Εύη Κ., 45 ετών, δημοτική υπάλληλος, 2 παιδιά.
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Τα παιδικά
μου χρόνια ήταν χαρούμενα, ξέγνοιαστα. Ανάμεσα στις ωραίες στιγμές των χρόνων
εκείνων, ξεχωρίζω τις ημέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα.. Τις πρώτες,
γιατί με αγωνία περίμενα να έρθει ξανά ο γλυκύτατος γηραιός χοντρούλης να μου
αφήσει το δώρο μου στις παντόφλες που τοποθετούσα με ευλάβεια στο χωλ, ειδικά
για εκείνη την βραδιά.
Βέβαια, δεν μπόρεσα ποτέ να
καταλάβω πώς ήταν δυνατόν να χωράει μια τέτοια κοιλιά μέσα από τον απορροφητήρα
της κουζίνας, μιας και το σπίτι μας δεν διέθετε τζάκι.
Τις δεύτερες, εκείνες του Πάσχα,
γιατί αποκτούσα νέα παπούτσια, λουστρινένια, που γυάλιζαν υπό το τρεμάμενο φως
των κεριών, καθώς περπατούσα στα δρομάκια του χωριού της μητέρας μου που
συνήθως επισκεπτόμασταν τέτοια εποχή.
Μεγαλώνοντας, τα πράγματα
άρχιζαν να δυσκολεύουν. Η μητέρα μου επέμενε τις Κυριακές να ξυπνάει από τα
άγρια χαράματα εμένα και τις δύο αδελφές μου, να μας αφήνει νηστικές γιατί μόνο
έτσι είχαμε δικαίωμα να αποκτήσουμε χρυσό δοντάκι και να μας πηγαίνει στην
εκκλησία της γειτονιάς.
Εκεί, στριμωγμένη, άκουγα για
ώρα ψαλμωδίες που δεν καταλάβαινα Χριστό τι λέγανε! Παρατηρούσα όμως τις
γυναίκες δίπλα μου (τότε δεν επιτρέπονταν να κάθονται οι γυναίκες από την
ανδρική μεριά της εκκλησίας) να στριμώχνονται, να σπρώχνουν για να περάσουν, να
σχολιάζουν, να κοιτάνε με ιδιαίτερη προσοχή τα ρούχα των διπλανών τους…
Στα μαθητικά χρόνια του
σχολείου, έμαθα αρκετά πράγματα από την ιουδαϊκή ιστορία, διότι ως γνωστόν: «η
επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως». Μέσα στα πολλά, έμαθα πως η ερωτική επαφή
ανάμεσα στα δύο φύλλα πρέπει να γίνεται υπό των δεσμών του γάμου και μόνο με
σκοπό την τεκνοποίηση, αλλιώς θεωρείται μεγάλη αμαρτία!
Πέρασα και λίγο από το
κατηχητικό. Εκεί θυμάμαι, η κοτσοστεφανωμένη κυρία μας συμβούλευε όταν πηγαίναμε σε πάρτυ, ως
έφηβες πια, να μην χορεύουμε μπλουζ με
τα αγόρια, διότι «…Είναι σαν να αγκαλιάζετε τον διάολο!». Την επόμενη χρονιά
την είδα στο δρόμο να περνάει με τούρλα την κοιλιά... Βέρα στο δεξί, δεν
φόραγε…
Κι έπειτα, έφθασε στα χέρια μου
το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Αντιγνώση. Τα δεκανίκια του Καπιταλισμού». Εκεί
μέσα, διάβαζα καταγεγραμμένες πολλές από τις σκέψεις μου. Μου δόθηκαν
απαντήσεις σε ερωτήματα. Αυτό το βιβλίο υπήρξε σταθμός στη ζωή μου. Μου έκλεισε
βαριοχτυπώντας μια πόρτα πίσω μου. Την πόρτα της χριστιανικής πίστης.
Και με άφησε με ένα τεράστιο
κενό. Γιατί, στην ως τότε ζωή μου και
παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου με την χριστιανική πίστη, τις ώρες φόβου,
ψυχικής αγωνίας, μοναξιάς, έκανα μια προσευχή όπως είχα τόσα χρόνια διδαχθεί.
Το κενό εκείνο κράτησε πολύ και
είχε την μεγαλύτερη αγωνία που έχω νιώσει ως τώρα. Ήταν η αγωνία για το
άγνωστο. Πού θα στρεφόμουν τώρα όταν
φοβόμουν; Ποια ανώτερη θεότητα θα με βοηθούσε στα δύσκολα; Τόσα χρόνια, τα
χριστιανικά διδάγματα, είχαν βάλει βαθιά τις ρίζες τους στη ψυχή μου κι
εγώ πήγα και τις ξερίζωσα σε μια στιγμή!
Κι ελευθερώθηκα! Απαγκιστρώθηκα!
Και βρήκα τον έρωτα στη φύση.
Στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Στο πράσινο των δέντρων. Στα πρωινά
κελαηδίσματα των κοτσυφιών. Στα χρώματα της πεταλούδας.
Λάτρεψα τη γη, ακόμη κι όταν
σείεται ,γιατί νιώθω τη δύναμή της. Λάτρεψα την Σελήνη, την Ημέρα και την
Νύχτα. Τις εποχές όλες.
Κι είδα τον εαυτό μου σαν
σημαδάκι πάνω στον πλανήτη μας. Γιατί να φοβάμαι πια;
Ένα μέρος της ανθρώπινης
ιστορίας είμαι, ένας τοσοδούλης κρίκος. Κι ένα
κομμάτι του Σύμπαντος...