Βιβλία, βιβλία
Του Γιώργου Παπαθανασόπουλου, BookPress, 1/3/2017
Νέους σάλτα μέσα, δεν πρόλαβες το λεωφορείο ε;
Βγάλε το δίκοχο ρε ψάρακα, μέσα σ’ αυτοκίνητο μπήκες. Τι ώρα είναι ρε, έξι;
Αργήσαμε θα μας πάνε ίσια στην αναφορά τα καρακόλια. Εδώ μόλις μπούμε Τατοΐου
έχει ένα μπουρδελόμπαρο, να πιούμε έναν καφέ γιατί είναι φαρμάκι το στόμα
μου.
Καλή η γκαρσόνα, καινούργια είναι, έχεις ένα
στυλό να της γράψω το τηλέφωνο στο πακέτο, ούτε τσιγάρο δεν έμεινε. Πλήρωσε ρε
ψάρι τους καφέδες, φεύγουμε.
Αυτό το σαράβαλο δεν τ’ ακούει καθόλου το γκάζι,
εφτά η ώρα θα φτάσουμε, αρχίδια την πατήσαμε, πες αλεύρι το καρακόλι στην πύλη
σε γυρεύει. Αυτή εδώ μπροστά στη φωτογραφία είναι η μάνα μου, είναι
τραγουδίστρια με δίσκους και τέτοια, κάποτε ήταν πρώτο όνομα στ’ Αστέρια στην
εθνική. Εγώ ήμουνα μουσικός, έπαιζα κιθάρα, δες και την ταυτότητα στο
ντουλαπάκι, άνοιξέ το, είναι πάνω πάνω, βλέπεις λέει επάγγελμα μουσικός, δεν
την παρέδωσα, δήλωσα ότι την έχασα. Δες τι τυπάρα ήμουν με το μακρύ μαλλί.
Φτωχό το επάγγελμα άλλοτε είχε δουλειά, άλλοτε
όχι , μ’ έστειλε η μάνα μου στη Βερόνα και σπούδασα αρχιτέκτονας. Παντρεύτηκα
εκεί την Κλαούντια, δες τις φωτογραφίες όπως βαδίζαμε μετά την τελετή στο
δημαρχείο, κάτω από τις καμάρες στα παλιά κτήρια, έτσι είναι το έθιμο εκεί.
Ωραίο ζευγάρι δεν ήμασταν; Έρωτας μεγάλος, Ρωμαίος και Ιουλιέτα.
Δεν πάμε στρατόπεδο τώρα απαπα μας γαμήσανε, θα
πάμε στο φυλάκιο στους Θρακομακεδόνες, εκεί γύρω στις οκτώ φέρνει από το
στρατόπεδο η καναδέζα το πρωινό συσσίτιο για τους σκοπούς. Θ’ ανέβουμε στην
καρότσα και θα μας περάσει μέσα στην πύλη.
Πιο σιγά πήγαινε ρε σειρά, φραπέδες μας έκανες.
Χύθηκε το ζαχαρούχο κάτω, γέμισε η καρότσα λάσπη, το ξεχειλίζουν το καζάνι οι
ηλίθιοι. Ξάπλωσε ρε μαλάκα θα μας δει η περίπολος που γυρίζει στις σκοπιές,
φοβάσαι μη λερώσεις τα τσουβάλια που μας ντύνουν; Χθες το βράδυ πήγα χωρίς γάλα
στο σπίτι. Δεν έκλεισε μάτι το τσιότολο, πεινούσε, το πήρα αγκαλιά, αλλά ήθελε
γάλα κι έκλαιγε όλη νύχτα. Ο λαβωμένος κοιμήθηκε, ο νηστικός όχι. Η Κλαούντια
μου είπε να χωρίσουμε, θα πάρει το παιδί και θα φύγει στην Ιταλία, το χάνω το
τσιότολο. Ετσι μου ΄ ρχεται ν΄ αυτοκτονήσω.
Σκύψε το κεφάλι κάτω ρε γκαβάδι να μη μας δει το
καρακόλι, άντε περάσαμε δεν μας είδε, τι να δει το μουγκρί. Σειρά σταμάτα εδώ
στους θαλάμους να κατέβουμε. Άντε και κακό μαντρότοιχο μαλάκα, δεν άφησες
λακκούβα αφάγωτη, μας φύγαν τα σφραγίσματα.
Γιατί δε μιλάς ρε μουνόπανο, είσαι πονηρός;
Aναφέρσου ρε στραβάδι στον παλιό. Δώσε ρε γκάβακα δυο κατοστάρικα να πάρω γάλα
το βράδυ για το τσιότολο και πες και κανένα φχαριστώ, ο παλιός είναι αλλιώς ρε.