του Χάρη Καστανίδη, Καθημερινή, 11/10/2015
Πρώτος μύθος. Οι Ελληνες είμαστε καλός λαός, αλλά έχουμε σκάρτους πολιτικούς.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην επικράτεια του ευρωπαϊκού διαφωτισμού όπου έχει αναχθεί σε αδιαμφισβήτητη αλήθεια το λαϊκό ιδεολόγημα ότι το πολιτικό προσωπικό της είναι κατώτερο του λαού που το εκλέγει, ότι δεν έχει κάποια αντιστοίχιση στον εθνικό μας χαρακτήρα και στις αξιώσεις που επιβάλλει ο ενάρετος κύκλος ζωής των πολιτών της. Οι άλλες κοινωνίες αποδέχονται ότι συχνά η άσκηση της εξουσίας καταντά κάτι ξένο προς αυτές και τις προσδοκίες τους, ότι η εξουσία φθείρει και διαφθείρει πρόσωπα, αλλά, την ίδια ώρα, δεν αποξενώνονται από την απλή αλήθεια ότι οι πολιτικοί είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του εκλογικού τους σώματος.
Η πίστη ότι ο ελληνικός λαός εγκαταλείπεται και προδίδεται από ένα, ξένο προς αυτόν, σώμα ανάξιων πολιτικών στηρίζεται στην ακαταμάχητη κοινωνική ροπή να μηδενίζεται η λαϊκή ευθύνη για ό,τι συμβαίνει στην εθνική μας πορεία. Πάντοτε φταίνε οι άλλοι και ειδικότερα οι εκτοπισμένοι «άλλοι» στα ύπατα αξιώματα, οι μηδέποτε όντες σάρκα από τη σάρκα μας.
Κάθε εποχή έχει τους πολιτικούς εκπροσώπους της και αυτοί δεν είναι τίποτε άλλο από την ακριβή απεικόνιση της κατάστασης των εκλογέων. Ας το συλλαβίσουμε.
Δεύτερος μύθος. Ο λαός πάντοτε συντάσσεται με τις αξιόπιστες και εμπνευσμένες πολιτικές ηγεσίες, σεβόμενος την πολιτική τους.
Στην πρόσφατη πολιτική ιστορία μας έχουμε παραδείγματα εμπνευσμένων ηγεσιών και ορθολογικών αποφάσεων, που, ωστόσο, συνάντησαν τη σφοδρή κοινωνική αντίδραση. Ο Αντώνης Τρίτσης νομοθέτησε ορθούς κανόνες στη χωροταξία και την πολεοδόμηση και επί ενάμιση χρόνο πολέμησε με συνέπεια την αυθαίρετη δόμηση. Οταν στις ευρωεκλογές του 1984 τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος καταβαραθρώθηκαν στις εκλογικές περιφέρειες της αυθαίρετης δόμησης, όπως στο υπόλοιπο Αττικής, ο υπουργός αποχαιρέτησε τη θέση του, «γράφοντας Ιστορία». Η πολιτική ανταποκρίθηκε στο αίσθημα του τοπικού λαού. Κόλαφος, αλλά το καλοκαίρι του 1985 τα ποσοστά ανέβηκαν και πάλι.
Το 1994 επιχειρείται εκσυγχρονιστική τομή στο πελατειακό κράτος με την ψήφιση του νόμου Πεπονή. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η εφαρμογή του νόμου συνάντησε ισχυρή κοινωνική αντίσταση, συνοψισμένη στη λαϊκή απαίτηση: «Εφαρμόστε τον νόμο, αφού διορίσετε τα δικά μας παιδιά». Ο νόμος τελικά, παρά τις περιπέτειές του, διασώθηκε και διαμόρφωσε μια νέα κοινωνική συνείδηση για το συγκεκριμένο θέμα. Η μικρή αυτή πρόοδος δεν ήταν «λαϊκή κατάκτηση», οφειλόταν στο ότι μια ορισμένη πολιτική αντιστάθηκε στους πολίτες.
Τρίτος μύθος. Εχουμε το δίκιο με το μέρος μας, αλλά το υπονομεύουν με τις μηχανορραφίες τους οι εκάστοτε ισχυροί της Γης.
Είναι αλήθεια ότι το πλέγμα εξαρτήσεων του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του οδήγησε πολλές φορές σε κινδύνους και αδιέξοδα. Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια ότι για τα εθνικά δεινά μας δεν ευθύνονται πάντοτε τα ξένα συμφέροντα, αλλά η δική μας αδυναμία να αναλύουμε με διορατικότητα τις διεθνείς σχέσεις και τις μεταβολές στο διεθνές περιβάλλον. Ούτε ευθύνονται τα ξένα συμφέροντα για την ακατανίκητη εθνική μας ροπή προς τη διχοστασία και τους εξοντωτικούς εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν οφείλεται τόσο στην αλλαγή της στρατηγικής ορισμένων ξένων δυνάμεων, όσο στον εθνικό διχασμό της περιόδου 1915-1922.
Και επιπλέον, είναι καιρός να δεχθούμε ότι, ακριβώς, τα συμφέροντα των ξένων επέβαλαν πολλές φορές λύσεις επωφελείς για τα εθνικά μας δίκαια. Ακόμη και η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους φέρει την αποφασιστική συμβολή των ξένων.
Τέταρτος μύθος. Η ελληνική νεολαία είναι πάντοτε στην πρωτοπορία των προοδευτικών αγώνων.
Η Ιστορία μας είναι διάστικτη από αντίθετα παραδείγματα, ώστε να μη φαντάζει ως ιστορικός-εθνικός κανόνας η προοδευτική πρωτοπορία της νεολαίας. Τα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά» καλό είναι να μην τα παραχώνουμε στο λαγούμι της Ιστορίας. Χρήσιμο είναι να θυμόμαστε ότι δεκάδες νεολαίοι έπεσαν νεκροί στους δρόμους της Αθήνας, αρχές του 20ού αιώνα, όταν φανατικά διαμαρτύρονταν, καθοδηγούμενοι από τους πιο συντηρητικούς κύκλους της Φιλοσοφικής Αθηνών, εναντίον της μετάφρασης του αρχαίου κειμένου και των Ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα. Στη «Δίκη των τόνων» η νεολαία ήταν πανταχού απούσα, ενώ στις μέρες μας καταφέραμε να ταυτίσουμε το «προοδευτικό» με τις καταλήψεις και την άσκηση βίας για να μην εξορθολογισθούν οι ακαδημαϊκές λειτουργίες. Ναι, σε αυτές τις αψεγάδιαστες μέρες μας, τι περίεργο, αλήθεια, που οι «αγανακτισμένοι» Ελληνες αποδομούν με μανία, ως υπεύθυνες για τα προβλήματά μας, τις γενιές του 1-1-4 και του Πολυτεχνείου, δηλαδή αποδομούν τις πράγματι αντιστασιακές στιγμές της νεολαίας.