14 June 2013

Η κατάργηση της ΕΡΤ και οι ευθύνες για την κρίση...


του Αλέξανδρου Αχελινού, ΚΣΜ
Η σύγκρουση για την Ε.Ρ.Τ. ενδέχεται, με τις διαστάσεις που πήρε, να έχει επιπτώσεις πολύ μεγαλύτερες από την πραγματική σημασία της. Το γεγονός ότι έγινε πρωτοσέλιδο στον διεθνή τύπο και ότι ασχολούνται με αυτήν διεθνείς οργανισμοί, δείχνει πόσο ξέφυγε το ζήτημα από τα όρια, μέσα στα οποία επιθυμούσε να περιορίσει την παρέμβασή της η κυβέρνηση, αλλά και τη δύναμη που έχουν ορισμένοι κύκλοι να επιβάλλουν τη στρεβλή εικόνα μιας κατάστασης. Αποδεικνύει, όμως, και πόσο δύσκολο είναι να προωθηθεί μία μεταρρύθμιση στον τομέα που χρειάζεται κατά προτεραιότητα μεταρρυθμίσεις, ακόμα και στο απόγειο της κρίσης που ταλαιπωρεί χώρα και κοινωνία.

Το ιστορικό

Η “εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα” φωνή (της Αγίας Παρασκευής) κουβαλά στην πλάτη της ένα όντως αμαρτωλό παρελθόν. Το πολιτικο-κομματικό και το συνδικαλιστικό κατεστημένο της εποχής δεν επιτρέψανε το νοικοκύρεμά της και τον εκσυγχρονισμό της ακόμα και όταν, την δεκαετία του 1970, το εγχείρημα ανατέθηκε, με πρωθυπουργική υποστήριξη, σε μία καταξιωμένη ανεξάρτητη προσωπικότητα (τον σερ Χιου Γκρήν), ενώ στην στελέχωσή της είχαν παρεισφρήσει μερικά από τα πιο αξιόλογα άτομα που διέθετε η κοινωνία.

Στη συνέχεια ο κυβερνητικός έλεγχος μετατράπηκε σε απόλυτη κομματικοποίηση, ενώ το συνδικάτο των εργαζομένων στην Ε.Ρ.Τ. μετατράπηκε, όπως και σε πολλούς άλλους φορείς του δημοσίου, σε “κράτος εν κράτει” με την ασφάλεια που παρείχε το μονοπώλιο της μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και η πολιτική βούληση διατήρησης αυτού του μονοπωλίου, όπως είχε εκφρασθεί από τον απερίγραπτο υπουργό που απειλούσε με κατάρριψη τους δορυφόρους που θα αποτολμούσαν να απευθύνουν άλλα προγράμματα στο ελληνικό κοινό.

Η άναρχη, όπως έγινε, απελευθέρωση της αγοράς δεν βοήθησε την εξυγίανση του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, αφού η διατήρηση της χρηματοδότησης από αναγκαστική εισφορά των πολιτών και η κρατική κάλυψη των ελλειμμάτων δεν άφησαν να γίνει αισθητή η επίδραση του ανταγωνισμού. Αποτέλεσμα της συνακόλουθης αβελτηρίας ήταν πληθωρισμός προσωπικού, σπατάλη οικονομικών και τεχνικών μέσων, σκανδαλώδεις συμβάσεις με εξωτερικούς συνεργάτες κ.λπ.

Βέβαια, υπήρχε και η άλλη πλευρά του νομίσματος που έλεγε ότι η Ε.Ρ.Τ. δεν μπορούσε να είναι ανταγωνιστική σε επίπεδο ακρόασης/θέασης με στελέχη που αμείβονται χαμηλότερα από τα ομόλογά τους του ιδιωτικού τομέα, ότι παρέχει υπηρεσίες που δεν παρέχουν τα ιδιωτικά μέσα λόγω της κερδοσκοπικής φύσης τους, ότι ικανοποιεί, έστω και περιθωριακά, τμήματα του κοινού, τα οποία για τον ίδιο λόγο δεν ικανοποιούνται από τα πολύ χαμηλής ποιοτικής στάθμης προγράμματα των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, παρότι συνεισφέρουν ίσως και με το παραπάνω τον οβολό τους στην χρηματοδότηση όλων των μέσων, δημόσιων και ιδιωτικών. Διότι και αυτά πληρώνουν τόσο την υποχρεωτική εισφορά για τα πρώτα όσο και το κόστος διαφήμισης που έχει ενσωματωθεί στην τιμή των προϊόντων που αγοράζουν, το οποίο συντηρεί τα δεύτερα.

Αυτά τα ελαφρυντικά, ωστόσο, δεν αναιρούσαν την ανάγκη της αναδιάρθρωσης της Ε.Ρ.Τ., όπως επισημαινόταν επανειλημμένα από πολλές πλευρές. Ακόμα, όμως, και όταν υπήρχε έστω και μια κολοβή ή όχι απόλυτα ειλικρινής πρόθεση από μία κυβέρνηση, η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση όρθωνε το αρνητικό ανάστημά της, ενώ τα κόμματα της αριστεράς δεν έχαναν την ευκαιρία να συμπαρίστανται στα συνδικάτα των εργαζομένων, ακόμα και αν βρίσκονταν εν αδίκω. Η δύναμη των τελευταίων και η συν-διοίκηση που ασκούσαν υπερίσχυε ορισμένες φορές ακόμα και της εκάστοτε παραδοσιακής κυβερνητικής παρεμβατικότητας!

Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Η αδυναμία προώθησης μεταρρυθμίσεων απαξίωσε τους μηχανισμούς, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί η απήχηση των σταθμών του δημόσιου φορέα, παρότι μερικά προγράμματά του εξακολουθούσαν να αποτελούν οάσεις στο απαράδεκτο από κάθε άποψη ελληνικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Η απάντηση σε κάθε επιχείρηση ανόρθωσης ήταν η άγρια απεργία.

Η κυβερνητική πρωτοβουλία

Μίαν ωραίαν πρωίαν τελικά η σημερινή κυβέρνηση διαπίστωσε ότι η κατάσταση είχε φτάσει στο “μη παρέκει”. Και αποφάσισε το κλείσιμο της Ε.Ρ.Τ. και την αναστολή των εκπομπών των σταθμών της μέχρις ότου στηθεί μια υγιής διάδοχος εταιρεία.

Η μεθόδευση δεν μπορούσε να είναι πιο “άκομψη”. Έτσι, έδωσαν την ευκαιρία ακόμα και στην εσωτερική αντιπολίτευση της τρικομματικής, αλλά κυρίως στους συνδικαλιστές και στους θεματοφύλακες του status quo να την παραλληλίσουν με τις βολονταριστικές μεθοδεύσεις του πρωθυπουργού της Τουρκίας που κατέβασαν τον κόσμο στην Πλατεία Ταξίμ.

Θα ήταν πολύ πιο ευπρόσωπος ένας διαφορετικός δρόμος, όπως η πλήρης προετοιμασία της διάδοχης κατάστασης πριν από την “αλλαγή φρουράς” και η παράδοση της σκυτάλης χωρίς καμία διακοπή εκπομπών.

Βέβαια, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι, με την εμπειρία των αντιδράσεων των συνδικάτων τον τελευταίο καιρό, μια εν κρυφώ και παραβύστω προετοιμασία δεν θα είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας γιατί το σχέδιο θα διέρρεε πριν από την ολοκλήρωσή του. Θα μπορούσε να αντιτείνει και το ότι η μέθοδος που επελέγη ήταν η μοναδική, με δεδομένη την αδιαλλαξία των συνδικαλιστών και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αν ο Μέγας Αλέξανδρος είχε εμπλακεί σε συζητήσεις σχετικά με την κατάσταση στην οποία θα έπρεπε να βρίσκεται ο φλοιός κρανιάς του Γόρδιου Δεσμού, είτε δεν θα τον είχε λύσει (όπως τον έλυσε) είτε δεν θα είχε προφτάσει να προχωρήσει ούτε καν ως την Κιλικία! Ανάλογα, δεν θα μιλούσαμε σήμερα για το «Αυγό του Κολόμβου» αν ο γενουάτης διαπραγματευόταν το αν έπρεπε να παραμείνει ανέπαφος ή όχι ο φλοιός του όταν αυτό στεκόταν όρθιο.

Το χειρότερο πάντως ήταν το ότι οι κυβερνητικοί χειρισμοί υπήρξαν κακοί και ανεπιτυχείς: έριξαν τη χώρα σε μία αχρείαστη κρίση.

Οι ευθύνες

Η πιο δυσοίωνη πλευρά της αιφνίδιας κρίσης, πάντως, έγκειται στο ότι η στάση όλων είναι κατακριτέα.

Η Νέα Δημοκρατία και ο πρωθυπουργός προσωπικά, με δεδομένη την πατρότητα της πρωτοβουλίας, είναι υπεύθυνοι τόσο για τον σχεδόν “πραξικοπηματικό” τρόπο φίμωσης των κρατικών σταθμών, όσο και για το ότι καταρράκωσαν ακόμα πιο πολύ την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Πρόσθετα, βαρύνονται για το ότι με τον χειρισμό που επιλέξανε παραλείψανε ένα θεμελιώδες στάδιο: να προτείνουν ένα αξιόπιστο σχέδιο και να εκθέσουν αυτούς που θα αντιδρούσαν. Επιπλέον, θα ήταν πολύ πιο πειστική η εξυγιαντική πρόθεσή τους αν δεν είχαν απορρίψει ως αντιπολίτευση μόλις προ διετίας το πολύ πιο μετριοπαθές εξυγιαντικό πλάνο της υπό τον καθηγητή Αλιβιζάτο επιτροπής, που αποτέλεσε και τη μήτρα του δικού τους πλάνου.

Τέλος, αν κυριαρχήθηκαν από την υστερόβουλη πρόθεση να προκαλέσουν μια (ολέθρια για τον τόπο) πρόωρη εκλογική αναμέτρηση για να εξαργυρώσουν τα κέρδη τους στις δημοσκοπήσεις, η ευθύνη τους είναι εγκληματική.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο πρόεδρός του είναι εκτεθειμένοι γιατί, ενώ με την υποστήριξη του πλάνου Αλιβιζάτου παραδέχονταν την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, σήμερα, και αυτοί για κομματικά οφέλη, παίρνουν τελείως αρνητική θέση απέναντι σε ένα αναμφίβολα τολμηρότερο σχέδιο. Ας διαχώριζαν ξεκάθαρα, τουλάχιστον, τη θέση τους για τις μεταρρυθμίσεις από τη θέση τους για τους κυβερνητικούς χειρισμούς.

Η ΔΗΜ.ΑΡ. παραμένει εγκλωβισμένη στην άρνηση κάθε τομής σε βάθος στον νοσηρό ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εκτίθεται διαρκώς με τη διγλωσσία του. Από τη μία καταγγέλλει το πελατειακό κράτος που δόμησαν, όπως αναληθώς ισχυρίζεται, μόνον τα κόμματα που κυβέρνησαν τον τόπο, στους χώρους του οποίου πάντως είχε ανέκαθεν μεγαλύτερη απήχηση απ’ό,τι στην υπόλοιπη κοινωνία. Από την άλλη προασπίζεται με νύχια και με δόντια όλες τις εκφάνσεις του με στόχο να προσεταιρισθεί τις δυνάμεις που τον λυμαίνονται και αποτελούν ανεκτίμητο όπλο για την άσκηση της βολονταριστικής εξουσίας που πρεσβεύει.

Το Κ.Κ.Ε. εξακολουθεί να ζει στον κόσμο του, ενώ για τις “δεξιές της δεξιάς” καλύτερα να μην γίνεται λόγος.

Η Π.Ο.Σ.Π.Ε.Ρ.Τ. (με όλα τα παρακλάδια της) με τη διαχρονική στάση της έχει αποδείξει ότι δεν αποτελεί αξιόπιστο συνομιλητή για την αναζήτηση καλύτερου μέλλοντος. Έχει και αυτή εγκλωβιστεί σε μία αποκλειστικά συντεχνιακή στρατηγική και υιοθετεί την γενική αρχή των περισσότερων συνδικάτων του ευρύτερου δημόσιου τομέα: «μεταρρυθμιστείτε κατά προτεραιότητα εσείς για να μπορούμε να τρώμε όλοι μας και κατά προτεραιότητα εμείς»! Θα μπορούσε να διασκεδάσει την αδιαλλαξία της και να πείσει για το δήθεν ενδιαφέρον της για τον δημόσιο χαρακτήρα της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, αν δεν έκανε τα πάντα για να την απαξιώσει. Αν δεν την “φίμωνε” πραξικοπηματικά (και εκείνη) σε κρίσιμες στιγμές για μεγάλα χρονικά διαστήματα, εξυπηρετώντας απροκάλυπτα κομματικά συμφέροντα (της αντιπολίτευσης). Αλλά και αν προέβαινε (ακόμα και τώρα) σε μία χειρονομία καλής θέλησης: αν κατέβαλλε αναδρομικά το αντίτιμο της δωρεάν μετάδοσης των μηνυμάτων της στη διάρκεια των απεργιών της (έστω και μόνον των τελευταίων μηνών), όπως θα υποχρεωνόταν ο κάθε ιδιώτης, ακόμα και εάν επρόκειτο για συνδικάτο. Η Ε.Ρ.Τ. δεν είναι ιδιοκτησία της!

Η Ε.Σ.Η.Ε.Α., η Α.Δ.Ε.Δ.Υ. και η Γ.Σ.Ε.Ε. (ως εκπρόσωπος των συνδικάτων του ευρύτερου δημόσιου τομέα) καλά θα έκαναν να μην είχαν κηρύξει μια απεργία συμπαράστασης που στρεφόταν αποκλειστικά εναντίον των συνήθων αμέτοχων των συγκρούσεων: των εργαζομένων και των επαγγελματιών του ιδιωτικού τομέα που είτε ταλαιπωρήθηκαν είτε έχασαν εισόδημα. Ωστόσο, η πρεμούρα τους είναι απόλυτα κατανοητή: αν χάσουν την μάχη των προνομίων τα συνδικάτα της Ε.Ρ.Τ. θα έρθει σύντομα και η σειρά των υπόλοιπων συνδικάτων (των Δ.Ε.Κ.Ο. κ.λπ.) για τα οποία νοιάζονται κατά προτεραιότητα (αν όχι κατ’ αποκλειστικότητα).

Όσο για τους σχολιαστές και το μέρος του κοινού, που ευαισθητοποιήθηκαν, κάπως όψιμα είναι η αλήθεια, για τη συρρίκνωση της ραδιοτηλεοπτικής πολυφωνίας, ας έχυναν νωρίτερα τα κροκοδείλια δάκρυά τους κι ας έψαχναν με το τηλεχειριστήριο πιο συχνά τις κρατικές συχνότητες για να ανεβάσουν την κατά περίπτωση ακρόαση ή θέασή τους, αποσοβώντας τον μαρασμό τους.

Τώρα πια είναι αργά για όλους!