Πως ξεκίνησαν όλα μ’ εμένα
του Διαγόρα Μήλιου, 20/9/2015
Όταν πλησίαζε να κυκλοφορήσει το βιβλίο με συντονιστή τον Στέλιο Φραγκόπουλο, «Αποχαιρετισμός στη Θρησκευτική Πίστη» (Εκδόσεις «Βερέττα», 2012), είχε κυκλοφορήσει στους κύκλους της Ένωσης Άθεων μια έκκληση προς όποιους θα ήθελαν να συμπεριληφθεί η ιστορία τους στο βιβλίο. Είχα θεωρήσει τότε ότι η δική μου ιστορία δεν ήταν τόσο συναρπαστική ώστε να αξίζει να συμπεριληφθεί σε βιβλίο, κι έτσι δεν συμμετείχα. Αργότερα αποφάσισα να την καταγράψω, και τώρα αποφάσισα ότι μπορεί μεν να μην άξιζε δημοσίευση σε βιβλίο, αλλά μια χαρά θα έκανε ως άρθρο για το blog μου. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία, πώς βρέθηκα εγώ εκτός θρησκευτικής πίστης.
Αθήνα, τέλη δεκαετίας ‘70. Δεν θυμάμαι σε ποια τάξη του δημοτικού σχολείου ήμουν, ίσως τρίτη ή τετάρτη, άρα αυτό τοποθετεί την ηλικία μου ανάμεσα στα 9 και 11 έτη. Ήταν η πρώτη σχολική μνεία στον αρχαίο πολιτισμό και στους φιλόσοφους που είναι γνωστοί και θαυμάζονται μέχρι σήμερα ανά τον κόσμο. Ειπώθηκαν τα ονόματα πολλών φιλοσόφων, και πέρα από τους Αθηναίους αναφέρθηκαν και άλλοι από όλη την Ελλάδα, όπως ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, κ.α.
Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι ακόμα κι ένα νησί του Αιγαίου όπως η Σάμος είχε έναν αρχαίο φιλόσοφο να αναδείξει. Τυχαίνει κι εγώ να κατάγομαι από ένα νησί του Αιγαίου, που είναι κυρίως γνωστό λόγω ενός συγκεκριμένου αγάλματος, μιας συγκεκριμένης θεάς, που τους τελευταίους αιώνες κοσμεί με την παρουσία του το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, κι έτσι ήξερα ότι το νησί άνθιζε κατά την αρχαιότητα, οπότε φυσικά αναρωτήθηκα, αν είχε κι αυτό αναδείξει κανέναν φιλόσοφο. Δεν μπορώ να θυμηθώ με σιγουριά πλέον, αλλά πιθανότατα ρώτησα σχετικά τη δασκάλα, και δεν ήξερε κανέναν.
Όταν τελείωσα με το μάθημα εκείνης της ημέρας πήγα στο σπίτι και αργότερα ήλθε ο πατέρας μου από τη δουλειά του. Ήταν η ώρα των ερωτήσεων! Τον συνάντησα στο διάδρομο, όπου έβγαζε το παλτό του και το έβαζε στην κρεμάστρα, και όση ώρα κράτησαν τα λίγα λόγια που ανταλλάξαμε συνέχισε να ασχολείται με τα ρούχα του, χωρίς να με κοιτάει. (Υποθέτω πως το γεγονός ότι διατήρησα αυτή τη λεπτομέρεια στη μνήμη μου είναι μέρος κάποιου μακροχρόνιου παραπόνου που είχα μεγαλώνοντας, σχετικά με κάποια γενικότερη έλλειψη προσοχής από τον πατέρα μου.) Όμως παρά την έλλειψη επαφής με τα μάτια, ο πατέρας μου πάντα έδινε, τουλάχιστον λακωνικές απαντήσεις στις ερωτήσεις μου. Τα λόγια που ειπώθηκαν είχαν ως εξής:
«Μπαμπά, ήταν κανένας αρχαίος φιλόσοφος από τη Μήλο;» ρώτησα.
Στην αρχή σιώπησε, σα να προσπαθούσε να θυμηθεί αν υπήρχε κανένας, αλλά σε επανεξέταση μάλλον προσπαθούσε να αποφασίσει ποιες πληροφορίες να αναφέρει και ποιες να παραλείψει.
«Ναι» είπε, και σιώπησε για μια ακόμα στιγμή.
«Ο Διαγόρας ο Μήλιος» είπε και ακολούθησε άλλη μια παύση.
Και τότε πρόσθεσε, με έναν τόνο σα να μην επρόκειτο για κάτι σημαντικό, αλλά για χάρη σφαιρικής γνώσης, ας το άκουγα κι αυτό:
«Ο επονομαζόμενος και άθεος. Ο Διαγόρας ο άθεος.»
Φυσικά, ήμουν αναγκασμένος να ρωτήσω: «Τι είναι άθεος;»
«Άθεος είναι κάποιος που δεν πιστεύει σε θεό» απάντησε.
Τότε ήλθε η σειρά μου να σιωπήσω για λίγο, επεξεργαζόμενος τις πληροφορίες. Κι έπειτα, ρώτησα:
«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε θεό;»
Εξακολουθώντας να μην με κοιτάει, και με μια έκφραση που έδειχνε ότι αυτό ήταν απλώς μια διαπίστωση, και όχι κάτι που ενέκρινε, αλλά, και ίσως ακόμα πιο σημαντικά, ούτε κάτι που κατέκρινε, απάντησε: «Ναι· υπάρχουν.»
Αυτό ήταν. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να πω ότι έγινα άθεος ακριβώς εκείνη τη στιγμή, αλλά αν θέλει κανείς οπωσδήποτε να ανατρέξει στο παρελθόν και να βρει μια στιγμή στην οποία όλα ξεκίνησαν, αυτή ήταν.
Μια υπερφίαλη ανάγνωση αυτής της σύντομης συζήτησης ανάμεσα σε εμένα και τον πατέρα μου μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο επιπόλαιο συμπέρασμα ότι έγινα άθεος επειδή αυτή ήταν η κοσμοαντίληψη ενός διάσημου προγόνου μου. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν λανθασμένη για διάφορους λόγους, και όχι μόνο επειδή κατάγομαι από Κρητικούς πρόσφυγες που πρωτοπάτησαν το πόδι τους στη Μήλο το 1844.
Κατ’ αρχάς, ασχέτως του Διαγόρα του Μηλίου, αυτή η συζήτηση μου έδωσε να καταλάβω ότι η έννοια της αθεΐας υφίσταται· χωρίς να εξετάζουμε, αρχικά, το αν είναι σωστή ή λάθος, η εκπληκτική συνειδητοποίηση εδώ ήταν ότι η λέξη «αθεΐα» είναι το όνομα μιας υπαρκτής έννοιας. Όπως ξέρουμε, ένα σημαντικό βήμα για την κατανόηση μιας έννοιας είναι απλούστατα η απόκτηση μιας λέξης γι’ αυτήν.
Έπειτα, το γεγονός ότι αυτός ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος ήταν άθεος μου έδειξε ότι η αθεΐα είναι μια φιλοσοφικά υπερασπίσιμη έννοια. Προφανώς, ο άνθρωπος είχε αφιερώσει κάποια σκέψη στο ζήτημα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, και τον θυμόμαστε ακόμα, άρα η έννοια δεν μπορεί να είναι και τόσο τρελή, ε; Φυσικά, η ιδέα αντήχησε με κάποιες υποψίες που είχαν ήδη ξεκινήσει δειλά-δειλά να σχηματίζονται στο νου μου, κι έτσι ήταν κατά κάποιον τρόπο μια επιβεβαίωση ότι τις ιδέες μου τις είχαν και άλλοι, ότι δεν ήμουν μόνος.
Το επόμενο που αναρωτήθηκα ήταν ποια να ήταν άραγε η έκταση της καινούργιας μου μη-μοναξιάς: προφανώς, αν ο Διαγόρας ο Μήλιος έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο άθεος», η αθεΐα του πρέπει να ήταν κάτι επαρκώς σπάνιο ώστε να διακρίνει έναν άνθρωπο, άρα οι άλλοι φιλόσοφοι που έμειναν γνωστοί για άλλα πράγματα, μάλλον δεν ήταν άθεοι, ή δεν τους απασχολούσε το ζήτημα τόσο ώστε να το φιλοσοφήσουν. Έτσι λοιπόν το εύλογο ερώτημα τώρα είχε ως εξής: ήταν η αθεΐα μια ιδέα που είχε προκύψει μόνο σε εμένα και σε έναν άλλο τύπο δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, ή τη συμμεριζόντουσαν κι άλλοι άνθρωποι; Αυτός ήταν σχεδόν σίγουρα ο λόγος που ρώτησα την τελευταία ερώτηση, αν υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε θεό· αλλιώς, η ερώτηση δεν θα είχε νόημα να τεθεί. Η καταφατική απάντηση σε αυτή την ερώτηση πρέπει να είχε μια πολύ έντονη επίδραση σε εμένα:
Όχι μόνο υπάρχει λέξη γι’ αυτό,
Όχι μόνο είναι μια φιλοσοφικά υπερασπίσιμη θέση,
Αλλά επίσης, υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι σήμερα που σκέφτονται έτσι.
Αν αυτό δεν είναι διανοητική αγαλλίαση, δεν ξέρω τι θα μπορούσε ποτέ να είναι.
Αργότερα, στην πέμπτη δημοτικού, έκανα την πρώτη μου επανάσταση: έπαψα να συμμετέχω στην πρωινή προσευχή, στεκόμενος μεν στη σειρά, αλλά με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, αρνούμενος να κάνω το σταυρό μου, να απαγγείλω το «δι’ ευχών των αγίων» μαζί με τους άλλους, και να προσποιηθώ καν με τα χείλια μου ότι το απαγγέλω. Γνωρίζω ότι ήταν η πέμπτη δημοτικού γιατί θυμάμαι ποιον δάσκαλο είχα τότε, και ξέρω ότι τον συγκεκριμένο δάσκαλο τον είχα στην πέμπτη και στην έκτη. Ξέρω πως ήταν η πέμπτη και όχι η έκτη γιατί θυμάμαι στο προαύλιο να υπάρχει κι άλλη μια στήλη παιδιών, δεξιά της δικής μου, η οποία δεν μπορεί παρά να ήταν η έκτη.
Τα πρώτα λίγα πρωινά ίσως να πέρασαν απαρατήρητα, αλλά σε κάποια στιγμή η αποχή μου από την προσευχή υπέπεσε στην αντίληψη των δασκάλων. Δεν προσπαθούσα να το κρύψω άλλωστε. Στις υποδείξεις τους για συμμόρφωση αρνήθηκα. Θυμάμαι τον δάσκαλό μου μπροστά μου, σκυφτό από πάνω μου, να μου λέει να κάνω το σταυρό μου, κι εγώ να των κοιτάω σιωπηλός και να μην κάνω τον σταυρό μου, σε στυλ «εγώ σέβομαι την προσευχή των άλλων και δεν μιλάω την ώρα της προσευχής, εσύ γιατί μιλάς;» Παραπέρα, κάποιος άλλος, πιο βαρύ-πεπόνι δάσκαλος, πιθανότατα ο διευθυντής του σχολείου, παρήγγειλε απειλητικά να περάσω από το γραφείο των δασκάλων για τα περαιτέρω. Ο δάσκαλός μου του έγνεψε κάτι του τύπου «άσε, θα το χειριστώ εγώ», γύρισε προς εμένα, και με ρώτησε, με ένα μείγμα αγανάκτησης αλλά και ενδιαφέροντος για το καλό μου, γιατί δεν κάνω το σταυρό μου. Δεν θυμάμαι τι του απάντησα, αλλά τον θυμάμαι να ισιώνει από τη σκυφτή στάση που είχε από πάνω μου, με μια έκφραση στο πρόσωπό του που ήταν μάλλον ένα μείγμα έκπληξης και παραίτησης. Πιθανότατα του είχα πει κάτι που περιείχε τη λέξη «δικαίωμα», και ίσως να μην είχε ξανασυναντήσει πεμπτάκι με τέτοιο λεξιλόγιο.
Κατόπιν τούτου, ο καλός μου δάσκαλος έκανε μια συμφωνία μαζί μου: ας μην κάνω το σταυρό μου αφού δεν θέλω, αλλά ας πηγαίνω να στέκομαι στο τέλος της στήλης ώστε να μη δίνω το κακό παράδειγμα στα άλλα παιδιά. Πιθανότατα επίσης, τώρα που το σκέφτομαι, ώστε να μη με βλέπει ο διευθυντής.
Συνέχισα την ίδια πρακτική και στο Γυμνάσιο χωρίς κανένα επεισόδιο. Στο Λύκειο παρατήρησα ότι ενώ μεν εγώ την ώρα της προσευχής στεκόμουν πάντα ακίνητος και αμίλητος, οι διάφοροι «μάγκες» στις τελευταίες σειρές γύρω μου έκαναν φασαρία, έβριζαν «ρε μαλάκα», «ρε μαλάκα» ο ένας στον άλλον, κλωτσούσαν μπάλες ανάμεσα στα πόδια τους, κι όλα αυτά ενώ προσποιούντο ότι συμμετείχαν στην προσευχή, κράταγαν τα κεφάλια τους όσο το δυνατόν ακίνητα, έκαναν τον σταυρό τους, κλπ. Αυτό με έκανε να κόψω τη γαλαρία και να αρχίσω να στέκομαι στην πρώτη σειρά, με τα χέρια πάντα σταυρωμένα στο στήθος. Οι καθηγητές δεν είπαν κιχ.