11 November 2013

Άλλη μια εποχή μεγαλείου για το χριστιανισμό

Η νεκρανάσταση ενός Αρχιεπισκόπου... κε άλλε ιερέ ιστορίε
του ευσεβέστατου Αναγνώστη Λασκαράτου,
από το blog του ευλαβούς Ροΐδη

Το διάστημα 1747-1762  πρεσβευτής της Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη ήταν ο James Porter, άνθρωπος αξιόλογος, συγγραφέας, Γεωλόγος και Αστρονόμος. Το 1768 δημοσίευσε (Δουβλίνο) το «Observations on the religion, law, government, and manners, of the Turks», δηλαδή «Παρατηρήσεις στη θρησκεία, στους Νόμους, στη διακυβέρνηση και στα ήθη των Τούρκων» (βλέπε φωτογραφία), ένα έργο πολύ ενδιαφέρον και αξιόπιστο, που μεταφράστηκε σύντομα και στα Γαλλικά και αργότερα και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Το κεφάλαιο XIV (σελ.195), τιτλοφορείται «Σχετικά με τη θρησκεία των Γραικών», ενώ το προηγούμενο «Παρατηρήσεις πάνω στους Γραικούς».  Οι πληροφορίες που περιέχονται και στα δυο κεφάλαια σχετικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, δίνουν μια πλήρη εικόνα της θλιβερής της κατάστασης, κυρίως στο θέμα της αγοραπωλησίας των πάνω από 100 επισκοπών καθώς και στον αγώνα δρόμου μεταξύ των Γραικών αρχόντων, Φαναριωτών της πατριαρχικής αυλής, για την κατάληψη των πολύφερνων θέσεων των Οσποδάρων Μολδαβίας και Βλαχίας και του Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, που συνήθως δίνονταν σε Ρωμιούς.

Ο αλληλοσπαραγμός των καλόγερων για την κατάληψη μιας Μητρόπολης, απέφερε σοβαρά έσοδα στους Οθωμανούς, δεδομένου πως ο εκπεσών Επίσκοπος έκανε τα πάντα για να συλλέξει τα απαραίτητα ποσά ώστε να διώξει τον σφετεριστή του θρόνου του, ο οποίος με τη σειρά του όταν εκθρονιζόταν συνωμοτούσε και συνέλεγε χρήματα για να επανακαταλάβει την επισκοπή. Οι εξόριστοι δεσποτάδες κινούσαν γη και ουρανό, ξένους διπλωμάτες,  Οθωμανούς αξιωματούχους, πλούσιους χορηγούς κ.ο.κ. για να επιστρέψουν στο θρόνο τους ή για να καταλάβουν κάποιο καλύτερο, ακόμη και την πολύφερνη πατριαρχική έδρα της Πόλης.

Ο Πατριάρχης που αγωνιούσε συνεχώς για την πτώση του, παρακολουθούσε τις κινήσεις των αντιπάλων του δεσποτάδων, εξευμένιζε συνεχώς το σεράϊ, δωροδοκούσε ισχυρά πολιτικά πρόσωπα, αλλά συνήθως δεν κατάφερνε να μείνει στο θρόνο πάνω από τρία συνεχή χρόνια, μέχρι να καταφέρει να τον ξανααγοράσει. Οι ρασοφόροι ανταγωνιστές του παρακολουθούσαν κάθε του βήμα, έστηναν συνεχώς σκευωρίες επιστράτευαν συκοφαντίες μέχρι να πείσουν το Άγιο Πνεύμα ή μάλλον το Σουλτάνο, το Βεζύρη ή το Χαρέμι  να τον στείλουν στο διάβολο, προσωρινά ή για πάντα.

Οι καταστάσεις που περιγράφει ο (Aγγλικανός στο δόγμα) Πόρτερ, όπως άλλωστε και όλοι οι δυτικοί περιηγητές και διπλωμάτες της εποχής, κάνουν τη Μαφία των σημερινών μητροπολιτών να φαίνεται σαν επανδρωμένη (τρόπος του λέγειν) με ασήμαντους μηχανορράφους τρίτης διαλογής, όταν διεκδικούν τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αθήνας ή κάποια Μητρόπολη, συναλλασσόμενοι, εκβιάζοντας ή και βγάζοντας τα άπλυτα των αντιπάλων τους στη φόρα ή χρησιμοποιώντας πολιτικά μέσα. Ο Κυριάκος Σιμόπουλος, («Ξένοι ταξιδιώτες…»-1995), που ασχολήθηκε και με τις διηγήσεις του Πόρτερ, επισημαίνει σχολιάζοντάς τες πως στην ανάγκη οι Ρωμιοί επίσκοποι χρησιμοποιούσαν και βαρύτερα όπλα, όπως στα 1733 οπότε ο Παναγιότατος Ιερεμίας ο Γ΄ είχε με τον παρά του καταφέρει να ξανακαταλάβει το θρόνο διώχνοντας τον αγιότατο Κοσμά Γ΄, τον οποίο είχε ανεβάσει με τα πουγκί του ο γουναράς Μανωλάκης.

Οργισμένοι πολλοί Συνοδικοί μητροπολίτες καταφέρνουν με τη βοήθεια του Βεζύρη να εκθρονίσουν τον Ιερεμία και να ανεβάσουν στο θρόνο τον Σεραφείμ της Νικομηδείας, πληρώνοντας τα δέοντα.  Οι οπαδοί όμως του Ιερεμία δεν κάθισαν φρόνιμα και έβαλαν κάποιο να μαχαιρώσει μέσα στην εκκλησία τον Σεραφείμ. Ο πατριάρχης γλύτωσε με ελαφρύ τραύμα, αλλά ο μαχαιροβγάλτης λίγο μετά αποκεφαλίστηκε. 

Ο Σιμόπουλος, που απαριθμεί δεκάδες ταπεινωτικά σκάνδαλα ρασοφόρων επί Τουρκοκρατίας, στέκεται και σε υποθέσεις «Αλλαξοπατριαρχειών», που τις πλήρωναν με ξεπουπούλιασμα από το φορογδάρτη επίσκοπο οι δύστυχοι Ρωμιοί, ξεκινώντας από αναρρήσεις 17χρονων όπως ο Αντιοχείας Κύριλλος Γ΄ στο πατριαρχικό αξίωμα και καταλήγοντας με τον άγριο ξυλοδαρμό του πατριάρχη Καλλίνικου από Ρωμιούς μπακάληδες, που νόμιζαν πως ήθελε να περιορίσει τις νηστείες. Επισημαίνει και την πολιορκία (1753) του πατριαρχείου από πέντε χιλιάδες οπαδούς του φανατικού διάκου Αυξέντιου.

Ο ηλικιωμένος πατριάρχης Παΐσιος, είχε κανονίσει με τις τουρκικές αρχές να πνίξουν τον αγράμματο διάκο στη θάλασσα.  Ο όσιος Αυξέντιος, που ξεκίνησε την καριέρα του σαν καντηλανάφτης, μισούσε θανάσιμα τους Λατίνους και ζητούσε τον Αναβαπτισμό των Καθολικών και των Μονοφυσιτών Αρμενίων που προσχωρούσαν στην Ορθοδοξία (κυρίως λόγω γάμου).  Ο απατεώνας Συναξαριστής του αναφέρει και η Εκκλησία υιοθετεί τα ψέματά του, ότι ο Όσιος έριχνε στη θάλασσα το ράσο που φορούσε και το χρησιμοποιούσε σα βάρκα (!) για να πλέει στο πέλαγος. Έτσι έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, αφού σταμάτησε την τρικυμία κάνοντας το σχήμα του Σταυρού πάνω στα κύματα.

Ο όχλος, «κύνοις οιωνεί λυσσόντες και θήρες άγριοι» κατά το Σχολάρχη της πατριαρχικής Σχολής  Σέργιο Μακραίο,  μαλιοτραβολόγησε τον πατριάρχη, αποκαλώντας τον Λατίνο,  σέρνοντάς τον στο δρόμο, φτύνοντας και χτυπώντας τον,  μέχρι που κατάφερε η πατριαρχική τουρκική φρουρά να τον γλυτώσει χτυπώντας το ποίμνιό του με ρόπαλα.

Η Πύλη παλούκωσε τους δυο πρωταίτιους, αλλά και ο Παΐσιος Β΄ εκθρονίστηκε τελικά για τέταρτη φορά και στο θρόνο ανέβηκε ο Κύριλλος, οπαδός του απατεώνα Αυξέντιου. Το πατριαρχείο δεν ξέρει τίποτα από όλα αυτά, τα λογοκρίνει και στην επίσημη ιστοσελίδα του σημειώνει στη βιογραφία του ντροπαλά μόνο το εξής: « πατριαρχεα του κατεκρθη παρ τν χθρν του κα γκωμισθη παρ τν φλων του». Κομμάτι από το κουφάρι του οσίου Αυξεντίου του εν Κατιρλί, το εκμεταλλεύεται οικονομικά η Μητρόπολη Ιερισσού, την οποία πρόσφατα κοσμούσε ο μακάριος μητροπολίτης Νικόδημος, γνωστός και ως «τακουνάκιας», φίλος του ροζ κλέφτη Παντελεήμονα Ατττικής (ΒΗΜΑ, 15/3/2009.)

Ο πραγματικός βίος του τσαρλατάνου ψευτοθαυματουργού και θεραπευτή Οσίου της Ορθοδοξίας, που διατηρούσε δικό του δίκτυο οπαδών για να συντηρεί το μύθο των υπερφυσικών του δυνάμεων,  περιγράφεται στη θεατρική σάτιρα του 18ου αιώνα «Κωμδία, ήτοι Έργα και καμώματα του μιαρού ψευδασκητού Αυξεντίου του εν τω Κατιρλί και των ασεβεστάτων και αθέων εκείνου μαθητών, οπαδών και διδασκάλων ή Αυξεντιανς μετανοημένος».

Το ύφος του Πόρτερ είναι ειρωνικό και ξεχωριστή θέση κατέχει το αστείο πάθημα ενός μητροπολίτη που επιβουλευόταν μια Αρχιεπισκοπή. Ο Τούρκος δεν έστεργε να διώξει τον Αρχιεπίσκοπο, παρά τις φιτιλιές του μητροπολίτη, ώσπου φάνηκε ότι η θεία Πρόνοια ανέλαβε να κάνει το χατίρι στο δεύτερο. Ο Αρχιεπίσκοπος αναχώρησε για την Κόλαση των χριστιανών.

Ο επίδοξος διάδοχος, που είχε έτοιμο το πεσκέσι, έτρεξε αμέσως στον Κισλάραγα με 6.000 τσεκίνια και η συμφωνία της διαδοχής κλείδωσε. Στο μεταξύ ήλθε η ώρα της κηδείας. Ο νεκρός τοποθετήθηκε κατά τα ειωθότα καθιστός πάνω στο θρόνο και ξεκίνησε η επικήδεια υποκρισία του τελευταίου προσκυνήματος στην εκκλησία. 

Στήθηκαν στην ουρά οι πιστοί και φιλούσαν το δεξί χέρι του χρυσοντυμένου πτώματος. Τελείωσε το προσκύνημα και ξεκίνησε η νεκρώσιμη ακολουθία, όταν εμφανίστηκαν κάποιοι αργοπορημένοι προύχοντες που θέλησαν να προσκυνήσουν κι αυτοί το νεκρό. Το ιερατείο τους το επέτρεψε κι μόλις ο πρώτος από αυτούς έσκυψε να πάρει την ευλογία του πεθαμένου, αυτός άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε ζητώντας απορημένος ένα ποτήρι νερό.

Ήταν μια περίπτωση νεκροφάνειας. Οι πιστοί το ‘σκασαν πανικόβλητοι, αλλά ο κληρικός που χοροστατούσε κράτησε την ψυχραιμία του και εξήγησε στον Αρχιεπίσκοπο τι είχε συμβεί. Ο «διάδοχος» τρέχει δρομαίος στον Αγά να πάρει πίσω τα λεφτά του. Όμως ο Τούρκος αρνήθηκε λέγοντάς του πως όπου νάναι θα πεθάνει στ’ αλήθεια ο γερο-Αρχιεπίσκοπος και αυτός έχει ήδη καπαρώσει την καρέκλα του. Ο Αρχιεπίσκοπος όμως έζησε άλλα δυο χρόνια, σημειώνει ο Πόρτερ, και είχε την ευκαιρία να διασκεδάσει με το πάθημα του ανταγωνιστή του, οποίος τελικά δεν πήρε τη θέση του, ούτε μετά τον πραγματικό θάνατο του νεκραναστημένου.