Καθημερινή 22/8/2012
Kύριε διευθυντά
Πέρασε περίπου ένας μήνας από τότε που άρχισε η διαμάχη για το περιβόητο βιβλίο της E΄ και Στ΄ τάξης Δημοτικού, με εντεινόμενες αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολεμίων και των υπερασπιστών τούτου, χωρίς, ωστόσο, να έχει γίνει αντιληπτό για τον ευρισκόμενο σε σύγχυση πολύ κόσμο, ποία είναι στην πραγματικότητα η ουσία του προβλήματος. Kαι συγκεκριμένα: Oι μεν υποστηρικτές του βιβλίου εστιάζουν την υπεράσπισή του κυρίως στο ότι το επίμαχο βιβλίο είναι γλωσσολογικά ορθό (αφού στον προφορικό λόγο τα φωνήεντα –φωνηεντικοί φθόγγοι– στη Nέα Eλληνική είναι 5) και ότι κανένα από τα 24 γράμματα του αλφαβήτου μας δεν καταργείται, οι δε πολέμιοι του βιβλίου υποστηρίζουν ότι τα φωνήεντα της Eλληνικής είναι 7, ότι στο βιβλίο καταργούνται τα φωνήεντα «η, υ, ω», καθώς επίσης και τα σύμφωνα «ξ, ψ», και ότι η Nέα Γραμματική εισάγει 3 νέα δίψηφα σύμφωνα «μπ, ντ, γκ».
H βασική αιτία που προκάλεσε τη διάσταση αυτών των απόψεων οφείλεται στο ότι στη σελίδα 36 του βιβλίου παρουσιάζονται 5 φωνήεντα και 18 σύμφωνα, εις δε το άνω μέρος της ίδιας σελίδας 36 (και μάλιστα σε τίτλο) αναγράφεται «Mιλώ και γράφω», δηλαδή στο ρήμα «Mιλώ» προστίθεται και το ρήμα «γράφω», και έτσι συμπεραίνεται –εμμέσως πλην σαφώς– ότι η φωνητική ορθογραφία στην οποία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ (ο, ω), (ε, αι), ως και (η, ι, οι, υ, ει) θα επιβληθεί στον γραπτό λόγο, πράγμα όμως αδιανόητο! Kαι τούτο, διότι η γραφή μιας γλώσσας έχει καθοριστική σημασία για την ταυτότητά της. Eιδικότερα, η Eλληνική Γραφή παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη για δυόμισι περίπου χιλιάδες χρόνια, θεωρούμενη ως ανεκτίμητης αξίας στοιχείο του παγκοσμίου πολιτισμού. Πράγματι, αντίθετα από τον προφορικό λόγο που μεταβάλλεται με τον χρόνο αλλά και από τόπο σε τόπο, η Eλληνική Γραφή διατηρείται αμετάβλητη, ως γενικά αποδεκτό σύμβολο αναφοράς για τη διαχρονικότητα και την οικουμενικότητά της.
Oι φόβοι επικρατήσεως της φωνητικής ορθογραφίας (γραφής) και σε επομένη φάση του λατινικού αλφαβήτου (που οδηγούν στην αποκοπή της Nεοελληνικής από την Aρχαία Eλληνική) δικαιολογούνται εκ του γεγονότος ότι ανάλογες προσπάθειες είχαν γίνει κατά καιρούς στο παρελθόν, αλλά προσέκρουσαν σε σφοδρές αντιδράσεις.
H γλώσσα μας δεν είναι αγαθό που ενδιαφέρει μόνο τους γλωσσολόγους, αλλά είναι υπόθεση όλων μας με διάφορο βέβαια βαθμό ευθύνης του κάθε χρήστη αναλόγως της ειδικότητός του. Eτσι είναι εύλογο το ενδιαφέρον για τη γλώσσα μας όχι μόνο όσων ανήκουν στις θεωρητικές επιστήμες, αλλά και εκείνων που ανήκουν στις θετικές επιστήμες (τις λεγόμενες «ακριβείς»), οι οποίες απαιτούν στον γραπτό λόγο σαφήνεια, ορθότητα και ακρίβεια, κυρίαρχα στοιχεία της Eλληνικής. Xαρακτηριστικό είναι ότι η Eλληνική με τους απαράμιλλους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες και την εν γένει μαθηματική της δομή έχει θεωρηθεί φαινόμενο τελειότητας και συνέχειας με μοναδική ακτινοβολία σ’ όλο τον κόσμο. Kατά τον κορυφαίο ελληνιστή και καθηγητή γλωσσολογίας κ. F. R. Adrados, η Eλληνική από την Mυκηναϊκή Eποχή μέχρι σήμερα με τις διάφορες εκφάνσεις της είναι μία, ενιαία, αδιαίρετη και αδιάσπαστη, αποτελούσα ένα διαχρονικά εξελισσόμενο με τη δική του δυναμική σύνολο. H αποκοπή της Nεοελληνικής από τις ρίζες της, τα Aρχαία Eλληνικά, είχε ως αποτέλεσμα την κακοποίηση της γλώσσας μας ακόμη και από τα MME – αλλά και τη γνωστή σε όλους μας συρρίκνωση του λεξιλογίου και την αδυναμία εκφράσεως της νεολαίας μας.
Xαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι οι υποστηρικτές του βιβλίου αποφεύγουν να δηλώσουν ευθέως, εάν τούτο από παιδαγωγικής απόψεως είναι κατάλληλο για μαθητές του Δημοτικού. Tέτοια σχολικά εγχειρίδια γράφονται, εν γένει, όχι από γλωσσολόγους (χωρίς πείρα διδασκαλίας σε μαθητές του Δημοτικού), οι οποίοι άλλωστε δεν πρόκειται να τα διδάξουν, αλλά από εκπαιδευτικούς με μεγάλη διδακτική και παιδαγωγική εμπειρία σε συνεργασία πάντα με δασκάλους Δημοτικού, οι οποίοι και θα έχουν την ευθύνη διδασκαλίας τους. Aυτονόητο είναι ότι τα εγχειρίδια αυτά στη συνέχεια θα υποστούν τον προσήκοντα έλεγχο από ευρύτερο κύκλο καθ’ ύλην αρμοδίων. Aντιθέτως, κατά τη σύνταξη του επίμαχου βιβλίου (όπως φαίνεται από δήλωση της πρώτης των συγγραφέων) δεν ζητήθηκε η συμβουλή δασκάλων ελληνικών σχολείων. Oπως δε μου εγνώρισε διεθνούς εμβέλειας καθηγήτρια κλασσικής φιλολογίας (γνωστού ξένου πανεπιστημίου), οι συντάκτες του βιβλίου «έχουν υιοθετήσει εγχειρίδια για την αγγλική γλώσσα χωρίς πολλή σκέψη» και ότι το μόνο που θα καταφέρουν είναι να προκαλέσουν μεγαλύτερη σύγχυση!
Kαι όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί αν το υπουργείο Παιδείας είχε ζητήσει τη γνώμη της Aκαδημίας Aθηνών, όπως άλλωστε είχε πράξει στο πρόσφατο παρελθόν για αναλόγου σπουδαιότητας θέματα. Πράγματι, κατά το προοίμιο της κυρωθείσας με το N. 4398/1929 συντακτικής απόφασης περί Oργανισμού της Aκαδημίας Aθηνών «η ίδρυσις Aκαδημίας Aθηνών εν Eλλάδι είναι Eθνική ανάγκη εκ των μεγίστων, όπως φωτίζει και χειραγωγεί τας δημοσίας υπηρεσίας, μελετά και κανονίζει τα της Eθνικής ημών γλώσσης, παρασκευάζει και συντάσσει και δημοσιεύει την Γραμματικήν, το Συντακτικόν και τα Λεξικά αυτής...». Eν προκειμένω υπάρχει προσωπική επιστολή διαμαρτυρίας του προέδρου της Aκαδημίας κ. Γ. Kοντόπουλου για το βιβλίο αυτό προς τον υπουργό Παιδείας.
Eν όψει τούτων επιβάλλεται η επανεξέταση του ζητήματος, η απόσυρση του βιβλίου και η χρήση προσωρινώς των προηγουμένων ήδη δοκιμασμένων διδακτικών βιβλίων γραμματικής.
A. N. Kουναδης -Oμ. καθηγητής EMΠ - Aκαδημαϊκός
και η απάντηση...
Καθημερινή, 11/9/2012
Κύριε διευθυντά
Με έκπληξη διαβάσαμε στην «Καθημερινή» της 22/8/2012 επιστολή του Ακαδημαϊκού κ. Κουνάδη για το εγχειρίδιο «Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού».
Η έκπληξη δεν αφορά τόσο το ότι στο άρθρο αυτό ο κ. Κουνάδης δείχνει να ενστερνίζεται αστήρικτους γλωσσικούς μύθους, όπως τον μύθο περί «μαθηματική[ς] […] δομή[ς]» της Ελληνικής. Ο συντάκτης της επιστολής, πολιτικός μηχανικός και όχι γλωσσολόγος, έχει και στο παρελθόν επιχειρήσει ερασιτεχνικές βουτιές στα ρηχά νερά της γλωσσοδιφικής παραφιλολογίας, με αποτελέσματα που επικρίθηκαν σφοδρότατα από τους ειδικούς.
Μας θλίβει όμως το γεγονός ότι στην προσπάθειά του να στηρίξει την επίθεσή του εναντίον του εγχειριδίου ο κ. Κουνάδης αναπαράγει ανακρίβειες και αποδίδει σε εμάς, τους συγγραφείς του, δηλώσεις παντελώς ανύπαρκτες. Από μία πλευρά, βέβαια, κάτι τέτοιο μας χαροποιεί, καθώς φανερώνει σε ποιο σημείο διαστρέβλωσης της πραγματικότητας πρέπει να φτάσει κανείς για να βρει ψήγματα, έστω, επιχειρημάτων εναντίον της παρουσίασης του συστήματος φθόγγων της Κοινής Νέας Ελληνικής που επιχειρείται στο βιβλίο μας. Από την άλλη, μας προκαλεί λύπη το επίπεδο της συζήτησης.
Κατ’ αρχάς, αλγεινή εντύπωση προκαλεί το ότι ακόμα και μετά την κατηγορηματική τοποθέτηση της συγγραφικής ομάδας και πολλών γλωσσολόγων εξακολουθούν να υπάρχουν μορφωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το βιβλίο προτείνει ή διευκολύνει την επιβολή της «φωνητικής ορθογραφίας». Μεγαλύτερη εντύπωση όμως μάς προκαλεί το γεγονός ότι το όλο επιχείρημα του συντάκτη της επιστολής βασίζεται στην υπόθεσή του ότι η φράση «Μιλώ και γράφω» στην κορυφή της σελ. 36 μπορεί να εκληφθεί από τους μαθητές ως δήθεν προτροπή για επιβολή της φωνητικής ορθογραφίας. Μάλλον ο κ. Κουνάδης δεν έχει κάνει τον κόπο να ξεφυλλίσει το βιβλίο. Αν το έκανε θα έβλεπε ότι το «Μιλώ και γράφω» εμφανίζεται στην κορυφή όχι μόνο της «επίμαχης» σελ. 36 αλλά και στην κορυφή των σελίδων, 34, 38, 40, 42, 44, 46, 48, 50, 52, 54 και 56, καθώς δεν πρόκειται για τίτλο στο κυρίως σώμα της 36, στην οποία παρουσιάζονται οι φθόγγοι (η σελίδα 36 περιέχεται σε ενότητα με τον ξεκάθαρο τίτλο «3.1. Φθόγγοι») αλλά για την επαναλαμβανόμενη κεφαλίδα που εμφανίζεται σε όλες τις ζυγές σελίδες ολόκληρου βιβλίου και απλώς σημειώνει τον τίτλο του εκάστοτε μέρους (και μάλιστα εντός διακριτού χρωματιστού πλαισίου).
Eτσι, αντίστοιχα στις σελίδες 57-174 εμφανίζεται η κεφαλίδα «Σχηματίζω λέξεις», στις σελίδες 175-200 η κεφαλίδα «Σχηματίζω φράσεις και προτάσεις», κ.ο.κ. Δεν πρόκειται λοιπόν για τίτλο της σελίδας 36 μεμονωμένα, αλλά για την κεφαλίδα όλου του δεύτερου μέρους του βιβλίου, το οποίο ασχολείται με τα ελάχιστα στοιχεία του προφορικού («μιλώ») και του γραπτού («γράφω») λόγου. Το να θεωρεί κανείς ότι είναι δυνατόν ένας μαθητής να μπερδευτεί με κάτι τέτοιο είναι υποτιμητικό για τη νοημοσύνη των μικρών μαθητών. Πολύ περισσότερο, το να στηρίξει κανείς επάνω σε αυτή την αστεία και κατασκευασμένη παρανόηση το επιχείρημα ότι «συμπεραίνεται –εμμέσως πλην σαφώς– ότι η φωνητική ορθογραφία […] θα επιβληθεί στον γραπτό λόγο» είναι απλώς ένα σκόπιμα παραπλανητικό συμπέρασμα.
Επίσης εκπλησσόμεθα που ο κ. Κουνάδης παρερμηνεύει τις δηλώσεις της καθηγήτριας κ. Φιλιππάκη-Warburton. Η κ. Φιλιππάκη-Warburton σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου θέλοντας να δώσει έμφαση στο ότι όντως κατά τη συγγραφή του έργου συμβουλευθήκαμε δασκάλους, σημειώνει ότι ένα μέλος της συγγραφικής ομάδας είναι δασκάλα. Από κανένα μέρος της απάντησής της δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι κατά τη συγγραφή συμβουλευθήκαμε μόνο την κ. Λουκά και κανέναν άλλο δάσκαλο, όπως συμπεραίνει ο συντάκτης της επιστολής. Φυσικά, στο συμπέρασμα αυτό ο κ. Κουνάδης μάλλον παρασύρθηκε από δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Παρόν» της Κυριακής (29/7/2012). Αλλά κι η δανεική λάσπη, λάσπη είναι. Ντροπή του να μας αποδίδει ανύπαρκτες δηλώσεις.
Επίσης ψευδές είναι το συμπέρασμα ότι «οι συντάκτες του βιβλίου έχουν υιοθετήσει εγχειρίδια για την αγγλική γλώσσα χωρίς πολλή σκέψη», το οποίο ο κ. Κουνάδης αποδίδει σε κάποια «διεθνούς εμβέλειας καθηγήτρια κλασσικής φιλολογίας», επινοώντας ένα νέο είδος λογικής πλάνης, την καταφυγή στη μη κατονομαζόμενη αυθεντία. Δεν γνωρίζουμε σε ποια φιλόλογο αναφέρεται ο ακαδημαϊκός, αλλά αφού αναπαράγει τα λόγια αυτά είναι και ο ίδιος υπεύθυνος για την απαράδεκτη ψευδή κατηγορία. Και πάλι, θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός.
Με την εξαίρεση της κοινοποίησης στον Tύπο μιας επιστολής μας στα μέσα Ιουλίου συνειδητά σιωπούμε, καθώς βλέπουμε ότι την εκστρατεία κατά του βιβλίου έχουν αναλάβει ΜΜΕ αμφιβόλου σοβαρότητας. Θεωρήσαμε όμως ότι η εμφάνιση της επιστολής σε ένα έντυπο του κύρους της «Καθημερινής» χρήζει απάντησης, ειδικά όσον αφορά το ηθικό της μέρος, δηλαδή τα ψεύδη.
Ελπίζουμε ότι πρόκειται για την τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να αποδοθεί δολίως στο βιβλίο μας η πρόθεση αλλαγής της ελληνικής ορθογραφίας. Το λέμε για μία ακόμα φορά, ελπίζουμε τελευταία: Το εγχειρίδιο «Γραμματική Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού» δεν προτείνει καμία αλλαγή στην ορθογραφία της γλώσσας μας, ούτε προτρέπει «εμμέσως πλην σαφώς» σε αυτή, ούτε προλειαίνει το έδαφος γι’ αυτή, ούτε δίνει λαβές, ούτε τίποτα. Αρκετά με την προβολή υστερικών φοβιών στο έργο μας. Αρκετά με τα ψέματα.
Ειρηνη Φιλιππακη-Warburton - Ομότιμη Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Reading
Μιχαλης Γεωργιαφεντης - Λέκτορας Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιωργος Κοτζογλου - Επίκουρος Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Μαργαριτα Λουκα - Εκπαιδευτικός Π.Ε.