Βιβλία, βιβλία
του Χρήστου Ιακώβου, mignatiou.com, 20/2/2014
Ένα από τα βιβλία που το πέρασμα του χρόνου τούς προσθέτει αξία είναι το κλασικό πλέον σύγγραμμα του Έρικ Χόφφερ (1902-1983), «The True Believer. Thoughts on the nature of Mass Movements». Πρωτοκυκλοφόρησε το 1951 στις ΗΠΑ ενώ στην Ελλάδα κυκλοφόρησε μεταφρασμένο με τον τίτλο «Ο Πραγματικός Πιστός» το 1969.
Αν και ο Χόφφερ δεν διέθετε καμία ακαδημαϊκή μόρφωση, εντούτοις κατόρθωσε να αναδειχθεί σε ένα από τους μεγάλους της αμερικανικής διανόησης. Προτού καθιερωθεί ως διανοούμενος εργάστηκε για χρόνια ως λιμενεργάτης. Συστηματικώς απέφυγε στη ζωή του να φορέσει την ταμπέλλα κάποιου συστήματος ή κάποιας οργάνωσης. Σε ηλικία επτά ετών έχασε το φως του για να το ξαναβρεί ανεξήγητα στα δεκαπέντε του. Ήταν από τους πρώτους που μελέτησε το φαινόμενο του φανατισμού, επικεντρώνοντας την έρευνά του στην έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Ο Χόφφερ διαπραγματεύτηκε συστηματικώς τους λόγους που οδηγούν ένα άνθρωπο να ενταχθεί σε μία ομάδα και να προσηλωθεί με παράλογη αφοσίωση στο σκοπό της, ιδιαίτερα αν αυτή η ομάδα είναι πολιτικό κόμμα. Τι είναι αυτό που εξαναγκάζει ένα άνθρωπο, πέρα από κάθε λογική πολλές φορές, να απολυτοποιήσει μία πολιτική ιδεολογία ή ένα πολιτικό κόμμα; Πως μπορεί ένα κατά τα άλλα λογικό άτομο να ερωτευθεί με τόσο πάθος μια φαντασίωση, ώστε ακόμα και όταν αυτή έχει αποκαλυφθεί εκ των γεγονότων αυτό να αγκυλώνεται ακόμη περισσότερο πάνω της; Για πολλούς ανθρώπους η ανάγκη να πιστέψουν, ορισμένες φορές υπερβαίνει την ικανότητα τους να σκεφτούν λογικά για τα δεδομένα -υπέρ και κατά- που αφορούν στην πίστη αυτή.
Όπως αναφέρει ο Χόφερ, «Η πίστη σε μια ιερή υπόθεση είναι σε μεγάλο βαθμό υποκατάστατο για τη χαμένη αυτοπεποίθηση. Όσο μικρότερη ιδέα μπορεί να έχει ένας άνθρωπος για τον εαυτό του, τόση μεγαλύτερη προθυμία δείχνει για να αποδίδει στο κόμμα του ιερή του υπόθεση, απόλυτη τελειότητα.» Κατά συνέπεια, η ανάγκη να πιστέψουμε σε ψεύτικα θαύματα αψηφά μονίμως τον ορθολογισμό.
Ο πραγματικός πιστός είναι εξ ορισμού παραληρηματικός, με την ψυχιατρική έννοια του όρου: μπορεί δηλαδή να πιστεύει αυτό που είναι λάθος και είναι ανίκανο να πειστεί από αποδείξεις και επιχειρήματα πως οι ιδέες του, οι απόψεις του, οι εκτιμήσεις του είναι λανθασμένες.
Ο Χόφφερ χαρακτηριστικώς αναφέρει «Όσο λιγότερο μπορεί ένα άτομο να αξιώσει διάκριση για τον εαυτό του, τόσο περισσότερο έτοιμο είναι να αξιώσει όλες τις διακρίσεις για το έθνος του, τη θρησκεία του, τη φυλή του ή τον ιερό σκοπό του…Ένα άτομο είναι πιθανό να κοιτάει τη δουλειά του όταν η δουλειά του αξίζει κοίταγμα. Αν όχι, τότε ξεχνιέται από τις ανούσιες υποθέσεις του με το να κοιτάει τη δουλειά των άλλων…».
«Ο φανατικός είναι συνεχώς ελλιπής και ανασφαλής. Δεν μπορεί να παράγει αυτοεπιβεβαίωση μέσα απ’ τις δικές του δυνάμεις -μέσα από τον απορριπτέο εαυτό του- αλλά τη βρίσκει μόνο με το να αγκυλώνεται παθιασμένα σε οποιαδήποτε στήριγμα τύχει να αγκαλιάσει». Αυτή η παθιασμένη αγκύλωση είναι η ουσία της τυφλής κομματικής προσήλωσης στην οποία βλέπει την πηγή όλης της αρετής και της δύναμης. Εύκολα βλέπει τον εαυτό του ως τον υποστηρικτή και τον υπερασπιστή του ιερού σκοπού που έχει γαντζώσει. Και είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή του.
Απαραίτητη προϋπόθεση βεβαίως για την επιβεβαίωση της κομματικής πίστης είναι το ότι πάντοτε θα υπάρχει κάποιος διάβολος για να λειτουργεί ως το αρνητικό άλλοθι των εμμονών, των ματαιοδοξιών και των ψυχώσεων. Το αντίπαλο δέος.
Όσο περισσότερο ο πραγματικός πιστός (κομματικό άτομο) είναι βυθισμένος στον κομματισμό, όσο βαθύτερα δηλαδή ευρίσκεται στη διαβάθμιση του αντικειμενικού ή υποκειμενικού εκ-κομματισμού, όσον περισσότερο είναι ριζωμένος με σταθερούς δεσμούς σε τοπικές και κεντρικές επιτροπές, άλλο τόσο περισσότερο ίσταται εκτός της κοινωνίας. Συνεπώς άλλο τόσο μεγαλυτέρα είναι η ψυχική προδιάθεση και η δυνατότητα απώλειας της ορθολογικής σκέψης, άρα η τάση προς μαζοποίηση του ατόμου πλέον αυξάνεται, και ταυτοχρόνως, ως συγκοινωνούντα δοχεία, αυξάνεται και ο βαθμός μαζοποίησης του πολιτικού βίου.
Κατά την κομματική ψυχολογία οι ανερχόμενοι κομματικοί πιστοί θα πρέπει να περάσουν τις εξετάσεις στον κομματικό στίβο, ήτοι να αποδεικνύουν μονίμως στους κομματικώς ανωτέρους την κατωτερότητά τους. Αυτό είναι εκ της κομματικής λογικής αναγκαίο αφού για να νομιμοποιηθεί εσωκομματικώς η «ορθή» ή «ευφυής» σκέψη των ανωτέρων θα πρέπει να συντρέχει προς αυτό η χρησιμότητα των κατωτέρων, πλειστάκις απρόσιτη εις παν τι ορθολογικό. Διαφορετικά δεν είχαν αξία οι εσωκομματικές διαβαθμίσεις, με άλλα λόγια θα ήσαν όλοι ίσοι, δηλαδή ηλίθιοι.