Μία διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Από το blog του Νίκου Σαραντάκου, 13/1/2014
Από το blog του Νίκου Σαραντάκου, 13/1/2014
Ξεκινώντας, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που ήρθατε σήμερα, να ευχαριστήσω και τον κ. Αριστείδη Χατζή και το ΜΙΘΕ για την πρόσκληση που μου έκανε, που είναι τιμή για μένα, να συζητήσουμε για τους μύθους και τις αλήθειες σχετικά με την ελληνική γλώσσα, ένα θέμα πολύ εκτεταμένο, οπότε δεν φιλοδοξώ να το εξαντλήσω· άλλωστε, προτίμησα να αφήσω αρκετό χρόνο για τη συζήτηση, στην οποία μπορούμε να συζητήσουμε οποιοδήποτε σχεδόν γλωσσικό θέμα θέλετε.
Εννοώ τους μύθους με την ευρεία έννοια. Θα ξεκινήσω με μύθους, και μάλιστα από τους πιο εξωφρενικούς, και στη συνέχεια θα αναφερθώ και σε (κατά τη γνώμη μου εσφαλμένες) απόψεις για τη γλώσσα, απόψεις που αξίζει να συζητηθούν και να αντικρουστούν. Δηλαδή, δεν είναι όλα όσα θα πούμε σήμερα της ίδιας τάξεως φαινόμενα. Με τα πρώτα γελάμε, τα δεύτερα τα συζητάμε. Επειδή όμως μερικοί δεν γελάνε με τα πρώτα, αλλά τα πιστεύουν, πρέπει να γίνει και η ανασκευή τους.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, έχουμε τους εξωφρενικούς μύθους που διαδίδονται μέσα από το Διαδίκτυο. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, πριν από 2-3 μήνες, όσοι από εσάς κυκλοφορείτε στα κοινωνικά δίκτυα ίσως θα πήρατε, και ίσως όχι για πρώτη φορά, ένα μέιλ ή ένα λινκ προς άρθρο ιστολογίου, όπου υποστηρίζεται, πολύ σοβαρά, ότι το α-μπε-μπα-μπλομ, η παιδική φράση (λάχνισμα λέγεται στην ειδική ορολογία) με την οποία τα βγάζουμε στο κρυφτό και σε άλλα παιδικά παιχνίδια, έχει, λέει, αρχαιοελληνική προέλευση!
Η όλη στιχομυθία, έρχεται από ένα αρχαίο παιδικό παιχνίδι που έπαιζαν τα παιδιά της Αθήνας, ενώ ταυτόχρονα γυμνάζονταν, στα πλαίσια της προετοιμασίας τους για τα μετέπειτα αληθινά πολεμικά παιχνίδια.Ετσι λοιπόν, τα παιδιά της αρχαιότητας χωρισμένα σε ομάδες έλεγαν ο ένας στον αλλον:«Απεμπολών, του κείθεν εμβολών …» (επαλαμβανόμενα με ρυθμό, εναλλάξ από την δείθεν επιτιθέμενη ομάδα), που σημαίνει « Σε απεμπολώ, σε απωθώ, σε σπρώχνω, πέραν (εκείθεν) εμβολών σε (βλ. έμβολο) με το δόρυ μου, με το ακόντιό μου!Κάπως έτσι και με το πέρασμα των χρόνων, το «Απεμπολών, του κείθεν εμβολών …» παραφράστηκε και έγινε το δικό μας, σχετικά ακαταλαβίστικο «α μπε μπα μπλον, του κείθε μπλον»!
Ίσως είναι περιττό να ανασκευάσω τέτοια εξωφρενικά πράματα, αλλά θα το κάνω σύντομα. Πρώτον, στις πηγές δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ότι τα παιδιά στην αρχαία Αθήνα έπαιζαν ένα τέτοιο παιχνίδι. Δεύτερον, η υποτιθέμενη αρχαία φράση δεν υπάρχει πουθενά στην αρχαία γραμματεία, πού την έμαθε ο συντάκτης του άρθρου; Τρίτο και φαρμακερό, δεν θα μπορούσε να υπάρξει, διότι είναι εντελώς ασύντακτη, μετοχή «εμβολών» και ρήμα “εμβολώ” δεν υπάρχει, απεμπολώ δεν σημαίνει απωθώ, το “του” είναι ξεκάρφωτο -αλλά δεν έχει νόημα να συνεχίσω. Και είναι απορίας άξιο, πώς άνθρωποι μορφωμένοι, με διδακτορικά, πιστεύουν και διαδίδουν τέτοιες μπαρούφες. Άλλοι λένε «μπορεί και να είναι έτσι», άλλοι θέλουν να τις πιστεύουν.
Παρεμπιπτόντως, να πούμε από πού φαίνεται να προέρχεται όντως το «αμπεμπαμπλόμ». Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να είναι ηχομιμητικές συλλαβές, αλλά, με βάση την παρατήρηση ότι το λάχνισμα αυτό δεν ήταν γνωστό στα χωριά, ότι είναι λάχνισμα της πόλης, δεν αποκλείεται καθόλου να είναι φερμένο από τις Γαλλίδες γκουβερνάντες που πρόσεχαν τα παιδιά των εύπορων αστών στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν έπαιζαν κυνηγητό στις πλατείες της Αθήνας, στο Ζάππειο ή στο Σύνταγμα. Ειδικά η φράση «του κίθε μπλομ» φαίνεται να αποδίδει παρεφθαρμένο το tout ce qui est blanc, ή κάτι τέτοιο. Η εικασία μου δεν είναι τόσο απίθανη, αν σκεφτούμε ότι το άλλο παιδικό τραγούδι «κοπερτί το κοπερτί τάπι τάπι ρούσι, κοπερτί το κοπερτί, τάπι τάπι γκρι» εξακριβωμένα προέρχεται από το γαλλικό τραγουδάκι:
Pomme de reinette et pomme
d’apiD’api d’api rouge;
Pomme de reinette et pomme
d’apiD’api d’api gris.
Ο μύθος του αμπεμπαμπλόμ πρωτοκυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2012 και ένα δεύτερο κύμα διάδοσής του παρατηρήθηκε πέρυσι τον Νοέμβριο. Υπάρχουν όμως πολύ παλαιότεροι γλωσσικοί μύθοι, που γεννήθηκαν και διαδόθηκαν τις μέρες πριν από το Διαδίκτυο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι παλαιότεροι γλωσσικοί μύθοι είναι αυτά που διέδιδαν στις αρχές του 20ού αιώνα οι οπαδοί της καθαρεύουσας, ότι τάχα οι δημοτικιστές, οι μαλλιαροί όπως τους έλεγαν, αποκαλούσαν «Κώτσο Παλιοκουβέντα» τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και Κεχριμπάρα την Ηλέκτρα. Το θέμα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, έστω και μόνο ιστορικό, μια και το γλωσσικό δεν μας απασχολεί πια με αυτό τον τρόπο, και μην ξεχνάμε άλλωστε πως η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να έχει θρηνήσει νεκρούς ύστερα από διαδηλώσεις που είχαν αφορμή μια γλωσσικήν αντιδικία, εννοώ τα Ευαγγελικά του 1901 και τα Ορεστειακά του 1903. Ωστόσο, δεν θα σταθώ περισσότερο εδώ, επειδή προτιμώ τον Κώτσο Παλιοκουβέντα, τον ποδαράτο αμανέ (ακάθιστος ύμνος) και το κρυφό τσιμπούσι (μυστικός δείπνος) να τα κατατάσσω στις συκοφαντίες παρά στους καθαρούς μύθους.
Οπότε, ο παλιότερος γλωσσικός μύθος που έχω εγώ υπόψη μου, και που σίγουρα ακούγεται από τα μεταπολεμικά χρόνια, είναι ότι, τάχα, για μία μόνο ψήφο, η ελληνική γλώσσα έχασε την ευκαιρία να αναδειχτεί σε επίσημη γλώσσα των νεοσύστατων Ηνωμένων Πολιτειών, λίγα χρόνια μετά το 1776 που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Βλέπετε, καθώς τα αγγλικά θύμιζαν την αποικιοκρατία, κάποιοι πρότειναν (λέει ο μύθος) να επιλεγούν τα ελληνικά σαν επίσημη γλώσσα του κράτους, αφού τα ελληνικά ήταν η γλώσσα που γέννησε τη δημοκρατία. Η ψηφοφορία έγινε και για μία μόνο ψήφο τα ελληνικά ηττήθηκαν και προκρίθηκαν τα αγγλικά, λέει ο μύθος, κι έτσι χάσαμε την ευκαιρία να έχουμε τη γλώσσα μας κοσμοκράτειρα κι εμείς να τρώμε με χρυσά κουτάλια σαν προνομιακοί της εκπρόσωποι (αυτό δεν το λέει ο μύθος αλλά το σκέφτονται ίσως μερικοί).
Φυσικά, η αλήθεια είναι ότι καμιά τέτοια ψηφοφορία δεν έχει γίνει· ούτε για τα ελληνικά, ούτε για καμιά άλλη γλώσσα. Τα πρακτικά και τα άλλα επίσημα κείμενα του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών υπάρχουν στη διάθεση του καθενός και καμιά ψηφοφορία δεν καταγράφεται για την ανάδειξη επίσημης γλώσσας. Στην πραγματικότητα, πουθενά στο Σύνταγμα των ΗΠΑ ή σε άλλο θεσμικό ή νομοθετικό κείμενο της χώρας δεν υπάρχει ορισμός επίσημης γλώσσας. Τα αγγλικά είναι η εκ των πραγμάτων επίσημη γλώσσα, αλλά δεν έχουν θεσμική κατοχύρωση. Βέβαια, στις μέρες μας όντως υπάρχουν προτάσεις να κατοχυρωθούν θεσμικά τα αγγλικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, σαν ανάχωμα στη δημογραφική άνοδο των ισπανόφωνων.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο μύθος αυτός, δηλαδή ότι τα ελληνικά έχασαν για μία ψήφο την ευκαιρία να αναδειχτούν σε επίσημη γλώσσα των νεαρών ΗΠΑ, κυκλοφορεί και σε άλλες παραλλαγές, όπου στη θέση της ηττημένης για μία ψήφο γλώσσας είναι τα εβραϊκά (που δήθεν είχαν επιλεγεί ως γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης), τα γαλλικά (ως γλώσσα του ορθού λόγου), τα πολωνικά ή τα γερμανικά, που είναι και η πιο συχνή παραλλαγή.
Στην τελευταία περίπτωση, βρίσκουμε τον κόκκο αλήθειας που υπάρχει στον πυρήνα των περισσότερων μύθων. Στις νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες, υπήρχαν πολλοί πολίτες γερμανικής καταγωγής που δεν ήξεραν αγγλικά ή ήξεραν ελάχιστα. Έτσι, τον Μάρτιο του 1794 μια ομάδα Γερμανών που ζούσαν στην πολιτεία Βιρτζίνια υπέβαλε στο Κογκρέσο αναφορά, ζητώντας να μεταφράζονται οι ομοσπονδιακοί νόμοι στα γερμανικά. Η πρόταση αυτή συζητήθηκε στο Κογκρέσο στις 13 Ιανουαρίου 1795· όχι να γίνουν τα γερμανικά επίσημη γλώσσα, αλλά να μεταφράζεται στα γερμανικά το κείμενο των ομοσπονδιακών νόμων για τους πολίτες που δεν καταλάβαιναν αγγλικά. Μια επιτροπή του Σώματος πρότεινε να κυκλοφορεί μια γερμανική μετάφραση των νόμων σε μικρότερο αριθμό αντιτύπων· η σύσταση αυτή της επιτροπής δεν συγκέντρωσε πλειοψηφία. Σε διαδικαστική πρόταση των υποστηρικτών της μετάφρασης, που ζητούσαν να μη λάβει απόφαση αμέσως το Σώμα, η ψηφοφορία έδωσε το αποτέλεσμα 42 κατά και 41 υπέρ (να η περίφημη διαφορά της μίας ψήφου!). Μάλιστα, ο πρόεδρος του Σώματος, ο Φρέντερικ Μούλενμπεργκ, που είχε γεννηθεί στη Γερμανία αλλά ήταν οπαδός της αφομοίωσης και της αγγλικής γλώσσας, αρνήθηκε να την ψηφίσει (όμως ήταν συνηθισμένο να μην ψηφίζει ο Πρόεδρος του Σώματος).
Έτσι γεννήθηκε ο μύθος ότι τα γερμανικά έχασαν για μία ψήφο την ευκαιρία να γίνουν επίσημη γλώσσα και ότι την καθοριστική αρνητική ψήφο την έριξε ο (Γερμανός) Φ. Μούλενμπεργκ.
Για να ξαναγυρίσουμε στα δικά μας, ο μύθος της μίας ψήφου έχει πια ξεθωριάσει. Ούτως ή άλλως, ακόμα και στην εντελώς υποθετική περίπτωση που μια πλειοψηφία αιθεροβαμόνων φιλελλήνων στο Κογκρέσο ψήφιζε να γίνουν τα ελληνικά επίσημη γλώσσα, θα ήταν εντελώς αδύνατο να επικρατήσει κάτι τέτοιο στην πράξη αφού τα ελληνικά ήταν πέρα για πέρα άγνωστα σε όλους τους Αμερικανούς πολίτες (την εποχή εκείνη οι Έλληνες μετανάστες ήταν ελάχιστοι).
Σε μια αντισημιτική παραλλαγή του μύθου, που οφείλεται στον Κώστα Πλεύρη, την καθοριστική μία ψήφο την έριξε ένας «αμερικανοεβραίος μισέλλην», ο «Δανιήλ Γουέμπστερ», ο οποίος βέβαια ήταν οκτώ ή δώδεκα ετών όταν έγινε η επίμαχη ψηφοφορία και… δεν ήταν εβραίος!
Παρ’ όλο όμως που ο μύθος αυτός έχει περιπέσει σε ανυποληψία, κατάφερε να πείσει ακόμα και έναν επιφανή ιστορικό. Στο γνωστό βιβλίο «Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας, 1770-2000» του Ρίτσαρντ Κλογκ (στο πρωτότυπο: Richard Clogg, A concise history of Greece), διαβάζουμε, στην πρώτη-πρώτη σελίδα: «Ο σεβασμός που είχε εξασφαλίσει η γλώσσα και ο πολιτισμός του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε όλη την Ευρώπη (αλλά και στις τότε νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα αρχαία ελληνικά παραλίγο να υιοθετηθούν ως επίσημη γλώσσα)». Το επίμαχο απόσπασμα στο πρωτότυπο: «(and, indeed, in the infant United States where ancient Greek was almost adopted as the official language)». Όταν το είδα, έγραψα στον κ. Κλογκ, και του παρέθεσα τα σχετικά στοιχεία, και με χαρά μου έμαθα πρόσφατα ότι στην 3η έκδοση του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά ο μύθος δεν αναφέρεται πια.
Αναφέρθηκα τόσο αναλυτικά σε αυτό τον παλαιό μύθο (υπόσχομαι να μην το κάνω στους επόμενους) για να δείξω κάτι άλλο, ότι η ανασκευή ενός μύθου είναι πολύ πιο χρονοβόρα από την κατασκευή του, ή, όπως λέει η κρητική παροιμία που μ’ αρέσει να επαναλαμβάνω, «έριξε ο κουζουλός μια πέτρα στο ποτάμι και σαράντα γνωστικοί δεν μπορούν να τηνε βγάλουν».
Ωστόσο, ο αρχετυπικός μύθος της εποχής του Διαδικτύου δεν είναι ο Μύθος της μίας ψήφου, αλλά αυτό που εγώ αποκαλώ Λερναίο κείμενο, που το έχω ονομάσει έτσι, θα το καταλάβατε, επειδή όσο κι αν το διαψεύδεις και το ανασκευάζεις κάθε τόσο επανέρχεται. Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν είναι ένας μύθος, αλλά συλλογή μύθων, μυθολόγιο θα μπορούσαμε να το πούμε. Θα μπορούσαμε να το πούμε επίσης «Το μυθολόγιο του Hellenic quest”, επειδή αρχίζει ως εξής:
Hellenic Quest” λέγεται ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής εκμαθήσεως της Ελληνικής που το CNN άρχισε να διανέμει παγκοσμίως και προορίζεται σε πρώτο στάδιο για τους αγγλόφωνους και ισπανόφωνους.Το πρόγραμμα παράγεται από τη μεγάλη εταιρία Η/Υ “Apple”, της οποίας Πρόεδρος Τζον Σκάλι είπε σχετικώς: “Αποφασίσαμε να προωθήσουμε το πρόγραμμα εκμαθήσεως της Ελληνικής επειδή η κοινωνία μας χρειάζεται ένα εργαλείο που θα της επιτρέψει ν’ αναπτύξει τη δημιουργικότητά της να εισαγάγει καινούριες ιδέες και θα της προσφέρει γνώσεις περισσότερες απ’ όσες ο άνθρωπος μπορούσε ως τώρα να ανακαλύψει”.Αλλη συναφής εκδήλωση: Οι Αγγλοι επιχειρηματίες προτρέπουν τα ανώτερα στελέχη να μάθουν Αρχαία Ελληνικά “επειδή αυτά περιέχουν μια ξεχωριστή σημασία για τους τομείς οργανώσεως και διαχειρίσεως επιχειρήσεων”.
Σε κάποιες παραλλαγές του κειμένου, ο Μπιλ Γκέιτς ο ίδιος έχει τάχα δώσει εντολή στους επιτελείς της εταιρείας του να μάθουν ελληνικά.
Στη συνέχεια, το Λερναίο κείμενο μας πληροφορεί ότι η ελληνική γλώσσα έχει 6 εκατομμύρια λέξεις, ενώ η αγγλική μόνο 490.000, και μετά ισχυρίζεται ότι η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα που οι λέξεις της έχουν πρωτογένεια, ενώ σε όλες τις άλλες γλώσσες οι λέξεις είναι συμβατικές, και σαν παράδειγμα της «πρωτογένειας» φέρνει το γεγονός ότι, π.χ. ενθουσιασμός < εν + Θεός, γεωμετρία = γη + μετρώ, και ότι οι Η/Υ της νέας γενιάς μόνο με τα ελληνικά μπορούν να συνεργαστούν. Γιαυτό το λόγο, τελειώνει το κείμενο, οι Ισπανοί ευρωβουλευτές ζήτησαν να καθιερωθεί η ελληνική γλώσσα ως επίσημη της ΕΕ, διότι το να μιλά κανείς για Ενωμένη Ευρώπη χωρίς την Ελληνική είναι σα να μιλά σε έναν τυφλό για χρώματα.
Δεν θα ανασκευάσω αναλυτικά το μυθολόγιο αυτό γιατί θα έπρεπε να του αφιερώσω ολόκληρη τη διάλεξη. Αν θέλετε, το συζητάμε στις ερωτήσεις. Συνοπτικά πάντως, είναι μια αρμαθιά από χοντρά ψέματα και ανακρίβειες: κανένα πρόγραμμα δεν υπάρχει με το όνομα Hellenic quest, καμιά σχέση δεν έχει η εταιρεία Apple ή το CNN με την εκμάθηση των ελληνικών, κανείς Άγγλος επιχειρηματίας δεν προτρέπει τα στελέχη της εταιρείας του να μάθουν αρχαία, η καταγραμμένη αρχαία ελληνική γλώσσα δεν έχει 90 εκατομμύρια λεκτικούς τύπους αλλά σκάρτο ενάμισι εκατομμύριο, δεν έχει 6 εκατομμύρια λέξεις αλλά κάπου 200 χιλιάδες, η ελληνική γλώσσα δεν έχει πρωτογένεια και δεν είναι νοηματική ούτε μοναδική, ούτε έχει κάτι το ιδιαίτερο που την κάνει κατάλληλη για γλώσσα των υπολογιστών νέας γενεάς, οι Ισπανοί ευρωβουλευτές δεν ζήτησαν να καθιερωθεί η αρχαία ελληνική ως η επίσημη γλώσσα της ΕΕ και κανείς κουτόφραγκος δεν πρόκειται να μας κόψει ισόβια σύνταξη μόνο και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθούμε στη χώρα του Σοφοκλή και του Αριστοτέλη. Να μάθουμε αρχαία, ναι· αλλά να μη βαυκαλιζόμαστε ότι θα μας διορίσουν σε επιτελικές θέσεις στο Αμέρικα επειδή ξέρουμε αρχαία!
Ωστόσο, η ελληνική γλώσσα είναι πράγματι μια πολύ όμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα γλώσσα με μακρότατη ιστορία, και η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσαμε να της κάνουμε θα ήταν να τη χρησιμοποιούμε με καλαισθησία, ακρίβεια και φαντασία, χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας, νεοαττικισμούς και αμερικανιές, χωρίς εκζήτηση και διάθεση να ξεχωρίσουμε από την πλέμπα. Αυτό άλλωστε προσπαθώ να κάνω κι εγώ με τις μικρές μου δυνάμεις.
Πάντως, για την ιστορία, ο εμπνευστής του κειμένου αυτού, που φαίνεται πως είναι ο Γεώργιος Γεωργαλάς, ο διανοούμενος της χούντας, είχε τουλάχιστον την εξυπνάδα να αναγνωρίσει ότι ο αριθμός των 6 εκατ. λέξεων που έδωσε για την αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν λάθος, αλλά οι επίγονοί του έχουν κολλήσει σε παρόμοια νούμερα κι έτσι ακόμα κι ένα μέλος της Ακαδημίας Αθηνών επανέλαβε παρόμοιες τερατολογίες σε διάλεξη, μέχρι που αναγκάστηκε ο ΓΓ της Ακαδημίας να τον αποδοκιμάσει δημόσια. Όπως είπα και πριν, οι λέξεις της αρχαίας ελληνικής είναι λίγο περισσότερες από 200.000, πολύ λιγότερες από τις λέξεις της αγγλικής, και κατά πάσα πιθανότητα και από τις λέξεις της νέας ελληνικής. Και είναι βεβαίως άδικο να συγκρίνουμε μια αρχαία γλώσσα, έστω και ικανοποιητικά παραδομένη, όπως η αρχαία ελληνική, με μια νέα που εμπλουτίζεται διαρκώς από την ακένωτη δεξαμενή των νεολογισμών και των δανείων. Για «όλη» την ελληνική γλώσσα, ο καθηγητής Χαραλαμπάκης έχει κάνει την εκτίμηση των 700.000 λέξεων, που προσωπικά τη βρίσκω γενναιόδωρη αλλά όχι υπερβολική.
Συναφής είναι και ο μύθος ότι η ελληνική γλώσσα είναι η μητέρα όλων των γλωσσών (άλλωστε, η διόγκωση του αριθμού των λέξεων της ελληνικής γλώσσας εκεί κατατείνει: να υποβάλει την ιδέα ότι αποκλείεται μια τόσο «πλούσια» γλώσσα όπως η ελληνική να προήλθε από κάποιαν άλλη). Η επιστημονική γλωσσολογία βέβαια απορρίπτει κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει γλωσσολόγος που να μη δέχεται την ινδοευρωπαϊκή υπόθεση. Μπορεί σε ελληνοκεντρικούς ιστότοπους να βλέπετε διαβεβαιώσεις ότι «η ΙΕ θεωρία έχει πλέον καταρριφθεί», αλλά αυτό δεν είναι αληθινό, ούτε αληθεύει ότι «έχει καταρριφθεί», τάχα, η προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου από το φοινικικό συλλαβάριο. Αυτά είναι στοιχειώδεις αρχές της γλωσσολογίας, δεν νομίζω πως χρειάζεται να τα αναπτύξω, ειδικά σε αυτό το ακροατήριο, που είναι πανεπιστημιακό. Άλλωστε, ακόμα και τα ίδια τα ονόματα των γραμμάτων δείχνουν την προέλευσή τους· στα ελληνικά, άλφα και βήτα δεν σημαίνει τίποτε, ενώ στις βορειοσημιτικές γλώσσες aleph σημαίνει βόδι (και το αρχικό σχήμα του γράμματος θύμιζε μια βοϊδοκεφαλή), ενώ beth, μπετ, σημαίνει σπίτι.
Για να κάνω μια παρένθεση, μια και είπα για το αλφάβητο, δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να αντικρούσω τις δήθεν κρυμμένες αλήθειες του ελληνικού αλφαβήτου, ότι τάχα υπάρχει ένα μυστικό νόημα μέσα στις ελληνικές λέξεις, που για να το βρούμε αντιστοιχίζουμε στα γράμματα κάθε ελληνικής λέξης την αριθμητική αξία που είχαν στο αρχαιοελληνικό σύστημα αρίθμησης (Α = 1, Β =2 κ.ο.κ. Ι = 10, Κ = 20, κ.ο.κ., Ρ = 100, Σ = 200), προσθέτουμε την αξία των γραμμάτων (αυτό λέγεται λεξάριθμος) και υποτίθεται ότι βγάζουμε συμπεράσματα για ισοδυναμίες ανάμεσα σε διάφορες έννοιες. Για παράδειγμα, τα γράμματα της λέξης ΘΕΟΣ βγάζουν 284 (9+5+70+200), όπως και της λέξης ΑΓΙΟΣ (1+3+10+70+200), όπως και της λέξης ΑΓΑΘΟΣ, άρα, λένε οι υποστηριχτές της λεξαριθμικής θεωρίας, αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο, άρα η ελληνικη γλώσσα έχει την ιδιότητα να μας δείχνει ότι ΘΕΟΣ = ΑΓΙΟΣ = ΑΓΑΘΟΣ. Βέβαια, τον ίδιο λεξάριθμο 284 βγάζουν και άλλες χιλιάδες λέξεις της ελληνικής, όπως ΑΓΡΟΙΚΟΙ, ΒΑΠΟΡΑΚΙ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ, ΠΑΓΟΠΕΔΙΛΑ -περιέργως κανείς λεξαριθμιστής δεν μας είπε ότι η ελληνική γλώσσα δείχνει τη μυστική σχέση του Θεού με τα παγοπέδιλα. Ωστόσο, ο κ. Αργυρόπουλος, ένας πανέξυπνος μαθηματικός που είναι ο βασικός πλασιέ της λεξαριθμικής θεωρίας, έχει καταφέρει να προσκαλείται σε μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια αλλά και σε ημιεπιστημονικά συμπόσια. Αργυρόπουλος = Κάποιο λάκκο έχει η φάβα = Όχι άλλο κάρβουνο = 1524.
Η ελληνική λοιπόν δεν είναι μητέρα όλων των γλωσσών, αλλά το δεδομένο και αληθινό είναι ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες βρίσκουμε ελληνογενείς λέξεις, είτε νεολογισμούς που πλάστηκαν από επιστήμονες με βάση ελληνικά δομικά στοιχεία, π.χ. telephone – τηλε + φωνή, είτε δάνεια αντλημένα από το μεγάλο ελληνολατινικό ταμείο, λέξεις όπως tragedy, philosophie, geometrische, lírica, είτε ακόμα, κι εδώ δεν φαίνονται με γυμνό μάτι και έχουν και πολύ γούστο, λαϊκά δάνεια που πολλές φορές έχουν αλλάξει αρκετά και δεν θυμίζουν την προέλευσή τους. Για παράδειγμα, αν περπατήσουμε στους δρόμους του Λουξεμβούργου θα δούμε ότι πολλά φαρμακεία γράφουν απέξω APDIKT, διότι έτσι λέγεται το φαρμακείο στα λουξεμβουργιανά. Αν δεν ξέρετε γερμανικά, κι αν σας πω ότι η λέξη αυτή ανάγεται σε κάποιαν ελληνική, μάλλον θα δυσκολευτείτε να βρείτε από ποιαν ελληνική λέξη προέρχεται. Αν ξέρετε γερμανικά, μάλλον δεν θα δυσκολευτείτε, διότι θα θυμηθείτε το γερμανικό Apotheke, όπως λέγεται το φαρμακείο, που επειδή είναι λόγιο δείχνει την καταγωγή του. Από την αποθήκη προήλθε το Apdikt, όπως από την αποθήκη βγαίνει και το γαλλ. boutique, που επανήλθε σε μας ως αντιδάνειο, μπουτίκ. Να κάνω μια παρένθεση: Λέει ας πούμε ο κ. Μπαμπινιώτης ότι η ετυμολογία δείχνει το αληθινό νόημα των λέξεων· όχι βέβαια. Δεν δείχνει το νόημα, δείχνει απλώς πώς σκέφτηκαν εκείνοι οι παλιότεροι που ονομάτισαν τις λέξεις, δείχνει τι ιδέα είχαν εκείνοι για τα πράγματα και τις λέξεις, δείχνει την ιστορία των λέξεων. Διότι βέβαια όταν λέμε «μπουτίκ», δεν έχει καμιά σχέση με την αποθήκη, κι όταν λέμε «πορτοκάλι» και μάθουμε ότι ετυμολογείται από την Πορτογαλία δεν μαθαίνουμε ότι από εκεί όντως προέρχεται το φρούτο, απλώς ότι οι πρόγονοί μας (νόμιζαν ότι) το πήραν από εκεί.
Επόμενος μύθος, συναφής ίσως με τον παραπάνω, ότι τα δάνεια είναι απειλή για μια γλώσσα. Σε αντίθεση όμως με τα αλόγιστα ή τα υψηλότοκα χρηματικά δάνεια της πραγματικής ζωής, τα οποία πράγματι μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή ένα νοικοκυριό ή στη χρεοκοπία μια χώρα (έχουμε δυστυχώς απτά παραδείγματα), τα γλωσσικά δάνεια πλουτίζουν τη γλώσσα αποδέκτη -και αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση της αγγλικής γλώσσας, η οποία έχει το μεγαλύτερο λεξιλόγιο ακριβώς επειδή σε όλη την ιστορία της δεν δίσταζε να δανείζεται αφειδώς από παντού, ακόμα και τις τελευταίες δεκαετίες που κυριαρχεί παγκοσμίως. (Και τα αρχαία ελληνικά, ακόμα και την εποχή που κυριαρχούσαν παγκοσμίως, δεν έπαψαν να δανείζονται -οι αρχαίοι, θυμίζω, είχαν αρραβώνες, χιτώνες και σινδόνες, αγγαρείες, παραδείσους και παρασάγγες (σημιτικά δάνεια τα τρία πρώτα, περσικά τα άλλα, για να μην πάμε σε προελληνικά όπως θάλασσα ή σύκο), που όμως έχουν βαπτιστεί στα νάματα και δεν ενοχλούν τους γλωσσαμύντορές μας, έτσι και η νέα γλώσσα έχει κεφτέδες, τζιέρια και σαρμάδες, έχει σπίτια, πόρτες και σκάλες, έχει αμορτισέρ, καρμπιρατέρ και καλοριφέρ, έχει βόλεϊ, μπάσκετ και κόουτς, έχει κλικάρω, σουτάρω, γκουγκλάρω (ή γκουγκλίζω)).
Το κακό με τη νεοελληνική γλώσσα, μάλιστα, είναι θα έλεγα ότι δανείζεται λίγο. Συγκεκριμένα, έχει χάσει την ικανότητα που είχε παλιότερα, να δανείζεται από το λατινικό ταμείο, ειδικότερα να κάνει λόγιο δανεισμό από το λατινικό ταμείο. Την ικανότητα αυτή την είχε στα βυζαντινά χρόνια, όταν ο Πορφυρογέννητος έλεγε π.χ. «τοὺς ἄρχοντας τοῦ τάγματος τῶν ἐξσκουβίτων, οἷον τοποτηρητὰς, σκρίβωνας, τὸν χαρτουλάριον, δρακοναρίους, σκευοφόρους, σιγνοφόρους, σενάτορας, πρωτομανδάτορας καὶ μανδάτορας», ή ακόμα και επί διαφωτισμού. Όμως σήμερα, σχεδόν μόνο λαϊκός δανεισμός υπάρχει, στη λόγια γλώσσα έχουμε πιο πολύ μεταφραστικά δάνεια. Και ακόμα κι όταν δανειστούμε μια λόγια λέξη, δυσκολευόμαστε να φτιάξουμε σύνθετα και παράγωγά της. Οι βυζαντινοί δεν είχαν πρόβλημα να πλάσουν το θαυμάσιο υβρίδιο «σιγνοφόρος» (λατινογενές το πρώτο συνθετικό, σίγνον η σημαία), έπλαθαν τη λέξη και πήγαιναν να διοικήσουν την αυτοκρατορία τους. Εμείς, αφού με χίλια ζόρια αποδεχτήκαμε την λ. κουλτούρα, ας πούμε, δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να φτιάξουμε το «κουλτουρικός» -αν και οι Έλληνες της ΕΣΣΔ τόλμησαν και το είπαν.
Οι άλλες γλώσσες δανείζονται πιο εύκολα. Για παράδειγμα, αν επισκεφτείτε την ιστοσελίδα ή διαβάσετε ένα επίσημο έγγραφο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και δείτε τη λέξη “Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο” στις 24 (τόσες είναι σήμερα) επίσημες γλώσσες της Ένωσης, θα διαπιστώσετε πως σε όλες τις άλλες γλώσσες είναι ομόρριζη: Parlement/Parliament/Parlamento, ακόμα και στις πιο “εξωτικές”, όπως τα μαλτέζικα (parlament), τα φιλανδικά (parlamentti) ή τα λιθουανικά (parlamentas), και μόνο τα ελληνικά ακολουθούν δικό τους τροπάριο με τοΚοινοβούλιο. (Υπάρχει και μία άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα όπου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν λέγεται με λέξη ομόρριζη του parlement, τα ισλανδικά, όπου αποκαλείται Evrópuþingið, όπου þing το παλιό τευτονικό κοινοβούλιο· αλλά η Ισλανδία δεν ανήκει στην ΕΕ).
Αυτή η αδυναμία της ελληνικής γλώσσας επηρεάζει και την ορολογία. Δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις, όταν έχουμε έναν επιστημονικό όρο, οι άλλες γλώσσες μπορούν να ενσωματώνουν τον όρο αλλάζοντας απλώς την κατάληξη, αλλά η ελληνική δεν το μπορεί. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένας όρος της ιατρικής, transfection, που στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες έχει περάσει ως δάνειο:
EN transfection, BG трансфекция, CS transfekce, DA transfektion, DE Transfektion, EL διαμόλυνση, ES transfección, FI transfektio, FR transfection, GA trasfhabhtú, HU transzfekció, IT trasfezione, LT transfekcija, LV transfekcija, MT transfezzjoni, NL transfectie, PL transfekcja, PT transfecção, SL transfekcija, SV transfektion.
Μια άλλη άποψη που εγώ τη χαρακτηρίζω μύθο, και ίσως εδώ θα διαφωνήσουν οι περισσότεροι μαζί μου, είναι η άποψη περί παρακμής της γλώσσας. Προσωπικά δεν νομίζω ότι η γλώσσα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκεται σε παρακμή, ότι απειλείται, ότι κινδυνεύει, ότι κοντεύει να εξαφανιστεί, ότι θα πάθει αφελληνισμό· ίσως, το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι ότι το διάβασμα και ο γραπτός λόγος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη ίσως και σε όλο τον κόσμο, δοκιμάζεται από την επέλαση της εικόνας, από τα πολύ περισσότερα ερεθίσματα που είναι σήμερα διαθέσιμα. Ότι τα παιδιά δεν διαβάζουν όσο και όπως άλλοτε, δεν είναι ελληνικό χαρακτηριστικό. Αντίθετα, θα έλεγα ότι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε παραγωγή συγκροτημένου λόγου περισσότερη από οποιαδήποτε άλλη εποχή από τότε που μιλιέται η ελληνική γλώσσα· θα μου πείτε, μόνο το ποσοτικό κριτήριο υπάρχει; Ίσως όχι, αλλά για μένα η ποσότητα μετράει.
Αν δείτε, ας πούμε, πόσες εφημερίδες κυκλοφορούν σήμερα και πόσες το 1960, πόσοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, κανάλια, ιστολόγια, θα συμπεράνουμε ότι η σημερινή ποσότητα λόγου είναι συντριπτικά περισσότερη -και μιλάμε για συγκροτημένο λόγο. Επομένως, η γλώσσα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι άλλες εκφάνσεις της ζωής· στο κάτω-κάτω, δεν είναι όλα λυμένα στην Ελλάδα ώστε και η γλώσσα να είναι τέλεια. Ότι τα νέα παιδιά κάνουν ανορθογραφίες, αυτό υπήρχε πάντα· συγκριτικά στοιχεία δεν υπάρχουν και μην ξεχνάμε ότι σήμερα, ή έστω προ κρίσης, το ποσοστό των νέων που φοιτούσαν ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι πριν από 30 ή 60 χρόνια.
Πάντως στη Γαλλία, που έχουν πάθος με την ορθογραφία, και κρατάνε στατιστικές σε βάθος χρόνου, διάβαζα πριν από λίγο καιρό ότι ο αριθμός των λαθών κατά μέσον όρο γνωρίζει σταθερά αύξηση, ενώ επίσης οι φοιτητές κάνουν πολύ αστείες παρετυμολογίες (homicide = δολοφονία μέσα στο σπίτι· sporadique = μανιακός με τα σπορ) Πάντως, η καλύτερη απάντηση στις κινδυνολόγες προφητείες είναι ίσως να διαβάσουμε μερικά παλαιότερα κινδυνολογικά βιβλία περί γλώσσας, όπως η τριλογία του Σαρ. Καργάκου (τρία βιβλία: Αλεξία, Αφασία. Αλαλία), που γράφτηκαν εδώ και 25 χρόνια, περί το 1986. Καμιά από τις δυσοίωνες προφητείες τους δεν έχει επαληθευτεί.
Για τον ίδιο λόγο, θεωρώ ότι είναι μύθος η λεγόμενη λεξιπενία των νέων, μια κατηγορία που κάποιοι την επισείουν χωρίς ποτέ να έχουν κάνει τον κόπο να την τεκμηριώσουν. Υποτίθεται ότι λεξιπενία είναι «το φαινόμενο κατά το οποίο ένα πρόσωπο ή μια κοινωνική ομάδα χρησιμοποιεί στον καθημερινό του λόγο και γενικότερα στην επικοινωνία, πολύ περιορισμένο αριθμό λέξεων και εκφραστικών μέσων, κυρίως λόγω άγνοιας». Δεδομένου όμως ότι κανείς απ’ όσους διατυπώνουν τέτοιες κατηγορίες δεν έχει μετρήσει το λεξιλόγιο του δήθεν λεξιπενικού ομιλητή (και πώς μπορεί τάχα να μετρήσει;), στην πραγματικότητα η κατηγορία δεν τεκμηριώνεται με βάση τον αριθμό λέξεων που χρησιμοποιεί κάποιος (τα περί «500 λέξεων» που δήθεν αριθμεί το λεξιλόγιο των νέων είναι ανοησίες, όπως και ο ίδιος ο κ. Μπαμπινιώτης έχει παραδεχτεί) αλλά με βάση τις λέξεις που συλλαμβάνεται να αγνοεί. Εδώ όμως έχουμε μια κατάφωρη μεροληψία, διότι οι εμπνευστές της λεξιπενίας θεωρούν υποχρεωτικό να ξέρει κανείς λέξεις της καθαρεύουσας και της αρχαίας, οι ίδιοι όμως δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι να γνωρίζουν λέξεις της λαϊκής: αν ο νέος αγνοεί τι θα πει «ασκαρδαμυκτί», λέμε ότι πάσχει από λεξιπενία· αν ο καθηγητής αγνοεί τι θα πει, έστω, πρέκνα, ψίκι, πίζουλος, λέμε ότι η λέξη πίζουλος είναι σπάνια. Μα, και το ασκαρδαμυκτί σπάνιο είναι -και μάλιστα, υποστηρίζω ότι μόνο για πλάκα μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει κανείς τη σήμερον ημέρα, ενώ το «πίζουλος» είναι χρησιμότατη λέξη.
Όσο για τα γκρίκλις, για τα οποία γίνεται πολύς λόγος και θεωρούνται μεγάλη απειλή για τη γλώσσα, η προσωπική μου άποψη είναι ότι προς το παρόν, έτσι όπως έχει τώρα η κατάσταση δεν συνιστούν απειλή. Ούτε έχουν επιβληθεί για μόδα, υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι πρακτικοί λόγοι που χρησιμοποιούνται: είναι πολύ πιο εύκολο να γράφεις στο λατινικό αλφάβητο στα μικρούλια πληκτρολόγια των κινητών τηλεφώνων, και είναι και πιο φτηνό (με πεζούς ελληνικούς χαρακτήρες το μήνυμα έχει όριο 70 χαρακτήρες, με λατινικούς έχει 140). Επομένως, τα παιδιά δεν το κάνουν από… εθνική μειοδοσία, υπάρχουν πρακτικοί λόγοι. Όπου δεν υπάρχουν πρακτικοί λόγοι, δεν χρησιμοποιούνται γκρίκλις τουλάχιστον από την πρώτη γενιά χρηστών, που δεν έχει γαλουχηθεί με το σύστημα αυτό (και εδώ έγκειται η μικρή μου επιφύλαξη: ότι δεν έχω δει μια γενιά γαλουχημένη με τα γκρίκλις να ενηλικιώνεται). Αν λοιπόν πρόκειται για ένα σύστημα γραφής αποκλειστικά συνδεδεμένο με τα νέα μέσα, δεν νομίζω ότι συνιστά απειλή. Κάποιοι άλλοι λένε ότι η χρήση στενογραφικών συντμήσεων, που είναι συνηθισμένη στα νέα μέσα και όχι μόνο σε συνδυασμό με τα γκρίκλις, π.χ. τπτ αντί για τίποτα, είναι, λέει, φθορά και υποβάθμιση της γλώσσας, κάτι που το βρίσκω εντελώς αστήριχτο. Θα θυμίσω ότι στην τελευταία ελληνική αυτοκρατορία, τη βυζαντινή, οι γραφείς χρησιμοποιούσαν εκτενές και πολυπλοκότατο σύστημα στενογραφίας στα χειρόγραφά τους, π.χ. ανος αντί για άνθρωπος, ανου αντί για ανθρώπου, ανινος αντί για ανθρώπινος κτλ.
Περνάμε τώρα στον τρόμο της γλωσσικής απλοποίησης. Πολλοί λένε ότι η απλοποίηση φθείρει τη γλώσσα –και εννοούν την ορθογραφική απλοποίηση. Η ορθογραφία πράγματι είναι ένα θέμα που προκαλεί «ηθικό πανικό». Κάτι μέσα μας μάς αναστατώνει βαθιά όταν βλέπουμε να αλλάζει μια ορθογράφηση με την οποία έχουμε γαλουχηθεί, νιώθουμε να ανατρέπεται «εντός μου ο ρυθμός του κόσμου». Αυτό φάνηκε καθαρά με τον τεράστιο καβγά που έγινε για την ορθογράφηση του αυγού με βήτα ή με αυ (ο Τριανταφυλλίδης είχε πει ότι κάθε φορά που γίνεται φασαρία για τα αβγά έχουμε παγκόσμιο πόλεμο!) -και το αστείο είναι πως τη γραφή αΒγό την πρότεινε ένας συντηρητικότατος γλωσσολόγος, ο Γ. Χατζιδάκης, και την εφάρμοσε λεξικογραφικά ένας άλλος εξίσου συντηρητικός, ο Μπαμπινιώτης, ενώ ο δημοτικιστής Τριανταφυλλίδης, αναγνωρίζοντας ότι η ορθογραφία είναι το έλασσον, συναίνεσε και δέχτηκε τη γραφή αΥγό, αν και τη θεωρούσε σφαλερή. Πολύ μελάνι χύθηκε τελευταία και για τη γραφή του ορθοπ*δικού, μέχρι που ο σύλλογος των ορθοπαιδικών ζήτησε από τρεις καθηγητές να γνωματεύσουν. Πολύ λιγότερη φασαρία έχει γίνει για πιο σοβαρά γλωσσικά θέματα.
Πάντως, να πούμε ότι η αντίδρασή μας αυτή εκδηλώνεται μόνο όταν συνειδητοποιούμε ότι ανατρέπεται μια γραφή που την έχουμε συνηθίσει. Μια καλή άσκηση που τη συστήνω σε όποιον διαμαρτύρεται και έχει την εντύπωση ότι τώρα μόνοαλλάζει η ορθογραφία, είναι να διαβάσει παλιά κείμενα, π.χ. εφημερίδες του 1913, πριν από 100 χρόνια, υπάρχουν ονλάιν στον ιστότοπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης: αν κάνετε τον κόπο, θα δείτε γραφές όπως ώΜΜορφος, συνΕΙθίζω, κΥΤΤάζω, μεγαλΕΙτερος, είνΕ, ταξΕίδι, ξΑίρω, παλΗός, ελΗά, κτλ. που έχουν αλλάξει χωρίς να το πάρουμε είδηση κι έτσι εμάς σήμερα δεν μας σοκάρει το «συνηθίζω, κοιτάζω, ελιά, παλιός, είναι» -ίσως να ξένιζε τον παππού μου, όπως και τα δικά μου τα παιδιά δεν ενοχλούνται από το τρένο, τον Σέξπιρ και το αφτί. (Παρεμπιπτόντως, θα δείτε και κάτι άλλο, ότι τότε επικρατούσε πολύ μεγαλύτερη ορθογραφική αναρχία· πρόσφατα έβγαλα ένα βιβλίο με χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη γραμμένα το 1926· και διαπίστωσα ότι, στην ίδια εφημερίδα, συχνά ακόμα και στο ίδιο άρθρο, έβρισκες αλλού «πεια» και αλλού «πια», αλλού «καμμία» και αλλού «καμία» κτλ.)
Πλήρης φωνητική ή μάλλον φωνηματική (το φωνητική δεν είναι σωστό, διότι δεν θα γράψουμε π.χ. ζμίνος) όπως το λένε οι γλωσσολόγοι δεν είναι εύκολο να εφαρμοστεί ή μάλλον είναι τρομακτικά δύσκολο, διότι έχουμε έναν τεράστιο όγκο κειμένων που θα πρέπει να μετατραπούν. Μια ή δυο γενιές θα ταλαιπωρηθούν αφάνταστα, οπότε, επειδή αυτές ακριβώς οι γενιές θα πρέπει να κάνουν τη μετάβαση, το βλέπω απίθανο να γίνει. Πιστεύω όμως ότι η ορθογραφία της νεοελληνικής θα συνεχίσει να απλοποιείται με πολύ αργούς ρυθμούς, όπως γίνεται και σήμερα, και θα ήθελα επίσης να τη δω να εξορθολογίζεται, πράγμα που δεν σημαίνει πάντοτε απλοποίηση. Τι εννοώ; Για παράδειγμα, η παράνοια σύμφωνα με την οποία η πορεία γράφεται με ει αλλά η πρωτοπορία με ι, ενώ αντίθετα η μαντεία γράφεται με ει, αλλά και η χαρτομαντεία επίσης με ει. Πιστεύω ότι δεν είναι διδάξιμο το θέμα, οπότε μια καλοδεχούμενη τροποποίηση που θα ήταν εξορθολογισμός αλλά όχι απλοποίηση θα ήταν να γράφονται τα σύνθετα όπως και τα απλά: πορεία, προπορεία, πρωτοπορΕΙα.
Με τις ανορθογραφίες των άλλων, υπάρχει και το εξής, που εγώ το λέω «λογικό άλμα τριπλούν». Έστω ότι σε ένα κείμενο βρίσκεις ένα (αριθμός 1) ορθογραφικό λάθος. Άρα, λες, αυτός είναι ανορθόγραφος· πρώτο άλμα. Άρα, είναι αγράμματος. Άρα, όσα λέει δεν έχουν σημασία! [Θέμα στις πανελλήνιες, μετώπες-αυγατίζω]
Το ίδιο λογικό άλμα το κάνουν και οι λαθοθήρες, που ισχυρίζονται ότι προάγουν τα σωστά ελληνικά. Σου λένε, α) επειδή στο κείμενό σου βρέθηκε ένας (κατ’ αυτούς) σολοικισμός, του τύπου, ας πούμε, «ευχαριστώ όλους όσους με ψήφισαν», που, δεν θα το αναλύσω γιατί δεν προφταίνω, αλλά κατά Μπαμπινιώτην είναι λάθος, διότι το σωστό είναι λέει «ευχαριστώ όλους όσοι με ψήφισαν», διότι, λέει, το όσοι είναι υποκείμενο του «ψήφισαν» άρα πρέπει να είναι στην ονομαστική, λες και δεν υπάρχει η έλξη του αναφορικού ακόμα και στο ευαγγέλιο. Αλλά πλατειάζω, αν θέλετε το συζητάμε στο τέλος. Λοιπόν, λένε, επειδή λες «ευχαριστώ όλους όσους» δεν ξέρεις να μιλάς καλά ελληνικά, είσαι αγράμματος, ανελλήνιστος, αμόρφωτος, άρα, αυτά που λες δεν έχουν σημασία. Αυτά τα «λάθη» α) αφενός είναι ενπολλοίς κατασκευασμένα ή παροδικά, όπως η δήθεν διάκριση ανάμεσα στο απλώς και στο απλά, και β) είναι μια άσκηση εξουσίας.
Η γλώσσα αλλάζει, και όποιος βλέπει την αλλαγή μπροστά στα μάτια του συνήθως δεν τη δέχεται με ευχαρίστηση -αυτό γίνεται εδώ και αιώνες και θα συνεχίσει να γίνεται στον αιώνα τον άπαντα. Μια ιδιαίτερη μορφή ενόχλησης είναι όταν γεννιούνται νέες λέξεις· πολλοί γράφουν στις εφημερίδες ή εκφράζουν την αγανάκτησή τους όταν βλέπουν να χρησιμοποιούνται λέξεις όπως «διακύβευμα», «γενόσημο», «δημοφιλία» που είναι τάχα ανύπαρκτες. (Η πλάκα είναι ότι συχνά οι ίδιοι παραπονιούνται για τη λεξιπενία!) Δεν υπάρχει δημοφιλία, έγραφε κάποιος, κι όμως τη λέξη τη χρησιμοποίησε πρώτος ο Κοραής. Τέτοιες ενστάσεις, συχνά τεκμηριωμένες, διατυπώνονταν και παλαιότερα. Για παράδειγμα, ο λεξικογράφος Ζηκίδης πριν από εκατοντόσα χρόνια είχε επισημάνει ότι είναι λάθος ο σχηματισμός της λ. δισεκατομμύριο, διότι στα ελληνικά μπορεί να σημαίνει μόνο «δύο εκατομμύρια» (πρβλ. δισχίλιοι = δύο χιλιάδες). Βάσιμο ακούγεται, αλλά ο «λανθασμένος» σχηματισμός επικράτησε και σήμερα μας φαίνεται ολόσωστος. Την ίδια περίπου εποχή, το 1885, ο Ισίδωρος Ισιδωρίδης-Σκυλίσσης (ή Σκυλίτσης) έγραφε ότι είναι “κακίστη παράκρουσις” να χρησιμοποιείται η λέξη “απαρτία” στον κανονισμό της Βουλής με την έννοια που όλοι μας ξέρουμε σήμερα, επειδή στα αρχαία “απαρτία” ήταν το σύνολο των εργαλείων ενός μάστορα. Βέβαια, αυτή η ένσταση σήμερα μας φαίνεται παράλογη. Και να σημειωθεί ότι ο Σκυλίσσης δεν ήταν όποιος κι όποιος: αν μη τι άλλο, σε αυτόν χρωστάμε τον Γιάννη Αγιάννη και τον Γαβριά.
Αλλά ο Ζηκίδης και ο Σκυλίσσης έχουν πολύ παλιότερους προγόνους. Πριν από 2000 περίπου χρόνια, ο Φρύνιχος ο Αράβιος, που ήταν γραμματικός, έγραψε το πρώτο σύγγραμμα για το «πώς να γράφετε σωστά ελληνικά» ή μάλλον σωστά αττικά, μια και ο Φρύνιχος ήταν ακραίος αττικιστής που ζούσε σε μια εποχή που η ζωντανή γλώσσα ήταν η ελληνιστική κοινή.
Σκίμπους λέγε͵ ἀλλὰ μὴ κράββατος· μιαρὸν γάρ.Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν͵ τὸ δὲ κοράσιον παράλογον.Βασίλισσα οὐδεὶς τῶν ἀρχαίων εἶπεν͵ ἀλλὰ βασίλεια ἢ βασιλίς.Σικχαίνομαι· τῷ ὄντι ναυτίας ἄξιον τοὔνομα. ἀλλ΄ ἐρεῖς βδελύττομαι ὡς Ἀθηναῖος.Μαμμόθρεπτον μὴ λέγε͵ τηθαλλαδοῦν δέ.Κοχλιάριον· τοῦτο λίστρον Ἀριστοφάνης ὁ κωμῳδοποιὸς λέγει· καὶ σὺ δὲ οὕτως λέγε.Λιθάριον πάνυ φυλάττου λέγειν͵ λιθίδιον δὲ λέγε.
και άλλα πολλά, που όμως καθιερώθηκαν -στο Ευαγγέλιο υπάρχουν πολλοί τύποι που τους καταδικάζει ο Φρύνιχος (είχα γράψει ένα σχετικό άρθρο παλιότερα στο Φαινόμενο του Λουξεμβούργου). Βέβαια, αργότερα ο Φρύνιχος πήρε μια μικρή εκδίκηση, διότι η εκκλησία, από τη στιγμή που θριάμβευσε, στράφηκε στον αττικισμό -και τα σπασμένα τα πληρώνουμε ίσαμε σήμερα.
Μας διηγείται λοιπόν ο Σωζομενός στην εκκλησιαστική του ιστορία ένα επεισόδιο, στο οποίο ο Τριφύλλιος, επίσκοπος Λεδρών Κύπρου, στο κήρυγμά του αναφέρθηκε στο ρητό του Χριστού, μόνο που το είπε διορθωμένο: «άρον τον σκίμποδά σου και περιπάτει», αντί για ‘κράββατον’. Ανάμεσα στο εκκλησίασμα όμως ήταν και ο Άγιος Σπυρίδων, δάσκαλος του Τριφυλλίου, που ακούγοντάς το αυτό αγανάκτησε, πήδησε από τον ιερατικό του θρόνο και είπε στον Τριφύλλιο: «οὐ σύ γε ἀμείνων τοῦ κράββατον εἰρηκότος͵ ὅτι ταῖς αὐτοῦ λέξεσιν ἐπαισχύνῃ κεχρῆσθαι;», δηλαδή «Δηλαδή εσύ είσαι ανώτερος από εκείνον που είπε ‘κράββατος’ και δεν καταδέχεσαι να μεταχειριστείς τα δικά του λόγια;» Άτιμο και ανυπόταχτο πράγμα η γλώσσα, αφού ακόμα και τους άγιους κάνει ν’ αγανακτούν…