25 January 2016

Το τέλος της παλαιάς τάξης

Η κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους

Απόδοση στα ελληνικά κειμένου του Alexander Demandt, καθηγητή αρχαίας ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, από την FAZ, 22.01.2016 

Την άνοιξη του 376 μ.Χ. εμφανίστηκε στην αυτοκρατορική αυλή στη συριακή Αντιόχεια μία αποστολή Βησιγότθων από την επαρχία της Μοισίας, στις εκβολές του Δούναβη.   Οι Γότθοι ανακοίνωσαν ότι από το εσωτερικό της Ασίας καταφθάνει μια άγρια φυλή ιππέων, οι Ούννοι. Αυτοί νίκησαν τους Οστρογότθους βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και απειλούν τους Βησιγότθους με ίδια αποτελέσματα. Οι συμπατριώτες τους Βησιγότθοι δραπέτευσαν ομαδικά από τις περιοχές που ήταν εγκαταστημένοι και μετακινήθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, απ' όπου παρακαλούν τώρα να γίνουν δεκτοί στην αυτοκρατορία ως ειρηνικοί πρόσφυγες.

Στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκλήθηκε τότε, ακούστηκαν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα αποδοχής του αιτήματος, αλλά οι υποστηρικτές της ιδέας για έγκριση της εισόδου στο κράτος είχαν πιο πειστικά επιχειρήματα. Το ρωμαϊκό κράτος μπορούσε να αξιοποιήσει μετανάστες ως εποίκους, φοροδότες και μισθοφόρους και, επιπλέον, ο αυτοκράτωρ έχει την υποχρέωση να φροντίσει στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όχι μόνο για το καλό των Ρωμαίων πολιτών, αλλά και όλων των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων... Έτσι, η άδεια για είσοδο δόθηκε, τα σύνορα άνοιξαν και οι Γότθοι πέρασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαίος διοικητής που επέβλεπε τις διαδικασίες ζήτησε να καταμετρηθούν οι εισερχόμενοι μετανάστες, αλλά το εγχείρημα ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονταν τα ποταμόπλοια στο Δούναβη και ο ιστορικός της εποχής, Αμμιανός Μαρκελλίνος, γράφει: «Αμέτρητοι, όπως οι σπίθες της Αίτνας». 

Σύντομα προέκυψαν προβλήματα επισιτισμού. Ρωμαίοι έμποροι απαιτούσαν πολύ υψηλές τιμές για τρόφιμα, ζητούσαν, γράφει ο Αμμιανός, για έναν ψόφιο σκύλο την αμοιβή ενός πρίγκιπα. Οι αγανακτισμένοι Γότθοι κατέφυγαν σε λεηλασίες και ακολούθησαν αψιμαχίες με τις δυνάμεις της τάξης. Για τους αγανακτισμένους προέκυψαν ως σύμμαχοι οι συμπατριώτες τους (Germanen, γερμανικό φύλο, όχι σημερινοί Γερμανοί) που δούλευαν από καιρού ως σκλάβοι στα ρωμαϊκά μεταλλεία. Γότθοι και Γερμανοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μία ενιαία δύναμη. 

Ακολούθησαν μάχες, οι δυνάμεις φύλαξης των συνόρων ηττήθηκαν και ο αυτοκράτορας στην Κων/πολη κλήθηκε να στείλει στρατεύματα ανάσχεσης των εισβολέων. O Ουάλης (ή Βάλης, Flavius Iulius Valens) εξεστράτευσε τότε με το στρατό της ανατολικής αυτοκρατορίας, στην οποία είχε την αρχιστρατηγία. Στις 9 Αυγούστου 378 συγκρούστηκαν στην Αδριανούπολη οι δύο αντίπαλες δυνάμεις, ο ρωμαϊκός στρατός συνετρίβη και ο Ουάλης σκοτώθηκε. 

Ο διάδοχός του Θεοδόσιος (Flavius Theodosius Augustus) διέθεσε το έτος 382 εκτάσεις στους εισβολείς, οι οποίοι ζούσαν πλέον εντός της αυτοκρατορίας με αυτονομία. Αλλά το σύνορο του Δούναβη έμεινε έκτοτε αφύλακτο και από εκεί συνέρρεαν στο ρωμαϊκό κράτος διαρκώς νέες ορδές. Το έτος 406 δεν ήταν δυνατόν πλέον να κρατηθεί ούτε το σύνορο του Ρήνου στα δυτικά. Η «Μετανάστευση των λαών» βρισκόταν σε εξέλιξη. Η κατάληψη εδαφών ολοκληρώθηκε με την εισβολή το έτος 568 των Λομβαρδών (γερμανικό φύλο, επίσης γνωστοί ως Λογγοβάρδοι) στην Ιταλία.

Οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν εθνικό κράτος.

Η αποδοχή εισόδου των Γότθων προσφύγων το έτος 376 δεν ήταν κάτι καινούργιο στην πολιτική της αυτοκρατορίας, η Ρώμη ήταν πάντα φιλική προς τους ξένους. Σύμφωνα δε με την παράδοση, ο Αινείας, ο πρόγονος των Ρωμαίων, ήταν ο ίδιος πρόσφυγας από την Τροία. Όταν ο Ρωμύλος ίδρυσε την πόλη, δημιούργησε στο Παλατίνο (Collis Palatium) ένα άσυλο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από διάφορες περιοχές, οι οποίοι έγιναν Ρωμαίοι. Στα επόμενα, ιστορικά χρόνια ήταν θεμελιώδης κανόνας ρωμαϊκής πολιτικής να αποδέχονται στο κράτος κάθε εργατικό άνθρωπο. Τέτοιο ήταν, μεταξύ άλλων, το σπουδαίο και διάσημο γένος πατρικίων των Κλαύδιων (gens Claudia), από το οποίο προήλθαν αργότερα τέσσερις αυτοκράτορες. Ένας εξ αυτών, ο Κλαύδιος (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus) έδωσε πλήρη δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στους Γαλάτες, παραπέμποντας στην προέλευση του γένους του.

Λόγω της γεωγραφικής έκτασης της αυτοκρατορίας ήταν φυσικό να μην ήταν οι Ρωμαίοι εθνικά ενιαίοι αλλά να αποτελούν μία νομική ενότητα, συνδεδεμένοι μέσω του αυτοκράτορα, του στρατού και της διοίκησης του κράτους, όπως επίσης με τη λατινική γλώσσα και τον πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί.

Η οικονομία βρισκόταν σε άνθηση και η ευημερία των πολιτών ήταν πασιφανής. Αυτό προκάλεσε, φυσικά, το ενδιαφέρον των βαρβαρικών λαών πέρα από τα σύνορα, κυρίως των γερμανικών φύλων στο βορρά. Οι ίδιοι ήταν φτωχοί, ανοργάνωτοι, πολύτεκνοι, πολεμοχαρείς· μετακινούνταν με ευχαρίστηση περπατώντας μεγάλες αποστάσεις  και ήθελαν να εισέλθουν στο ρωμαϊκό κράτος, όπου αποτελούσαν πρόκληση τα εύφορα εδάφη και τα υλικά αγαθά. Αυτό άρχισε περί το έτος 100 μ.Χ. με τους Κίμβρους (Kimbern, Cimbri) και τους Τεύτονες (Teutonen, Teutons), οι οποίοι ξεκίνησαν με φυλές, φατρίες και οικοσκευές από τη Βόρεια Θάλασσα και προχώρησαν νότια. Από κάποια εποχή και μετά δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν στα όρια του ρωμαϊκού κράτους.

Από την εποχή του Καίσαρα ταλαντευόταν η ρωμαϊκή πολιτική μεταξύ απώθησης και αποδοχής· η εθνική πίεση από το βορρά ήταν μόνιμο ζήτημα προβληματισμού στη Ρώμη. Ο Καίσαρ (Gaius Iulius Caesar) απώθησε το στρατό των Σουαβών που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία υπό τον βασιλιά τους Ariovist, αξιοποίησε όμως γι' αυτό το σκοπό Γότθους ιππότες ως βοηθητικό στράτευμα. Υπό τον Αύγουστο (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus) έγιναν αποδεκτοί στο κράτος ολόκληρες φυλές, όπως οι Ούβιοι (Ubier, Ubii) που τους εγκατέστησε στην περιοχή της σημερινής Κολωνίας. Οι αυτοκράτορες διατηρούσαν, μέχρι τα χρόνια του Νέρωνα, μια «γερμανική φρουρά». Ακολούθησαν νεότερες εγκαταστάσεις στο ρωμαϊκό κράτος,  επί Τιβέριου κάπου 40 χιλιάδες, επί Νέρωνα λέγεται μέχρι 100 χιλιάδες. 

Αυτό συνεχίστηκε συστηματικά, οι καινούργιοι έποικοι έπαιρναν καλλιεργήσιμη γη και απασχολούνταν ως αγρότες. Ασκώντας εμπόριο με τις πόλεις και λόγω της θητείας στο στρατό μάθαιναν τα λατινικά, αναμίχθηκαν με τους παλαιούς αγρότες, υιοθέτησαν τους ίδιους θεούς και είχαν ενσωματωθεί σε περίπου δύο γενιές. Με την κυβερνητική πράξη Constitutio Antoniniana 212 πήραν όλοι οι έποικοι την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.

Πόλεμοι μεταξύ Γότθων.

Η πολιτογράφηση των Γότθων μείωσε την πληθυσμιακή πίεση στα σύνορα, δεν την απέτρεψε όμως. Από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι τον Δομιτιανό προέκυπταν διαρκώς επιδρομές. Το σχέδιο των Ρωμαίων να υποτάξουν τη χώρα των γερμανικών φύλων μέχρι τον Έλβα, καταποντίστηκε στο Δάσος των Τευτόνων (Teutoburger Wald). Ο Δομιτιανός αναγκάστηκε να κατασκευάσει περί το 80 μ.Χ. το Limes (Όριο), ένα συνοριακό τείχος ενάντια στους επιδρομείς. Τελείως δεν τα κατάφερε! Από την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου ξεκίνησαν πάλι οι λεηλασίας σε ρωμαϊκά εδάφη, οι οποίες έγιναν πολύ απειλητικές τον 3ο αιώνα, όταν ενοποιήθηκαν Αλαμανοί, Φράγκοι και Σάξονες και έσπασαν το τείχος. Από εκεί επέδραμαν στη Γαλατία και την Ιταλία, ενώ στην Ανατολή προκάλεσαν καταστροφές και το έτος 251 κατανίκησαν τον αυτοκράτορα Δέκιο. Από πλευράς πολεμικής τεχνικής ήταν οι Ρωμαίοι πάντα ανώτεροι, αλλά οι γερμανικοί λαοί είχαν αναβαθμιστεί λόγω της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας και της χρήσης των ρωμαϊκών όπλων. Κατά κάποιο τρόπο εκσυγχρονίστηκε η πολεμική τεχνική τους με ρωμαϊκή αναπτυξιακή βοήθεια.

Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με Ομοιοπαθητική, βάζοντας με κατάλληλες παρεμβάσεις να πολεμούν μεταξύ τους το ένα γερμανικό φύλλο εναντίον του άλλου. Αυτό δεν ήταν και πολύ δύσκολο, αφού οι διαφορές μεταξύ των φύλων ήταν διαδεδομένες και πάντα πολεμούσαν μεταξύ τους. Πέρα απ' αυτά, η αξιοποίηση Γότθων μισθοφόρων στον τακτικό στρατό είχε οικονομικά πλεονεκτήματα για τους Ρωμαίους: Οι αγρότες που δεν ενδιαφέρονταν για τον στρατό, μπορούσαν να αφοσιωθούν στην παραγωγή· και οι Γότθοι που έχυναν κατά προτίμηση το αίμα τους παρά τον ιδρώτα τους, υπηρετούσαν και εισέπρατταν στο στρατό.

Αφού μεγάλωνε το σώμα των μισθοφόρων στο ρωμαϊκό στρατό, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί ότι ικανοί στρατιωτικοί από τα γερμανικά φύλα αναδεικνύονταν σε επιτελικές θέσεις. Την εποχή του Κων/νου Α', μη ρωμαϊκής καταγωγής ο ίδιος, εμφανίζονται οι πρώτοι Γερμανοί στρατηγοί. Στην ηγετική ομάδα του στρατεύματος είχαν δημιουργηθεί συγγένειες και συμπεθεριά, που έφταναν ακόμα και μέχρι την αυτοκρατορική αυλή. Έτσι προέκυψε μια γερμανο-ρωμαϊκή στρατιωτική αριστοκρατία, ένα γενεαλογικό δίκτυο με διασυνδέσεις, μέσω των οποίων κατά κάποιο τρόπο όλοι που βρίσκονταν σε θέσεις αποφάσεων ήταν συγγενείς. Κατά τον τελευταίο αιώνα του ενιαίου κράτους είχαν αποφασιστικό ρόλο στη πολιτική διοίκηση Γερμανοί όπως οι Φράγκοι Merobaudes και Bauto, ο Βάνδαλος Stilicho, ο Σουαβός Ricimer ή Rikimer,  ο Βουργουνδός Gundobad κ.ά. Οι αυτοκράτορες βρίσκονταν στα θερμαινόμενα παλάτια τους στη Ρώμη, τη Ραβένα και την Κων/πολη, χάνοντας όλο και περισσότερο την επαφή με το στράτευμα και κατά συνέπεια με την εξουσία. Το έτος 476 ο φύλαρχος Οδόακρος, πιθανόν Θουρίγγιος, ίσως και Έρουλος στην καταγωγή και με ανατροφή στην αυλή του Αττίλα των Ούννων, πέταξε  με την ιδιότητα του Ρωμαίου στρατηγού τον τελευταίο αυτοκράτορα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους εκτός εξουσίας και ανακήρυξε τον εαυτό του Ρωμαίο βασιλιά.

Το κρατικό μονοπώλιο εξοπλισμών κατέρρευσε.

Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι η πολιτογράφηση των ξένων στο ρωμαϊκό κράτος θα οδηγούσε σε κοινωνική και πολιτισμική ενσωμάτωση. Όμως, όσο περισσότερες ομάδες από τα γερμανικά φύλα εισέρχονταν και όσο υψηλότερες θέσεις στη διοίκηση καταλάμβαναν, τόσο δυσκολότερη γινόταν η ενσωμάτωση. Ζηλοφθονίες και προλήψεις εκδηλώνονταν με κάθε ευκαιρία. Οι γενειοφόροι Γότθοι με τα μακριά παντελόνια και τις γούνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από τη φήμη του βάρβαρου. Η εμφάνισή τους τούς περιθωριοποιούσε και η διαφορετική θρησκεία (Αρειανισμός ή εθνική θρησκεία) θεωρείτο αίρεση. 

Νόμοι ενάντια σε μεικτούς γάμους, ξενικές ενδυμασίες, άγνωστες θρησκείες κ.λπ. δείχνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Ταυτόχρονα κυκλοφορούσαν κείμενα κατά των ξένων, μεθοδεύονταν μαζικές σφαγές και μεμονωμένες δολοφονίες εναντίων Γότθων, τους οποίους δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν, αλλά και δεν μπορούσαν χωρίς αυτούς, αφού αποτελούσαν τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματα. Η κυβέρνηση έχασε σταδιακά τον έλεγχο των επαρχιών, το κρατικό μονοπώλιο διαχείρισης των όπλων δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί. Πάνω στον πανικό των εξελίξεων εκδίδονταν απανωτές εγκύκλιοι αλλά δεν ήταν πια δυνατόν να εφαρμοστούν, η εκτελεστική εξουσία παράπαιε, η περίπλοκη γραφειοκρατία κατέρρευσε.

Οι Σάξονες κατέλαβαν τη Βρετανία, οι Φράγκοι τη Γαλατία, οι Αλαμανοί κατέλαβαν την Germania superior (σημερινή νότια Γερμανία και μέρος της σημερινής Ελβετίας). Η Ιταλία καταλήφθηκε από τους Οστρογότθους, η Ισπανία από τους Βισιγότθους και η βόρεια Αφρική από τους Βανδάλους, οι οποίοι πέρασαν στη συνέχεια με πλοία στη νότια Ιταλία και στην Ελλάδα. 

Στο βαλκανικό χώρο επικρατούσε ανακατωσούρα και στην ανατολική αυτοκρατορία επικρατούσε έκρυθμη κατάσταση λόγω θρησκευτικών συγκρούσεων. Οι αγρότες ήταν παντού αριθμητικά σε υπεροχή, αλλά πολιτικά ήταν αμήχανοι, όντας συνηθισμένοι σε μακρές περιόδους ειρήνης και βέβαιοι ότι θα προστατεύονται και θα κυβερνώνται διά παντός. 

Τώρα με την κρίση προείχε βέβαια η σωτηρία της ψυχής. Η εκκλησία υποκατέστησε το κράτος, τα μοναστήρια ανέλαβαν την εκπαίδευση. Οι πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν οι τσιφλικάδες φτώχυναν. Οι κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων εξαφανίστηκαν  –οι Γότθοι ενδιαφέρονταν μάλλον για όπλα παρά για βιβλία–, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ενδιέφερε τους εισβολείς. Οι οδικές και θαλάσσιες μετακινήσεις δεν ήταν πια ασφαλείς, το ελεύθερο εμπόριο με μακρινές χώρες που ήταν απαραίτητο για την ευμάρεια του κράτους έγινε επισφαλές. Παντού διαδόθηκε η ανταλλακτική οικονομία. Τα υδραγωγεία κατέρρεαν, για τα λουτρά δεν υπήρχε ζεστό νερό, δρόμοι και γέφυρες δεν συντηρούνταν πια, στο Ρήνο κυκλοφορούσαν μόνο βάρκες για μεταφορά ανθρώπων και ζώων στην απέναντι πλευρά. Τότε περίπου ξεκίνησε η εποχή που ονομάζουμε σήμερα Μεσαίωνα!

Πάντα τίθεται το ερώτημα, γιατί ο πλούσιος και αναπτυγμένος πολιτισμός των Ρωμαίων υπέκυψε στην πίεση των φτωχών Βαρβάρων από τις γύρω περιοχές. Δίνονται διάφορες εξηγήσεις για παρακμή, για μια κοινωνία που εθίστηκε στην ευμάρεια, που αναζητούσε τη γλυκιά ζωή σε ατομικό επίπεδο και η οποία ταυτόχρονα δεν είχε κάτι να αντιπαραθέσει στα γερμανικά φύλα, όταν αυτά επέπεσαν στο κράτος ωθούμενα από τις ανάγκες επιβίωσης. Μικρός αριθμός μεταναστών ήταν δυνατόν να ενσωματωθεί· όταν αυτοί υπερέβησαν όμως ένα κρίσιμο πλήθος και οργανώθηκαν ως αυτοτελής ομάδα που μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτοδύναμα, μετακινήθηκε το κέντρο βάρους της εξουσίας: η παλαιά τάξη διαλύθηκε.-

Αν γίνονται αντιληπτές κάποιες ομοιότητες -των αναλογιών τηρουμένων- με σημερινές εξελίξεις στην Ευρώπη, σημαίνει ότι βρισκόμαστε ήδη στην αρχική φάση μιας νέας ανατροπής που θα κρατήσει τις επόμενες δεκαετίες και γενεές.

19 January 2016

Το εκκρεμές του διηγήματος κάνει μεγάλες ταλαντώσεις

Βιβλία, βιβλία

Σκέψεις για το νεοελληνικό διήγημα, με αφορμή τη μεγάλη ποικιλία από συλλογές διηγημάτων που κυκλοφόρησαν τη χρονιά που μας πέρασε. 



του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη, bookpress.gr, 17/1/2016


Η ιστορία του νεοελληνικού διηγήματος δείχνει ότι χάρη στη μικρή του φόρμα μπορεί να κινείται, ανάλογα με την εποχή και την ιδιοσυγκρασία του δημιουργού, ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό, ανάμεσα στην ενεργή αφήγηση και τη στάσιμη εξομολόγηση, ανάμεσα στη λιλιπούτεια έκταση και στα εκτενή διηγήματα-γίγαντες. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να βρει σ’ αυτό, έστω κι αν θεωρείται ως είδος υποδεέστερο του μυθιστορήματος, τη συλλογή που θα ικανοποιήσει τις προσωπικές του ανάγκες και θα εστιάσει στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία και τον κόσμο.

Λόγω της έκτασής του το διήγημα είναι η πεζογραφία της μιας ανάγνωσης και της μιας εντύπωσης. Το άμεσο χτύπημά του μπορεί να προκαλέσει είτε μια πρόσκαιρη αναπήδηση από την έξυπνη στροφή που θα πάρει η αφήγηση είτε έναν οξύ συναισθηματικό νυγμό που δεν θα επικεντρωθεί κατευθείαν στο ευαίσθητο υπογάστριο της αναγνωστικής πρόσληψης. Μια εντύπωση σημαίνει ενιαία ανάγνωση, ολιστική σύλληψη του έργου, συμπυκνωμένη σύλληψη μιας πραγματικότητας. Κι ακόμα καλύτερα είναι αν ολόκληρη η συλλογή δεν αποτελείται από ετερόκλητα κείμενα, αλλά από έργα με κοινές συντεταγμένες ώστε να απλωθεί ως αλυσίδα ιδεών, προσώπων ή συναισθημάτων.

Πρώτη ταλάντωση: διήγημα-γίγας vs. διήγημα-μπονζάι

Το 2015 αναδεικνύει, όχι μόνο σε ποσότητα αλλά κυρίως σε ποικιλία, συλλογές διηγημάτων που προσφέρονται είτε για εκτενείς αναγνώσεις σε ευρύχωρα διαστήματα είτε για αναγνώσεις σφηνάκια που καλύπτουν το μεσοδιάστημα μεταξύ των σταθμών του μετρό. Από τα διηγήματα-γίγαντες, τα οποία διακρίνονται για τη μυθιστορηματική τους πολυπλοκότητα, έως τα διηγήματα-μπονζάι, τα οποία είναι έργα μίας ανάσας, οι Έλληνες διηγηματογράφοι, με βαριά παράδοση, ξέρουν να χειρίζονται τη μικρή φόρμα και να τη ζυμώνουν σε όλες τις πιθανές και απίθανες μορφές της.

Τα πρώτα δεν αφήνονται στην «κορυφή του παγόβουνου» ούτε στην έξαρση της μιας εντύπωσης, αλλά πλάθουν μυθοπλαστικούς κόσμους που εκτείνονται σε μια πιο πολύπλοκη διάσταση της ζωής. Τέτοια κείμενα, που προσεγγίζουν την έκταση της νουβέλας, περιλαμβάνονται στη συλλογή της Δέσποινας Μπάτρη Ή όλοι ή κανείς (εκδ. Μεταίχμιο). Σ’ αυτά αρμόζονται γερά δίπολα, στα οποία ο ένας πόλος ριψοκινδυνεύει και ενίοτε θυσιάζεται για να σώσει τον άλλο πόλο και παράλληλα διασπείρονται σε ποικίλους χρονότοπους, ακριβώς για να δέσουν οι ιστορίες τους με τα κατάλληλα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Σε όλα τίθεται το θέμα της θυσίας σε μια εποχή όπου ο ήρωας είτε είναι χολυγουντιανό υπερθέαμα, που τοποθετείται έξω από τα ανθρώπινα όρια, ή είναι παλιομοδίτικη περσόνα, η οποία φαίνεται άκαιρη στους αντιηρωικούς καιρούς μας. Οι ήρωες της Δέσποινας Μπάτρη γειώνονται με την καθημερινότητα και δεν γίνονται ουτοπικοί υπερήρωες, καθώς δεν απομακρύνονται από το έδαφος της αυτοθυσίας, της συνείδησης και της προσφοράς. Στις συνθήκες και στο δεδομένο περιβάλλον ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους -κάποιοι από αυτούς μάλιστα τη χάνουν τόσο συνειδητά, τόσο αποφασισμένα- και προκρίνουν με όλη τους την αυταπάρνηση έναν βαθιά ενσυνείδητο ανθρωπισμό.


Το ίδιο εκτενή είναι και τα διηγήματα του Κώστα Κατσουλάρη στο Νυχτερινό ρεύμα (εκδ. Πόλις), ο οποίος διαρθρώνει τα τέσσερα κείμενά του πάνω σε ένα ζεύγος βασικών ηρώων που βρίσκονται σε συμπληρωματική σχέση μεταξύ τους, ασχέτως αν πλαισιώνονται από πολλές άλλες μορφές. Τα τέσσερα διηγήματα συστήνουν ισάριθμους διαλόγους ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων που προσπαθούν να καταλάβουν η μία την άλλη κι έτσι αποδεικνύεται ότι η ζωή είναι ένας σιωπηλός πολλές φορές διάλογος μεταξύ ανθρώπων που νομίζουν ότι γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι -παρά τα χρόνια συναναστροφής τους- άγνωστοι.

Στο εντελώς αντίθετο άκρο κείνται μικρά κειμενάκια με αποκορύφωμα τα αφηγήματα μικρομυθοπλασίας του Θάνου Κάππα με τον εύγλωττο τίτλο Πικρούτσικα πικρούτσικα (εκδ. Εστία). Αυτά σχετίζεται άμεσα με μια βιωματικού τύπου γραφή, κοφτή σαν αστραπή και στατική σαν φωτογραφία, με έμφαση στην περιεκτικότητα και την ποιητικότητα της γλώσσας και με εστίαση σε ένα συγκεκριμένο επεισόδιο, που συχνά είναι μόνο η αφορμή για σκέψη ή αναπόληση.

Δεύτερη ταλάντωση: ποιήση vs. αφήγηση

Αν η πρώτη ταλάντωση διέπει την έκταση και την πυκνότητα των διηγημάτων, η δεύτερη ξεκινά από τη (στάσιμη) ποιητικότητα και εκτείνεται ώς το άλλο άκρο, την (ενεργή) αφήγηση.

Στην πρώτη κατηγορία καλά δείγματα είναι τα κείμενα του Ηλία Λ. Παπαμόσχου Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες (εκδ. Κίχλη), ώριμο στάδιο συμπύκνωσης, που διυλίζει το βίωμα για να βγάλει το απόσταγμά του. Πρόκειται για μικρές ποιητικές φόρμες (πάλι μικροκείμενα), που συμπυκνώνουν το βίωμα, το αποστάζουν, το αναβαπτίζουν μέσω της γλώσσας (με ανεπαίσθητους λεκτικούς αιφνιδιασμούς, με υπαινιγμούς και σκόπιμες θολωμένες σκηνές) και το τυλίγουν με την ατμόσφαιρα της υπαίθρου. Όλη η κατασκευή αποσκοπεί ακριβώς σ’ αυτό, να αιχμαλωτίσει το πετούμενο συναίσθημα, να το απαθανατίσει όσο γίνεται μέσα στις λέξεις κι έτσι να το αφήσει να πετάξει ώς τον αναγνώστη.

Το ίδιο στηριγμένη στο συναίσθημα, έστω και αν η ιστορία δεν εκλείπει, είναι η Δώρα Κασκάλη στο Μαύρο κουτί της μνήμης τους (εκδ. Οκτώ). Η ποιητικότητα της γραφής μεταφέρει το βλέμμα απ’ έξω προς τα μέσα, από τη δράση στη δραματικότητα, αγγίζει τα απωθημένα των γυναικών ή των ανδρών και τα ξαναντύνει με το αισθαντικότερο ρούχο τους. Πολλά από τα διηγήματα δείχνουν την αδυναμία ή την υποκρισία του ατόμου να συμφιλιώσει την εσωτερική με την εξωτερική πραγματικότητα. Τα απωθημένα που σκιαγραφούνται είναι το ασύμπτωτο πεδίο ανάμεσα στα θέλω και στα πρέπει, στα μπορώ και στα δεν μπορώ. Κάθε μονόλογος ξεδιπλώνει αυτή την εσωτερική τραγωδία, που διχάζει τους δύο εαυτούς, από τους οποίους ο ένας καταπιέζει τον άλλο κι ο δεύτερος επιχειρεί να πάρει εκδίκηση.

Στην αντίπερα όχθη είναι οι αφηγήσεις της Λένας Κιτσοπούλου στο Μάτι του ψαριού (εκδ. Μεταίχμιο), όπου η ιστορία συστρέφεται σε απρόσμενες εξελίξεις. Ο βασικός στόχος των βελών της διηγηματογράφου δεν είναι η σάπια κοινωνία ή οι παραδοσιακοί θεσμοί, αλλά ο ίδιος ο βολεμένος άνθρωπος, συχνά ο ίδιος ο πρωταγωνιστής που ναι μεν καταδικάζει όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά κατά βάθος αντιλαμβάνεται ότι ο ίδιος είναι πιο αδύναμος, πιο αλλόκοτος, πιο στρεβλός, ότι ο ίδιος κουβαλά ανάλογα κουσούρια με όσα βλέπει στους άλλους, ότι το πρόβλημα δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλά ένα άλλο, εξίσου ή και χειρότερο από το οφθαλμοφανές. Τα κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου χαρακτηρίζονται από γρήγορη αφήγηση, σάτιρα, άμεσο ή έμμεσο γέλιο, καρναβαλικό αναποδογύρισμα της ομαλής πραγματικότητας, έντεχνη σκηνοθεσία των σεναρίων, απόκρυψη της ταυτότητας του αφηγητή, σεξοθηρική διάθεση, καλπάζοντα ρυθμό, χειμωρρώδη ορμή και πολύκροτη εκπυρσοκρότηση των ανατροπών.

Ιστορία και διακειμενικότητα

Πολλά από τα παραπάνω έργα εστιάζουν στο προσωπικό και στο σημερινό, στο κοινωνικό και στο τρέχον, ενώ άλλα ανατρέχουν στην Ιστορία (και στη μυθολογία ενίοτε), για να προβάλλουν το βάρος της μνήμης, της πολιτικής και το τράυμα της καταπίεσης. Ο Γιάννης Ατζακάς στο Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη (εκδ. Άγρα) εξηγεί μυθοπλαστικά ότι η πολιτική δεν μπορεί να δαμάσει τον έρωτα, με αποτέλεσμα διαπροσωπικές ιστορίες, ερωτικές απογοητεύσεις, ψυχικά χαστούκια να συνδέονται με το κλίμα της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Αντίστοιχα, αλλά από τη σκοπιά ενός «μαρξιστικού φεμινισμού», η Μαίρη Μικέ στις Κόκκινες ουλές (εκδ. Ίκαρος) εμφανίζει την αδικία σε αριστερούς και σε γυναίκες, συχνά και τα δύο μαζί, ως το βαρύ χέρι της Ιστορίας που καταπλακώνει φτωχές, αντιφρονούσες, έρημες, αδικαίωτες υπάρξεις.

Μια έντονη τάση που διαπιστώνω είναι η διακειμενική κατασκευή πολλών διηγημάτων. Κι αυτό δεν γίνεται άρρητα, αλλά συχνά η ιστορία χτίζεται δεδηλωμένα πάνω στον καμβά προηγούμενων έργων, τα οποία λειτουργούν ως υποκείμενα σε νέα υπερκείμενα, διηγήματα που, μολονότι παραπέμπουν στο τότε, αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες του σήμερα. Το έκανε η Μαίρη Μικέ πάνω στην ιστορία του Λωτ ή στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, το έκανε ο Γιάννης Ατζακάς με τον «Αλιβάνιστο» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, και πολύ περισσότερο -με τη διακειμενικότητα να αποτελεί στρατηγικό άξονα των περισσότερων διηγημάτων της- το επιχείρησε η Έλενα Μαρούτσου στις Χυδαίες ορχιδέες (εκδ. Κίχλη). Το ερωτικό στοιχείο (ένας έρωτας που πραγματώνεται σε διάφορες μορφές, από τη ρομαντική αγάπη μέχρι τη σεξουαλική προστυχιά κι από το ανέφικτο συναίσθημα ως τη γυναικεία ομοφυλοφιλία) νοτίζει τα περισσότερα κείμενα της συλλογής, στηριγμένο στη διακειμενική σχέση με γνωστά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυρίως της αγγλοσαξονικής. Ο έρωτας βιώνεται μέσα από τα βιβλία, αλλά στη μεταμοντέρνα εποχή μας αυτός είναι ένας τρόπος να πει κανείς ότι όλες οι μεγάλες αγάπες έχουν εξιστορηθεί, μα πάντα κάτι μένει να παραλλάσσεται μέσα στον νέο χωροχρόνο που ζούμε.

Νέες πένες, γερά αλφάδια

Πριν κλείσω, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή μας σε τέσσερις συγγραφείς, τρεις πρωτοεμφανιζόμενους και έναν λίγο παλιότερο, οι οποίοι παρουσιάζουν ισάριθμες συλλογές διηγημάτων με ιδιαίτερο στίγμα και λόγο.

Η Βίκυ Κλεφτογιάννη στις 14 ζωές στη Σαλονίκη (εκδ. Κέδρος) γράφει δεκατέσσερις μικρές ιστορίες οι οποίες έχουν ως βασικό χρονότοπο τη Θεσσαλονίκη τού σήμερα, όπως μας τη συστήνουν ισάριθμα (ή και περισσότερα) πρόσωπα, άνθρωποι ή άλλα όντα, των οποίων οι ζωές αποτυπώνουν το παρόν μέσα από πρωτότυπες κινηματογραφικές λήψεις. Ο Βασίλης Χουλιαράς στις Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν (εκδ. Μελάνι) συνομιλεί με το θείο, όχι με την πίστη στην αγαθή παρουσία του (χριστιανικού) Θεού, αλλά με την ορατή αμφιβολία για το αν όσα ξέρουμε γι’ Αυτόν είναι ακλόνητα και τελεσίδικα. Γράφει αφήνοντας τον αναγνώστη να προβληματιστεί και να αναζητήσει κάτι πίσω από το μυστήριο κάθε διηγήματος, κάτι που συναντάμε, πιο πολύ και πιο γκροτέσκα, στη συλλογή του Θοδωρή Ρακόπουλου Νυχτερίδα στην τσέπη (εκδ. Νεφέλη). Εκεί συναντάμε σκοτεινές ιστορίες, στις οποίες το ρεαλιστικό ναρκοθετείται από το παράλογο, το γενικό υπονομεύεται από τη λεπτομέρεια, το ξεκάθαρο θολώνει από την ατμοσφαιρική του φλου εικόνα. Και τέλος ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Περούλης, ο οποίος παρουσιάζει δέκα ιστορίες ανθρώπων μέσα στον εργασιακό τους χώρο, ανθρώπων οι οποίοι φοράνε τα παπούτσια της δουλειάς τους και δεν βγάζουν παρά μόνο στον θάνατο. Τα Αυτόματα (εκδ. Αντίποδες) είναι γραμμένα ωμά, ποτισμένα στην ιδιόλεκτο κάθε επαγγέλματος και γι’ αυτό αποδίδουν καίρια τον μικρόκοσμό τους, ο οποίος ωστόσο αντανακλά όλη την ελληνική κοινωνία.

Αυτό το πρώτο κοσκίνισμα δείχνει ότι το διήγημα, με τη δυνατότητα που έχει να ελίσσεται, να μεταμφιέζεται, να μετασχηματίζεται, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από τη μυθιστορηματική πολυπλοκότητα μέχρι την αστραπιαία εντύπωση κι από την αφηγηματική νομοτέλεια ώς την ποιητική μαγεία, από τον αυτοβιογραφικό λόγο (ο οποίος παρεμπιπτόντως πολλές φορές καταντά συγγραφική αυταρέσκεια) έως την ιστορική και κοινωνική αποτύπωση. Γι’ αυτό μπορεί σε εποχές κοσμοκρατορίας του μυθιστορήματος να επιβιώνει με μια δαρβινικού τύπου δυνατότητα προσαρμογής. 

11 January 2016

Γιατί πιστεύουμε ό,τι πιστεύουμε

Lawton Graham, ΒΗΜΑ, 10/1/2016

Η πίστη είναι καθοριστική όχι μόνο για τη θρησκεία αλλά και για την επιστήμη. Σπάνια όμως σκεφτόμαστε πόσο παράξενη είναι. Διαβάστε επάνω σε τι είναι πραγματικά χτισμένες οι βασικές αξίες σας

Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η λογική είναι βασίλισσα. Νομίζουμε ενδεχομένως ότι όλα τα πιστεύω μας έχουν δομηθεί μέσα από ασφαλείς λογικές διεργασίες και οι ακλόνητες πεποιθήσεις μας υπογραμμίζουν το ποιοι είμαστε και το πόσο δίκιο έχουμε να εμπιστευόμαστε το μυαλό μας. Οι νευροεπιστήμονες έχουν όμως άλλη άποψη. Μας λένε ότι οι πεποιθήσεις μας σμιλεύονται από την παιδική μας ηλικία με υλικά που δεν μας ανήκουν. Με τις σκέψεις και τα πιστεύω της αγέλης μας, των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά μας και τους εμπιστευόμαστε όσο είμαστε μικροί και άγουροι. Και πως στη συνέχεια το μόνο που κάνουμε είναι να «κουμπώνουμε» τα εισερχόμενα δεδομένα της ζωής μας στις προκατασκευασμένες αυτές πεποιθήσεις. Και, αν το σκεφθείτε, είναι μάλλον λογικό: άνθρωποι με αντιδιαμετρικά αντίθετα πιστεύω θεωρούνται εξίσου λογικοί... Αρα από τι είναι φτιαγμένες οι πεποιθήσεις μας;

Την ημέρα που κάθησα να γράψω αυτό το άρθρο οι ειδήσεις ήταν σχεδόν όπως όλες τις ημέρες. Ενας νεαρός είχε κριθεί ένοχος συνωμοσίας για τον αποκεφαλισμό ενός βρετανού στρατιώτη. Μάχες είχαν ξεσπάσει ξανά στην Ουκρανία. Η Ελλάδα κατηγορούσε τους δανειστές της ότι ενεργούσαν με βάση την ιδεολογία και όχι την οικονομική πραγματικότητα. Κάποιοι άγγλοι οπαδοί ποδοσφαιρικής ομάδας είχαν βιντεοσκοπηθεί να καθυβρίζουν ρατσιστικά έναν άνδρα στο μετρό του Παρισιού. Ολα τα νέα της ημέρας ήταν αυτά καθαυτά μοναδικά. Στη ρίζα τους όμως αφορούσαν το ίδιο πράγμα: την ισχυρή και πολύ ανθρώπινη στάση που αποκαλούμε πίστη.

Τα πιστεύω καθορίζουν το πώς βλέπουμε τον κόσμο και πώς ενεργούμε μέσα σε αυτόν. Χωρίς αυτά δεν θα υπήρχαν συνωμοσίες για τον αποκεφαλισμό στρατιωτών, δεν θα υπήρχαν πόλεμος, οικονομικές κρίσεις και ρατσισμός. Επίσης δεν θα υπήρχαν εκκλησίες και προστατευόμενες φυσικές περιοχές, δεν θα υπήρχαν επιστήμη και τέχνη. Οποια πιστεύω και αν έχετε, είναι δύσκολο να φανταστείτε μια ζωή χωρίς αυτά. Τα πιστεύω, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι αυτά που μας κάνουν ανθρώπους. Επίσης έρχονται τόσο φυσικά ώστε σπάνια καθόμαστε να σκεφθούμε πόσο παράξενη είναι η πίστη.

Υλη και πίστη

Το 1921 ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ έθεσε το ζήτημα λακωνικά περιγράφοντας την πίστη ως «το κεντρικό πρόβλημα στην ανάλυση του νου». Το να πιστεύουμε, είπε, είναι «το πιο "νοητικό" πράγμα που κάνουμε» - εννοώντας το πιο μακρινό από την «απλή ύλη» από την οποία είναι φτιαγμένος ο εγκέφαλός μας. Πώς μπορεί ένα φυσικό αντικείμενο όπως ο ανθρώπινος εγκέφαλος να πιστεύει πράγματα; Η φιλοσοφία έχει κάνει ελάχιστη πρόοδο σε αυτό το κεντρικό πρόβλημα του Ράσελ. Ολοένα και περισσότερο όμως οι επιστήμονες έρχονται να βοηθήσουν.

«Κάποτε πιστεύαμε ότι οι ανθρώπινες πεποιθήσεις είναι υπερβολικά σύνθετες ώστε να αναλυθούν από την επιστήμη» λέει ο Φρανκ Κρούγκερ, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον στο Φέαρφαξ της Βιρτζίνια στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Αυτή η εποχή έχει όμως παρέλθει». Εκείνο το οποίο αναδεικνύεται είναι μια εικόνα της πίστης η οποία είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία έχουν καταλήξει τα συμπεράσματα της κοινής λογικής - μια εικόνα που μπορεί να αλλάξει ορισμένες από τις ευρέως αποδεκτές πεποιθήσεις μας σχετικά με τον εαυτό μας. Τα πιστεύω είναι θεμελιώδη στη ζωή μας, όσον αφορά όμως το τι πιστεύουμε και γιατί αποδεικνύεται ότι έχουμε πολύ λιγότερο έλεγχο από ό,τι νομίζαμε.

Πεποιθήσεις σε διάφορα μεγέθη

Οι πεποιθήσεις μας «κυκλοφορούν» σε διάφορες μορφές και διάφορα μεγέθη, από τις επουσιώδεις και τις εύκολα επαληθεύσιμες - πιστεύω ότι θα βρέξει σήμερα - ως τη βαθιά, μη στηριζόμενη σε αποδείξεις, πίστη - πιστεύω στον Θεό. Ολες μαζί συγκροτούν έναν προσωπικό οδηγό για την πραγματικότητα λέγοντάς μας όχι μόνο τι είναι ορθό με βάση τα γεγονότα αλλά και τι είναι σωστό και καλό και επομένως πώς να συμπεριφερόμαστε απέναντι στους άλλους και απέναντι στον φυσικό κόσμο. Αυτό τις καθιστά εύλογα όχι μόνο το πιο νοητικό πράγμα που κάνει ο εγκέφαλός μας αλλά και το πιο σημαντικό. «Το κύριο κατευθυντήριο σύστημα του εγκεφάλου είναι το να εξάγει νόημα. Ολα τα άλλα είναι δουλικά συστήματα» λέει ο ψυχολόγος Πίτερ Χάλιγκαν από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στη Βρετανία.

Ωστόσο, παρά το ότι είναι τόσο σημαντικές, ένα από τα μακροχρόνια προβλήματα για τη μελέτη των πεποιθήσεων είναι να προσδιορίσει κάποιος επακριβώς τι είναι αυτό που προσπαθεί να κατανοήσει. «Ολοι ξέρουν τι είναι πίστη ώσπου να τους ζητήσεις να την ορίσουν» λέει ο κ. Χάλιγκαν. Αυτό στο οποίο υπάρχει γενική συμφωνία είναι ότι η πίστη είναι κάτι παρόμοιο με τη γνώση αλλά πιο προσωπικό. Το να γνωρίζουμε ότι κάτι είναι αληθές είναι διαφορετικό από το να πιστεύουμε ότι είναι αληθές. Η γνώση είναι αντικειμενική ενώ η πίστη είναι υποκειμενική. Αυτή η μη στηριζόμενη στη λογική πλευρά είναι που δίνει στην πίστη τον μοναδικό, και προβληματικό, χαρακτήρα της.

Πιστεύω ή ξε-πιστεύω;

Οι φιλόσοφοι έχουν από παλιά συζητήσει τη σχέση ανάμεσα στο να γνωρίζουμε και να πιστεύουμε. Τον 17ο αιώνα ο Ρενέ Ντεκάρτ και ο Μπαρούχ Σπινόζα συγκρούστηκαν γι' αυτό το ζήτημα ενώ προσπαθούσαν να εξηγήσουν πώς καταλήγουμε στις πεποιθήσεις μας. Ο Ντεκάρτ πίστευε ότι η κατανόηση πρέπει να έρχεται πρώτη: μόνο αφού έχεις κατανοήσει κάτι μπορείς να το ζυγίσεις και να αποφασίσεις αν θα το πιστέψεις ή όχι. Ο Σπινόζα δεν συμφωνούσε. Υποστήριζε ότι το να γνωρίζεις κάτι σημαίνει αυτόματα ότι το πιστεύεις: μόνο αφότου έχεις πιστέψει κάτι μπορείς να το ξε-πιστέψεις. Η διαφορά μπορεί να φαίνεται επουσιώδης αλλά έχει τεράστια σημασία για το πώς λειτουργεί η πίστη.

Αν σχεδιάζατε ένα σύστημα απόκτησης της πίστης από την αρχή προφανώς θα έμοιαζε με το καρτεσιανό. Η άποψη του Σπινόζα δεν φαίνεται πειστική. Αν η προκαθορισμένη ρύθμιση του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι να δέχεται χωρίς σκέψη αυτά που μαθαίνουμε ως αληθινά, τότε αυτό που μας λέει η κοινή λογική μας, ότι οι πεποιθήσεις μας είναι κάτι στο οποίο φθάνουμε μέσω της λογικής, φεύγει από το παράθυρο. Ωστόσο, παραδόξως, τα στοιχεία φαίνονται να υποστηρίζουν τον Σπινόζα. Για παράδειγμα, τα μικρά παιδιά είναι υπερβολικά εύπιστα, κάτι το οποίο υποδηλώνει ότι η ικανότητα να αμφιβάλλουμε και να απορρίπτουμε απαιτεί περισσότερους νοητικούς πόρους από ό,τι η αποδοχή. Κατά ανάλογο τρόπο τα κουρασμένα ή αφηρημένα άτομα είναι περισσότερο επιρρεπή στην πειθώ. Οταν μάλιστα μπήκαν στον χορό και οι νευροεπιστήμονες, τα ευρήματά τους προσέθεσαν περισσότερο βάρος στην άποψη του Σπινόζα.

Ο εύπιστος εγκέφαλός σας

Η νευροεπιστημονική διερεύνηση της πίστης ξεκίνησε το 2008, όταν ο Σαμ Χάρις από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες έβαλε ανθρώπους στον εγκεφαλικό τομογράφο και τους ρώτησε αν πίστευαν ή όχι σε διάφορες γραπτές δηλώσεις. Ορισμένες ήταν απλές προτάσεις που αφορούσαν γεγονότα όπως «η Καλιφόρνια είναι μεγαλύτερη από το Ρόουντ Αϊλαντ». Αλλες αφορούσαν ζητήματα προσωπικής πίστης όπως «μάλλον δεν υπάρχει Θεός». Ο κ. Χάρις διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις που οι εθελοντές πίστευαν ότι είναι αληθείς παρήγαν ελάχιστη εγκεφαλική δραστηριότητα - μόλις μερικές σύντομες αναλαμπές σε περιοχές που σχετίζονται με τη συλλογιστική και τη συναισθηματική ανταμοιβή. Αντιθέτως, η δυσπιστία παρήγε μακρότερη και ισχυρότερη ενεργοποίηση περιοχών οι οποίες σχετίζονται με την προσεκτική εξέταση και τη λήψη αποφάσεων, σαν ο εγκέφαλος να έπρεπε να δουλέψει πιο σκληρά για να φθάσει σε μια κατάσταση δυσπιστίας. Οι δηλώσεις που οι εθελοντές δεν πίστευαν ενεργοποιούσαν και αυτές περιοχές που εμπλέκονται στο συναίσθημα, αλλά στην προκειμένη περίπτωση σχετιζόμενες όχι με την ανταμοιβή αλλά με τον πόνο ή την αηδία.

Τα αποτελέσματα του κ. Χάρις ερμηνεύθηκαν ευρέως ως περαιτέρω επιβεβαίωση του ότι η προκαθορισμένη ρύθμιση του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι να αποδέχεται. Η πίστη έρχεται εύκολα, η αμφιβολία θέλει προσπάθεια. Αν και αυτή δεν φαίνεται μια έξυπνη στρατηγική για να βρει κάποιος την πορεία του μέσα στον κόσμο, έχει νόημα αν τη δούμε υπό το πρίσμα της εξέλιξης. Αν τα εξελιγμένα γνωσιακά συστήματα που στηρίζουν την πίστη εξελίχθηκαν από πιο πρωτόγονα αντιληπτικά συστήματα, θα πρέπει να διατηρούν πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των απλούστερων συστημάτων. Ενα από αυτά είναι η μη κριτική αποδοχή των εισερχόμενων πληροφοριών. Αυτός είναι ένας καλός κανόνας όταν πρόκειται για αισθητηριακές αντιλήψεις αφού οι αισθήσεις μας συνήθως παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες. Μας φόρτωσε όμως ένα μη βέλτιστο σύστημα για την αξιολόγηση πιο αφηρημένων ερεθισμάτων όπως οι ιδέες.

Σε λάθος δρόμο

Περισσότερες ενδείξεις υπέρ του ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει ήρθαν από τη μελέτη του πώς και γιατί η πίστη παίρνει λάθος δρόμο. «Αν σκεφθείτε τις εγκεφαλικές βλάβες ή τις ψυχικές διαταραχές που προκαλούν αυταπάτες και παραισθήσεις, μπορείτε να αρχίσετε να κατανοείτε πού ξεκινάει η πίστη» λέει ο κ. Χάλιγκαν. Οι αυταπάτες αυτές περιλαμβάνουν πεποιθήσεις οι οποίες φαίνονται παράξενες στους «απ' έξω» αλλά απολύτως φυσικές στο ίδιο το άτομο. Για παράδειγμα, τα άτομα μερικές φορές πιστεύουν ότι έχουν πεθάνει, ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα έχουν αντικατασταθεί από απατεώνες ή ότι οι σκέψεις και οι ενέργειές τους ελέγχονται από εξωγήινους. Και - κάτι που λέει πολλά - αυτού του είδους οι αυταπάτες συχνά συνοδεύονται από διαταραχές της αντίληψης, της επεξεργασίας των συναισθημάτων ή της «εσωτερικής παρακολούθησης» - του να γνωρίζει π.χ. κάποιος αν έχει ξεκινήσει μια συγκεκριμένη σκέψη ή ενέργεια.

Τα ελαττώματα αυτά είναι το σημείο από όπου ξεκινούν οι αυταπάτες, υποστηρίζει ηΡόμπιν Λάνγκντον από το Πανεπιστήμιο Μακουάρι στο Σίντνεϊ της Αυστραλίας. Τα άτομα με αυταπάτες περί ελέγχου τους από εξωγήινους, για παράδειγμα, συχνά έχουν ελαττωματική κινητική παρακολούθηση, οπότε δεν καταγράφουν ενέργειες τις οποίες έχουν τα ίδια ξεκινήσει ως δικές τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα άτομα με την αυταπάτη που είναι γνωστή ως «μη αυτοταυτοποίηση στον καθρέφτη», τα οποία δεν αναγνωρίζουν το ίδιο το είδωλό τους, έχουν επίσης συχνά ένα αισθητηριακό ελάττωμα που λέγεται αγνωσία καθρέφτη: δεν «συλλαμβάνουν» τις ανακλαστικές επιφάνειες. Ενας καθρέφτης τούς φαίνεται σαν ένα παράθυρο και αν τους ζητηθεί να πιάσουν ένα αντικείμενο που αντανακλάται στην επιφάνειά του θα προσπαθήσουν να το φθάσουν μέσα στον καθρέφτη ή πίσω από αυτόν. Οι αισθήσεις τους τούς λένε ότι το άτομο στον καθρέφτη δεν είναι οι ίδιοι και έτσι πιστεύουν ότι αυτό είναι αλήθεια. Και πάλι, εμπιστευόμαστε τα δεδομένα των αισθήσεών μας και, αν αυτά μας λένε ότι το μαύρο είναι άσπρο, σε γενικές γραμμές καλά κάνουμε και τις πιστεύουμε.

Ισως νομίζετε ότι δεν θα ξεγελιόσασταν ποτέ κατ' αυτόν τον τρόπο, όμως, όπως λέει η κυρία Λάνγκντον, «όλοι είμαστε προγραμματισμένοι για αυτού του είδους την πίστη, τουλάχιστον αρχικά». Σκεφθείτε την εμπειρία όταν παρακολουθείτε ένα ταχυδακτυλουργικό σόου. Παρότι ξέρετε ότι όλα σε αυτό είναι ψευδαίσθηση, η ενστικτώδης αντίδρασή σας είναι να θεωρήσετε ότι ο μάγος έχει αλλάξει τους νόμους της φυσικής.

Οι λανθασμένες αντιλήψεις δεν είναι αυταπάτες φυσικά. Το να βλέπουμε να πριονίζουν κάποιον στα δύο και μετά να τον ενώνουν ξανά δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε πως οι άνθρωποι μπορούν με ασφάλεια να πριονιστούν στα δύο. Επιπροσθέτως τα αισθητηριακά ελαττώματα δεν οδηγούν πάντα σε αυταπάτες. Τι άλλο χρειάζεται, λοιπόν; Απεικονιστικές μελέτες του εγκεφάλου από τον κ. Χάρις έχουν προσφέρει ένα σημαντικό στοιχείο: η πίστη αφορά τόσο τη συλλογιστική όσο και το συναίσθημα.

Το αίσθημα του σωστού

Ο σχηματισμός μιας αυταπάτης μάλλον απαιτεί επίσης κάποια βλάβη στη διαδικασία του συναισθηματικού ζυγίσματος. Είναι πιθανόν ένας τραυματισμός στον εγκέφαλο να την έχει καταστρέψει ολοσχερώς κάνοντας τα άτομα απλώς να αποδέχονται τα στοιχεία που παρέχουν οι αισθήσεις τους. Ή μπορεί απλώς να την έχει αποδυναμώσει «κατεβάζοντας» το κατώφλι των στοιχείων που απαιτούνται ώστε να γίνει αποδεκτή μια αυταπάτη.

Για παράδειγμα, κάποιος με ένα εγκεφαλικό τραύμα το οποίο έχει προκαλέσει βλάβη στη συναισθηματική επεξεργασία των προσώπων μπορεί να σκεφθεί «αυτή που ήρθε χθες να με δει έμοιαζε με τη γυναίκα μου αλλά δεν την αισθανόμουν σαν εκείνη, ίσως να ήταν μια απατεώνισσα. Θα αποφύγω να καταλήξω σε μια τελική κρίση ώσπου να ξανάρθει». Η επόμενη συνάντηση προκαλεί τα ίδια συναισθήματα, οπότε η υπόθεση επιβεβαιώνεται και η αυταπάτη αρχίζει να αναπτύσσεται.

Σύμφωνα με την κυρία Λάνγκντον και άλλους ειδικούς, τα όσα περιγράφονται πιο πάνω είναι παρόμοια με τα όσα συμβαίνουν στη φυσιολογική διαδικασία του σχηματισμού των πεποιθήσεων. Και τα δύο αφορούν εισερχόμενες πληροφορίες που συνδυάζονται με ασυνείδητη σκέψη επάνω σε αυτές τις πληροφορίες ώσπου να φθάσει ένα «αίσθημα του σωστού» και να σχηματιστεί μια πίστη.

Αυτή η διαδικασία των δύο σταδίων θα μπορούσε να βοηθήσει να εξηγήσουμε γιατί άτομα χωρίς εγκεφαλική βλάβη είναι επίσης εκπληκτικά επιρρεπή σε παράξενες πεποιθήσεις. Η φυσική ευπιστία μας είναι το ένα πρόβλημα και είναι ιδιαίτερα πιθανόν να μας οδηγήσει σε λάθος μονοπάτια όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ισχυρισμούς που βασίζονται σε ιδέες οι οποίες είναι δύσκολο να επαληθευτούν με τις αισθήσεις μας - «η 11η Σεπτεμβρίου ήταν δουλειά από μέσα» για παράδειγμα. Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει με το «αίσθημα του σωστού» το οποίο φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά επιρρεπές στα λάθη.

Εξέλιξη, βιολογία και παρέες

Από πού λοιπόν έρχεται το αίσθημα του σωστού; Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι έχει τρεις κύριες πηγές: την εξελιγμένη ψυχολογία μας, τις προσωπικές βιολογικές διαφορές μας και τις παρέες που κάνουμε.

Η σημασία της εξελιγμένης ψυχολογίας υπογραμμίζεται από το πιο σημαντικό ίσως από όλα τα συστήματα πεποιθήσεων: τη θρησκεία. Αν και οι κοινωνίες ποικίλλουν σημαντικά, η θρησκευτική πίστη αυτή καθαυτή είναι αξιοσημείωτα όμοια παντού. Οι περισσότερες θρησκείες παρουσιάζουν ένα οικείο σύνολο πρωταγωνιστών: υπερφυσικοί παράγοντες, μετά θάνατον ζωή, ηθικοί κανόνες και απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα. Γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι τα πιστεύουν τόσο αβίαστα;

Σύμφωνα με τη θεωρία της θρησκείας ως γνωσιακού υπο-προϊόντος, η ενστικτώδης ορθότητά τους απορρέει από βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης γνωσιακής λειτουργίας που εξελίχθηκαν για άλλους λόγους. Ιδιαίτερα τείνουμε να θεωρούμε ότι τα γεγονότα προκαλούνται από ενεργούς παράγοντες. Ενα θρόισμα στο χορτάρι μπορεί να είναι ένας θηρευτής αλλά μπορεί να είναι και απλώς ο άνεμος, ωστόσο έχουμε περισσότερο όφελος αν κάνουμε λάθος ρέποντας προς την πλευρά της προφύλαξης: οι πρόγονοί μας που έτειναν υπέρ της διαμεσολάβησης ενός ενεργού παράγοντα θα επιβίωναν περισσότερο και θα είχαν περισσότερους απογόνους. Κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχολογία μας έχει εξελιχθεί για να αναζητεί μοτίβα επειδή αυτή ήταν μια χρήσιμη στρατηγική επιβίωσης. Κατά τη διάρκεια της εποχής της ξηρασίας, για παράδειγμα, τα ζώα είναι πιθανότερο να συγκεντρώνονται γύρω από μια λιμνούλα με νερό, επομένως εκεί θα πρέπει να πάει κάποιος να κυνηγήσει. Και πάλι έχουμε όφελος όταν αυτό το σύστημα είναι υπερενεργό.

Αυτός ο ισχυρός συνδυασμός υπερευαισθησίας υπέρ της «παραγοντοποίησης» και της «μοτιβοποίησης» παρήγαγε έναν ανθρώπινο εγκέφαλο ο οποίος είναι προγραμματισμένος να βλέπει τη μεσολάβηση παραγόντων και τον σκοπό παντού. Και η μεσολάβηση παραγόντων μαζί με τον σκοπό αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της θρησκείας - ιδιαίτερα η ιδέα ενός παντοδύναμου παράγοντα ο οποίος κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν και δίνει νόημα σε κατά τα άλλα τυχαία γεγονότα. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως δεκτικοί στους θρησκευτικούς ισχυρισμούς και όταν τους συναντάμε για πρώτη φορά - τυπικά ως παιδιά - τους αποδεχόμαστε χωρίς αμφισβήτηση. Υπάρχει σε αυτούς ένα «αίσθημα του σωστού» το οποίο πηγάζει από τα βάθη της γνωσιακής αρχιτεκτονικής μας.

Η ομάδα μου είναι η καλύτερη

Σύμφωνα με τον κ. Κρούγκερ, όλες οι πεποιθήσεις αποκτώνται με παρόμοιο τρόπο. «Τα πιστεύω εμπίπτουν σε ένα ολόκληρο φάσμα αλλά έχουν όλα την ίδια ιδιότητα. Μια πεποίθηση είναι μια πεποίθηση».

Ο εγκέφαλός μας που αναζητεί παράγοντες και μοτίβα συνήθως μας υπηρετεί σωστά αλλά ταυτοχρόνως μας κάνει επιρρεπείς σε μια ευρεία κλίμακα αλλόκοτων και παράλογων πεποιθήσεων, από την πίστη στο παραφυσικό και στο υπερφυσικό ως τις θεωρίες συνωμοσίας, τις προκαταλήψεις, τον εξτρεμισμό και την πίστη στη μαγεία. Παράλληλα η εξελιγμένη ψυχολογία μας στηρίζει επίσης κάποιες άλλες πεποιθήσεις όπως ο δυϊσμός - το να βλέπουμε δηλαδή το πνεύμα και το σώμα ως διαφορετικές οντότητες - ή μια φυσική τάση να πιστεύουμε ότι η ομάδα στην οποία ανήκουμε είναι ανώτερη από τις άλλες.

Μια δεύτερη πηγή του «αισθήματος του σωστού» είναι πιο προσωπική. Οταν πρόκειται για κάτι σαν τις πολιτικές πεποιθήσεις, το συμπέρασμα ήταν ανέκαθεν ότι βρίσκουμε τον δρόμο μας προς μια συγκεκριμένη στάση μέσω της λογικής. Περίπου όμως μέσα στην τελευταία δεκαετία έγινε εμφανές ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις έχουν τις ρίζες τους στη βασική βιολογία μας. Οι συντηρητικοί, για παράδειγμα, γενικώς αντιδρούν με περισσότερο φόβο από ό,τι οι προοδευτικοί στις απειλητικές εικόνες, έχουν υψηλότερα σκορ στις μετρήσεις που σχετίζονται με τη διέγερση, όπως αυτές που αφορούν την αγωγιμότητα του δέρματος και τον ρυθμό με τον οποίο ανοιγοκλείνει κάποιος τα μάτια του. Αυτό υποδηλώνει ότι αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως ένα πιο επικίνδυνο μέρος και ενδεχομένως εξηγεί σε έναν βαθμό τη στάση τους σε ζητήματα όπως η έννομη τάξη και η εθνική ασφάλεια.

Μια άλλη βιολογική αντίδραση που έχει θεωρηθεί ότι εμπλέκεται στις πολιτικές πεποιθήσεις είναι η αηδία. Σε γενικές γραμμές οι συντηρητικοί αηδιάζουν πιο εύκολα από ερεθίσματα όπως η οσμή των σωματικών αερίων και των σκουπιδιών. Και η αηδία τείνει να κάνει τα άτομα όλων των πολιτικών πεποιθήσεων να αποστρέφονται περισσότερο τις ηθικά ύποπτες συμπεριφορές, αν και η αντίδραση αυτή είναι πιο έντονη στους συντηρητικούς. Αυτό έχει προταθεί ως μια ερμηνεία για τις διαφορές απόψεων σε σημαντικά ζητήματα όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών ή η παράνομη μετανάστευση. Οι συντηρητικοί συχνά αισθάνονται ισχυρή αποστροφή απέναντι σε αυτές τις παραβιάσεις του status quo και έτσι τις κρίνουν ηθικά απαράδεκτες. Οι προοδευτικοί αηδιάζουν λιγότερο εύκολα και έχουν λιγότερες πιθανότητες να τις κρίνουν τόσο σκληρά.

Διαφορετικές πραγματικότητες

Αυτές οι ενστικτώδεις αντιδράσεις έχουν τόσο ισχυρή επιρροή ώστε άνθρωποι με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις κυριολεκτικά φθάνουν να κατοικούν σε διαφορετικές πραγματικότητες. Πολλές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι οι πεποιθήσεις των ατόμων σχετικά με αμφιλεγόμενα ζητήματα ευθυγραμμίζονται με την ηθική στάση που έχουν απέναντι σε αυτά. Οι υπέρμαχοι της θανατικής ποινής, για παράδειγμα, συχνά ισχυρίζονται ότι αυτή αποτρέπει το έγκλημα και σπάνια οδηγεί στην εκτέλεση αθώων, οι αντιτιθέμενοι σε αυτήν λένε ακριβώς το αντίθετο.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει απλώς επειδή οδηγούμαστε στις ηθικές μας θέσεις μέσω της λογικής, ζυγίζοντας τα γεγονότα που έχουμε στη διάθεσή μας προτού καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα. Υπάρχει όμως ένας μεγάλος και αυξανόμενος αριθμός στοιχείων που υποδηλώνουν ότι τα πιστεύω λειτουργούν αντίστροφα. Πρώτα παίρνουμε την ηθική μας θέση και ύστερα πλάθουμε τα δεδομένα ώστε να ταιριάζουν σε αυτήν.

Αν λοιπόν οι ηθικές μας θέσεις καθοδηγούν τις στηριζόμενες σε δεδομένα πεποιθήσεις μας, από πού πηγάζουν οι ηθικές μας θέσεις; Η σύντομη απάντηση; Οχι από τον εγκέφαλό μας.

Η ηθική είναι ένστικτο

Σύμφωνα με τον Τζόναθαν Χέιτ από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, οι ηθικές κρίσεις μας συνήθως είναι γρήγορες και ενστικτώδεις: οι άνθρωποι σπεύδουν να βγάλουν συμπεράσματα και μόνον αργότερα επινοούν αιτίες για να δικαιολογήσουν την απόφασή τους. Για να το δείτε στην πράξη, προσπαθήστε να αντιπαρατεθείτε με κάποιον επάνω σε ένα θέμα το οποίο είναι προσβλητικό αλλά ανώδυνο, όπως το να χρησιμοποιήσει τη σημαία της πατρίδας του για να καθαρίσει μια τουαλέτα. Οι περισσότεροι θα επιμείνουν ότι αυτό είναι κακό αλλά δεν θα βρουν μια συλλογιστική για να το στηρίξουν και θα καταφύγουν σε δηλώσεις του τύπου «Δεν μπορώ να το εξηγήσω, απλώς ξέρω ότι είναι κακό».

Αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν θέσετε σε ανθρώπους ερωτήματα τα οποία περιλαμβάνουν ταυτόχρονα ένα ηθικό στοιχείο και ένα στοιχείο το οποίο στηρίζεται σε δεδομένα όπως: «Είναι η καταναγκαστική ανάκριση υπόπτων για τρομοκρατία ηθικά κακή ακόμη και όταν παράγει χρήσιμες πληροφορίες;» ή «Είναι η διανομή προφυλακτικών στο πλαίσιο ενός προγράμματος σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ηθικά κακή ακόμη και όταν μειώνει τα ποσοστά της εγκυμοσύνης στην εφηβεία και των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων;». Οι άνθρωποι που απαντούν «ναι» σε ένα τέτοιου είδους ερώτημα έχουν επίσης περισσότερες πιθανότητες να αμφισβητήσουν τα δεδομένα ή να παρουσιάσουν τα δικά τους, εναλλακτικά δεδομένα για να υποστηρίξουν την πεποίθησή τους. Οι αντιτιθέμενοι στη διανομή προφυλακτικών, για παράδειγμα, συχνά δηλώνουν ότι τα προφυλακτικά δεν λειτουργούν, οπότε η διανομή τους δεν ωφελεί έτσι κι αλλιώς.

«Σήμα» κουλτούρας

Εκείνα που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι είναι σωστά για να τα πιστέψουμε διαμορφώνονται επίσης σε τεράστιο βαθμό από την κουλτούρα μέσα στην οποία μεγαλώνουμε. Πολλές από τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις μας σχηματίζονται κατά την παιδική ηλικία. Σύμφωνα με τον κ. Κρούγκερ, η διαδικασία ξεκινάει από τη στιγμή που γεννιόμαστε, βασισμένη αρχικά σε αισθητηριακές αντιλήψεις - ότι τα αντικείμενα πέφτουν προς τα κάτω, π.χ. - και αργότερα επεκτείνεται σε πιο αφηρημένες ιδέες και προτάσεις. Δεν είναι άξιο απορίας ότι το αποτέλεσμα εξαρτάται από τις πεποιθήσεις που συναντάμε στον δρόμο μας.«Είμαστε κοινωνικά όντα. Οι πεποιθήσεις μεταδίδονται από τους ανθρώπους στους οποίους βρισκόμαστε πιο κοντά» λέει ο επιστήμονας. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Αν όλοι έπρεπε να κατασκευάσουμε ένα σύστημα πίστης εξαρχής με βάση την άμεση εμπειρία μας, δεν θα πηγαίναμε πολύ μακριά.

Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με την εγγύτητα, σχετίζεται επίσης και με την αίσθηση του ότι ανήκουμε κάπου. Η κοινωνική φύση μας σημαίνει ότι υιοθετούμε τις πεποιθήσεις σαν σήματα πολιτισμικής ταυτότητας. Το βλέπουμε συχνά σε ζητήματα που αποτελούν «καυτή πατάτα», στα οποία το να ανήκει κάποιος στη σωστή φυλή μπορεί να είναι πιο σημαντικό από το να είναι υπέρ της πλευράς των σωστών στοιχείων. Η αποδοχή της κλιματικής αλλαγής, για παράδειγμα, έχει εξελιχθεί σε «ταμπέλα» (shibboleth) στις Ηνωμένες Πολιτείες - οι συντηρητικοί βρίσκονται από τη μια πλευρά, οι προοδευτικοί από την άλλη. Η εξέλιξη, ο εμβολιασμός και άλλα σχετικά αποτελούν ανάλογα διχαστικά ζητήματα.

Μαζί μας από την εφηβεία

Το τι λοιπόν καταλήγουμε τελικά να πιστεύουμε διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από την κουλτούρα, τη βιολογία και την ψυχολογία μας. Μόλις φθάσουμε στην εφηβεία τείνουμε να έχουμε ένα σχετικά συνεκτικό και ανθεκτικό σύνολο πεποιθήσεων οι οποίες μένουν μαζί μας για το υπόλοιπο της ζωής μας. Αυτές σχηματίζουν ένα διασυνδεδεμένο σύστημα πίστης με ένα σχετικά υψηλό επίπεδο εσωτερικής συνέπειας. Η ιδέα όμως ότι αυτό αποτελεί προϊόν ορθολογικών, συνειδητών επιλογών είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμη. «Αν θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν έχω πραγματικά επιλέξει τις πεποιθήσεις μου. Ανακαλύπτω ότι τις έχω» λέει ο κ. Χάλιγκαν. «Μερικές φορές τις σκέφτομαι, μου είναι όμως δύσκολο να κοιτάξω προς τα πίσω και να πω ποια ήταν η γένεση αυτής της πεποίθησης».

Ξεχάστε τα δεδομένα

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι ο προσωπικός μας οδηγός πεποιθήσεων είναι χτισμένος στην άμμο αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ανθεκτικός στην αλλαγή. «Αν ακούσετε κάτι καινούργιο, προσπαθείτε να το ταιριάξετε στις υπάρχουσες πεποιθήσεις σας» λέει ο κ. Χάλιγκαν. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να απορρίψουμε κάτι το οποίο αντιβαίνει στη θέση μας ή να αναζητήσουμε περισσότερες πληροφορίες προκειμένου να επιβεβαιώσουμε κάτι το οποίο ήδη πιστεύουμε.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πεποιθήσεις των ανθρώπων δεν μπορούν να αλλάξουν. Αν μας παρουσιαστούν αρκετές αντιφατικές πληροφορίες, μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη και το κάνουμε. Πολλοί άθεοι, για παράδειγμα. βρίσκουν με λογικά επιχειρήματα τον δρόμο τους προς τη θρησκεία. Συχνά ωστόσο ο ορθολογισμός δεν θριαμβεύει εδώ. Αντίθετα, είναι πιο πιθανό να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις μας ανταποκρινόμενοι σε ένα πολύ ισχυρό ηθικό επιχείρημα - και όταν το κάνουμε αναπλάθουμε τα γεγονότα ώστε να ταιριάξουν στη νέα πεποίθησή μας. Τις περισσότερες φορές ωστόσο απλώς εμμένουμε στα πιστεύω μας.

Κατόπιν όλων αυτών το δυσάρεστο συμπέρασμα είναι ότι κάποια, αν όχι όλα, από τα θεμελιώδη πιστεύω μας για τον κόσμο βασίζονται όχι στα γεγονότα και στη λογική - ή έστω στην παραπληροφόρηση - αλλά σε ενστικτώδη αισθήματα τα οποία πηγάζουν από την εξελιγμένη ψυχολογία, τη βασική βιολογία και την κουλτούρα μας. Τα αποτελέσματα είναι ορατά παντού: πολιτικά αδιέξοδα, θρησκευτικές αντιπαλότητες, χάραξη πολιτικών χωρίς στοιχεία και ένα απύθμενο πηγάδι μπερδεμένης γλώσσας, ασυναρτησίας και προκατάληψης. Ακόμη χειρότερα, οι βαθιές ρίζες των προβλημάτων μας είναι ως επί το πλείστον αόρατες σε εμάς. «Αν έχετε μια πεποίθηση, εξ ορισμού τη θεωρείτε αληθινή» λέει ο κ. Χάλιγκαν. «Μπορείτε να βγείτε έξω από τις πεποιθήσεις σας; Δεν νομίζω ότι θα ήσασταν ικανός».

Ο κόσμος θα ήταν βαρετός αν όλοι πιστεύαμε τα ίδια πράγματα. Θα ήταν όμως οπωσδήποτε καλύτερος αν όλοι παύαμε να πιστεύουμε τόσο έντονα στις πεποιθήσεις μας.

Τα παράξενα που πιστεύουμε

Θεωρούμε ότι οι πεποιθήσεις μας βασίζονται σε μια αλήθεια. Οταν όμως το 90% των ανθρώπων διατηρεί πεποιθήσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν αυταπάτες, ίσως είναι καιρός να αναθεωρήσουμε την πραγματικότητα.

Οι φυσιολογικοί άνθρωποι πιστεύουν στα πιο παράξενα πράγματα. Σχεδόν οι μισοί ενήλικοι στις Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν τουλάχιστον μία θεωρία συνωμοσίας. Η πίστη σε παραφυσικά ή υπερφυσικά φαινόμενα είναι ευρέως διαδεδομένη, ενώ οι προκαταλήψεις και η πίστη στη μαγεία είναι σχεδόν οικουμενικές.

Εκπληκτικά μεγάλος αριθμός ατόμων διατηρεί επίσης πεποιθήσεις τις οποίες ένας ψυχίατρος θα χαρακτήριζε αυταπάτες. Το 2011 ο ψυχολόγος Πίτερ Χάλιγκαν από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ εξέτασε πόσο συνηθισμένες είναι οι πεποιθήσεις του είδους στη Βρετανία (δείτε το Top 10 της αυταπάτης). Διαπίστωσε ότι περισσότεροι από το 90% είχαν σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον μία. Στις πεποιθήσεις αυτές περιλαμβάνονται το να πιστεύει κάποιος/α ότι μια διασημότητα είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του/της, ότι δεν ελέγχει κάποιες πράξεις του/της και ότι ο κόσμος λέει ή κάνει πράγματα τα οποία εμπεριέχουν ένα ειδικό μήνυμα για εκείνον/η. Κανένα από τα άτομα που εξέτασε ο κ. Χάλιγκαν δεν προβληματιζόταν για τις παράξενες πεποιθήσεις του. Παρ' όλα αυτά, το γεγονός ότι είναι τόσο διαδεδομένες υποδηλώνει πως το «αίσθημα του σωστού» που συνοδεύει την πίστη δεν αποτελεί πάντα αξιόπιστο οδηγό για την πραγματικότητα.

Το Top 10 της αυταπάτης

1. Το σώμα μου ή κάποιο μέρος του σώματός μου είναι δύσμορφο ή άσχημο (46,4 %)

2. Δεν έχω έλεγχο κάποιων πράξεών μου (44,3%)

3. Είμαι ένα εξαιρετικά ταλαντούχο άτομο το οποίο οι άλλοι δεν αναγνωρίζουν (40,5%)

4. Ορισμένα μέρη είναι διπλά, π.χ. υπάρχουν σε δύο διαφορετικά σημεία ταυτοχρόνως (38,7%)

5. Ο κόσμος λέει ή κάνει πράγματα τα οποία περιέχουν ένα ιδιαίτερο μήνυμα ειδικά για μένα (38,5%)

6. Κάποιοι άνθρωποι έχουν βαλθεί να μου κάνουν κακό ή να με δυσφημήσουν (33,8%)

7. Οι σκέψεις μου δεν βρίσκονται απολύτως υπό τον έλεγχό μου (33,6%)

8. Υπάρχει κάποιο άλλο άτομο που μου μοιάζει ή φέρεται όπως εγώ (22,7%)

9. Κάποιοι άνθρωποι είναι διπλοί, π.χ. υπάρχουν σε δύο μέρη ταυτοχρόνως (26,2%)

10. Οι γνωστοί μου μεταμφιέζονται σε άλλα πρόσωπα για να με χειραγωγήσουν ή να μου κάνουν κακό (24,9%)

Τα βασικά «πιστεύω» μας

Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα σχετικά με την πίστη είναι ότι διαφέρει υπερβολικά από άτομο σε άτομο, ιδιαίτερα σε ζητήματα που έχουν πραγματικά σημασία, όπως η πολιτική και η θρησκεία. Σύμφωνα με έρευνες του Τζέραρντ Σόσιερ από το Πανεπιστήμιο του Ορεγκον, αυτές οι μυριάδες διαφορές μπορούν να ταξινομηθούν σε πέντε βασικές «διαστάσεις». Στον πυρήνα τους, υποστηρίζει, αυτές αφορούν το τι θεωρούμε ότι αποτελεί αξιόλογη πηγή αξίας και καλοσύνης στη ζωή, είτε πρόκειται για μια έννοια, ένα αντικείμενο, ένα υπερφυσικό ον ή ένα ιστορικό πρόσωπο. Το σύστημα πίστης μας είναι το σύνολο που προκύπτει από τη θέση μας σε καθεμιά από αυτές τις πέντε διαστάσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη.

1. Παραδοσιακή θρησκευτικότητα: το επίπεδο πίστης στα επικρατούντα (mainstream) θεολογικά συστήματα όπως ο Χριστιανισμός ή το Ισλάμ.

2. Υποκειμενική πνευματικότητα: το επίπεδο πίστης σε μη υλικά φαινόμενα, όπως τα πνεύματα, η αστρολογία και το παραφυσικό.

3. Απόλυτο προσωπικό συμφέρον: η πίστη ότι ο ηδονισμός αποτελεί πηγή αξίας και καλοσύνης στη ζωή.

4. Κοινοτικός ορθολογισμός: η πίστη στη σημασία των κοινών θεσμών και στην άσκηση της λογικής.

5. Αποστροφή στην ανισότητα: το επίπεδο ανοχής της ανισότητας στην κοινωνία, ένα υποκατάστατο της παραδοσιακής πολιτικής διαίρεσης Αριστεράς - Δεξιάς.