του Πάσχου Μανδραβέλη, Καθημερινή, 15/10/2015
Πρέπει άραγε να διδάσκεται το Κρυφό Σχολείο ως ιστορικό γεγονός, για να μπορέσουν τα παιδιά μας να προσεγγίσουν τη ζωγραφική του Νικολάου Γύζη ή την ποίηση του Ιωάννη Πολέμη; Ή μήπως οι δωδεκαθεϊστές πρέπει να κατηχούν στα σχολεία την ελληνική μυθολογία, ως δόγμα πίστεως, για να μην υπάρχει ο κίνδυνος «αρχαιοελληνικού αναλφαβητισμού»;
Αυτά είναι τα πρώτα ερωτήματα που γεννώνται από το άρθρο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Πασχάλη Κιτρομηλίδη («Ο κίνδυνος του θρησκευτικού αναλφαβητισμού», Το Βήμα 18.10.2015) βασικό επιχείρημα του οποίου είναι ότι «τυχόν κατάργηση των Θρησκευτικών συνιστά ένα σοβαρό βήμα για την αποκοπή της παιδείας μας από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Χωρίς γνώση της ιστορίας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, της Αγίας Γραφής, όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός του οποίου το υπόστρωμα είναι χριστιανικό καθίσταται ακατανόητος... Ο θρησκευτικός αναλφαβητισμός θα καταστήσει τα παιδιά μας ανίκανα να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν τα επιτεύγματα του σημαντικότερου πεδίου στα οποία εκδηλώθηκε η δημιουργικότητα του ευρωπαϊκού κόσμου, του πεδίου της τέχνης». Οπως ακριβώς συμβαίνει με τα παιδιά των Γάλλων, θα συμπληρώναμε εμείς, που επειδή δεν έχουν Θρησκευτικά στο σχολείο, δεν μπορούν να εκτιμήσουν την Πιετά του Μιχαήλ Αγγελου. Αντιθέτως, τα Ελληνόπουλα, μόλις πατήσουν στο Παρίσι το πρώτο που κάνουν είναι να επισκεφθούν το Λούβρο για να θαυμάσουν την «Παναγία των Βράχων».
Αφαιρετικός ρομαντισμός
Ο σεβαστός καθηγητής –με μεγάλο και πολυσχιδές έργο– υποπίπτει στο παράπτωμα του αφαιρετικού ρομαντισμού. Οπως τόσοι και τόσοι, που εξιδανικεύουν μια μίζερη κατάσταση για να την υπερασπιστούν. Θεωρητικώς έχει δίκιο: ο Χριστιανισμός είναι πυλώνας του δυτικού πολιτισμού και οι μαθητές πρέπει να διδάσκονται την ιστορία του, αλλά πρακτικώς το πράγμα δεν δουλεύει έτσι. Δεν έχει δα και μεγάλη σχέση με την κατανόηση του δυτικού πολιτισμού αυτά που διαβάζουμε στο βιβλίο Θρησκευτικών της Γ΄ Δημοτικού: «Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής θέλησαν να καταστρέψουν τον Ορχομενό Βοιωτίας. Οι κάτοικοι είχαν τρομοκρατηθεί. Η επίθεση έγινε με πολλά τανκς, που όμως δεν κατάφεραν να προχωρήσουν πολύ. Λίγο πριν φτάσουν στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σταμάτησαν! Ακινητοποιήθηκαν! Η πόλη σώθηκε κι όλοι ευχαρίστησαν την Παναγία για τη θαυμαστή της βοήθεια» (Παντελής Ζούρας, Δημήτριος Θερμός, Αντώνιος Παναγάκης, Μαίρη Βούκανου, Αγγελική Μαστρομιχαλάκη, «Ο Θεός στη ζωή μας» Θρησκευτικά Γ΄ Δημοτικού, εκδόσεις ΟΕΔΒ).
Το σκεπτικό του μοιάζει περισσότερο με εκείνο των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που υπερασπίζονται τον νόμο-πλαίσιο για την παιδεία, ο οποίος –σε έναν ιδανικό κόσμο– θα μπορούσε να μάθει το δημοκρατικό αλφάβητο στους νέους. Υπάρχει καλύτερο εργαστήρι πολιτικής επιστήμης από το να εκλέγουν οι φοιτητές τον πρύτανη, να εκφράζονται δημιουργικά στις συνελεύσεις των ΑΕΙ κ.λπ.; Οχι! Σε έναν «άλλο κόσμο» ηθικό κι αγγελικά πλασμένο, τα πράγματα θα δούλευαν έτσι ιδανικά και τα παιδιά μας δεν θα κινδύνευαν από «δημοκρατικό αναλφαβητισμό». Μόνο που στον υπαρκτό κόσμο τα πανεπιστήμια, διά της συμμετοχής των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές, βρίσκονταν υπό τη διαρκή ομηρία συμμοριών (κομματικών και δήθεν αναρχοαυτόνομων) που τα δυναστεύουν.
Υπάρχει όμως και μια σοβαρή εσωτερική αντίφαση στο ίδιο άρθρο του κ. Κιτρομηλίδη. Ενώ από τη μία ζητάει τη διδαχή των Θρησκευτικών ως εγκυκλοπαιδικού μαθήματος («Η εγκυκλοπαιδική γνωριμία με το φαινόμενο της θρησκείας συνιστά αναγκαίο συντελεστή της αυτογνωσίας όχι μόνο της σημερινής χριστιανικής, αλλά και της μελλοντικής πολυπολιτισμικής Ελλάδας»), από την άλλη θέλει το μάθημα να είναι κατηχητικό: «Η θρησκευτική παιδεία αποτελεί παράγοντα αποφασιστικό για την καλλιέργεια της ηθικής συνείδησης του ανθρώπου. Μέχρι να καταστούμε όλοι καντιανοί φιλόσοφοι με ισχυρή την επίγνωση της αυτονομίας της ηθικής πράξης βάσει της κατηγορικής προσταγής, ας φανούμε πιο ταπεινόφρονες αποδεχόμενοι και το ενδεχόμενο της διαπαιδαγώγησης της κοινωνίας διά της θρησκευτικής ετερόνομης αγωγής».
Να φανούμε πιο ταπεινόφρονες, αλλά το πρόβλημα είναι ότι η «θρησκευτική ετερόνομη αγωγή» δεν είναι ακριβής επιστήμη. Στο πλαίσιο αυτής της ηθικής ετερονομίας, διάφοροι ανατινάζονται σε λεωφορεία και καφετέριες φωνασκώντας «Ο Θεός είναι μεγάλος». Πώς θα ξεχωρίσουμε την αγαθή «καλλιέργεια της ηθικής συνείδησης του ανθρώπου» από τη δολοφονική; Από τη στιγμή που η ηθική ξεφεύγει από τα εγκόσμια, κάθε μουλάς, οποιουδήποτε δόγματος, μπορεί να τη στρεβλώσει μέχρι θανάτου.
Η θρησκευτική ετερόνομη αγωγή δεν είναι καν διαχρονική. Ο ίδιος ο κ. Κιτρομηλίδης αναφέρει στο μνημειώδες έργο του «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» (εκδόσεις ΜΙΕΤ) για τον Αγιοταφίτη αρχιμανδρίτη Αγάπιο Χαπίπη, ο οποίος ανησυχούσε «για τη χαλάρωση των ηθών και τη διαστρέβλωση των ηθικών αξιών [και] τον οδήγησε να καταγγείλει ιδέες όπως η ελευθερία και η ισότητα και να επικρίνει τις αρχές και τις κοινωνικές συνέπειες της Γαλλικής Επανάστασης. Προχώρησε μάλιστα και στην καταγγελία του αυτεπάγγελτου εκείνου επικριτή της θρησκείας και εμπνευστή της επανάστασης, του Βολταίρου, στον οποίο καταλογίζει πρωταρχική ευθύνη για την ηθική παρακμή της κοινωνίας».
«Διδασκαλία Πατρική»
Στα Θρησκευτικά του 18ου αιώνα, και στην «ετερόνομη ηθική αγωγή» δεν εντάσσεται το φυλλάδιο «Διδασκαλία Πατρική», που αποδίδεται στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ανθιμο και τυπώθηκε το 1798 στο εκκλησιαστικό τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη; Σύμφωνα πάλι με τον καθηγητή Πασχάλη Κιτρομιλίδη, «Η “Διδασκαλία Πατρική” προειδοποιούσε αυστηρά για “τας νεοφανείς ελπίδας της Ελευθερίας”, τις οποίες ο συγγραφέας θεωρούσε ως “νεοφανή και έντεχνον παγίδα”, το τελευταίο τέχνασμα το οποίο “εμεθοδεύθη” “ο πρώτος αποστάτης διάβολος” για να παραπλανήσει τους ευσεβείς. Ως αντίδοτο στην επώδυνη φωνή της ελευθερίας, ο συγγραφέας συμβούλευε υποταγή στην “ισχυράν βασιλείαν των Οθωμανών”, η οποία ήταν το δώρο του Θεού προς τους ορθόδοξους χριστιανούς, σταλμένο για να τους προστατεύει από τις αιρέσεις. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε δημιουργηθεί από τον θεό εκ του μηδενός, σε μια εποχή που η χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να “χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα [με σκοπό να] είναι εις μεν τους Δυτικούς ωσάν ένας χαλινός, εις δε τους Ανατολικούς ημάς πρόξενος σωτηρίας. Οι πραγματικοί ορθόδοξοι χριστιανοί, κατά συνέπεια, όφειλαν να υποταχθούν με ευγνωμοσύνη στους θεόσταλτους αφέντες τους και να ξεχάσουν κάθε μάταιη συζήτηση για απατηλές ελευθερίες πάνω σ’ αυτή τη γη. Το “νυν θρυλούμενον σύστημα της ελευθερίας”, που είχε εμφανισθεί στις χώρες της Δύσης εκείνη την εποχή, αντέβαινε προς “τα ρητά της θείας Γραφής και των Αγίων Αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσόμεθα εις τας υπερέχουσας αρχάς”. Δεν αντιπροσώπευε παρά αναρχία και “ακαταστασία, οπού το καθ’ αυτό σκοπούμενον ταύτης της ελευθερίας μία μισητή ολιγαρχία και τυραννία, ως εκ της πείρας φαίνεται”» («Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδόσεις ΜΙΕΤ).
Βεβαίως, τα σημερινά Θρησκευτικά δεν το πάνε τόσο μακριά, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένουν ένας επιβλαβής αναχρονισμός της παιδείας μας. Είναι άλλο η μάθηση της συμβολής του Χριστιανισμού στο δυτικό οικοδόμημα (όπως και τα εμπόδια που κατά καιρούς όρθωσε η ιεραρχία του) και άλλο η κατήχηση ενός δόγματος.