Βιβλία, βιβλία
του Αχιλλέα Παπαρσένου,
Καθημερινή, 3/1/2016
Ο καθηγητής Tζοσάια Όμπερ περιγράφει την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και μετά την κατάκτηση από τους Ρωμαίους
Το κράτος
δικαίου, η ανταγωνιστικότητα, η εξειδίκευση, η καινοτομία είναι έννοιες που
ταυτίζονται με την ανάπτυξη στην εποχή μας. Όμως για τον Tζοσάια Όμπερ,
καθηγητή πολιτικών επιστημών και κλασικών σπουδών στην έδρα «Κωνσταντίνου
Μητσοτάκη» στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ αυτές οι νεωτερικές έννοιες εφαρμόσθηκαν
με επιτυχία στην αρχαία Ελλάδα και αποτέλεσαν το θεμέλιο στο οποίο στηρίχθηκε η
οικονομική και πολιτιστική άνθησή της.
Στο τελευταίο
βιβλίο του «Η άνοδος και πτώση της κλασικής Ελλάδας», ο συγγραφέας εξηγεί πού
οφείλεται αυτή η άνθηση και πώς η επιρροή του ελληνικού πολιτισμού συνεχίσθηκε
και μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Το βιβλίο του αντλεί
ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία από την «Απογραφή Αρχαϊκών και Κλασικών
Ελληνικών Πόλεων», προϊόν συστηματικής έρευνας πολλών επιστημόνων υπό τον Δανό
ιστορικό της αρχαίας Ελλάδας Μόγκενς Χάνσεν.
Με πλήθος
διαγραμμάτων και χαρτών σκιαγραφούνται οι δημογραφικές και οικονομικές
εξελίξεις σε 1.035 πόλεις-κράτη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που έχουν
καταγραφεί μεταξύ του 8ου και 4ου αιώνα π.Χ., από την ηπειρωτική και νησιωτική
Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Σικελία, τη νότια Ιταλία και τη
βόρεια Αφρική.
Ο συγγραφέας
υποστηρίζει ότι η πολιτιστική κυριαρχία της κλασικής Ελλάδας στηρίχθηκε σε
υψηλή οικονομική ανάπτυξη, που με τη σειρά της βασίσθηκε στην επικράτηση
καινοτόμων πολιτικών θεσμών, που είχαν στο επίκεντρο τον πολίτη και εδράζονταν
στο κράτος δικαίου. Σε ένα περιβάλλον αποκεντρωμένης εξουσίας και παρά τις
εμφύλιες συγκρούσεις και τις ατέλειες των πολιτικών συστημάτων που
εφαρμόσθηκαν, αναδείχθηκε ένας δυναμισμός που με μοντέλο την Αθήνα έφερε
ευημερία για πέντε αιώνες. Η γεωγραφία και το κλίμα δεν ήταν ο καθοριστικός
παράγοντας της ανόδου, αλλά η εξειδίκευση σε προϊόντα και υπηρεσίες, η
αξιοποίηση των ειδημόνων, ο έντονος ανταγωνισμός αυτοδιοικούμενων πόλεων, οι
θεσμικές και τεχνολογικές αλλαγές που διαχέονταν εκτός συνόρων, η διαρκής
ανταλλαγή ιδεών και πληροφοριών, η εξωστρέφεια, το ανοιχτό εμπόριο που μείωνε
το κόστος των συναλλαγών, η συνεργασία με τη μορφή συμμαχιών και «κοινών».
Στη Σπάρτη η
εξειδίκευση επικεντρωνόταν στις πολεμικές τέχνες, στην Αθήνα η καινοτομία
εκδηλωνόταν στη ναυτική τέχνη, τα χρηματοοικονομικά και τις δημοκρατικές
μεταρρυθμίσεις, που ενίσχυαν την αίσθηση δικαίου και ασφάλειας και ενθάρρυναν
τις επενδύσεις σε δημόσια έργα και ανθρώπινο κεφάλαιο. Αρκετές καινοτομίες,
ιδίως στη στρατιωτική οργάνωση, την οικονομική διαχείριση, την προσέλκυση
εμπειρογνωμόνων, τη σύμπλευση ατομικών και συλλογικών συμφερόντων με τη διανομή
των κερδών του πολέμου, υιοθετήθηκαν αργότερα από τον Φίλιππο και Μέγα
Αλέξανδρο στην επικράτηση των Μακεδόνων.
Με την
«απογραφή» Χάνσεν ο συνολικός πληθυσμός των πόλεων της ευρύτερης Ελλάδας (με
κριτήριο την επικράτηση της ελληνικής κουλτούρας και όχι αναγκαστικά την
ελληνική καταγωγή) στο τέλος του 4ου αιώνα υπολογίζεται σε οκτώ εκατομμύρια
κατοίκους και η έκταση σε 190.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλ. μιάμιση φορά μεγαλύτερη
από τα όρια της σημερινής Ελλάδας. Σε αυτόν τον αστικοποιημένο και
πυκνοκατοικημένο ελληνικό κόσμο, οι περισσότερες πόλεις ήταν μικρές, αλλά
ξεχώριζαν και οι μεγαλουπόλεις όπως η Αθήνα, η Σπάρτη και οι Συρακούσες, που με
τις γύρω περιοχές τους έφθαναν σε πληθυσμό μέχρι και τους 250.000 κατοίκους.
Αυτοί που είχαν το προνόμιο του πολίτη στην Αθήνα (3050 χιλιάδες άνδρες) ζούσαν
σε καθεστώς ισοπολιτείας, ισηγορίας και ισοτελείας πάνω από το όριο της
στοιχειώδους διαβίωσης, η μεσαία τάξη ήταν σημαντική, η οικονομία στηριζόμενη
στο εμπόριο και στη ναυτική ισχύ σημείωνε σταθερή ανάπτυξη, έκδηλη από τον
κρατικό πλούτο και το κατά κεφαλήν εισόδημα. Υπολογίζεται ότι το 1% των
Αθηναίων πολιτών κατείχε το 30% του πλούτου και το 10% το 60% του πλούτου, ενώ
στο 7,5%-9% αυτών ανήκε το 30-35% της γης. Τα μεγέθη της κατανομής του
εισοδήματος (δείκτης Gini 0.7) παραπέμπουν σε μερικές ανεπτυγμένες χώρες στη
διάρκεια του 20ού αιώνα.
Κατά τον
συγγραφέα, τα γερά αυτά θεμέλια εξασφάλισαν την ταχεία ανάκαμψη της Αθήνας παρά
την ήττα της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο το 404 π.Χ. και τη συνέχιση της άνθησης
στον ελληνικό κόσμο στα 80 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την κυριαρχία των
Μακεδόνων στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η πτώση της κλασικής Ελλάδας ήταν περισσότερο
μια «δημιουργική καταστροφή», χωρίς να αφήσει πίσω της ερείπια μιας πλήρους
κατάρρευσης.
Στην
ελληνιστική περίοδο πολλές ελληνικές πόλεις συνέχισαν την αυτοδιοίκησή τους και
τον συνασπισμό τους σε «κοινά», η ελληνική κουλτούρα διατηρήθηκε ζωντανή, όταν
την υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι, για να συνεχισθεί στο Βυζάντιο και την Αναγέννηση με
αποτέλεσμα να εξασφαλισθεί η «αθανασία της», όπως διαπίστωνε και ο Λόρδος Βύρων
πριν από 200 χρόνια στο «προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ».
Για τον
συγγραφέα, η κλασική Ελλάδα αποτελεί πηγή έμπνευσης για όσους προκρίνουν το
δημοκρατικό υπόδειγμα με επίκεντρο τον πολίτη, το πρώτο εξαιρετικό παράδειγμα
στην Ιστορία που συνδύαζε μια μοναδική πολιτική, οικονομική και πολιτιστική
άνθηση.