του Νίκου Βατόπουλου, Καθημερινή, 10/3/2013
Υπάρχει κάτι διάχυτα παλαιοαστικό στον άξονα της Πατησίων. Τυλίγει τις παλιές ακακίες και βάφει τα κτίρια. Πρόσφατα, χρειάστηκε να περπατήσω από τον σταθμό της Βικτώριας μέσω 3ης Σεπτεμβρίου, Αγίου Μελετίου, πλατείας Αμερικής για να φθάσω κοντά στην Αγίας Ζώνης. Ηταν μία περιδίνηση στον τροχό του χρόνου.
Σκεφτόμουν πόση αγάπη έχει μαζέψει αυτό το κομμάτι της Αθήνας (από το Μουσείο έως την Κυπριάδου και από τον Αγιο Ελευθέριο έως την πλατεία Λαυρίου) από τότε που πήρε την κάτω βόλτα. Οσο πιο πολύ κατρακυλούσε η «Πατησίων» (με όλες τις συνηχήσεις και τις αντιδράσεις που γεννάει το άκουσμά της), τόσο πιο τρυφερά τη σκέφτονταν όσοι την είχαν εγκαταλείψει, όσοι την υπέμεναν, όσοι παρακολουθούσαν το πέρασμά της σε μια μετέωρη κατάσταση. Ηταν σαν η Πατησίων να είχε περάσει σε ένα ουτοπικό καθεστώς ημι-σοβιετικής ανελευθερίας και η παλιά της ζωή να ήταν φωτογραφία σε κορνίζα.
Στη διάρκεια του 2013 «τρέχει» το πρόγραμμα «Η Πατησίων μας», που ξεκίνησε στην πλατεία Καλλιγά και λίγο μετά ξετυλίχτηκε με την ανοιχτή έκθεση φωτογραφίας σε βιτρίνες κλειστών καταστημάτων. Και θα συνεχιστεί με μια βεντάλια δράσεων με διαδρομές που ανιχνεύουν κινηματογράφους, θεάματα, κήπους. Ενα σύστημα αιμοφόρων αγγείων ξανά σε χρήση.
Ολα αυτά, που τα ξεκίνησαν πολίτες (όπως το Αθηναϊκό Καλλιτεχνικό Δίκτυο, που συντονίζει όλες αυτές τις δράσεις), προκαλούν νέες ματιές. Προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ συναισθηματικά από το μυθικό, για μένα, εκτόπισμα της «Πατησίων» (καθώς είναι η πατρίδα των παιδικών μου χρόνων) και να τη «διαβάσω» ψυχρά. Κάθε φορά με υπνωτίζει το αστικό της βάθος, το κτιριακό της απόθεμα και η «ενδιάμεση» μνήμη της, στα όρια του υποσυνείδητου, η μνήμη του άστεως, που κολυμπά σε μια θάλασσα προβολών και επιθυμιών. Και κάθε φορά που η ματιά μου σκανάρει παραθυρόφυλλα του 1930 και ξεχασμένες επιγραφές του 1960, σχηματίζεται στον νου η εικόνα για την Πατησίων του αύριο, που ίσως ξαναγεννηθεί, που ίσως αγαπηθεί ακόμη πιο πολύ.
Σήμερα, που ξανασυζητάμε, την Αθήνα του 2015-2020, με τη λαχτάρα να πιστέψουμε ότι η πόλη θα κινηθεί μπροστά και θα αρχίσει να λειτουργεί ως πρωτεύουσα, η Πατησίων ξεπροβάλλει σαν βραχίονας του αθηναϊκού κέντρου ως το πιο αυθεντικά αστικό κομμάτι της πόλης. Δρόμοι σαν την Πατησίων και την 3ης Σεπτεμβρίου έρχονται σήμερα να προσφέρουν δυνητικές υπηρεσίες στην Αθήνα του άμεσου μέλλοντος ως λεωφόροι με υλική και άυλη παρακαταθήκη. Σημαντικές οι υποδομές, αλλά αυτό που κάνει μια πόλη να είναι «πόλη» είναι αυτή η ανεξήγητη, φευγαλέα και ρευστή ατμόσφαιρα, που εισχωρεί στις αισθήσεις μας και αγκυλώνεται σαν δεύτερο σώμα. Η ατμόσφαιρα μιας πόλης είναι, όσο μακάβριο κι αν ακούγεται, οι σκιές των νεκρών της και οι ψίθυροι του παρελθόντος, εγγεγραμμένου σε προσόψεις κτιρίων, σε παλιά δέντρα, σε φωταγωγούς. Στην Πατησίων, τα φαντάσματα της «Ατθίδος», του «Αττικα», του «Ράδιο Σίτυ» επιζούν τρεμοπαίζοντας σε βουβή οθόνη μνήμης ή σε ροή αφηγήσεων, αλλά είναι αυτή ακριβώς η απουσία τους, όπως ένα πένθος, που μπορεί σήμερα να ξαναφέρει, με πείσμα, την Πατησίων μπροστά.