07 January 2016

Ο «συντηρητισμός» του Παναγιώτη Κονδύλη

Βιβλία, βιβλία
του Γιώργου Λαμπράκου, bookpress.gr, 30/12/2015

Κάθε γλώσσα περιέχει πολλές λέξεις που χρησιμοποιούνται τόσο στην καθομιλουμένη, καθημερινά και από όλους μας, όσο και στις επιστήμες, κοινωνικές και φυσικές, οπότε αποκαλούνται «όροι». Έτσι, λέξεις όπως, λόγου χάριν, «χάος», «σχετικότητα» και «αβεβαιότητα» υπάρχουν μεν στο καθημερινό λεξιλόγιο, αλλά είναι και όροι των φυσικομαθηματικών επιστημών με ειδική σημασία. Η έρευνα για τον πολύμορφο συσχετισμό των σημασιών μιας λέξης στην καθομιλουμένη με τις επιστημονικές σημασίες της είναι μια υπόθεση του συγγραφέα και του στοχαστή, μα προπαντός του ιστορικού.

Στις κοινωνικές επιστήμες, και ιδίως στην πολιτική επιστήμη και φιλοσοφία, η προαναφερθείσα κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, μα για τον ίδιο λόγο παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στην πολιτική, τόσο τη θεσμική όσο και την άτυπη, οι λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά ως όπλα με απώτερο στόχο την επικράτηση επί του πραγματικού ή φαντασιακού διαφωνούντα και αντιπάλου. Λέξεις (και οι ενυπάρχουσες σε αυτές ιδέες) όπως «δημοκρατία», «ελευθερία», «δικαιοσύνη», «ισότητα», «δικαιώματα», «πολιτισμός», «φασισμός», «προοδευτικός», «συντηρητικός», και πάμπολλες ακόμα, είναι μερικές από αυτές που μας αρέσει να εκσφενδονίζουμε στον συνομιλητή μας για να εδραιώσουμε τη θέση μας.

Άραγε χρησιμοποιούνται «συχνά» ως όπλα; Όχι συχνά, πάντα, υποστηρίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο ένας από τους δύο κορυφαίους έλληνες πολιτικούς στοχαστές του 20ού αιώνα. Σε όλο το πλούσιο έργο του, τους καρπούς του οποίου δεν έχουμε δρέψει ακόμα στο έπακρο, διαπιστώνουμε αυτή την κεντρική ιδέα: λέξεις, όροι και ιδέες δεν είναι «ιδεατές οντότητες διαρκώς συνδεδεμένες με σταθερούς φορείς», συνεπώς δεν αιωρούνται σε κάποιο υπερβατικό βασίλειο από το οποίο καλούμαστε να τις συλλάβουμε μες στην υποτιθέμενη καθαρότητά τους. Απεναντίας, είναι όργανα, εργαλεία, όπλα στην καθημερινή πρακτική των ανθρώπων κατά την ακατάπαυτη προσπάθειά τους για αυτοσυντήρηση, μα και για αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «επίταση της ισχύος» τους.

Ο Κονδύλης, ως ιστορικός των ιδεών, ως ιδεοδίφης, έχει αναπτύξει τη συγκεκριμένη κοσμοεικόνα σε όλα τα βιβλία του και, με τον χαρακτηριστικότερο ίσως τρόπο, στον δίτομο Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Στο Συντηρητισμός: ιστορικό περιεχόμενο και παρακμή, που πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον πλέον έμπειρο σε τέτοια κείμενα Λευτέρη Αναγνώστου, σε μία ακόμα θαυμάσια έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, ο Κονδύλης αναλαμβάνει το έργο να αναλύσει επισταμένα την ιστορία του συντηρητισμού, γνωρίζοντας καλά πως η λέξη «συντηρητικός» έχει καταντήσει μια καραμέλα στα χείλη μας, πότε γλυκιά και πότε πικρή. Και ναι μεν αυτό το εκλαμβάνει ως φυσικό στο πλαίσιο της καθημερινής συναναστροφής των ανθρώπων, ωστόσο το θεωρεί απαράδεκτο στο πλαίσιο μιας «επιστημονικής», όπως τονίζει επανειλημμένα, εργασίας.

Για τον Κονδύλη ο συντηρητισμός δεν είναι μια ανθρωπολογική ή ψυχολογική σταθερά, δηλαδή μια κατάσταση που παρουσιάζεται και επαναλαμβάνεται σταθερά σε διάφορους ανθρώπους και σε όλες τις εποχές, αλλά ένα ιστορικά καθορισμένο φαινόμενο που γεννιέται, εδραιώνεται και παρακμάζει στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής-οικονομικής τάξης στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν εκ φύσεως συντηρητικοί, εκ φύσεως προοδευτικοί ή εκ φύσεως επαναστατικοί άνθρωποι, αφού, όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Κανένας άνθρωπος δεν αντιδρά εχθρικά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος όσο δεν υπάρχουν εμπόδια στην αυτοσυντήρησή του ή στην επιδίωξη ισχύος εκ μέρους του· ακόμη και οι επαναστάτες θα φέρονταν απολύτως ειρηνικά αν δεν συναντούσαν καμμιά αντίσταση και οι άλλοι τούς εκπλήρωναν πρόθυμα τις επιθυμίες».

Ο Κονδύλης αναλαμβάνει να αποδομήσει διάφορες θεωρίες για τον συντηρητισμό ως νοοτροπία και πρακτική. Μία από τις πιο γνωστές είναι η θεωρία που τον συνδέει ειδικά με τον πολιτικό ρεαλισμό: «ο πολιτικός ρεαλισμός δεν είναι μονοπώλιο του συντηρητισμού (διαφορετικά οι συντηρητικοί δεν θα είχαν χάσει καμμιά μεγάλη πολιτική μάχη), αλλά συγκαταλέγεται στις αυτονόητες ιδιότητες του πολιτικά προικισμένου ατόμου ή συλλογικού σώματος κάθε κατεύθυνσης, όπως ακριβώς οι ονειροπόλοι και οι παράτολμοι βρίσκονται σε όλα τα κόμματα». Παρόμοιου τύπου αποδόμηση εφαρμόζεται και σε άλλα γνωρίσματα που κατά κόρον (μα εσφαλμένα, σύμφωνα με τον Κονδύλη) ταυτίζονται με τον συντηρητισμό, λόγου χάριν ότι αυτός απορρίπτει εντελώς την αφηρημένη θεωρία, ότι είναι αποκλειστικά προσκολλημένος στην παράδοση και τις ρίζες κ.ά., γνωρίσματα που κατέληξαν να συνυφαίνονται με τις καθημερινές χρήσεις της λέξης, κατά τις οποίες «συντηρητικό» αποκαλούμε (συνήθως επικριτικά) τον κολλημένο σε παρελθούσες αξίες, τον αντιστεκόμενο στην (για εμάς επιθυμητή) «αλλαγή» κ.λπ.

Για τον Κονδύλη, απεναντίας, ο συντηρητισμός υπήρξε «το ιδεολογικό και κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που στόχος του ήταν η συντήρηση της societas civilis και η ηγεμονική θέση των ανώτερων στρωμάτων της». Ως τέτοιο ρεύμα εμφανίζεται στις προνεωτερικές κοινωνίες, επιβάλλει και συντηρεί την εξουσία των βασιλικών οίκων, ευγενών και αριστοκρατών, και εναντιώνεται σε οτιδήποτε πασχίσει να ανατρέψει αυτή την καθεστηκυία τάξη και δομή. Με την έλευση των Νέων Χρόνων, οι ριζικές μεταβολές στο πολιτικό, κοινωνικό, επιστημονικό και ιδεολογικό επίπεδο φέρνουν στο προσκήνιο την «απολυταρχία», που με διάφορους τρόπους (ερμηνεία του δικαίου περισσότερο με κοσμικούς παρά με θεολογικούς όρους· εμφάνιση και σταδιακή ενίσχυση του κοινοβουλίου· βαθμιαίος χωρισμός κοινωνίας και κράτους και συνακόλουθη ενίσχυση του κράτους· άνοδος της αστικής τάξης και εμφάνιση της γραφειοκρατίας· ανατίμηση της ιδέας της προόδου) αρχίζει να νέμεται μέρος της εξουσίας των ηγεμονικών συντηρητικών στρωμάτων, μέχρι που εντέλει θα κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της.

Η αντίδραση των συντηρητικών κατά της αναδυόμενης τάξης πραγμάτων κορυφώνεται την περίοδο πριν και μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Τότε είναι που οι συντηρητικοί (ηγεμόνες και διανοούμενοι) νιώθουν τον μεγαλύτερο φόβο μπροστά στην προσπάθεια, πρώτα της αστικής τάξης και αργότερα (από τα μέσα του 19ου αιώνα) και της εργατικής τάξης, να διεκδικήσουν εξουσία και δικαιώματα. Η διαφορά της κονδυλικής ανάλυσης σε σχέση με άλλες αναλύσεις της ιστορίας του συντηρητισμού έγκειται στο ότι δεν εκλαμβάνει τη συντηρητική έξαρση του 18ου και 19ου αιώνα ως «πρωτότυπο δημιούργημα» (όπως γράφει: «ο συντηρητισμός της προεπαναστατικής περιόδου δεν ονομαζόταν ούτε “συντηρητισμός” ούτε διαφορετικά», αφού «η εποχή των μεγάλων γενικεύσεων και ενικοποιήσεων άρχισε μόλις τον 18ο αιώνα»), αλλά στο ότι θεωρεί πως αυτή στηρίζεται σε ιδεολογικούς πυλώνες που είχαν στηθεί από παλιά: το δίκαιο είναι θεϊκό και μόνο ως τέτοιο συμπίπτει με το φυσικό εξασφαλίζοντας «στον καθένα αυτό που του ανήκει»· η θρησκεία και/ή η ηθική είναι ενωμένη με την πολιτική· η σχόλη και η θεωρητική ζωή είναι ανώτερες από την εργασία, ιδίως τη χειρωνακτική· ο βασιλιάς είναι ανώτερος από κάθε προσπάθεια «κυριαρχικής εξουσίας» από άλλον άνθρωπο ή θεσμό, με πρώτο το αναδυόμενο κράτος κ.λπ.

Ο φιλελευθερισμός έρχεται να εκφράσει τις απαιτήσεις της ραγδαία αναδυόμενης αστικής τάξης, κλονίζοντας έως και διαλύοντας τους παραπάνω πυλώνες. Πλέον το δίκαιο δεν θεωρείται πως υπάρχει ήδη (και μάλιστα ελέω Θεού) αλλά «τίθεται» και «φτιάχνεται» κοινωνικοϊστορικά· η θρησκεία δέχεται επιθέσεις από παντού και διαχωρίζεται βαθμιαία από τις κρατικές υποθέσεις (με εξαίρεση, φυσικά, το γαλατικό χωριό στο οποίο ζούμε…)· δημόσιο και ιδιωτικό χωρίζονται, χωρισμός που γεννά μια ευδαιμονιστική τάση στον ολοένα πιο εξατομικευμένο άνθρωπο για τον οποίο η ευτυχία γίνεται μια υπόθεση όλο και πιο ιδιωτική· η συστηματική εργασία είναι η πηγή του πλούτου και της αξιοπρέπειας και έτσι ανατιμάται σε σχέση με την απεριόριστη σχόλη· ενισχύεται το κράτος («απέναντι στο οποίο όλοι είναι ίσοι», έστω κατ’ αρχήν) έναντι της κοινωνίας (μέσα στην οποία «η ανισότητα είναι δυνατή ή και φυσική»), γεγονός που ενισχύει τα κοινοβούλια τα οποία «δημιουργήθηκαν στο έδαφος του σύγχρονου κράτους και προϋποθέτουν ρητά ή σιωπηρά τη σύγχρονη ιδέα της κυριαρχικής εξουσίας», μια ιδέα που μπορεί να αναφέρεται «τόσο σε έναν απόλυτο ηγεμόνα όσο και σε έναν λαό ή μια συνέλευση λαϊκών αντιπροσώπων» (και αυτό το δεύτερο είναι που οδηγεί σταδιακά στη σύγχρονη δημοκρατία)· η πολιτική αλλάζει σημασία αφού δεν είναι πια «η σοφή και μετριοπαθής διοίκηση της societas στο πνεύμα του θείου-φυσικού δικαίου», αλλά η «βουλησιαρχική επιδίωξη της κυβερνητικής εξουσίας να αυτονομηθεί με όλα τα μέσα από τη societas»· η επιστημονική επανάσταση των Νέων Χρόνων αλλάζει την προϋπάρχουσα κοσμοεικόνα αφού «στη μηχανή του κόσμου δεν υπήρχαν ούτε ιεραρχικές διαβαθμίσεις ούτε οποιαδήποτε τελεολογία»· επέρχεται η «αυτονόμηση του χρήματος» και του οικονομικού τομέα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυξανόμενη δύναμη του καπιταλισμού κ.ά.

Όλα αυτά εκτυλίχτηκαν μέσα σε μεγάλο χρονικό διάστημα, με διαφορετική ορμή και σε διαφορετικές δόσεις σε κάθε αναδυόμενο κράτος. Ο Κονδύλης ασχολείται μεμονωμένα και ειδικά με τις περιπτώσεις των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία), ενώ περιστασιακά και με τα λιγότερο σημαντικά (από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ) κράτη ή/και έθνη. Το πώς η τάξη των ευγενών προσπάθησε ακόμα και μετά τη δημιουργία του απολυταρχικού κράτους να διασφαλίσει τα συμφέροντά της (μέσω του ίδιου του κράτους, πλέον) διαφέρει από χώρα σε χώρα. Πάντως, σε όλες τις περιπτώσεις «οι ευγενείς βρίσκονταν και έξω από το κράτος και μέσα σε αυτό», και αυτή η διπλή θέση τους ενίοτε διευκόλυνε, μα προϊόντος του χρόνου και της ιστορίας δυσχέραινε, την εξασφάλιση των προνομίων τους, την οποία αξίωναν μανιωδώς. Όπως γράφει εύστοχα ο Κονδύλης αναφορικά με τον «συντηρητικό ακτιβισμό», που μόνο φαινομενικά αποτελεί οξύμωρο, «οι ευγενείς δεν λαγοκοιμούνταν στην κούνια της παράδοσης αλλά αγρυπνούσαν με το βλέμμα του Άργου στραμμένο στα προνόμιά τους».

Μετά την επανάσταση του 1789, η συντηρητική αντίδραση εντείνεται μπροστά στην άνοδο του δημοκρατικού φιλελευθερισμού και, λίγο αργότερα, μπροστά στον φόβο μιας σοσιαλιστικής επανάστασης με πρωτεργάτες τους εργάτες. Τώρα τα πρωτεία αναλαμβάνουν, κατόπιν και λόγω των Διαφωτιστικών ιδεών, ο Λόγος, που καλείται (κι αυτόν επικαλείται πλέον κανείς) να αποφασίσει τι είναι δίκαιο και ηθικό για (όλους) τους ανθρώπους, και η ανθρώπινη βούληση, ως «ανώτατη νομιμοποιητική αρχή [που] συναρτάται αναπόφευκτα με μια συλλογική θεοποίηση της ανθρωπότητας», αφού η ιδέα του Θεού αρχίζει να πνέει τα λοίσθια (ο Θεός βγαίνει πια στη σύνταξη, έχει γράψει αλλού ο Κονδύλης). Σε όλες αυτές τις αλλαγές, «οι συντηρητικοί αντέτειναν […] μια βασιλική ή κρατική εξουσία περιορισμένη από την ταξική (κοινοβουλευτική) εξουσία, ταυτόχρονα όμως ενιαία και μέσα στα όριά της απόλυτη». Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται και η δικτατορία με τις ποικίλες δυνατές μορφές της (επιτετραμμένη-προσωρινή, κυριαρχική, κ.ά.) που αφορούν το πόσο σταθερή είναι, πώς αλλάζουν οι ηγέτες της, κ.ά.

Την ίδια περίοδο γεννιέται το Ρομαντικό κίνημα, που με τις σύνθετες και συχνά αντιφατικές ιδέες του περί ατομικότητας, οργανικότητας, εθνικότητας, αξίας της ζωής στην (αυθεντική) ύπαιθρο και όχι στην (αλλοτριωτική) πόλη κ.ά. φαίνεται να προσεγγίζει ορισμένες βασικές συντηρητικές ιδέες, αλλά εντέλει μάλλον συγκρούεται με αυτές. Σε αυτό το πλαίσιο ο Κονδύλης αφιερώνει δεκάδες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σελίδες με θέμα τη συντηρητική κριτική του καπιταλισμού και του πολιτισμού, υπογραμμίζοντας πως οι συντηρητικές ιδέες αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια από ποικίλους αρνητές του «συστήματος», αντικαπιταλιστές και σοσιαλιστές, «είτε αυτοί γνώριζαν την προέλευση των αντικαπιταλιστικών ιδεών είτε όχι». Αξίζει να επισημανθεί το καίριο συμπέρασμά του πως η Ρομαντική επίκληση της κοινότητας ήταν μεν ειλικρινής αλλά ουσιαστικά πλασματική, αφού «η κοινότητα δεν διαφέρει σχεδόν από ένα τεράστιο κοινό που ο ρομαντικός καλλιτέχνης μάγευε». Την ανάμιξη του αισθητισμού με την πολιτική αναλύει ο Κονδύλης στο τελευταίο μέρος του βιβλίου με θέμα την παρακμή του συντηρητισμού: μάλιστα, αυτή ακριβώς την ανάμιξη εκλαμβάνει ως «χαρακτηριστικό σύμπτωμα διάλυσης του κλασικού συντηρητισμού». Ένα άλλο τέτοιο σύμπτωμα είναι η διάδοση ιδεών όπως «ο βιολογισμός ή ο ρατσισμός, που για τον κλασικό συντηρητισμό ήταν ξένες ή και αντιτιθέμενες».

Εντέλει ο ιστορικός συντηρητισμός απορροφάται λιγότερο ή περισσότερο από τον φιλελευθερισμό, ιδίως μπροστά στη διευρυνόμενη απειλή του σοσιαλισμού/κομμουνισμού – μια απειλή που στον 20ό αιώνα έγινε πραγματικότητα. Εδώ, σημασία έχουν οι επισημάνσεις του Κονδύλη σχετικά με την αποκαλούμενη «συντηρητική επανάσταση» στη μεσοπολεμική Γερμανία και την άνοδο του ναζισμού, καθώς επίσης και εκείνες για τη Δεξιά, την οποία θεωρεί πως ανήκει στον φιλελευθερισμό και όχι στον συντηρητισμό. Σε όλο δε το βιβλίο καταγίνεται με στοχαστές της συντηρητικής παράταξης και με το πώς αυτοί, υπό την επιρροή των γεγονότων, διαμόρφωναν, τροποποιούσαν και εξέλισσαν τη συντηρητική ιδεολογία: Μπερκ, Μπονάλ, ντε Μαιστρ, Τοκβίλ, Καρλάιλ, Σλέγκελ, Κορτές είναι οι πιο γνωστοί, αλλά όχι και οι μόνοι που αναφέρονται, ενώ παραπέμπει και σε προσωπικότητες του συντηρητισμού που ήταν ασφαλώς πιο γνωστοί ως ποιητές, από τον Κόουλριτζ και τον Γουέρντσγουορθ έως τον Έλιοτ.

Για να δείξει πως οι ανθρώπινες αντιπαραθέσεις έχουν σχεδόν πάντοτε άγνωστη έκβαση, όχι στο επίπεδο των αφηρημένων ιδεών όσο στο επίπεδο όπου οι ιδέες επηρεάζουν, και ιδίως επηρεάζονται από τις πραγματικές ιστορικές εξελίξεις στη ζωή πραγματικών ατόμων και ομάδων, ο Κονδύλης επικαλείται τον «νόμο της ετερογονίας των σκοπών»: είναι αυτό που τελικά θα συμβεί «ανεξάρτητα από τις προθέσεις, τις συμπάθειες και τους στόχους» ενός ατόμου ή μιας ομάδας/συλλογικότητας. Για να φέρω δύο απλά παραδείγματα από το καθένα: πηγαίνω στο γυμναστήριο με σκοπό να είμαι υγιής, μα τελικά τραυματίζομαι· εκλέγεται μια κυβέρνηση με σκοπό να μειώσει τη λιτότητα, μα τελικά την αυξάνει. Η ετερογονία των σκοπών μπαίνει σε εφαρμογή με πανούργους τρόπους, τους οποίους ο Κονδύλης αναλύει με παραδείγματα. Εξού και η τελική παρατήρησή του: «μια προϋπόθεση αποτελεσματικής ιστορικής δράσης είναι ότι δεν ξέρει κανείς τι κάνει – καθώς και ότι θεωρητικοποιεί αυτή την άγνοια με όλα τα επιχειρηματολογικά τεχνάσματα».

Ο Κονδύλης δεν φείδεται ειρωνικών σχολίων απέναντι στους σύγχρονους αυτοαποκαλούμενους συντηρητικούς που νοσταλγούν παλαιότερες εποχές, για τους οποίους σημειώνει εύστοχα πως «σιωπηρά υποθέτουν ότι δικαιωματικά θα ανήκαν στο κυρίαρχο ανώτερο στρώμα εκείνων των καιρών». Ισχύει δε πως αυτή τη σιωπηρή υπόθεση κάνουν νοσταλγοί παντός είδους, από τους νοσταλγούς προπολιτισμικών συνθηκών ζωής «έξω στην άγρια φύση» (όπου λαμβάνουν τη λέξη «άγρια» μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά, και στην οποία φύση δεν έχουν ζήσει ποτέ, ιδίως χωρίς όλες τις ανέσεις του πολιτισμού) και τους νοσταλγούς της αρχαίας Αθήνας (οι οποίοι θεωρούν αυτονόητο πως θα ήταν ελεύθεροι και πλούσιοι Αθηναίοι πολίτες, ικανοί για υψιπετή στοχασμό στην Αγορά, και όχι βέβαια δούλοι, μέτοικοι ή γυναίκες) μέχρι τους νοσταλγούς της «Ανατολής» (στην οποία ονειρεύονται εαυτόν σε θέση, το λιγότερο, σουλτάνου).    

Ο Κονδύλης αναφέρεται και στα διλήμματα, πραγματικά ή ψευδή, των νεοσυντηρητικών, τη σχέση τους με τον φιλελευθερισμό, τον χριστιανισμό, την οικονομία της αγοράς κ.λπ. θεωρώντας πως ο σύγχρονος νεοσυντηρητικός, όντας εκ των ων ουκ άνευ αναθρεμμένος με τις φιλελεύθερες καπιταλιστικές αξίες, είναι αδύνατον να βρει μια συγκροτημένη συντηρητική θεωρία για να ασπαστεί. Οι σύγχρονοι συντηρητικοί είναι, για τον Κονδύλη, ουσιαστικά φιλελεύθεροι, οπότε, όπως επισημαίνει ωραία, είναι «εξαιρετικά παράξενο ή και κωμικό» ένας πλούσιος Αμερικανός νεοσυντηρητικός να απορρίπτει π.χ. την Τεχνική για χάρη παραδοσιακών (εννοείται: χριστιανικών) ηθικών-πνευματικών αξιών, όταν ο ίδιος, ως επαγγελματίας, είναι συνήθως ο κατεξοχήν πρωτεργάτης της τεχνικής προόδου. Για να φέρω ένα απλό παράδειγμα: επιστήμονες-επιχειρηματίες όπως ο Γκέιτς ή παλιότερα ο Τζομπς, παρότι στην κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής βαθμίδας (και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο, όχι απλώς στο προσωπικό τους «φέουδο»), όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «συντηρητικοί», αλλά είναι, είτε αρέσει είτε όχι, οι κατεξοχήν επαναστάτες της εποχής μας. Εδώ ταιριάζει γάντι, καθώς παραπέμπει στην υψηλή τεχνοεπιστήμη, άλλη μια εύστοχη τελική παρατήρηση του Κονδύλη, ότι δηλαδή είναι ανόητο να αποκαλούμε «συντηρητικό» ένα δυτικό πολιτικό πρόγραμμα ή κόμμα που δρομολογεί και προάγει «απρόβλεπτες ακόμη μεταβολές στην ιστορία του ανθρώπου και ίσως δεν θα σεβασθεί ούτε τη βιολογική ουσία του ανθρώπινου είδους».

Προηγήθηκε μια απελπιστικά επιγραμματική παρουσίαση μιας αξιοθαύμαστης μελέτης 600 σελίδων, και πολλά έχουν μείνει αναγκαστικά απέξω. Μια-δυο κριτικές παρατηρήσεις είναι αναγκαίες: ο Κονδύλης αναφέρεται στον «φιλελεύθερο μύθο της βασιλικής οδού της “Δύσης” προς την “ελευθερία”», χρησιμοποιώντας εισαγωγικά (όχι μόνο εδώ, αλλά κατά κόρον) όταν μιλά για αυτές τις δύο πραγματικότητες, όπως και για τον ολοκληρωτισμό. Και πράγματι, αυτή η μυθική κοσμοεικόνα έχει όντως προβλήματα, μεταξύ άλλων την εμμονή στη γραμμική και τελεολογική ηθική πρόοδο. Ωστόσο, η παρατεταμένη χρήση εισαγωγικών (με τη νύξη πως αυτά τα πράγματα δεν ισχύουν, αλλά είναι απλώς λέξεις προς πολεμική χρήση) καταντά κάπως αποπροσανατολιστική, καθώς παραβλέπει σημαντικές κατακτήσεις της Δύσης (χωρίς εισαγωγικά) όσον αφορά τις σύγχρονες ελευθερίες (ξανά χωρίς εισαγωγικά), καθώς επίσης τους ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα.

Προφανώς και δεν υπήρχε καμιά βασιλική οδός: υπήρχαν, κατά κύριο λόγο, κακοτράχαλοι δρόμοι και ελικοειδή μονοπάτια στην πορεία προς τη μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Ωστόσο, είναι προβληματικό να υποτιμάται η εν λόγω πορεία προς περισσότερη ελευθερία, που βέβαια σε καμία περίπτωση δεν είναι τελεολογική: η βαρβαρότητα είναι προ των πυλών, ή μάλλον είναι ήδη εδώ. Το γεγονός ότι αυτή η πορεία δεν είναι τελεολογική (τίποτα εξάλλου δεν είναι τελεολογικό) δεν σημαίνει πως οι ελευθερίες είναι παντού ίδιες. Το γεγονός ότι η λέξη «ολοκληρωτικός» μπορεί να (και όντως έχει) χρησιμοποιηθεί πολεμικά δεν ακυρώνει το ουσιαστικό της περιεχόμενο: εδώ κάπου αξίζει να μπαίνουν και τα πρώτα όρια στην επιδιωκόμενη αποξήρανση του ουσιαστικού περιεχομένου ορισμένων εννοιών. Ούτε είναι ανάγκη να πιστεύει κανείς σε κάποια μορφή της Whig Interpretation of History για να θεωρεί πως υπήρχαν ολοκληρωτισμοί στην Ευρώπη του 20ού αιώνα: το ίδιο πίστευε, λόγου χάριν, ο έτερος κορυφαίος έλληνας πολιτικός στοχαστής του 20ού αιώνα, ο Καστοριάδης, για τον οποίο η ελευθερία δεν είναι μόνο αποτέλεσμα συσχετισμών, αλλά και ένα φαντασιακό, μια ουσιαστική επιθυμία, που σε σημαντικό βαθμό έχει κατακτηθεί στη Δύση. Παρεμπιπτόντως, ο Συντηρητισμός πρωτοεκδόθηκε το 1986 στον οίκο Klett-Cotta της Στουτγάρδης, δηλαδή στην πάλαι ποτέ Δυτική Γερμανία, όχι στην Ανατολική – δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Συνοψίζοντας: άραγε θα πάψει η χρήση της λέξης «συντηρητικός»; Όχι, υποστηρίζει ορθά ο Κονδύλης, αφού τη χρειάζεται, όπως σημειώνει, τόσο ο ορθόδοξος φιλελευθερισμός όσο και η Αριστερά. Ο μόνος που δεν πρέπει να τη χρησιμοποιεί αξιολογικά, υποστηρίζει, είναι ο επιστήμονας. Ωστόσο, και ο επιστήμονας άνθρωπος είναι, που αφήνει (άλλοτε κάθε μέρα, άλλοτε όχι συχνά, αλλά οπωσδήποτε πάντοτε) τον φιλντισένιο πύργο των μελετών του και κατεβαίνει στον στίβο για να παλέψει (μεταφορικά και κυριολεκτικά) με τους συνανθρώπους του για ό,τι εν πάση περιπτώσει θέλει να παλέψει: η δημοσίευση έργων είναι αφ’ εαυτού της μια τέτοια πάλη μες στην κοινωνία. Η κριτική του Κονδύλη απέναντι σε σύγχρονους στοχαστές που αυτοαποκαλούνται (στις «εξιδανικευμένες αυτοπροσωπογραφίες» τους, όπως λέει) συντηρητικοί (όπως ο Όουκσοτ, τον οποίο αναφέρει) ισχύει μεν από την άποψη της δικής του ιστορικής ερμηνείας του συντηρητισμού, αλλά όχι από την άποψη του θεμιτού αυτοπροσδιορισμού κάθε ανθρώπου, που συλλέγει και αναμιγνύει εκλεκτικά όποια στοιχεία επιθυμεί. Σε κάθε περίπτωση, εάν δεν ασκηθεί κριτική από μια μετριοπαθή συντηρητική πλευρά σε ποικίλες στρεβλώσεις των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών (σκέφτομαι το έργο π.χ. του Ελλύλ), αυτή η κριτική θα μείνει στα χέρια πολύ πιο ακραίων κοινωνικών και ιδεολογικών δυνάμεων.      

Ο Συντηρητισμός είναι (άλλη) μια μεγαλειώδης ιστορικοφιλοσοφική σύνθεση του Κονδύλη, η οποία –και αξίζει να το τονίσουμε, ιδίως αν δεν έχει ήδη γίνει ήδη αντιληπτό– δεν αφορά αποκλειστικά στο φαινόμενο του συντηρητισμού, αλλά επίσης στη γέννηση και εξέλιξη φαινομένων όπως ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, η δημοκρατία, η δικτατορία. Συνάμα, καταγίνεται με ιδέες και πρακτικές όπως το δίκαιο, η εξουσία, η πρόοδος, η ιδιοκτησία, η επανάσταση, πάντα στην ιστορική τους εξέλιξη: όλα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα που δεν θα πάψουν ποτέ να συζητούνται, να εξελίσσονται και να μας απασχολούν. Με την πολυαναμενόμενη μετάφραση και έκδοση της διδακτορικής διατριβής του, «Η γένεση της διαλεκτικής», θα υπάρχουν επιτέλους διαθέσιμα στα ελληνικά όλα τα μεγάλα του έργα.