Απομνημονεύματα της γυναίκας ενός από τους χουντικούς της περιόδου 1968-74
του Π.Σπανού, 22/4/2018
Πρόκειται
για το βιβλίο «Να γιατί», τα απομνημονεύματα της Ντέλλας Ρουφογάλη-Ρούνικ. Η
Βασιλική Πασβαντίδου, που έκανε το όνομά της Ντέλλα, έφυγε με τον πρώτο της
άντρα στη Γαλλία και το Γιοχάνεσμπουργκ, έγινε μοντέλο και στη συνέχεια
παντρεύτηκε τον αρχηγό της ΚΥΠ και ισχυρό άντρα της χούντας Μιχάλη Ρουφογάλη,
που πλούτισε κάνοντας ρουσφέτια σε επιχειρηματίες. Η εξιστόρησή της ομοιάζει
τρομακτικά με μυθιστόρημα της Λένας Μαντά :
«Αρχίζω
να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους
μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η
συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα
τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς
τους παλιούς γνωστούς και τους κανούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς
επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για
ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης
συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (σ.85-6).
Στην
ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και
άγνωστοι. Ο πατέρας μου μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που
ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα
προσπαθήσω να κάνω». Μεταξύ των αιτημάτων που ικανοποίησε, γράφει, ήταν και η
απονομή χάριτος (απ’ τον Παπαδόπουλο) σ’ ένα συντοπίτη της εξαγωγέα, πρώην
«μεγάλο ποδοσφαιριστή της τοπικής ομάδας», που είχε καταδικαστεί «με
αποδείξεις» για κατασκοπεία υπέρ της Βουλγαρίας (σ.89).
Τους
αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες», όπως οι
επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα,
καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το
καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο
σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω» (σ.88).
Στο
γάμο τους, πάλι, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής
Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων,
ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος
των τσιμέντων ‘Τιτάν’ με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος
Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης
με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της
σε άλλη εκκλησία» (σ.95).
Εύγλωττη
για τις στενές σχέσεις χουντικής ηγεσίας και μεγαλοκαπιταλιστών είναι η
περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου στο
Παρίσι: «Μένουμε σε μεγάλες σουΐτες στο Intercontinental. Ερχονται να μας
επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του
Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά
της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου. [...] Λόγω της
παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που
μας έστειλε ο Ωνάσης» (σ.87).
Οι
επαφές αυτές δεν ήταν αυστηρά κοινωνικές. Λίγο μετά το Πολυτεχνείο, π.χ., το
ζεύγος Ρουφογάλη τρώει στο σπίτι του με το Λάτση. Αρχηγός της ΚΥΠ κι εφοπλιστής
«συζητούν για τα διϋλιστήρια και τα προβλήματα που έχει». Μετά το τέλος της
κουβέντας, ο δεύτερος προθυμοποιείται να συνοδεύσει τη γυναίκα του πρώτου στο
Λονδίνο, για κάποιες ιατρικές εξετάσεις (σ.100).
Μια
στιχομυθία του Ρουφογάλη φωτίζει, τέλος, καλύτερα την τυχοδιωκτική διαχείριση
του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας:
«Ενα
βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα
που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον
τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην
ανησυχεί. ‘Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε,
τα λεφτά δεν θα μας σώσουν’. Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο
Μίχαλος» (σ.98).