα καταλαμβάνοντας τον χώρο μιας από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές
πολιτικές οικογένειες. Η λογική συνεπαγωγή της άποψης αυτής είναι ότι είναι
ξεπερασμένο και εσφαλμένο να τίθεται ως στόχος η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ή
να αποκλείεται η συνεργασία μαζί του ακόμη και στην παρούσα Βουλή, πολύ δε
περισσότερο στην επόμενη.
Η λογική του «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, σύμφωνα με
την άποψη αυτή, είναι «ατελέσφορη πολιτικά και άγονη ιδεολογικά» και βολεύει
ίσως «όσους στήνουν καριέρες στον φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών, αλλά
βλάπτει τη χώρα». Δεν ξέρω ποιους εννοεί ο Ν. Μαραντζίδης. Ξέρω όμως πολύ καλά
ότι «καριέρες στο φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών», σύμφωνα με τη διατύπωσή
του, έστησαν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Καμμένος βλάπτοντας πολύ και σε βάθος τη
χώρα.
Στη φιλελεύθερη δημοκρατία που πρεσβεύει ο Ν.
Μαραντζίδης δεν επιτρέπεται να πιστεύεις ότι κάποιες αντίπαλες πολιτικές
δυνάμεις πρέπει να ηττηθούν και μάλιστα στρατηγικά, δηλαδή να μη μπορούν να
καθοδηγήσουν, να ελέγξουν ή να παρεμποδίσουν τις μετεκλογικές εξελίξεις; Στη
φιλελεύθερη δημοκρατία που γνωρίζω εγώ αυτή είναι μια διεθνώς συνηθισμένη και
φυσιολογική στάση.
Η άποψη περί σοσιαλδημοκρατικής μετεξέλιξης
καταλήγει πρακτικά στο να αφήνει χωρίς πολιτικά οριοθετημένο χώρο το Κίνημα
Αλλαγής. Του προσφέρει ως μόνη επιλογή αυτή της συμπληρωματικής δύναμης του
ΣΥΡΙΖΑ τον οποίο «εγκαθιδρύει» πανηγυρικά στο χώρο της ευρωπαϊκής
σοσιαλδημοκρατίας και της εγχώριας Κεντροαριστεράς. Υπό την κραυγή δε «όχι
αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», θέλει να ενοχοποιήσει ιδεολογικά τη συστηματική
αντιπολίτευση κατά του ΣΥΡΙΖΑ, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και συμπραττουσών
δυνάμεων.
Πρόκειται για μια προσέγγιση που αμφισβητεί ως
πολιτικά ατελέσφορη, ιδεολογικά άγονη και προσωπικά ιδιοτελή την κριτική προς
την κυβέρνηση όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας και της ανάπτυξης, αλλά και σε
αυτό των θεσμών, της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας κ.ο.κ.
Θέλει μάλιστα να οδηγήσει τη δημοκρατική φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση στην
αναδρομική παραδοχή ότι η συσπείρωση υπέρ του «Ναι» στο τριτοκοσμικό
δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 ήταν το λιγότερο περιττή λόγω έλλειψης διορατικότητας,
καθώς τι άλλο θα έκαναν οι ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ από αυτό που έκαναν τελικά, δηλαδή τη
μετατροπή του «Όχι» σε «Ναι» λόγω του ρεαλισμού τους και της ακαταμάχητης
δύναμης ενσωμάτωσης που διαθέτουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ευρωπαϊκοί
συσχετισμοί.
Θέλει η προσέγγιση αυτή να γίνουμε όλοι
λωτοφάγοι. Να ξεχάσουμε τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε και λειτούργησε το
εθνικολαϊκιστικό αντιμνημονιακό μέτωπο και τις αξιακές, γνωσιολογικές και
ηθικές του επιπτώσεις πάνω στην ελληνική κοινωνία. Να αγνοήσουμε τη βλάβη που
έχει υποστεί η χώρα όχι μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2015, αλλά όλη αυτή την
τριετία. Βλάβη όχι μόνο οικονομική, αλλά θεσμική και εθνική. Θέλει να
αγνοήσουμε αυτό που συμβαίνει στη Δικαιοσύνη ή στο Υπουργείο Άμυνας ή στη Βουλή
εις βάρος των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Να αγνοήσουμε την υποβάθμιση του
πανεπιστημίου ή τα παιχνίδια με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις επόμενες
δημοτικές εκλογές. Να παραβλέψουμε το κυοφορούμενο τέρας του συνταγματικού
λαϊκισμού. Τα νέα σενάρια ως προς το εκλογικό σύστημα και την επόμενη
διαδικασία εκλογής ΠτΔ. Όλα αυτά προοιωνίζονται μια πορεία προς τις εκλογές που
μοιάζει με παιδική εκδρομή; Παιδική εκδρομή στη λάσπη κατά των βασικών
αντιπάλων; Παιδική εκδρομή στα υπόγεια του βαθέως κράτους; Τι καθησυχάζει τους
εκφραστές της άποψης περί «κανονικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως δεν θα έπρεπε να
βάζουν το χέρι τους στη φωτιά για το πολιτικό κλίμα και τις θεσμικές συνθήκες
υπό τις οποίες θα οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές;
Αλλά ας υποθέσουμε ότι όλα θα εξελιχθούν με
τον πιο βελούδινο και πολιτισμένο τρόπο. Ένας φιλελεύθερος δημοκράτης που
αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως «κανονικό» ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ποιο
αποτέλεσμα επιθυμεί και επιδιώκει για τις επόμενες εκλογές; Ποιας μορφής
επιθυμεί και επιδιώκει να είναι η επόμενη κυβέρνηση; Ποιο ρόλο επιθυμεί και
επιδιώκει να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό;
Το εντυπωσιακότερο είναι ότι η προσέγγιση αυτή
μας καλεί να είμαστε τόσο αφελείς, ώστε να εκλάβουμε ως απολύτως αφελείς τον
ΣΥΡΙΖΑ και τους συνεταίρους του. Μας καλεί να υποδεχτούμε με μετριοπάθεια,
συγκατάβαση και διάθεση συνεργασίας τον ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της ευρωπαϊκής
σοσιαλδημοκρατίας, που βρίσκεται σε κάμψη. Αλήθεια, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ να θελήσει
να βρει τη νέα ταυτότητά του στην «παρακμάζουσα» ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και
όχι στη δυναμική ενός μεταλλασσόμενου ευρωπαϊκού λαϊκισμού που καθίσταται πλέον
κυβερνητικός ή εν δυνάμει κυβερνητικός σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες; Γιατί να
παραιτηθεί από τη ριζοσπαστική του ταυτότητα και τα αντισυστημικά του ράκη που
συντηρεί με τη συστηματική διγλωσσία και τον άνευ όρων και ορίων πολιτικό
τυχοδιωκτισμό στον όποιον επιδίδεται;
Η πονηρία της Ιστορίας λειτουργεί πιο
πολύπλοκα και πιο αργά από ό,τι νομίζουν όσοι πιστεύουν ότι το νέο σκηνικό
διαμορφώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο απλά.
Αγιατολάδες και ναιμεναλλάδες
Πρέπει να το αναγνωρίσεις στον Νίκο Μαραντζίδη. Το άρθρο του την περασμένη Κυριακή («Ο ιστορικός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ...») του δημιούργησε εχθρούς, χωρίς να προσθέσει νέους φίλους. Αυτό όμως είναι το τίμημα της διανοητικής ακεραιότητας και παρρησίας.
Ο Ν.Μ. έχει δίκιο σε πολλά. Κατ’ αρχάς στην αμετροέπεια και μισαλλοδοξία με την οποία μέρος της αντιπολίτευσης εκδηλώνει το αντι-ΣΥΡΙΖΑϊκό της μένος, ιδίως στα social media. Κάποιος παρομοίασε τον ΣΥΡΙΖΑ με τους ναζί του ’30.
Οποιος επιχειρήσει να διαλεχθεί εντίμως, μετριοπαθώς, ορθολογικά, να αξιολογήσει επιχειρήματα, όψεις και αποχρώσεις, να αναγνωρίσει ίσως και 2 σωστά στα 20 λάθος της κυβέρνησης, καταγγέλλεται ως ασπόνδυλος μειοδότης και εξωνημένος «ναιμεναλλάς» (ναι-μεν-αλλά). Ο λόγος οφείλει να εμφορείται από κατεδαφιστικό πάθος, για να λάβει σφραγίδα έγκρισης των αγιατολάχ του αντισυριζαϊσμού. Ετσι κερδίζονται οι μάχες – και τα likes. Αυτό το είδος της αντιπολιτευτικής υπερβολής είναι γνώριμο: το αποθέωσαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ως αντιπολίτευση, καταγγέλλοντας ως μνημονιακό δωσίλογο και συνεργάτη στην εξόντωση του ελληνικού λαού όποιον, έστω και κριτικά, αποδεχόταν μνημονιακές πολιτικές.
Αυτό το κλίμα είναι πολιτικά αλυσιτελές. Δυσκολεύομαι να κατανοήσω πώς μπορεί κάποιος να ψηφίζει σήμερα τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που κατέληξαν να κάνουν τα αντίθετα αυτών για τα οποία συγκροτήθηκαν. Ομως μπορώ να καταλάβω πώς ο φανατισμός που εκπέμπει ένα μέρος της αντιπολίτευσης, θα κρατήσει τους ψηφοφόρους αυτούς στον ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρόκειται για θρίαμβο της ετερογονίας των σκοπών.
Τώρα στο περιεχόμενο. Ο Ν.Μ. υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε πορεία μετασχηματισμού από ριζοσπαστικό σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, και ότι η πορεία αυτή είναι αναντίστρεπτη. Επικαλείται τα ιστορικά παραδείγματα σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που μετεξελίχθηκαν από τον επαναστατισμό και τον ριζοσπαστισμό στη συστημική σοσιαλδημοκρατία. Ορθά επίσης, κατά τη γνώμη μου, επισημαίνει την καταλυτική επίδραση του Ιουλίου 2015. Εκ των πραγμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου 2015 και του τρίτου μνημονίου δεν είναι πλέον το ίδιο πολιτικό ον. Στα κόμματα εξουσίας δεν υπάρχει μια αμετάβλητη πολιτική ουσία. Η δύναμη του οπορτουνισμού αλλάζει πολλά.
Ομως διαφωνώ με την ουσία της εκτίμησης του Ν.Μ. Είχα γράψει το 2014 ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (του προγράμματος της Θεσσαλονίκης) θα αντιμετωπίσει μια αδύνατη τριάδα (impossible trinity). Μεταξύ των τριών στόχων του (να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, να κρατήσει την κυβέρνηση και να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ) ο ένας έπρεπε να θυσιαστεί.
Προέβλεψα, όπως και άλλοι, ότι θα θυσίαζε το πρόγραμμά του, περνώντας όμως πρώτα τη χώρα από μια «προθανάτια» εμπειρία, ώστε να μην κατηγορηθεί για «κωλοτούμπα». Στη συνέχεια κατέστη φανερό ότι οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν την προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εξωτερική πίεση Ευρώπης και δανειστών, κι η επιθυμία αγκύρωσης στην εξουσία.
Είναι αρκετός ο εξωτερικός καταναγκασμός για να μετασχηματιστεί ένα κόμμα; Η μετεξέλιξη του «τριτοκοσμικού» ΠΑΣΟΚ των ’70 και ’80 στη σοσιαλδημοκρατία των ’90 και ’00 επήλθε και ως αποτέλεσμα εσωτερικής ιδεολογικής διαπάλης, όπου η «εκσυγχρονιστική» τάση επικράτησε της παραδοσιακής. Αντίστοιχες διαδικασίες χαρακτήρισαν τη μετεξέλιξη άλλων ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων. Ποιο είναι το εν δυνάμει ηγεμονικό σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ; Αδυνατώ να το διακρίνω.
Εχει ιδεολογικά αποταχθεί τον ριζοσπαστισμό του ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν φαίνεται. Το μήνυμα προς το κοινό του είναι: Κάνουμε μια τακτική συνθηκολόγηση, μέχρι να καταστούν οι συνθήκες ευνοϊκότερες. Τότε θα επιστρέψουμε στην αληθινή μας φύση (την οποία ποτέ δεν αποκηρύξαμε), του ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος. Στρατηγικός στόχος παραμένει «η ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών», όπως συχνά αναγράφεται στα κομματικά έντυπα. Οπου αποτυπώνεται η αγωνία ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει κόμμα ριζοσπαστικό, διατηρώντας στο οπλοστάσιό του τη «ρήξη και την ανατροπή». Αν αυτή η οπτική εκφράζει την αριστερή τάση, δεν διακρίνεται ωστόσο κάποιο αντίθετο ιδεολογικό ρεύμα «ρεαλιστικής» μετεξέλιξης που να συγκροτείται στη βάση επεξεργασμένου σοσιαλδημοκρατικού λόγου. Πλην τής, με κάθε μέσο, παραμονής στην εξουσία. Ηρωες του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν ο Τσε, ο Τσάβες και ο Βελουχιώτης –ούτε ο Κέινς, ούτε ο Πάλμε, ούτε ο Χέλμουτ Σμιτ.
Είναι και τα άλλα: η αντίληψη της πολιτικής με συγκρουσιακούς όρους («ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»). Η περιφρόνηση προς τους αστικούς θεσμούς, που στέκουν εμπόδιο στην «εξουσία του λαού» την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ προνομιακά εκφράζει, η αδυναμία να αντιληφθούν ότι η εξουσία αυτή πρέπει να περιστέλλεται και να αντιρροπείται.
Υπάρχει, τέλος, ένα σοβαρό ηθικοπολιτικό δίλημμα. Η προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα» είναι καλό για τη χώρα και τη δημοκρατία. Ομως, ο δημοκρατικός διάλογος δεν πρέπει να αποδεχθεί ως «κανονικό» το προϊόν μιας τόσο τυχοδιωκτικής διαδρομής. Διότι τότε ενθαρρύνει την πολιτική απάτη ως μέθοδο ανόδου στην εξουσία.
Το πραγματικό τεστ μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θα είναι η θητεία του στην αντιπολίτευση. Κατά τον ίδιο τρόπο που η απόδειξη εμπέδωσης της δημοκρατίας στην Ελλάδα ήταν η ανεμπόδιστη άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Μέχρι τότε, κάθε συμπέρασμα παραμένει εξαιρετικά πρόωρο.
Αγιατολάδες και ναιμεναλλάδες
του Γιώργου Παγουλάτου, Καθημερινή, 29/4/2018
Πρέπει να το αναγνωρίσεις στον Νίκο Μαραντζίδη. Το άρθρο του την περασμένη Κυριακή («Ο ιστορικός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ...») του δημιούργησε εχθρούς, χωρίς να προσθέσει νέους φίλους. Αυτό όμως είναι το τίμημα της διανοητικής ακεραιότητας και παρρησίας.
Ο Ν.Μ. έχει δίκιο σε πολλά. Κατ’ αρχάς στην αμετροέπεια και μισαλλοδοξία με την οποία μέρος της αντιπολίτευσης εκδηλώνει το αντι-ΣΥΡΙΖΑϊκό της μένος, ιδίως στα social media. Κάποιος παρομοίασε τον ΣΥΡΙΖΑ με τους ναζί του ’30.
Οποιος επιχειρήσει να διαλεχθεί εντίμως, μετριοπαθώς, ορθολογικά, να αξιολογήσει επιχειρήματα, όψεις και αποχρώσεις, να αναγνωρίσει ίσως και 2 σωστά στα 20 λάθος της κυβέρνησης, καταγγέλλεται ως ασπόνδυλος μειοδότης και εξωνημένος «ναιμεναλλάς» (ναι-μεν-αλλά). Ο λόγος οφείλει να εμφορείται από κατεδαφιστικό πάθος, για να λάβει σφραγίδα έγκρισης των αγιατολάχ του αντισυριζαϊσμού. Ετσι κερδίζονται οι μάχες – και τα likes. Αυτό το είδος της αντιπολιτευτικής υπερβολής είναι γνώριμο: το αποθέωσαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ως αντιπολίτευση, καταγγέλλοντας ως μνημονιακό δωσίλογο και συνεργάτη στην εξόντωση του ελληνικού λαού όποιον, έστω και κριτικά, αποδεχόταν μνημονιακές πολιτικές.
Αυτό το κλίμα είναι πολιτικά αλυσιτελές. Δυσκολεύομαι να κατανοήσω πώς μπορεί κάποιος να ψηφίζει σήμερα τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που κατέληξαν να κάνουν τα αντίθετα αυτών για τα οποία συγκροτήθηκαν. Ομως μπορώ να καταλάβω πώς ο φανατισμός που εκπέμπει ένα μέρος της αντιπολίτευσης, θα κρατήσει τους ψηφοφόρους αυτούς στον ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρόκειται για θρίαμβο της ετερογονίας των σκοπών.
Τώρα στο περιεχόμενο. Ο Ν.Μ. υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε πορεία μετασχηματισμού από ριζοσπαστικό σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, και ότι η πορεία αυτή είναι αναντίστρεπτη. Επικαλείται τα ιστορικά παραδείγματα σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που μετεξελίχθηκαν από τον επαναστατισμό και τον ριζοσπαστισμό στη συστημική σοσιαλδημοκρατία. Ορθά επίσης, κατά τη γνώμη μου, επισημαίνει την καταλυτική επίδραση του Ιουλίου 2015. Εκ των πραγμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου 2015 και του τρίτου μνημονίου δεν είναι πλέον το ίδιο πολιτικό ον. Στα κόμματα εξουσίας δεν υπάρχει μια αμετάβλητη πολιτική ουσία. Η δύναμη του οπορτουνισμού αλλάζει πολλά.
Ομως διαφωνώ με την ουσία της εκτίμησης του Ν.Μ. Είχα γράψει το 2014 ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (του προγράμματος της Θεσσαλονίκης) θα αντιμετωπίσει μια αδύνατη τριάδα (impossible trinity). Μεταξύ των τριών στόχων του (να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, να κρατήσει την κυβέρνηση και να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ) ο ένας έπρεπε να θυσιαστεί.
Προέβλεψα, όπως και άλλοι, ότι θα θυσίαζε το πρόγραμμά του, περνώντας όμως πρώτα τη χώρα από μια «προθανάτια» εμπειρία, ώστε να μην κατηγορηθεί για «κωλοτούμπα». Στη συνέχεια κατέστη φανερό ότι οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν την προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εξωτερική πίεση Ευρώπης και δανειστών, κι η επιθυμία αγκύρωσης στην εξουσία.
Είναι αρκετός ο εξωτερικός καταναγκασμός για να μετασχηματιστεί ένα κόμμα; Η μετεξέλιξη του «τριτοκοσμικού» ΠΑΣΟΚ των ’70 και ’80 στη σοσιαλδημοκρατία των ’90 και ’00 επήλθε και ως αποτέλεσμα εσωτερικής ιδεολογικής διαπάλης, όπου η «εκσυγχρονιστική» τάση επικράτησε της παραδοσιακής. Αντίστοιχες διαδικασίες χαρακτήρισαν τη μετεξέλιξη άλλων ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων. Ποιο είναι το εν δυνάμει ηγεμονικό σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ; Αδυνατώ να το διακρίνω.
Εχει ιδεολογικά αποταχθεί τον ριζοσπαστισμό του ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν φαίνεται. Το μήνυμα προς το κοινό του είναι: Κάνουμε μια τακτική συνθηκολόγηση, μέχρι να καταστούν οι συνθήκες ευνοϊκότερες. Τότε θα επιστρέψουμε στην αληθινή μας φύση (την οποία ποτέ δεν αποκηρύξαμε), του ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος. Στρατηγικός στόχος παραμένει «η ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών», όπως συχνά αναγράφεται στα κομματικά έντυπα. Οπου αποτυπώνεται η αγωνία ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει κόμμα ριζοσπαστικό, διατηρώντας στο οπλοστάσιό του τη «ρήξη και την ανατροπή». Αν αυτή η οπτική εκφράζει την αριστερή τάση, δεν διακρίνεται ωστόσο κάποιο αντίθετο ιδεολογικό ρεύμα «ρεαλιστικής» μετεξέλιξης που να συγκροτείται στη βάση επεξεργασμένου σοσιαλδημοκρατικού λόγου. Πλην τής, με κάθε μέσο, παραμονής στην εξουσία. Ηρωες του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν ο Τσε, ο Τσάβες και ο Βελουχιώτης –ούτε ο Κέινς, ούτε ο Πάλμε, ούτε ο Χέλμουτ Σμιτ.
Είναι και τα άλλα: η αντίληψη της πολιτικής με συγκρουσιακούς όρους («ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»). Η περιφρόνηση προς τους αστικούς θεσμούς, που στέκουν εμπόδιο στην «εξουσία του λαού» την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ προνομιακά εκφράζει, η αδυναμία να αντιληφθούν ότι η εξουσία αυτή πρέπει να περιστέλλεται και να αντιρροπείται.
Υπάρχει, τέλος, ένα σοβαρό ηθικοπολιτικό δίλημμα. Η προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα» είναι καλό για τη χώρα και τη δημοκρατία. Ομως, ο δημοκρατικός διάλογος δεν πρέπει να αποδεχθεί ως «κανονικό» το προϊόν μιας τόσο τυχοδιωκτικής διαδρομής. Διότι τότε ενθαρρύνει την πολιτική απάτη ως μέθοδο ανόδου στην εξουσία.
Το πραγματικό τεστ μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θα είναι η θητεία του στην αντιπολίτευση. Κατά τον ίδιο τρόπο που η απόδειξη εμπέδωσης της δημοκρατίας στην Ελλάδα ήταν η ανεμπόδιστη άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Μέχρι τότε, κάθε συμπέρασμα παραμένει εξαιρετικά πρόωρο.